Τοῦ Παλλαδίου
Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ Μωυσῆς ὁ Αἰθίοψ, ποὺ πρῶτα ἦταν ἀρχηγὸς μεγάλης συμμορίας ληστῶν καὶ μετὰ ἔγινε μοναχὸς δοκιμότατος καὶ ἱερέας καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους πατέρες, στὶς ἀρχὲς τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, πολεμήθηκε τόσο πολὺ ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς πορνείας, ὥστε παρὰ λίγο νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸ σκοπό του. Ἀντιστάθηκε ὅμως στὸν ἐχθρὸ μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ ἡσυχία. Μὲ συμβουλὴ τοῦ μεγάλου Ἰσιδώρου τῆς Σκήτης, κλείστηκε μέσα στὸ κελί του, καὶ γιὰ πολὺν καιρὸ οὔτε ἔβγαινε ἔξω οὔτε ἔτρωγε τίποτε ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ μία λίτρα παξιμάδι. Ἐπιπλέον δούλευε πολὺ καὶ ἔκανε πενήντα εὐχὲς τὴν ἡμέρα.

Πολέμησε ἔπειτα (τὸ δαίμονα) καὶ μὲ συνεχῆ ἀγρυπνία. Ἕξι χρόνια δὲν κοιμήθηκε καθόλου τὴ νύχτα. καὶ μολονότι ἔλιωσε τελείως τὸ σῶμα του, ἡ πύρωση τῆς σάρκας καὶ τὰ πειρασμικὰ ὄνειρα συνεχίζονταν ὅπως πρίν.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὑποβλήθηκε σὲ ἄλλη σκληραγωγία: Ἔβγαινε τὶς νύχτες, πήγαινε στὰ κελιὰ τῶν ἡλικιωμένων ἀδελφῶν, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ μεταφέρουν νερὸ γιὰ τὶς ἀνάγκες τους, ἔπαιρνε τὶς στάμνες τους, χωρὶς ἐκεῖνοι νὰ παίρνουν εἴδηση, καὶ τὶς γέμιζε νερὸ γιατί ἡ πηγὴ ἦταν πέντε σημεῖα (μίλια) μακριὰ ἀπὸ τὰ κελιὰ μερικῶν.
Μία νύχτα λοιπόν, καθὼς εἶχε σκύψει στὸ πηγάδι γιὰ νὰ γεμίσει τὴ στάμνα κάποιου μονάχου, ὁ δαίμονας τὸν χτύπησε ἀπὸ πίσω μ’ ἕνα ρόπαλο καὶ τὸν ἔριξε κάτω, ἀφήνοντας τὸν (νὰ κείτεται) στὸν τόπο ἐκεῖνο σὰν νεκρός. Τὴν ἄλλη μέρα ἦρθε ἕνας μοναχὸς καὶ τὸν βρῆκε πεσμένο καὶ μισοπεθαμένο. Ἔτρεξε καὶ τὸ εἶπε στὸν μεγάλο Ἰσίδωρο. Ἐκεῖνος λοιπὸν πῆγε μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους, τὸν σήκωσε καὶ τὸν ἔφερε στὴν ἐκκλησία (τῆς Σκήτης). Τόσο βαριὰ ἦταν, ποὺ μόλις μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο μπόρεσε νὰ συνέλθει.
Τότε ὁ μεγάλος ἱερέας τοῦ Χριστοῦ Ἰσίδωρος τοῦ λέει: Ἀδελφὲ Μωϋσῆ, σταμάτα πιὰ νὰ πολεμᾶς τοὺς δαίμονες καὶ νὰ τοὺς ἐξοργίζεις τόσο. Γιατί ἡ ἄσκηση ἔχει ὅρια καὶ στὴν πάλη μὲ τοὺς δαίμονες.
