Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Σάββα
ΒΑΔΙΖΕ κάποτε ὁ μακάριος Σάββας πρὸς τὸν Ἰορδάνη μαζὶ μ’ ἕνα δόκιμο μοναχό, νέο στὴν ἡλικία. Στὸ δρόμο συναντοῦσαν πολλοὺς κοσμικούς. Ἀνάμεσα τοὺς ἦταν καὶ μία ὄμορφη κοπέλα – παγίδα, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ἦταν εὔκολο νὰ ξεφύγει τὸ βλέμμα τοῦ ἀπρόσεκτου.
Ἀφοῦ τὴν προσπέρασαν, ὁ Σάββας, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸ μαθητή του, τὸν ρωτάει:
Πῶς σου φάνηκε ἐσένα ἐκείνη ἢ νέα; Γιατί εἶχε, θαρρῶ, ἕνα μονάχα μάτι.
Ὄχι, πάτερ, ἀπάντησε ὁ δόκιμος. Εἶχε καὶ τὰ δυό της μάτια.
Μήπως ἔχεις κάνει λάθος, παιδί μου; ἐπέμεινε ὁ ὅσιος. Γιατί ἦταν βγαλμένο, καὶ μάλιστα κάπως ἀδέξια, τὸ ἕνα μάτι τῆς κοπέλας.

Ὁ δόκιμος δὲν κατάλαβε πὼς ἢ ἐρώτηση τοῦ σοφοῦ (Σάββα) εἶχε σκοπὸ νὰ τὸν δοκιμάσει, καὶ πὼς ὁ ἴδιος γνώριζε πολὺ καλὰ ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦσε τάχα νὰ μάθει. Γι’ αὐτὸ τοῦ εἶπε:
Ὄχι, πάτερ. Ἀπεναντίας, καὶ τὰ δυό της μάτια ἦταν λαμπερὰ πολὺ καὶ πανέμορφα.
Καὶ πῶς τὸ ξέρεις αὐτὸ τόσο καλά, ὥστε νὰ τὸ βεβαιώνεις μὲ τέτοια σιγουριά; τὸν ρώτησε ὁ Σάββας. Μὰ τὴν παρατήρησα ἐπίμονα, γι’ αὐτὸ ξέρω καλὰ πὼς ἔχει καὶ τὰ δυό της μάτια.
Ἀφοῦ λοιπὸν παγιδεύτηκε ἔτσι ὁ δόκιμος, ὁ θεῖος Σάββας ἄρχισε φανερὰ πιὰ νὰ τὸν ἐλέγχει.
Ποῦ πέταξες, τοῦ λέει, τὴν παραγγελία, «μὴ ἐπιστήσεις τὸ σὸν ὄμμα πρὸς αὐτήν» (Παροιμ. 9:18) καὶ «μὴ συναρπασθῆς ἀπὸ τῶν αὐτῆς βλεφάρων» (Παροιμ. 6:25);
Λοιπόν, δὲν θὰ μένεις πιὰ μαζί μου οὔτε θὰ ξαναπατήσεις στὸ κελί μου, ὥσπου νὰ συνηθίσεις νὰ μὴ φέρνεις γύρω τὰ μάτια σου, ἀλλὰ νὰ τὰ ἔχεις κατεβασμένα στὴ γῆ.

Ἀπὸ τὸ βίο τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς
Ἡ μακαριὰ Συγκλητικὴ ἔλεγε στὶς συγκεντρωμένες ἀδελφές:
Καθεμιά μας πρέπει νὰ γνωρίζει καλὰ τὴν ἀποστολή της καὶ νὰ μὴ γλιστράει πρὸς τὰ κάτω, ἀλλὰ νὰ ζητάει πάντα τὰ ὑψηλότερα.
Δὲν ἀγνοεῖτε, βέβαια, τὴν παραβολὴ τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ τὰ ἑκατὸ καὶ τὰ ἑξήντα καὶ τὰ τριάντα (Ματθ. 13:8. Μάρκ. 4:8, 20). Λοιπόν, τὰ ἑκατὸ ἀφοροῦν τὴ δική μας ἰδιότητα, (τῶν μοναχῶν)• τὰ ἑξήντα ἀναφέρονται σ’ ἐκείνους ποὺ ἀσκοῦνται στὴν ἐγκράτεια• καὶ τὰ τριάντα, σ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μὲ σωφροσύνη.
Εἶναι λοιπὸν καλὸ νὰ προχωρᾶμε ἀπὸ τὰ τριάντα στὰ ἑξήντα. Εἶναι δηλαδὴ καλὸ νὰ προκόβουμε ἀπὸ τὰ μικρότερα στὰ μεγαλύτερα. Ἀπεναντίας, δὲν εἶναι ἀκίνδυνο νὰ πέφτουμε ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα στὰ μικρότερα. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ μία φορᾶ θὰ στραφεῖ στὰ χειρότερα, δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ πιὰ οὔτε σ’ αὐτὰ (σταθερός), ἀλλὰ κατρακυλάει ὡς τὰ βάθη τῆς ἀπώλειας.
Μερικὲς λοιπόν, ποὺ ὑποσχέθηκαν (νὰ ζήσουν μέ) παρθενία, παρασύρονται μὲ τὸ λογισμό τους, ἀπὸ ἀστάθεια προαιρέσεως, καὶ «προφασίζονται προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (πρβλ. Ψαλμ. 140:4), λέγοντας μέσα τους: Ἂν ζήσουμε μὲ σωφροσύνη – (ἐγὼ θὰ ἔλεγα), μᾶλλον μὲ ἀφροσύνη – θὰ κερδίσουμε τουλάχιστον τὰ τριάντα. Αὐτὴ ὅμως ἢ σκέψη εἶναι τοῦ ἐχθροί). Γιατί ἐκεῖνος ποὺ πηγαίνει ἀπὸ τὰ ἀνώτερα στὰ κατώτερα, ἐμπαίζεται ἀπὸ τὸν ἐχθρό. Ὁποῖος κάνει κάτι τέτοιο, λογαριάζεται σὰν στρατιώτης ποὺ λιποτάκτησε, καὶ ὄχι σὰν στρατιώτης ποὺ προτίμησε νὰ καταταχθεῖ σὲ κατώτερο στρατιωτικὸ σῶμα. Δὲν συγχωρεῖται λοιπόν, ἀλλὰ τιμωρεῖται, ἐπειδὴ ἐγκατέλειψε τὸ ἀνώτερο σῶμα.
Πρέπει, ἑπομένως, νὰ προχωρᾶμε συνεχῶς ἀπὸ τὰ χαμηλότερα στὰ ὑψηλότερα, «τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμεναι», σύμφωνα μὲ τὴν ἀποστολικὴ παραγγελία, «τοὶς δὲ ἔμπροσθεν ἔπεκτεινομεναι» (πρβλ. Φιλιπ. 3:14), καὶ νὰ τηροῦμε τὴν ἀπόλυτη σωφροσύνη πού μας ἐπιβάλλει ἢ ἰδιότητά μας. Γιατί καὶ οἱ κοσμικὲς γυναῖκες πιστεύουν ὅτι ζοῦν μὲ σωφροσύνη, μαζὶ μ’ αὐτὴν ὅμως ὑπάρχει καὶ ἀφροσύνη, ἀφοῦ ἐκεῖνες ἁμαρτάνουν μὲ ὅλες τὶς ἄλλες αἰσθήσεις. καὶ κοιτάζουν ἀδιάντροπα καὶ γελοῦν μὲ ἀναίδεια… Ἐμεῖς ἂς τ’ ἀφήσουμε αὐτὰ καὶ ἂς ἀνέβουμε στὰ ὄψη τῶν ἀρετῶν. Ἀπὸ τὰ μάτια μας ἂς διώξουμε κάθε μάταιο θέαμα• γιατί καὶ ἢ Γραφὴ λέει, «οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παροιμ. 4:25). Ἄλλα καὶ τὴ γλώσσα μας πρέπει νὰ ἐμποδίζουμε ἀπὸ τὰ σχετικὰ ἁμαρτήματα• γιατί δὲν εἶναι σωστὸ νὰ λέει αἰσχρὰ λόγια (αὐτή, ποὺ εἶναι) τὸ ὄργανο τῆς ὑμνολογίας (τοῦ Θεοῦ).
Αὐτὰ θὰ μπορέσουμε νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε, ἂν δὲν βγαίνουμε συχνὰ ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ἀφοῦ οἱ κλέφτες, κι ἂν ἀκόμα δὲν τὸ θέλουμε, μπαίνουν στὴν ψυχή μας μέσω τῶν αἰσθήσεων. Γιατί πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ μαυρίσει ἕνα σπίτι ἀπὸ τὸν καπνὸ ποῦ ὑπάρχει ἔξω, ὅταν ἀνοιχθοῦν οἱ πόρτες του;
Ἀναγκαστικὰ λοιπὸν πρέπει ν’ ἀποφεύγουμε νὰ πηγαίνουμε στὴν ἀγορά. Γιατί ἂν θεωροῦμε βαρὺ καὶ ἄπρεπο τὸ νὰ δοῦμε γυμνούς τους γονεῖς ἢ τ’ ἀδέλφια μας, πόσο μᾶλλον θὰ εἶναι γιὰ μᾶς βλαβερὸ νὰ βλέπουμε στὶς πλατεῖες αὐτοὺς ποῦ ἔχουν ξεγυμνωθεῖ ἀδιάντροπα ἢ ν’ ἀκοῦμε αἰσχρόλογα; Μὰ καὶ στὰ σπίτια μας ἀκόμα ὅταν κλειστοῦμε, οὔτε καὶ τότε πρέπει νὰ εἴμαστε ἀμέριμνες, ἀλλὰ νὰ βρισκόμαστε σὲ συνεχῆ ἐπαγρύπνηση, ὅπως εἶναι γραμμένο (Ματθ. 26:41. Α’ Θὲσ 5:6). Γιατί Ὅσο περισσότερο προσέχουμε νὰ διατηροῦμε τὴ σωφροσύνη μας, τόσο καὶ μὲ ἐρεθιστικότερους λογισμοὺς παλεύουμε. Ὅσο προκόβουν, βλέπετε, οἱ ἀθλητές, τόσο καὶ ἰσχυρότερους ἀντιπάλους ἔχουν νὰ ἀντιμετωπίσουν.
Κοίταξε λοιπὸν πόσο προχώρησες, καὶ δὲν θὰ λιποψυχήσεις γιὰ τὶς παροῦσες δυσκολίες. Νίκησες τὴ σωματικὴ καὶ ἔμπρακτη πορνεία; Ὁ ἐχθρὸς θὰ σὲ πολεμήσει μὲ τὴν πορνεία (ποὺ διαπράττεται) μέσω τῶν αἰσθήσεων. Ὅταν κι ἀπ’ αὐτὴ φυλάξεις τὸν ἑαυτό σου, τότε θὰ φωλιάσει μέσα στὸ νοῦ σου καὶ θὰ σοῦ κηρύξει τὸν ἀόρατο πόλεμο, παρουσιάζοντάς σου ὄμορφα πρόσωπα καὶ (θυμίζοντάς σου) παλιὲς γνωριμίες, (ποὺ εἶχες ξεχάσει).
Πρέπει, ἑπομένως, νὰ μὴν ἀποδεχόμαστε τὶς φανταστικὲς (αὐτές) εἰκόνες. Γιατί λέει ἢ Γραφή: «Ἐὰν πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντας ἄναβη ἐπὶ σέ, τόπον σου μὴ ἁφῆς» (Ἔκκλ. 10:4). Ἡ συγκατάθεσή μας στὶς φανταστικὲς πορνικὲς παραστάσεις εἶναι τόσο ἐνοχή, ὅσο καὶ ἢ πορνεῖα γιὰ τοὺς κοσμικούς. Γιατί λέει (πάλι) ἡ Γραφή: «Δυνατοὶ δυνατῶς ἔτασθησονται» (Σολ. Σολ. 6:6).
Εἶναι λοιπὸν μεγάλος ὁ ἀγώνας ἐνάντια στὸ δαιμόνιό της πορνείας. Αὐτὴ εἶναι τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ ὅπλο τοῦ ἐχθροῦ γιὰ τὴν ἀπώλεια μίας ψυχῆς. Αὐτὸ ἐννοοῦσε καὶ ὁ μακάριος Ἰώβ, ὅταν ἔλεγε γιὰ τὸ διάβολο, «ἡ δύναμις αὐτὸν ἒπ’ ὀμφαλοῦ γάστρας» (Ἰὼβ 40:16).
Νὰ γιατί πρέπει νὰ βρισκόμαστε πάντα σὲ κατάσταση νίψεως, καί, ἀφοῦ καταλάβουμε καλὰ πόσο φοβερὸς εἶναι ὁ ἐχθρός, νὰ φυλαγόμαστε ἀπὸ τὶς διάφορες ἐπιβουλές του, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, καὶ μὲ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματά μας πολεμάει καὶ μὲ τοὺς ἐσωτερικοὺς λογισμούς μας χτυπάει, πολὺ περισσότερο μάλιστα μ’ αὐτούς.
Σὲ τοῦτον τὸν πόλεμό μας χρειάζονται ἐπίπονη ἄσκηση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή. Αὐτά, βέβαια, μᾶς προστατεύουν γενικὰ ἀπὸ κάθε κακὸ λογισμό. Συγκεκριμένα ὅμως ἐναντίον τοῦ ὀλέθριου αὐτοῦ ἐχθροῦ, (δηλαδὴ τοῦ δαίμονα τῆς πορνείας), πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦμε καὶ κάποιους εἰδικοὺς συλλογισμούς, πολεμώντας τὸν μὲ ἀντίθετες φαντασίες. Ἂν λ.χ. σχηματιστεῖ στὴ διάνοιά μας ἡ εἰκόνα ἑνὸς ὡραίου προσώπου, ὁ νοῦς, μὲ τὴ δύναμη τοῦ λογικοῦ, ἂς καταστρέφει (νοερά) τὸ εἴδωλο ἐκεῖνο• ἂς τοῦ βγάζει τὰ μάτια, ἂς τοῦ ξεσκίζει τὶς σάρκες ἀπὸ τὰ μάγουλα, ἂς τοῦ κόβει τὰ χείλια, καὶ ἂς βλέπει στὸ ἕξης ἕνα ἀποκρουστικὸ σύμπλεγμα ἀπὸ γυμνά κοκαλα. Καὶ τότε ἂς σκεφτεῖ τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ποθοῦσε. Ἂς ἀντικρίσει ἀκόμα ὁ νοῦς Καὶ τὸ σῶμα ὅλο τοῦ ἀγαπημένου (προσώπου) γεμάτο ἀπὸ κακοφορμισμένες Καὶ δύσοσμες πληγές, νὰ διαλύεται ὅπως τὰ σώματα τῶν νεκρῶν. Ἂς δεῖ, τέλος, καθεμιά μας, μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς της, Καὶ τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτὸ νεκρό.
Ἔτσι ὁ νοῦς θὰ γεμίσει μὲ ἀηδία, θὰ σβήσει τὸν πόθο πρὸς ἐκεῖνο (τὸ πρόσωπο, ποὺ τοῦ προκαλεῖ σαρκικὴ ἐπιθυμία), θὰ μπορέσει νὰ ἀναχαιτίσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ μάταιη πλάνη, ἀφοῦ θὰ σκέφτεται πὼς αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ αἷμα καὶ φλέγμα ποὺ περιβάλλει τοὺς ζωντανοὺς ὀργανισμούς, Καὶ θ’ ἀποτραβηχτεῖ στὸ ἑξῆς ἀπὸ τὴν ἡδυπάθεια. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐπιβληθεῖ εὔκολα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στὶς σαρκικὲς ἡδονές.

Τοῦ ἁγίου Ἔφραιμ
Ν’ ἀντιμετωπίζεις μὲ σκληρότητα τὸ δαίμονα τῆς πορνείας, σὰν (νὰ ἔχεις μπροστά σου) σκυλί, καὶ νὰ μὴ θελήσεις διόλου νὰ παρασυρθεῖς ἀπὸ σχετικὸ λογισμό. Γιατί ὅπως ἀπὸ μία σπίθα φουντώνει ἡ φωτιά, ἔτσι κι ἀπὸ μία κακὴ ἐνθύμηση πληθαίνουν οἱ κακὲς ἐπιθυμίες. Δίωξε λοιπὸν μακριά σου τὴν ἀνάμνησή τους μὲ περισσότερη ἀηδία ἀπ’ σὴν αἰσθάνεσαι γιὰ τὴ δυσοσμία τοῦ βούρκου.
Ἄν, καθὼς ἐργάζεσαι, σὲ ἐνοχλήσει τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας, μὴ βαρεθεῖς νὰ σηκώσεις τὰ χέρια σου σὲ προσευχή. Κι ἂν τότε σου ἐπιτεθεῖ πιὸ ἄγρια, σήκω καὶ προσευχήσου γονατιστός. Ἡ προσευχὴ ποὺ θὰ κάνεις μὲ πίστη, θὰ πολεμήσει γιὰ χάρη σου (τὸ πονηρὸ πνεῦμα).
Ἄν μας ἐνοχλεῖ ἡ σαρκικὴ ἐπιθυμία, ἂς σκύψουμε σ’ ἕναν τάφο καὶ ἂς δοῦμε τὰ μυστήρια της φύσεώς μας – σωρὸ τὰ ὀστά, τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο, κρανία γυμνωμένα ἀπὸ τὶς σάρκες, κόκαλα, κόκαλα. Καὶ βλέποντας τά, ἂς θεωρήσουμε πὼς βλέπουμε σ’ ἐκεῖνα τοὺς ἑαυτούς μας. Καὶ ἂς στοχαστοῦμε τότε, ποὺ κατέληξαν ἡ
ἀνθηρὴ ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ τὸ ζωηρὸ χρῶμα τοῦ προσώπου καὶ ἡ ὑπόλοιπη ὡραιότητα. Μ’ αὔτη τὴ σκέψη θὰ σβηστεῖ ἡ φλόγωση τῆς σάρκας.
Εἶναι δυνατὸν ὅμως νὰ πολεμήσουμε καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ νικήσουμε αὐτὸ τὸ πάθος καὶ μὲ ἄλλους λογισμούς. Γιατί ὁ ἐχθρός, ποὺ ἐνοχλεῖ συνεχῶς τὸν ἀδελφὸ μὲ τὴν ἔξαψη (τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας), τοῦ βάζει τέτοιους λογισμούς:
Ὡς πότε θὰ ὑπομένεις τὸν κόπο καὶ τὴν ἐνόχληση τοῦ πάθους; Ἱκανοποίησε μόνο μία φορᾶ τὴν ἐπιθυμία σου, γιὰ νὰ σοῦ φύγει πιὰ ὁ πόλεμος, καὶ ὕστερα μετανοεῖς. Δὲν εἶναι δὰ καὶ σπουδαῖο πράγμα. Λίγης ὥρας ὑπόθεση, καὶ μετὰ πέρασε. Ὁ Θεός, ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἶναι φιλάνθρωπος καὶ σπλαχνικός, καὶ θὰ σὲ δεχθεῖ πάλι ὅταν μετανοήσεις”.
Ὁ ἀδελφὸς τότε ἂς τὸν ἀντικρούσει μὲ μίαν ἀπάντηση σὰν κι αὐτή:
Ἐχθρέ του γένους μας καὶ πολέμιε τῆς σωτηρίας μας, μὲ ρωτᾶς ὡς πότε θὰ ὑπομένω τὸν κόπο; Σοὺ ἀποκρίνομαι: Ὥσπου νὰ δεῖ ὁ Κύριος τὴν ταπείνωσή μου καὶ τὸν κόπο μου, καὶ νὰ συγχωρήσει ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου (Ψαλμ. 24:18)• ὥσπου νὰ μ’ ἐλευθερώσει, ὅπως τὴ χήρα (Λουκ. 18:1-8), ἀπὸ σένα, τὸν ἀντίδικό μου. Δὲν ξέρεις, ἐξάλλου, διάβολε, πὼς ἂν ἕνα θηρίο συνηθίσει νὰ τρώει σάρκες, γίνεται ὅλο καὶ πιὸ αἱμοβόρο; Πῶς λοιπόν μου βάζεις τὴ σκέψη, ὅτι ἂν μία φορᾶ ἱκανοποιήσω τὴν ἐπιθυμία μου, δὲν θὰ ξαναπολεμηθῶ; Καὶ ποιὸς μὲ βεβαιώνει, ὅτι ἂν μολύνω τὸ σῶμα μου, θὰ βρῶ καιρὸ γιὰ νὰ μετανοήσω, καὶ δὲν θὰ ριχθῶ στὴν κόλαση μαζὶ μὲ «τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομία» (Ψαλμ. 5:6); Γιατί ἡ ζωή μας πάνω στὴ γῆ εἶναι σκιὰ (πρβλ. Ἰὼβ 8:9). καὶ τί δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μέσα σὲ λίγη ὥρα; “Ἂν πάρω ἕνα μαχαίρι καὶ σχίσω τὸν ἑαυτό μου;… Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ σ’ ἀκούσω, γιὰ νὰ μὴ χάσω μέσα σὲ λίγη ὥρα πλοῦτο αἰώνιο καὶ γιὰ νὰ μὴ γίνω αἰχμάλωτός σου, σκορπίζοντας μέσα σὲ μία στιγμὴ ὅσα μάζεψα τόσα χρόνια, φυλάγοντας μὲ τόσους κόπους τὶς ἀρετές. Λὲς ἀκόμα ὅτι δὲν εἶναι σπουδαῖο πράγμα;
Ἄκουσε λοιπόν, ἐχθρὲ καὶ ἐπίβουλέ της ζωῆς μας, ποιὰ τιμή εχει ὁριστεῖ (ἀπὸ τὸ Θεό) γιὰ ὅσους νίκησαν μὲ τὴν εὐσέβεια τοὺς τοῦτο τὸ πάθος, ποὺ ἐσὺ ὀνομάζεις μικρό, καὶ ποιὰ τιμωρία ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ ὅσους νικήθηκαν ἀπ’ αὐτό. Μήπως ὁ σώφρων Ἰωσὴφ δὲν ἐπαινεῖται ἀπ’ ὅλες τὶς γενιὲς καὶ δὲν δοξάζεται στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, ἐπειδὴ νίκησε αὐτὸ τὸ πάθος (Γέν. 39:12), ἐνῶ, ἀπεναντίας, ἡ ντροπὴ τῆς Αἰγύπτιας χλευάζεται, καθὼς κηρύσσεται σ’ ὅλο τὸν κόσμο; Τὸ ἴδιο ἄλλωστε δὲν ἐγκωμιάζεται καὶ ἡ μακαριὰ Σωσάννα ἀπ’ ὅλους μέχρι σήμερα κι ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἐπειδὴ δὲν ὑποχώρησε σ’ αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία, ἀλλὰ καταφρόνησε καὶ τὸ θάνατο ἀκόμα γιὰ νὰ διατηρήσει τὴ σωφροσύνη τῆς (Δᾶν., Σώσ:23); Οἱ πρεσβύτεροι ὅμως καὶ οἱ κριτὲς (τοῦ λάου), ποὺ θεωροῦνταν ὅτι κυβερνοῦν τὸ λαό, ἐπειδὴ νικήθηκαν ἀπ’ αὐτὸ τὸ πάθος, θανατώθηκαν μὲ λιθοβολισμὸ (Δᾶν., Σώσ.:62), ἀλλὰ (συνάμα) ἄφησαν καὶ κακὸ ὄνομα στὶς γενιὲς ποὺ ἀκολούθησαν.
Φύγε λοιπὸν ἀπὸ κοντά μου, ἐργάτη τῆς ἀνομίας καὶ πολέμιε των ψυχῶν! Ὁ Κύριος καὶ Θεός, ποὺ ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους το Πνεύμα Τοῦ τὸ Ἅγιο, νὰ σὲ ἐπιτιμήσει καὶ ν’ ἀχρηστέψει τὰ τεχνάσματα καὶ τὶς παγίδες σου, γιατί παραμονεύεις σὰν τὸ λιοντάρι, θέλοντας νὰ καταβροχθίσεις τὴν ψυχή μου (πρβλ. Α’ Πετρ. 5:8). Ἡ γλυκύτητά σου εἶναι πίκρα καὶ τὸ ἴσιωμά σου εἶναι βάραθρο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια καὶ τὰ δῶρα σου εἶναι γεμάτα φθορὰ καὶ θάνατο. Τί μὲ παρακινεῖς νὰ κάνω; Νὰ ἀρνηθῶ τὴν τόση χάρη, ποὺ πῆρα ἀπὸ τὸν Κύριό μου, καὶ νὰ λυπήσω τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὸ ὅποιο σφραγίστηκα γιὰ τὴν ἥμερά της ἀπολυτρώσεως (Ἔφ. 4:30); Νὰ κάνω τὰ μέλη τοῦ Χρίστου μέλη πόρνης (Α’ Κόρ. 6:15) καὶ νὰ χάσω τὸν ἁγιασμό, χωρὶς τὸν ὅποιο κανεὶς δὲν θὰ δεῖ τὸν Κύριο (Ἔβρ. 12:14); Νὰ στερηθῶ ἀκόμα τὴν ἀτελεύτητη χαρὰ καὶ δόξα τοῦ Κυρίου μου καὶ νὰ κληρονομήσω μαζὶ μ’ ἐσένα τὴν ἄσβηστη φωτιὰ καὶ τὸν ἀκοίμητο σκώληκα (Μάρκ. 9:48) καὶ τὶς ὑπόλοιπες αἰώνιες τιμωρίες, ποὺ ἔχουν ἑτοιμαστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ σένα καὶ τοὺς ἀγγέλους σου (Ματθ. 25:41); Αὐτὰ μὲ συμβουλεύεις νὰ κάνω καὶ νὰ πάθω μέσα σὲ λίγη ὥρα, καὶ λὲς ὅτι δὲν εἶναι τίποτα τὸ πράγμα; Ξέρω καλά, πώς, ἂν σ’ ἀκούσω, ἐσὺ θὰ τρέξεις νὰ φέρεις στον πατέρα σου, τὸ σατανᾶ, σὰν εὐχάριστη εἴδηση τὴ δική μου ἀπώλεια, καὶ θὰ χαρεῖς μαζί του γιὰ τὴν πτώση μου• ἐγὼ ὅμως θὰ παρουσιαστῶ ντροπιασμένος μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα μου. “Ὄχι, δὲν θὰ μὲ πείσεις, διάβολε! Καλύτερα νὰ μ’ ἐνοχλεῖς σὰν σκυλί, παρὰ νὰ γελάσεις ἔτσι σὲ βάρος μου. Γιατί «Κύριος στερέωμά μου καὶ καταφυγή μου καὶ ἀντιλήπτωρ τῆς σωτηρίας μου• Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου καὶ ἒπ’ αὐτὸν ἔλπιω» (πρβλ. Ψαλμ. 17:3• 26:1) καὶ θὰ σωθῶ ἀπὸ τὶς παγίδες σου”.
Ἕκτος ἀπ’ αὐτά, ἀγαπητέ, νὰ προβάλλεις ἐναντίον τοῦ τὸ φόβο τῆς γέεννας καὶ τὴν πικρότητα τῶν βασανιστηρίων. Κι ἔτσι, μὲ τὸ φόβο ἐκείνης τῆς φωτιᾶς θὰ μαραθεῖ μέσα σου ἡ φωτιὰ (τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας).
Ἂν θέλεις, θὰ σοῦ παρουσιάσω καὶ μία μικρὴ εἰκόνα τῆς τιμωρίας στὴ γέννα, γιὰ νὰ συμπεράνεις νοερά, ἀπ’ αὐτὸ τὸ μικρὸ παράδειγμα, πόσο μεγάλος καὶ ἀφόρητος εἶναι ἐκεῖνος ὁ πόνος.
Δὲν μπῆκες ποτὲ σὲ λουτρό; Δὲν ἔχεις δεῖ ἐκεῖ ἀνθρώπους, παραλυμένους ἀπὸ τὴ θερμότητα, νὰ ρίχνονται (γιὰ ν’ ἀνακουφιστοῦν) στὸ δροσερὸ νερό; Σ’ ἐκείνη ὅμως τὴ φλόγα, ποὺ μέλλει νὰ δεχθεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς, οὔτε δεξαμενὴ (μὲ δροσερὸ νερό) βρίσκεται κοντά, οὔτε πόρτα καὶ ἔξοδος ὑπάρχει, οὔτε φωτισμός, οὔτε ἀέρας δροσερός. Οὔτε κι ἂν βάλει κανεὶς τὶς φωνές, καθὼς θὰ καίγεται ἀπὸ τὴ φλόγα, θὰ βρεθεῖ ἄλλος νὰ τὸν βοηθήσει ἢ νὰ τὸν παρηγορήσει. Γιατί εἶναι γραμμένο: «Ἡ κρίσης ἄνελεος τῷ μῇ ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. 2:13).
Δὲν ἔχεις δεῖ ἀκόμα καὶ τὸ ἴδιο τὸ καμίνι, ποῦ καίει κάτω ἀπ’ τὸ λουτρό; Πόσο φόβο ἐμπνέει σ’ ἐκεῖνον ποῦ θὰ τὸ πλησιάσει μονάχα; Ἐκεῖ ὅμως, (στὴν κόλαση), κατακαίγονται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ φωτιὰ οἱ ἀσεβεῖς, καὶ οἱ, ἁμαρτίες τοὺς φουντώνουν πιὸ πολὺ τὶς φλόγες καὶ τοὺς κάνουν ἀνυπόφορη τὴν τιμωρία. Γιατί εἶναι γραμμένο: «Θυμὸς καὶ ὀργή, θλίψις καὶ στενοχώρια ἐπὶ πάσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κὰτ ἐργαζομένου τὸ κακόν» (Ρωμ. 2:8-9).
Αὐτὰ λοιπόν, ἀδελφέ, νὰ συλλογίζεσαι, καὶ θὰ διαλυθεῖ ἀπὸ τὴ διάνοιά σου ἡ ἐπιθυμία τῆς ἡδονῆς, ὅπως διαλύεται τὸ κερὶ ἀπὸ τὴ φωτιά. Φύλαγε τὰ μάτια σου καὶ γύριζε τὰ ἄλλοι), γιὰ νὰ μὴ βλέπουν μάταια πράγματα. Τὸ μάτι, ποὺ στρέφεται ἐδῶ κι ἐκεῖ, εἶναι φοβερὸς προδότης. Γιατί μὲ τὶς ἄλλες αἰσθήσεις ὁ νοῦς πολεμεῖται μόνο ὅσο ὑπάρχει καὶ ἡ αἰτία ποὺ τὸν προκαλεῖ• ὅταν ὅμως ἀπομακρυνθεῖ ἡ αἰτία ἡ συμβεῖ κάτι ἐνάντιο, τότε διώχνεται καὶ φεύγει (ἀπὸ τὸ νοῦ) καὶ ὁ πόλεμος. Ἀπεναντίας, ἐκεῖνος (ὁ πόλεμος) ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὰ μάτια, εἶναι φοβερὸς ὄχι μόνο ὅσο εἶναι παροῦσα ἡ αἰτία, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀπουσιάζει καὶ μᾶλλον περισσότερο θλίβει τὴν ψυχὴ ὅταν ἀπουσιάζει ἡ αἰτία, παρὰ ὅταν εἶναι παροῦσα, γιατί τότε ἀνάβει (πιὸ πολύ) τὴν ἐπιθυμία.
Τί ἐννοῶ; Ἄκουσε κάποιος μελωδίες μουσικῶν, καὶ πέρασε• ἔπειτα ὅμως ἄκουσε πένθιμες φωνὲς καὶ μοιρολόγια, καὶ μὲ τὸ θρῆνο ἐξουδετερώθηκε ἡ μελωδία τῶν μουσικῶν. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, κάποιος δοκίμασε μέλι• ἔπειτα ὅμως δοκίμασε καὶ κάτι πικρό, κι ἔτσι ἡ γλύκα τοῦ μελιοῦ χάθηκε ἀπὸ τὴν πικράδα ποὺ τὴν ἀκολούθησε. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ὄσφρηση: Μύρισε κάποιος κάτι εὐωδιαστό• ἔπειτα μύρισε καὶ κάτι δύσοσμο, καὶ ἡ εὐφροσύνη τῆς εὐωδιᾶς διώχθηκε ἀπὸ τὴν ἀηδία τῆς δυσωδίας. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν ἁφή: Ἄγγιξε κάποιος κρύο νερό• ἔπειτα ἄγγιξε νερὸ βραστό, καὶ ἡ θερμότητα τοῦ βραστοῦ νεροῦ μετρίασε τὴν προηγούμενη ψυχρότητα (τοῦ κρύου νεροῦ). Ὁ πόλεμος ὅμως τοῦ περιπλανώμενου ματιοῦ κατακαίγει τὸ νοῦ μὲ τὴν ἐπιθυμία, εἴτε εἶναι παρὸν εἴτε ἀπουσιάζει τὸ ἀντικείμενο. καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ μὲ αἰσχρὰ ὄνειρα γεμίζει φαντασίες τὴν καρδιά• γιατί οἱ δαίμονες, ὅταν βροῦν πέρασμα καὶ μποῦν (στὸ νοῦ) μὲ τὸ λογισμό, ἀναπαριστοῦν τὸν πειρασμὸ στὴ διάνοια. καὶ ἀπασχολώντας μ’ αὐτὸν τὸ νοῦ, τὸν παρασύρουν σὲ φιλήδονες σκέψεις. Γι’ αὐτὸ λέει ἡ Γραφή: «Ρεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον» (Σολ. Σόλ. 4:12). Γιατί στὴν ἥττα τῶν ματιῶν βρίσκεται ἡ ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας, στὴν ὁποία ὁπωσδήποτε θὰ κατρακυλήσει σιγά-σιγὰ ὁ νοῦς, ἂν δὲν συνέλθει γρήγορα, καθὼς βεβαίωσε καὶ ὁ Κύριος: «Πᾶς ὁ βλέπων γυναίκα πρὸς τὸ ἐπιθυμεῖσαι αὐτὴν ἤδη ἔμοιχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ» (Ματθ. 5:28). Αὐτὴ ἡ μοιχεία ξεριζώνεται, ἂν ἔχουμε πάντα τὸ βλέμμα στραμμένο πρὸς τὰ κάτω καὶ τὴν ψυχὴ πρὸς τὰ πάνω. Σὲ τοῦτο βοηθάει καὶ ἡ ἐγκράτεια• γιατί αὐτός, λένε, ποὺ συγκρατεῖ τὴν κοιλιά του, μπορεῖ νὰ συγκρατήσει καὶ τὸ βλέμμα του. “Ἄν, τέλος, ἀποφεύγεις τὰ αἰσχρὰ λόγια, τότε θ’ ἀποφύγεις καὶ τοὺς ἀκάθαρτους λογισμούς.
Τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα
Ἂν βρίσκεσαι σὲ πόλη ἡ σὲ χωριό, τὰ μάτια σου ἂς βλέπουν πρὸς τὰ κάτω, γιὰ νὰ μὴν ξεσηκώσεις πολέμους ἐναντίον σου, ὅταν θὰ εἶσαι μόνος. “Ἂν σταθεῖς κάπου γιὰ νὰ πιεῖς νερὸ ἢ καθίσεις γιὰ κάποια σοβαρὴ ἀνάγκη, μὴ χαλαρώσεις τὴν προσοχή σου• θυμήσου ὅτι ὁ Θεὸς σὲ προσέχει. Ὅταν πρόκειται νὰ κοιμηθεῖς, νὰ εἶσαι ζωσμένος. καὶ συνήθισε νὰ μὴ βάζεις τὰ χέρια σου μέσα (ἀπὸ τὰ ροῦχα σου), γιατί τὸ σῶμα ἔχει πολλὰ πάθη, ποὺ ἐκτελοῦνται ἀπὸ τὴν καρδιά.
Φυλάξου, νὰ μὴν αἰχμαλωτιστεῖς ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἤδη ἔκανες, γιὰ νὰ μὴν ἀνανεωθοῦν μέσα σου. Φύλαξε τὰ μάτια σου, καὶ ἡ καρδιά σου ἂς μὴν κοιτάζει πονηρά. Αὐτὸς ποὺ βλέπει ἄλλο πρόσωπο μὲ ἡδονικὴ διάθεση, κάνει μοιχεία. Ἂν τραβάει τὴν καρδιά σου ἡ ὀμορφιὰ κάποιου σώματος, θυμήσου τὴ δυσωδία του καὶ θὰ ἡσυχάσεις. Ἄν σου εἶναι ποθητὴ πολὺ ἡ ἡδονὴ τῶν γυναικῶν, σκέψου ποὺ βρίσκονται τώρα ὅσες ἤδη πέθαναν, καὶ θὰ βρεῖς ἀνάπαυση.
Πρόσεχε καλά, ὥστε, ὅπως φυλάγεσαι ἀπὸ τὴν πορνεία, ἔτσι νὰ φυλάγεσαι καὶ ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες τῶν ματιῶν, τῆς ἀκοῆς, τῆς γλώσσας καὶ τῆς ἁφῆς. Τὰ μάτια σου νὰ εἶναι πάντα προσηλωμένα στὸν ἑαυτό σου καὶ στὴ δουλειά σου. Νὰ μὴν παρατηρήσεις ἄνθρωπο μὲ περίεργη διάθεση, ἐκτὸς κι ἂν διαπιστώσεις ὅτι ὑπάρχει σοβαρὴ ἀνάγκη. Ὡραία γυναίκα ἡ καὶ ἄνδρα νὰ μὴν κοιτάξεις χωρὶς λόγο. Τ’ αὐτιά σου μὴν τ’ ἀφήσεις ν’ ἀκούσουν λόγια ἀνώφελα. καὶ τὸ στόμα σου ἂς εἶναι κλειστὸ καὶ ἂς μὴ μιλάει καθόλου, ἂν δὲν εἶναι ἀπαραίτητο.

Τοῦ ἀββᾶ Κασσιανοῦ
Τὰ ἄλλα πάθη κάνουν τὴ μάχη μόνο μέσα στὴν ψυχή• ὁ σαρκικὸς πόλεμος ὅμως εἶναι διπλός, γίνεται δηλαδὴ καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ παλέψουμε διπλὰ ἐναντίον του. Δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἡ σωματικὴ νηστεία γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς τέλειας σωφροσύνης καὶ τῆς ἀληθινῆς ἁγνείας, ἂν δὲν ἀκολουθοῦν καὶ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ πολλὴ προσευχὴ στὸ Θεὸ καὶ συχνὴ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ κόπος καὶ χειρωνακτικὴ ἐργασία. Αὐτὰ μποροῦν νὰ περιορίζουν τὶς ἄτακτες ὁρμὲς τῆς ψυχῆς καὶ νὰ τὴν ἀποτρέπουν ἀπὸ τὶς αἰσχρὲς φαντασίες. Περισσότερο ὅμως ἀπ’ ὅλα βοηθάει ἡ ταπείνωση τῆς ψυχῆς, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν θὰ μπορέσει κανεὶς νὰ νικήσει οὔτε τὴν πορνεία οὔτε τὰ ἄλλα πάθη.
Πρῶτα-πρῶτα λοιπὸν πρέπει μὲ κάθε προσοχὴ νὰ φυλάει κανεὶς τὴν καρδιὰ τοῦ (Παροιμ. 4:23) ἀπὸ ρυπαροὺς λογισμούς. Γιατί ἀπὸ τὴν καρδιὰ προέρχονται, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, πονηρὲς σκέψεις, φόνοι, μοιχεῖες, πορνεῖες καὶ τὰ ἄλλα (Ματθ. 15:19). καὶ ἡ νηστεία δὲν μᾶς ἔχει ὁριστεῖ μόνο γιὰ τὴν κακοπάθεια τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν προσοχὴ τοῦ νοῦ, γιὰ νὰ μὴ σκοτιστεῖ δηλαδὴ (ὁ νοῦς) ἀπὸ τὴν πολυφαγία καὶ χαλαρώσει τὴν ἐπιτήρηση τῶν λογισμῶν. Πρέπει λοιπὸν ὄχι μόνο στὴ σωματικὴ νηστεία νὰ βάζουμε ὅλη τὴν ἐπιμέλειά μας, ἀλλὰ καὶ στὴν προσοχὴ τῶν λογισμῶν καὶ στὴν πνευματικὴ μελέτη, χωρὶς τὰ ὁποία εἶναι ἀδύνατον ν’ ἀνέβουμε στὸ ὕψος τῆς καθαρῆς ἁγνείας.
Ἂς φροντίζουμε λοιπὸν νὰ καθαρίζουμε πρῶτα, ὅπως λέει ὁ Κύριος, «τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηριοῦ καὶ τῆς παροψίδος, ἴνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν» (Ματθ. 23:26). Γιατί ὁ Γιατρὸς τῶν ψυχῶν μας, γνωρίζοντας ὅτι ἡ ἀρρώστια βρίσκεται κρυμμένη στὰ βάθη τῆς ψυχῆς, ἐκεῖ ἔβαλε καὶ τὸ φάρμακο, ἀφοῦ ἤξερε πὼς ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ τὸ νοσογόνο αἴτιο. Γι’ αὐτὸ εἶπε: «Πᾶς ὁ βλέπων γυναίκα πρὸς τὸ ἔπιθυμησαι αὐτὴν ἤδη ἔμοιχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ» (Ματθ. 5:28). (καὶ αὐτὸ τὸ εἶπε) γιὰ νὰ διορθώσει ὄχι τόσο τὰ περίεργα καὶ φιλήδονα μάτια, ὅσο τὴν ψυχή, ποὺ κατοικεῖ μέσα μας, καὶ χρησιμοποιεῖ μὲ κακὸ τρόπο τὰ μάτια, τὰ δοσμένα ἀπὸ τὸ Θεὸ στὸν ἄνθρωπο γιὰ τὸ καλό του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σοφὴ παροιμία δὲν λέει «πάση φυλακὴ τηρεῖ σοὺς ὀφθαλμούς», ἀλλὰ «πάση φυλακὴ τηρεῖ σὴν καρδίαν» (Παροιμ. 4:23), βάζοντας ἔτσι τὸ φάρμακο τῆς προσοχῆς στὴν καρδιά, ποὺ μεταχειρίζεται τὰ μάτια γιὰ ὅτι θέλει.
Αὐτὴ λοιπὸν ἂς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς καθάρσεώς μας• ὅταν ἔρθει στὸ νοῦ μας ἐνθύμηση γυναίκας, ξεφυτρωμένη ἀπὸ τὴ διαβολικὴ δολιότητα, εἴτε μητέρας εἴτε ἀδελφῆς εἴτε ἄλλων γυναικών, καὶ εὐλαβῶν ἀκόμα, ἀμέσως νὰ τὴ διώξουμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας, μὴν τυχόν, ἂν ἐπιμείνουμε πολὺ σ’ αὐτὴ τὴν ἐνθύμηση, ὁ πλανευτὴς τῶν ψυχῶν μας κυλήσει, μέσω τῶν προσώπων αὐτῶν, καὶ ρίξει τὴ διάνοιά μας μέσα στὸ γκρεμὸ τῶν αἰσχρῶν καὶ βλαβερῶν σκέψεων.
Ἔξαλλου καὶ ἡ ἐντολή, ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ στὸν πρωτόπλαστο, προστάζει νὰ συντρίβουμε τὸ κεφάλι τοῦ φιδιοῦ (Γέν. 3:15), δηλαδὴ τὶς ἀπαρχὲς τῶν βλαβερῶν λογισμῶν, μέσω τῶν ὁποίων ἐπιχειρεῖ (τὸ φίδι) νὰ συρθεῖ μέσα στὶς ψυχές μας. Γιατί ἂν δεχθοῦμε τὸ κεφάλι, ποὺ θὰ εἶναι ἡ ἀρχικὴ προσβολὴ τοῦ λογισμοῦ, θὰ δεχτοῦμε καὶ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα τοῦ φιδιοῦ, ποὺ εἶναι ἡ συγκατάθεση στὴν ἡδονή, καὶ αὐτὸ θὰ ρίξει στὴ συνέχεια τὴ διάνοιά μας στὴν παράνομη πράξη. Πρέπει λοιπόν, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «εἰς τᾶς πρωίας ἄποκτεινειν πάντας τοὺς ἁμαρτωλούς της γῆς» (πρβλ Ψαλμ. 100:8), δηλαδὴ μὲ τὸ φῶς τῆς γνώσεως νὰ διακρίνουμε καὶ νὰ ἐξολοθρεύουμε τοὺς ἁμαρτωλοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τὴ γῆ, ποὺ εἶναι ἡ καρδιά μας, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου. καὶ μάλιστα τοὺς πονηροὺς αὐτοὺς λογισμούς, ποὺ ἡ Γραφὴ ἀποκαλεῖ γιοὺς τῆς Βαβυλώνας (βλ. Ψαλμ. 136:8, 9), (νὰ τοὺς ἐξολοθρεύουμε) ὅσο ἀκόμα βρίσκονται σὲ νηπιακὴ κατάσταση. Γιατί ἂν μεγαλώσουν μὲ τὴ δική μας συγκατάθεση, τότε δὲν θὰ νικηθοῦν χωρὶς μεγάλο στεναγμὸ καὶ κόπο.
Πρέπει ἀκόμα νὰ γνωρίζουμε, ὅτι στὸν πόλεμο τοῦτο πολὺ βοηθάει καὶ ἡ ἀγρυπνία. Γιατί ὅπως ἡ προσοχὴ τῆς ἡμέρας ἑτοιμάζει τὴν ἁγιοσύνη τῆς νύχτας, ἔτσι καὶ ἡ κατὰ Θεὸ ἀγρυπνία τῆς νύχτας ἑτοιμάζει στὴν ψυχὴ τὴν καθαρότητα τῆς ἡμέρας.

Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ὁ ἀββᾶς Ἀνοὺβ ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα γιὰ τοὺς ἀκάθαρτους λογισμοὺς ποὺ γεννάει ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε:
Μήπως ἡ ἀξίνα ἔχει καμιὰ ἀξία μόνη της, χωρὶς ἐκεῖνον ποῦ τὴ χρησιμοποιεῖ; Ἔτσι κι ἐσύ, μὴ συνεργαστεῖς μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ θ’ ἀδρανήσουν.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει ν’ ἀγωνίζεται ἐναντίον δυὸ λογισμῶν, τῆς πορνείας καὶ τῆς καταλαλιᾶς• καὶ νὰ μὴν καταλαλεῖ καθόλου οὔτε νὰ κρατάει στὴν καρδιὰ τοῦ (πονηρά) νοήματα. Γιατί ἂν θέλει νὰ ἐξετάζει τοὺς λογισμοὺς αὐτούς, δὲν ὠφελεῖται ἀλλὰ βλάπτεται• ἐνῶ ἂν ἀποξενωθεῖ ἀπ’ αὐτούς, θὰ βρεῖ ἀνάπαυση. καὶ ἀποξενώνεται κανεὶς (ἀπὸ τοὺς κακοὺς λογισμούς του), διώχνοντάς τους καὶ καταφεύγοντας στὸ Θεό.

Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕναν ἀπὸ τοὺς πατέρες:
Τί νὰ κάνω, ποὺ ὁ λογισμός μου εἶναι κολλημένος πάντα στην πορνεία, καὶ δὲν μ’ ἀφήνει ἥσυχο οὔτε μίαν ὥρα, καὶ θλίβεται ἡ ψυχῆ μου;
Καὶ ὁ γέροντας τοῦ ἀποκρίθηκε:
Ὅταν οἱ δαίμονες σπέρνουν τοὺς λογισμούς, μὴν πιάσεις συζήτηση μαζί τους. Γιατί τὸ ἔργο τῶν ἔχθρων εἶναι, βέβαια, νὰ σοῦ βάζουν πάντα στὸ νοῦ λογισμούς, χωρὶς διακοπῆ• ὅμως δὲν μποροῦν Καὶ νὰ σὲ ἀναγκάσουν (νὰ τοὺς ἀποδεχθεῖς)• ἀπὸ σένα ἐξαρτᾶται ἡ ἀποδοχὴ ἡ ἀπομάκρυνσή τους. Δὲν ἔμαθες τί ἔκαναν οἱ Μαδιηναΐοι; Πῶς στόλισαν τὶς θυγατέρες τους Καὶ στάθηκαν μπροστὰ στοὺς Ἰσραηλίτες; Κανέναν ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἀνάγκασαν, μόνο ὅσοι ἤθελαν ἔπεσαν (στὴν ἁμαρτία) μ’ ἐκεῖνες (Ἀριθ. 25:1). Ἄλλοι, ἀντίθετα, ἀγανάκτησαν, τὶς ἀπείλησαν κι ἔφτασαν ὡς τὸ φόνο.
Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς λογισμούς: Ὅταν ἀρχίσουν νὰ σ’ ἐνοχλοῦν, μὴν τοὺς ἀποκριθεῖς, ἀλλὰ σήκω νὰ προσευχηθεῖς καὶ βάλε μετάνοια λέγοντας: “Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησε μὲ καὶ βοήθησε μὲ στὴν ἀδυναμία μου”. Ἔτσι σύντομα θὰ δεῖς νὰ λιώνουν οἱ λογισμοὶ καὶ νὰ χάνονται «ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρός» (Ψαλμ. 67:2).

Ἕνας γέροντας εἶπε:
– Ἂν ἡ πορνεῖα πολεμάει τὸ σῶμα σου ἡ τὴν καρδιά σου, ψάξε νὰ βρεῖς ἀπὸ ποὺ σηκώθηκε ὁ πόλεμος ἐναντίον σου καὶ διορθώσου – εἴτε ἀπὸ πολὺ ὕπνο, εἴτε ἀπὸ ὑψηλοφροσύνη, εἴτε ἐπειδὴ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου καλύτερον ἀπὸ ἄλλον, εἴτε ἐπειδὴ κατέκρινες κάποιον ποὺ ἁμάρτησε. Γιατί χωρὶς αὐτὰ δὲν πολεμάει τὸν ἄνθρωπο ἡ πορνεῖα.

Ἕνας ἀδελφός, ποὺ εἶχε σαρκικὸ πόλεμο, ἐπιτιμοῦσε τὸ δαίμονα λέγοντας: “Χάσου στὸ σκοτάδι, σατανᾶ! Μήπως δὲν ξέρεις, πώς, ἂν καὶ εἶμαι ἀνάξιος, κρατάω μέλη Χρίστου;”. καὶ ἀμέσως ἔπαυε ἡ σαρκικὴ ἔξαψη, μὲ τὴν ἴδια εὐκολία ποὺ σβήνει κανεὶς τὸ λυχνάρι φυσώντας τό. Θαύμαζε καὶ ὁ ἴδιος γι’ αὐτὸ καὶ δόξαζε τὸν Κύριο.
πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *