Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Παχωμίου
ΑΝ πληροφορήθηκε τὰ (κατορθώματα) τοῦ Παχωμίου ὁ σαρκικὸς ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννης, ἦρθε καὶ τὸν ἀναζητοῦσε στὰ μέρη ἐκεῖνα, (ὀποῦ ἀσκήτευε). καὶ ὅταν τὸν ἀντάμωσε, τὸν ἀσπάστηκε μὲ μεγάλη χαρά, γιατί, ἀπὸ τότε ποὺ βαπτίστηκε και ακολούθησε τὸ Χριστὸ καὶ διάλεξε τὸν μοναχικὸ βίο, δὲν εἶχε ἐπισκεφθεῖ οὔτε μία φορᾶ τοὺς συγγενεῖς του. Ἐπειδὴ τώρα καὶ ὁ Ἰωάννης εἶχε τάξει τὸν ἴδιο σκοπὸ μὲ τὸν Παχώμιο, ἔμειναν κι οἱ δυὸ μαζί, μελετώντας συνεχῶς τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀδιαφορώντας ἐντελῶς γιὰ ὅλα τὰ ἐπίγεια.

Ἔπειτα, ἔχοντας στὸ νοῦ τοῦ ὁ Παχώμιος τὴν ὑπόσχεση ποὺ τοῦ δόθηκε (ἀπὸ τὸ Θεό) μέσω τοῦ ἀγγέλου γιὰ τὶς ἀναρίθμητες ψυχὲς ποὺ θὰ σώζονταν ἀπ’ αὐτόν, ἄρχισε μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του νὰ ἐπεκτείνει οἰκοδομικά τη μονή, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἐκείνους ποὺ θὰ ἤθελαν ν’ ἀπαρνηθοῦν τὸν (κοσμικό) βίο καὶ ν’ ἀφιερωθοῦν στὸ Θεό. Καθὼς λοιπὸν ἔχτιζαν, ὁ Παχώμιος, σύμφωνα μ’ ἐκεῖνο τὸ σκοπὸ ποὺ εἶχε, ἤθελε ν’ ἁπλωθεῖ σὲ μεγαλύτερη ἔκταση, καὶ γι’ αὐτὸ ἔκανε πιὸ εὐρύχωρο τὸν περίβολο τοῦ κτιρίου. Ὁ Ἰωάννης ὅμως, ποὺ εἶχε στὸ νοῦ τοῦ τὸν ἀναχωρητικὸ βίο, ἤθελε νὰ γίνει τὸ συγκρότημα πιὸ μικρό. Ἐπειδὴ μάλιστα ἦταν μεγαλύτερος στὴν ἡλικία, εἶπε ἀγανακτισμένος στὸν Παχώμιο.
Πάψε νὰ εἶσαι φαντασμένος καὶ νὰ μεγαλοπιάνεσαι!
Κι ἐκεῖνος, ὅταν τὸν ἄκουσε, θύμωσε μέν, ἐπειδὴ τὸν ἔβρισε ἄδικα, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἀντιμίλησε καθόλου. Σὰν πράος ποὺ ἦταν, συγκρατήθηκε. Τὴν ἴδια νύχτα ὅμως κατέβηκε στὸ κατώγι, ποὺ εἶχε φτιάξει κάπου στὸ οἰκοδόμημα, καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει πικρὰ καὶ νὰ λέει σὰν ἐξομολόγηση στὸ Θεό:
Ἀλίμονό μου! Ἀκόμα μέσα μου ὑπάρχει τὸ σαρκικὸ φρόνημα. Ἀκόμα ζῶ σαρκικά. Μετὰ ἀπὸ τόση ἄσκηση, πάλι ἁρπάζομαι ἀπὸ τὸ θυμό. Ἐλέησε μέ, Κύριε, γιὰ νὰ μὴ χαθῶ. Γιατί ἂν Ἐσὺ δὲν μὲ στηρίξεις μέσα στὴ μακροθυμία Σου καὶ ὁ ἐχθρὸς βρεῖ μέσα μου κάτι ἀπὸ τὰ ἔργα του, θὰ γίνω ὑποχείριος του, σύμφωνα μὲ τὸ γραμμένο: «Ὅστις ὅλον τὸν νόμον τηρήσει πταίση δὲ ἐν ἔνι, γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἴακ. 2:10). Πιστεύω ὅμως ὅτι οἱ πολλοί Σου οἰκτιρμοὶ θὰ μὲ βοηθήσουν, Κύριε, καὶ θὰ διδαχθῶ ν’ ἀκολουθῶ τὸ δρόμο τῶν ἁγίων Σου, «τὰ μὲν ὀπίσω ἐπίλανθανομενος τοὶς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος» (Φιλιπ. 3:14). καὶ οἱ μὲν ἅγιοί Σου ὅλων τῶν ἐποχῶν, μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάριτός Σου, ντρόπιασαν τὸν ἐχθρό, κι ἔτσι ἔδειξαν τὴν ἀξία τους. Ἐγὼ ὅμως, Κύριε, πῶς θὰ διδάξω ἐκείνους ποῦ ὑποσχέθηκες νὰ καλέσεις μὲ τὴ δική μου μεσολάβηση στὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἂν δὲν νικήσω πρῶτα τὰ πάθη, ποῦ πολεμοῦν τὴν ψυχὴ μὲ τὴ σάρκα, κι ἂν δὲν τηρήσω τὸ νόμο Σου μὲ ἀκρίβεια; Πιστεύω πάντως, Κύριε, ὅτι θὰ συγχωρήσεις ὅλες μου τὶς ἁμαρτίες, ἀφοῦ ἡ συμμαχία Σου εἶναι μαζί μου.
Μ’ αὐτὰ (τὰ λόγια) προσευχήθηκε κλαίγοντας. καὶ συνέχισε νὰ θρηνεῖ ὅλη τη νύχτα, ὡς τὸ πρωί. Ἀπὸ τὸν πολὺ ἵδρωτα μάλιστα -γιατί ἦταν καλοκαίρι καὶ καιγόταν ὁ τόπος – τὸ χῶμα κάτω ἀπ’ τὰ πόδια τοῦ ἔγινε σὰν λάσπη. Συνήθιζε, βλέπετε, ὅταν προσευχόταν νὰ στέκεται ὄρθιος, ν’ ἁπλώνει τὰ χέρια του καὶ νὰ μὴν τὰ κατεβάζει καθόλου, ἀλλά, σὰν τεντωμένος σὲ σταυρὸ μὲ τὸ ἅπλωμα τῶν χεριῶν, νὰ καταπονεῖ τὸ σῶμα καὶ νὰ κρατάει ἔτσι τὴν ψυχὴ σὲ νίψη. Τέτοιος (ἀγωνιστής) ἦταν (ὁ ἅγιος Παχώμιος), καὶ γι’ αὐτὸ ζοῦσε μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του ἤρεμα καὶ εἰρηνικά.

Τοῦ ἀββᾶ Κασσιανοῦ
Ἂν ἐπιθυμοῦμε ν’ ἀποκτήσουμε τέλεια πραότητα καὶ νὰ πετύχουμε τὸ μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου (Ματθ. 5:5), ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἐκδήλωση τῆς ὀργῆς ὀφείλουμε ν’ ἀπαλλαγοῦμε, ἀλλὰ καὶ ἀπ’ αὐτὴν ἀκόμα τὴν ταραχὴ τῆς διάνοιας. Γιατί δὲν ὠφελεῖ τόσο πολὺ τὸ νὰ συγκρατοῦμε τὸ στόμα μας στὸν καιρὸ τοῦ θύμου, γιὰ νὰ μὴ λέει λόγια μανιασμένα, ὅσο τὸ νὰ καθαρίζουμε τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὴ μνησικακία καὶ νὰ μὴ στριφογυρίζουμε μέσα στὸ μυαλό μας πονηροὺς λογισμοὺς ἐναντίον τοῦ ἀδελφοί). Γιατί ἡ εὐαγγελικὴ διδασκαλία παραγγέλλει νὰ κόβουμε τὶς ρίζες τῶν ἁμαρτημάτων παρὰ τοὺς καρπούς. “Ὅταν λ.χ. κοπεῖ ἡ ρίζα τοῦ θύμου ἀπὸ τὴν καρδιά, οὔτε τὸ μίσος οὔτε ὁ φθόνος θὰ μπορέσουν νὰ προχωρήσουν σὲ πράξεις. “Ἄλλωστε, ὁποῖος μισεῖ τὸν ἀδελφό του ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς ἀνθρωποκτόνος (Α’ Ἴω. 3:15), ἐπειδὴ τὸν σκοτώνει (νοερά) μὲ τὴ διάθεση τοῦ μίσους, ποὺ διατηρεῖ στὴ διάνοιά του• αὐτοῦ τὸ αἷμα δὲν τὸ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ δὲν χύθηκε μὲ (χτύπημα ἀπό) ξίφος• τὸ ὅτι σκοτώθηκε ὅμως μὲ τὴν ἐσωτερικὴ προαίρεση τῆς καρδιᾶς, τὸ βλέπει ὁ Θεός, ὁ Ὅποιος ὄχι μόνο γιὰ τὶς πράξεις, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς λογισμοὺς καὶ γιὰ τὶς προαιρέσεις ἀποδίδει (στὸν καθένα) ἢ στεφάνια ἢ τιμωρίες, καθὼς διακηρύσσει ὁ “Ἴδιος μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη: «Ἐγὼ ἔρχομαι ἄνταποδουναι τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ ἐνθυμήματα αὐτῶν» (πρβλ. Σολ. Σείρ. 35:22). Αὐτὸ τὸ μαθαίνουμε καὶ ἀπὸ τὸν ἀπόστολο, ποὺ λέει: «… μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογούμενων, ἐν ἥμερᾳ ὀτε κρίνει ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων…». (Ρωμ. 2:15-16).

Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο, τὸν πρεσβύτερό της Σκήτης, ὅτι, ἂν εἶχε κανεὶς (στὴ συνοδεία του) ἀδελφὸ ἄρρωστο ἢ τεμπέλη ἢ κακόγλωσσο καὶ ἤθελε νὰ τὸν διώξει, ἔλεγε: “Φέρτε μου τὸν ἐδῶ”. καὶ τὸν ἔπαιρνε, καὶ τὸν ἔσωζε μὲ τὴ μακροθυμία του. καὶ στὴν ἐκκλησία ἔλεγε πάντα στοὺς ἀδελφοὺς αὐτὸν τὸ λόγο: “Ἀδελφοί, νὰ συγχωρεῖτε καὶ θὰ συγχωρηθεῖτε” (πρβλ. Ματθ. 6:14. Μάρκ. 11:25).
Ἕνας ἀδελφός, ἀπὸ τὴ Λιβύη, ἦρθε στὸν ἀββᾶ Σιλουανό, στὸ βουνὸ τῆς Πανεφῶ, καὶ τοῦ εἶπε: Ἀββᾶ, ἔχω ἕναν ἐχθρό, πού μου ἔκανε πολλὰ κακά: Καὶ το χωράφι μου καταπάτησε, ὅταν ἀκόμα ἤμουνα στὸν κόσμο, καὶ πολλὲς φορὲς σχεδίασε νὰ μὲ βλάψει• τώρα τελευταία, μάλιστα, ἔβαλε καὶ δηλητηριαστὲς νὰ μὲ φαρμακώσουν.
Σκοπεύω λοιπὸν νὰ τὸν παραδώσω στὸν ἄρχοντα (γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ).
Κάνε, παιδί μου, ὅπως ἀναπαύεσαι, εἶπε ὁ γέροντας.
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ἀββᾶ, πώς, ἂν τιμωρηθεῖ, θὰ ὠφεληθεῖ πολὺ ἡ ψυχῆ του, πρόσθεσε ὁ ἀδελφός.
Κάνε ὅπως νομίζεις, παιδί μου, ξανάπε ὁ γέροντας.
Σήκω τότε, πάτερ, νὰ προσευχηθοῦμε, καὶ μετὰ φεύγω γιὰ τὸν ἄρχοντα, παρακάλεσε ὁ ἀδελφός.
Σηκώθηκαν λοιπὸν καὶ ἄρχισαν νὰ προσεύχονται. Μόλις ὅμως ἔφτασαν στὴ φράση (τῆς Κυριακῆς προσευχῆς) «καὶ ἅφες ἤμιν τὰ ὄφειληματα ἠμῶν, ὡς καὶ ἠμεῖς ἄφιεμεν τοὶς ὄφειλεταις ἠμῶν»(Ματθ. 6:12), ὁ γέροντας εἶπε:
«Καὶ μὴ ἄφησης ἠμὶν τὰ ὄφειληματα ἠμῶν ὡς οὐδὲ ἠμεῖς ἄφιεμεν τοὶς ὄφειλεταις ἠμῶν…». –
Ὄχι, ἔτσι, πάτερ, διέκοψε ὁ ἀδελφὸς τὸν γέροντα. Ναί, παιδί μου, ἔτσι, ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας.
Ἂν πραγματικὰ θέλεις νὰ πᾶς στὸν ἄρχοντα γιὰ νὰ πραγματοποιήσεις τὴν ἐκδίκησή σου, ὁ Σιλουανὸς δὲν κάνει γιὰ σένα ἄλλη προσευχή. Ὁ ἀδελφὸς τότε ἔβαλε μετάνοια καὶ συγχώρησε τὸν ἐχθρό του.
Ἕνας ἄλλος ἀδελφός, ποὺ ἀδικήθηκε ἀπὸ κάποιον ἄλλον, ἦρθε στὸν ἀββᾶ Σισώη καὶ τοῦ εἶπε:
Ἀδικήθηκα ἀπὸ ἕναν ἀδελφὸ καὶ θέλω νὰ τοῦ τὸ ἀνταποδώσω.
Ὁ γέροντας τὸν παρακαλοῦσε (ν’ ἀλλάξει γνώμη) καὶ τοῦ ἔλεγε:
Ὄχι, παιδί μου! Ἄφησε καλύτερα στὸ Θεὸ τὴν ἀνταπόδοση. Μὰ ὁ ἀδελφὸς ἐπέμενε:Δὲν θὰ ἡσυχάσω, ὥσπου νὰ πάρω ἐκδίκηση.
Τότε ὁ γέροντας τοῦ πρότεινε: Ἂς προσευχηθοῦμε, ἀδελφέ.
Σηκώθηκαν λοιπὸν καί, καθὼς προσεύχονταν, ὁ γέροντας εἶπε: Θεέ μου, δὲν ἔχουμε πιὰ ἀνάγκη νὰ φροντίζεις γιά μας, γιατί παίρνουμε μόνοι μας ἐκδίκηση!
Μόλις τ’ ἄκουσε αὐτὸ ὁ ἀδελφός, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ γέροντα καὶ εἶπε Δὲν ἐναντιώνομαι πιὰ στὸν ἀδελφό, ἀββᾶ, συγχώρεσε μέ!

Κάποιοι ἀδελφοὶ ἐπισκέφθηκαν ἕναν ἅγιο γέροντα, ποὺ ἔμενε σὲ τόπο ἐρημικό, καὶ βρῆκαν ἔξω ἀπ’ τὸ κελὶ τοῦ μερικὰ παιδιά, ποὺ ἔβοσκαν (τὰ ζῶα τους) καὶ ἔλεγαν ἄσχημα λόγια. Ἀφοῦ λοιπὸν τοῦ ἐξομολογήθηκαν τοὺς λογισμούς τους καὶ ὠφελήθηκαν ἀπὸ τὴ σοφία του, τὸν ρώτησαν:
Πῶς ἀνέχεσαι, ἀββᾶ, αὐτὰ τὰ παιδιά, καὶ δὲν τοὺς λὲς νὰ μὴν αἰσχρολογοῦν;
Πραγματικά, ἀδελφοί, ἀπάντησε ὁ γέροντας, ἔχω μέρες ποῦ θέλω νὰ τοὺς τὸ πῶ, ἀλλὰ (κάθε φορὰ ποῦ τὸ ἀποφασίζω), κατακρίνω (ἀμέσως) τὸν ἑαυτό μου, καθὼς σκέφτομαι: Ἂν δὲν ὑποφέρω αὐτὴν ἐδῶ τὴ μικρὴ δυσκολία, πῶς θ’ ἀντέξω, ἂν μὲ βρεῖ κανένας μεγάλος πειρασμός;. Γι’ αὐτὸ δὲν τοὺς λέω τίποτα, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ὑπομείνω καὶ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἔρθουν.
Κάποιος ἀδελφὸς εἶπε σ’ ἕνα γέροντα: Θέλω νὰ μαρτυρήσω γιὰ τὸ Θεό. Καὶ ὁ γέροντας τοῦ ἀπάντησε:
Ἂν σὲ μία δύσκολη περίσταση ὑπομείνει κανεὶς τὸν πλησίον, κάνει κάτι ἰσάξιο μὲ τὸ μαρτύριο τῶν Τριῶν Παίδων στὸ καμίνι (Δᾶν. 3:23).

Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
Ἐκεῖνος ποὺ ἀδικεῖται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ξεπλένεται ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ βρίσκει βοήθεια ἀνάλογη μὲ τὴ θλίψη.
Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ ὅσα λέει ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ἀνταπόδοση, ὑπομένει (πρόθυμα) κάθε ἀδικία, ἀνάλογα μὲ τὴν πίστη του.
Ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀδικοῦν, χτυπάει μὲ ὁρμὴ τοὺς δαίμονες- ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀντιμάχεται τοὺς πρώτους, πληγώνεται ἀπὸ τοὺς δεύτερους.
Καλύτερα νὰ σὲ ἀδικοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ ὄχι οἱ δαίμονες• ἐκεῖνος πάντως ποὺ εὐαρεστεῖ τὸν Κύριο, τοὺς νίκησε καὶ τοὺς δυό.
Ἐκεῖνος ποὺ ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ πλησίον γιὰ χρήματα ἢ δόξα ἢ ἡδονή, δὲν ἔχει μάθει ὅτι ὁ Θεὸς ρυθμίζει τὰ πάντα μὲ δικαιοσύνη.
Μὴ θέλεις ν’ ἀκοῦς γιὰ τὶς δυστυχίες ἀνθρώπων ποὺ εἶναι ἐχθροί σου• γιατί ὅσοι ἀκοῦνε μ’ εὐχαρίστηση τέτοιες διηγήσεις, τρυγᾶνε τοὺς καρποὺς τῆς (κακῆς) προθέσεώς τους.
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συγχωρήσει κανεὶς μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ τὰ παραπτώματα ἄλλου, ἂν δὲν ἔχει ἀληθινὴ πνευματικὴ γνώση• γιατί αὐτὴ φανερώνει στὸν καθένα τὶς θλίψεις (τοῦ ἄλλου) σὰν δικές του.
Ἐκεῖνος ποὺ προσβάλλεται ἀπὸ ἄλλον καὶ δὲν φιλονικεῖ μαζί του μήτε μὲ λόγια μήτε μὲ τὸ νοῦ, ἔχει ἀληθινὴ πνευματικὴ γνώση καὶ δείχνει ἀκράδαντη πίστη στὸν Κύριο.
Οὔτε αὐτὸς ποὺ ἀδικεῖ (στὴν πραγματικότητα) κερδίζει, οὔτε αὐτὸς ποὺ ἀδικεῖται χάνει. καὶ ἂν εἶναι ἔτσι, τότε στ’ ἀλήθεια «ἐν εἴκονι διαπορεύεται ἄνθρωπος», καὶ ἑπομένως «μάτην ταράσσεται» (Ψαλμ. 38:7).
Ἡ σπλαχνικὴ καρδιὰ θὰ βρεῖ εὐσπλαχνία καὶ ἡ ἐλεητικὴ καρδιὰ θὰ βρεῖ ἐπίσης ἔλεος• εἶναι βέβαια φανερὸ καὶ τὸ ἀντίθετο.

Τοῦ ἁγίου Ἔφραιμ
Ἂν ὁ ἀδελφός σου καθυστερεῖ νὰ σοῦ ἐπιστρέψει κάτι ποὺ τοῦ δάνεισες, καὶ θέλεις νὰ τοῦ τὸ θυμίσεις, πὲς τοῦ τὸ μία φορᾶ, γιατί πολλὲς φορὲς (συμβαίνει νά) ξεχνάει κανείς.
Ἂν πάλι δανειστεῖς κάτι ἀπὸ ἄλλον, κι ἐκεῖνος ἀπὸ λεπτότητα δὲν σοῦ τὸ θυμίσει, ἐσὺ πάντως, ἀπὸ φόβο Θεοῦ, μὴ θελήσεις νὰ τοῦ τὸ στερήσεις, γιατί εἶναι γραμμένο: «Μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους» (Ρωμ. 13:8).

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *