Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Σάββα
Ο ΟΣΙΟΣ Σάββας, ὅταν ἦταν ἀκόμα νέος καὶ ζοῦσε στὴ μονὴ τῶν Φλαβιανῶν, ποὺ βρισκόταν στὴν Καππαδοκία, εἴκοσι στάδια μακριὰ ἀπὸ τὴ Μουταλάσκη, τὸ χωριό του, ἀσκοῦσε τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ κάθε ἄλλη ἐγκράτεια, προπαντὸς ὅμως μ’ ἐκείνη ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἡδονὴ τοῦ λάρυγγα καὶ στὴ φροντίδα καὶ καλοπέραση τῆς κοιλιᾶς.
Μία μέρα λοιπόν, ἐνῶ δούλευε στὸν κῆπο τοῦ μοναστηρῖου, τὰ μῆλα, ποὺ κρέμονταν ἀπὸ τὰ δέντρα, κεντοῦσαν τὴν ὄρεξή του καὶ τὸν γαργάλιζαν νὰ φάει πρὶν ἀπὸ τὴν καθορισμένη ὤρα. καὶ πραγματικά, σὰν ἄνθρωπος ποὺ ἦταν κι αὐτός, ξεγελάστηκε ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐπιθυμία καὶ νικήθηκε ἀπὸ τὴ θέα τῶν μήλων – γιατί ἦταν στ’ ἀλήθεια λαχταριστά. Νικήθηκε ὅμως τόσο μόνο, ὅσο νὰ πάρει ἕνα μῆλο στὸ χέρι του. Ἀμέσως μετὰ κατάλαβε ὅτι αὐτὸ ἦταν ἀποτέλεσμα ἐπιβουλῆς τοῦ πονηροῦ, ποὺ συνηθίζει νὰ ξεγελάει πάντα (τοὺς ἀνθρώπους), χρησιμοποιώντας σὰν δόλωμα τὴν ἡδονή. Θυμήθηκε ἀκόμα ὅτι καὶ τὸ φίδι (δηλαδὴ ὁ διάβολος) εἶχε καλυφθεῖ πίσω ἀπὸ τὸν καρπό, καὶ ὅτι μὲ τὴν ἡδονὴ καὶ τὴ βρώση ἔβγαλε ἀπὸ τὸν παράδεισο τοὺς προπάτορές μας, ποὺ τοὺς βρῆκαν ἔπειτα μύρια κακά. Ἀφοῦ λοιπὸν τὰ συλλογίστηκε καλὰ ὂλ’ αὐτά, πετάει καταγῆς τὸ μῆλο καὶ τὸ ποδοπατάει. καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸ πατάει καὶ τὴν ἐπιθυμία, ποὺ τοῦ εἶχε νικήσει τὰ μάτια, ἐξουθενώνοντας τὴν μὲ τὰ πόδια του. Ἀπὸ τότε ἔβαλε κανόνα στὸν ἑαυτό του, ὅσο ζεῖ νὰ μὴ φάει ποτὲ μῆλο, οὔτε νὰ ὑποχωρήσει στὴν ὄρεξη τῆς κοιλιᾶς του. Read more