Ὅμως ὁ Μωυσῆς, τὸ διαμάντι τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀποκρίθηκε: «Δὲν θὰ πάψω νὰ τοὺς πολεμῶ, ὥσπου νὰ πάψουν οἱ ὀνειρικὲς φαντασίες μου». Μετὰ ἀπ’ αὐτό, τοῦ ξαναλέει ὁ μέγας Ἰσίδωρος:
«Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, παύουν ἀπ’ αὐτή τὴ στιγμὴ τὰ ἄπρεπα ὄνειρά σου. Ἀπὸ τώρα νὰ ἔρχεσαι χωρὶς δισταγμὸ καὶ νὰ κοινωνεῖς τὰ θεία Μυστήρια. Βασανίστηκες τόσο σκληρὰ ἀπ’ αὐτὸ
τὸ πάθος, γιὰ νὰ μὴν καυχηθεῖς ὅτι μὲ τὴν ἄσκησή σου τάχα τὸ νίκησες. (Βασανίστηκες) γιὰ τὸ συμφέρον σου, γιὰ νὰ μὴν πέσεις στὴν ἔπαρση».
Ὅταν (ὁ Μωυσῆς) ἄκουσε αὐτὰ (τὰ λόγια), γύρισε στὸ κελί του. Ἀπὸ τότε φρόντισε ν’ ἀγωνίζεται στὴν ἡσυχία μὲ μέτρο, καὶ ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἀκολασίας.

Τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα
Ἂν ἀγωνίζεσαι, νὰ μὴ στηρίξει ἡ καρδιά σου τὸ θάρρος της στὸν ἀγώνα σου, ὅτι τάχα αὐτὸς σὲ προφυλάσσει, ἀλλὰ νὰ πεῖς μὲ τὸ νοῦ σου, ὅτι, ἐπειδὴ καταπονῶ τὸ σῶμα μου, ὁ Θεὸς δέχεται μὲ εὐμένεια τὴν ταλαιπωρία μου.

Τοῦ ἀββᾶ Κασσιανοῦ
Ἂν ὑπάρχει μέσα μας ὁ ζῆλος ν’ ἀγωνιστοῦμε νόμιμα καὶ νὰ στεφανωθοῦμε, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος (Β’ Τιμ. 2:5), ἀφοῦ νικήσουμε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα τῆς πορνείας, νὰ μὴν ἔχουμε θάρρος στὴ δική μας δύναμη καὶ ἄσκηση, ἀλλὰ στὴ βοήθεια τοῦ Δεσπότη μας Θεοῦ. Γιατί δὲν παύει ὁ ἄνθρωπος νὰ πολεμεῖται ἀπ’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ὥσπου νὰ πιστέψει ἀληθινὰ ὅτι ὄχι μὲ τὴ δική του ἐπιμέλεια καὶ μὲ τὸν δικό του κόπο, ἀλλὰ μὲ τὴν προστασία καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀπαλλάσσεται ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀρρώστια καὶ ἀνεβαίνει στὸ ὕψος τῆς ἁγνείας. Γιατί αὐτὸ εἶναι, βέβαια, κάτι ποὺ ὑπερβαίνει τὴ φύση καὶ κάνει κατὰ κάποιο τρόπο ἀσώματο ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ὑποτάξει τοὺς ἐρεθισμοὺς τῆς σάρκας καὶ τὶς ἡδονές της. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν εἶναι ἀδύνατον – γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι – νὰ πετάξει μὲ τὰ δικά του φτερὰ πρὸς τὸ ὑψηλὸ καὶ οὐράνιο τοῦτο βραβεῖο τῆς ἁγιοσύνης καὶ νὰ γίνει μιμητῆς τῶν ἀγγέλων, ἂν δὲν τὸν σηκώσει ἢ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὴ λάσπη. Γιατί καμιὰ ἄλλη ἀρετὴ δὲν ἐξομοιώνει περισσότερο μὲ τοὺς ἀγγέλους τοὺς δεμένους μὲ τὴ σάρκα ἀνθρώπους ὅσο ἢ ἀρετὴ τῆς ἁγνείας. Μ’ αὐτὴ τὴν ἀρετή, ἐνῶ βρίσκονται καὶ ζοῦν ἀκόμα στὴ γῆ, ἔχουν τὸ πολίτευμα στοὺς οὐρανούς, σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο (Φιλιπ. 3:20).
Δεῖγμα του ὅτι ἀποκτήσαμε τελείως αὐτὴ τὴν ἀρετὴ εἶναι τὸ νὰ μὴν προσηλώνεται ἢ ψυχῆ σὲ καμιὰ εἰκόνα αἰσχρῆς φαντασίας κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου. Γιατί ἂν καὶ δὲν λογαριάζεται σὰν ἁμαρτία αὐτὴ ἢ κίνηση (στὸν ὕπνο), ἀποτελεῖ ὅμως ἀπόδειξη πὼς ἢ ψυχῆ εἶναι ἄρρωστη καὶ δὲν ἔχει ἀκόμα ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ (σαρκικό) πάθος. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ πιστεύουμε, πὼς οἱ αἰσχρὲς φαντασίες, πού μας ἔρχονται στὸν ὕπνο, εἶναι τεκμήρια τῆς προηγούμενης ἀμέλειας καὶ τῆς ἀρρώστιας μας. Ἀκόμα περισσότερο κάνει φανερὴ τὴν κρυμμένη μέσα στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας ἀσθένεια ἢ ρεύση, πού μας συμβαίνει στὴν ἀνάπαυση τοῦ ὕπνου. Γιατί ὅσοι ἔφτασαν στὸ ἔπακρο τῆς ἁγιοσύνης καὶ τῆς ἁγνείας, οὔτε ὅταν κοιμοῦνται προσηλώνονται στὶς φαντασίες (τῶν ὀνείρων) οὔτε ὅταν εἶναι ξύπνιοι αἰσθάνονται καμιὰ κίνηση (ἁμαρτωλῆς ἐπιθυμίας).

Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ἔλεγαν γιὰ τὴν ἀμμὰ Σάρα, ὅτι γιὰ δεκατρία χρόνια βασανιζόταν ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς πορνείας, καὶ ποτὲ δὲν προσευχήθηκε νὰ ὑποχωρήσει ὁ πόλεμος. Ἀπεναντίας, ἔλεγε: “Θεέ μου, δῶσε μου δύναμη! Μία μέρα λοιπόν, ποὺ εἶχε σφοδρὸ σαρκικὸ πόλεμο, ἀνέβηκε στὸ κελί της γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. καὶ τότε τῆς φανερώθηκε τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας μὲ ἀνθρώπινη μορφὴ καὶ τὴ ρώτησε: Ἐσὺ μὲ νίκησες, Σάρα;
Δὲν σὲ νίκησα ἐγώ, ἀλλὰ ὁ Κύριός μου, ὁ Χριστός, ἀπάντησε ἐκείνη.

Κάποιος ἄνθρωπος ἀρνήθηκε τὸν κόσμο, ἦρθε στὴ Σκήτη καὶ ἔγινε μοναχός. Ἦταν μάλιστα ἀγωνιστής. Ἀπὸ φθόνο τοῦ πονηροῦ ὅμως πολεμήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία γυναίκας. Μόλις ἄρχισε ὁ πόλεμος αὐτός, τὸν φανέρωσε στοὺς πατέρες. Κι ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ ἤξεραν ὅτι ἦταν (καλὸς πνευματικός) ἐργάτης, τοῦ ὅρισαν (διάφορες) ἀσκήσεις. Τὶς δέχθηκε καὶ τὶς ἐκτελοῦσε πρόθυμα, ἀλλὰ τὸ σῶμα τοῦ ἐξαντλήθηκε τόσο πολὺ ἀπ’ αὐτές, ὥστε δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ σηκωθεῖ.
Τότε, μὲ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, ἦρθε στὴ Σκήτη ἕνας ξενομερίτης γέροντας. Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε ἄλλους πατέρες, πέρασε κι ἀπὸ τὸ δικό του κελί. Ἀπόρησε ὅμως, γιατί, ἐνῶ τὸ βρῆκε ἀνοιχτό, δὲν βγῆκε κανεὶς νὰ τὸν προϋπαντήσει. Μήπως εἶναι ἄρρωστος αὐτὸς ποῦ μένει ἐδῶ; εἶπε μέσα του.
Πλησίασε καὶ χτύπησε. Καθὼς δὲν παρουσιάστηκε κανείς, μπῆκε μέσα καὶ βρῆκε τὸν ἀδελφὸ νὰ κείτεται ἄρρωστος. Τί ἔχεις, πάτερ; τὸν ρώτησε.
Ἐκεῖνος τότε τοῦ διηγήθηκε τὰ βάσανά του, ὅτι δηλαδὴ πολεμήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία γυναίκας, ὅτι τὸ φανέρωσε στοὺς πατέρες καὶ ὅτι ἐκεῖνοι τοῦ ἔβαλαν διάφορες ἀσκήσεις, πού, μολονότι τὶς ἔκανε – κατέληξε -, ἀπὸ τὴ μία τὸ σῶμα τοῦ ἐξασθένησε καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ πόλεμος μεγάλωσε.
Σὰν τ’ ἄκουσε ὅλα αὐτὰ ὁ γέροντας, τοῦ εἶπε:
Οἱ πατέρες βέβαια, σὰν δυνατοὶ (ποὺ εἶναι), καλά σου ὅρισαν αὐτὲς τὶς ἀσκήσεις. “Ἂν ὅμως θέλεις ν’ ἀκούσεις κι ἐμένα τὸν ταπεινό, ἄφησε ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς τὶς ἀσκήσεις, ἀφοῦ καμιὰ ὠφέλεια δὲν βρῆκες ἀπ’ αὐτές, τρῶγε τὸ λίγο φαγητό σου στὸν καιρό του, κάνε τὴ μικρή σου ἀκολουθία καὶ «ἔπιρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνά σου» (Ψαλμ. 54:23) καὶ τὴν ἀδυναμία σου. Γιατί μὲ τοὺς δικούς σου μόνο κόπους δὲν θὰ μπορέσεις νὰ νικήσεις σ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο. Τὸ σῶμα μας, βλέπεις, εἶναι σὰν ἕνα ροῦχο: “Ἂν τὸ φροντίσεις, θὰ διατηρηθεῖ- ἂν τὸ παραμελήσεις, θὰ καταστραφεῖ.
Ὁ ἀδελφὸς ἔκανε ἔτσι (ποὺ τοῦ εἶπε ὁ γέροντας), καὶ σὲ λίγες μέρες λυτρώθηκε ἀπὸ τὸν πόλεμο.

Ἕνας γέροντας εἶπε:
Ὅπως λίγη ἀψιθιὰ φτάνει γιὰ ν’ ἀχρηστέψει (μὲ τὴν πικράδα της) ὁλόκληρο δοχεῖο μὲ μέλι, ἔτσι καὶ μία σωματικὴ ἁμαρτία εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ μᾶς στερήσει τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ μᾶς στείλει στὴ γέεννα τοῦ πυρός.

Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον γέροντα: Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποῦ πολεμοῦμαι φοβερὰ ἀπὸ τὴν πορνεία;
Καὶ ὁ γέροντας τοῦ εἶπε:
Μὲ ὅση δύναμη ἔχεις, προφυλάξου ἀπ’ τὸ λογισμὸ τοῦτο γιὰ τί ὁποῖος νικηθεῖ ἀπ’ αὐτὸν (καὶ ἁμαρτήσει), ἀπελπίζεται γιὰ τὴ σωτηρία του. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα πλοῖο, ποὺ παλεύει μὲ τὴν τρικυμία καὶ τὴ θύελλα καὶ τὴ θαλασσοταραχή, ἂν τοῦ φύγει τὸ πηδάλιο, κινδυνεύει μέν, ἀλλὰ πλέει ἀκόμα• καὶ ὅμοια, ἂν τοῦ σπάσει τὸ κατάρτι ἢ χαθεῖ κάτι ἄλλο ἀπ’ αὐτὰ ποὺ τοῦ χρειάζονται γιὰ νὰ πλέει μὲ ἀσφάλεια, μποροῦν ἀκόμα οἱ ἐπιβάτες νὰ ἐλπίζουν βάσιμα ὅτι τελικὰ τὸ σκάφος θὰ σωθεῖ. “Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἂν εἶναι ράθυμος μὲ τ’ ἄλλα πάθη, ἂν δηλαδὴ ὑποχωρεῖ ἀπὸ ραθυμία σὲ κάποιο ἀπ’ αὐτά, ἔχει τὴν προσδοκία ὅτι μὲ τὴ μετάνοια θὰ βγεῖ τελικὰ νικητής• ἂν ὅμως πέσει ἔστω καὶ μία φορᾶ στὸ πάθος τῆς πορνείας, τότε ἀπελπίζεται, ὅπως ὁ ναυαγός τη στιγμὴ ποὺ βουλιάζει τὸ πλοῖο.

Τοῦ ἁγίου Ἔφραιμ
Θέλεις, ἀδελφέ, νὰ μάθεις πόσο φοβερὴ καὶ ὀλέθρια εἶναι ἢ πορνεῖα; Ἀναλογίσου, ὅτι ἐκείνους ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ θανατώσουν στὴν ἔρημο τὰ δαγκώματα τῶν φιδιῶν (βλ. Ἄριθ. 21:4-9),τοὺς ἔριξε κάτω (νεκρούς) ἢ πορνεῖα στὴ Μαδιάμ. Γιὰ χάρη της δὲν δίστασαν νὰ φᾶνε ἀκόμα καὶ εἰδωλόθυτα. Γι’ αὐτὸ θανατώθηκαν, μέσα σὲ μία μόνο μέρα, εἴκοσι τρεῖς χιλιάδες λάου (Α’ Κόρ. 10:8.Πρβλ. Ἀριθ. 25:1-9).
Ὅπως μὲ τὸ θυμίαμα εὐφραίνεται ἢ ὄσφρηση, ἔτσι καὶ μὲ τὴν ἅγνεια εὐφραίνεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κατοικεῖ στὸν ἄνθρωπο. Ἀπεναντίας, ὅπως ὁ χοῖρος χαίρεται νὰ κυλιέται στὴ λάσπη, ἔτσι καὶ οἱ δαίμονες χαίρονται μὲ τὴ βρωμιὰ τῆς πορνείας.
Φῶς λαμπρὸ καὶ χαρὰ καὶ εἰρήνη καὶ ὑπομονὴ κατοικοῦν στὴν ἅγνεια. Λύπη καὶ ἀκηδία καὶ ὕπνος ἀχόρταστος καὶ σκοτάδι ζοφερὸ βρίσκονται μαζὶ μὲ τὴν πορνεία.
Ἀδελφέ, νὰ μὴν περιποιεῖσαι καὶ νὰ μὴ στολίζεις ἐλεύθερα τὸ σῶμα σου. Ἄκουσε τί λέει ὁ ἀπόστολος: «Τᾶς δὲ νεωτερικᾶς Ἐπιθυμίας φεῦγε» (Β’ Τιμ. 2:22). Δὲν ξέρεις μὲ τί ἐχθρὸ παλεύεις; Δὲν ξέρεις, ὅτι εἶναι φοβερὸ νὰ γίνεσαι παγίδα γιὰ ἄλλη ψυχή; Μάθε μάλιστα καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος εἶναι ὡραῖος καὶ στολισμένος, ἢ ψυχῆ ὅμως μέσα τοῦ ἔχει μολυνθεῖ, δὲν θὰ ἀργήσει καὶ ἢ σωματικὴ ὀμορφιὰ νὰ χαθεῖ• ἂν ὅμως ἀποκτήσει κανεὶς ψυχικὴ ὡραιότητα, αὐτὴ θὰ ξεχυθεῖ καὶ στὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο, προπαντὸς ὅμως θὰ μείνει ἀναλλοίωτη.
πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *