Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς εἶπε. Ἄλλη ἀρετὴ δὲν ὑπάρχει, σὰν τὸ νὰ μὴν ἐξευτελίζει κανεὶς τὸν πλησίον.
Δυὸ ἀδελφοὶ ἦρθαν κάποτε στὸν ἀββᾶ Παμβῶ. Καὶ τὸν ρώτησε ὁ ἕνας:
Ἄββα, ἐγὼ νηστεύω γιὰ δυὸ συνεχόμενες ἡμέρες Καὶ τὴν Τρίτη τρώγω δυὸ ψωμάκια. “Ἄραγε σώζομαι ἔτσι ἢ βρίσκομαι σὲ πλάνη; Ἄββα, τὸν λέει καὶ ὁ ἄλλος, ἐγὼ βγάζω ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό μου δυὸ κεράτια τὴν ἡμέρα. Κρατάω (ἀπ’ αὐτά) λίγα νουμία γιὰ τὴ διατροφή μου, Καὶ τὰ ὑπόλοιπα τὰ δίνω ἐλεημοσύνη.
Ἄραγε σώζομαι ἔτσι ἢ βρίσκομαι σὲ πλάνη;

Ὁ γέροντας δὲν τοὺς ἀπάντησε, μ’ ὅλο ποὺ τὸν παρακάλεσαν ἐπίμονα. Μετὰ ἀπὸ τέσσερις μέρες, θέλησαν πιὰ νὰ φύγουν.
Τότε οἱ κληρικοὶ τοὺς παρηγοροῦσαν, λέγοντας: Μὴ λυπηθεῖτε, ἀδελφοί! Ὁ Θεὸς θὰ σᾶς δώσει τὴν ἀμοιβὴ
σᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ συνήθεια τοῦ γέροντα, νὰ μὴν ἀπαντάει ἀμέσως (σὲ ὅτι τὸν ρωτᾶνε), ἂν δὲν τὸν πληροφορήσει σχετικὰ ὁ Θεός.
Πῆγαν λοιπὸν οἱ ἀδελφοὶ στὸ γέροντα Καὶ τοῦ εἶπαν: Ἄββα, δῶσε μας τὴν εὐχή σου. Θέλετε νὰ φύγετε; τοὺς ρώτησε ἐκεῖνος. Ναί, ἀποκρίθηκαν.
Τότε ἔφερε στὸ νοῦ τοῦ τὰ ἔργα τους Καί, χαράζοντας πάνω στὸ ἔδαφος, μονολογοῦσε:
Παμβῶ, νηστεύει δυὸ μέρες Καὶ τρώει (τὴν τρίτη) δυὸ ψωμάκια. Γίνεται ἄραγε ἔτσι (καλός) μοναχός; Ὄχι!… Παμβῶ, κάνει δουλειὰ δυὸ κερατίων Καὶ τὰ δίνει ἐλεημοσύνη. Γίνεται ἄραγε ἔτσι (καλός) μοναχός; Ὄχι ἀκόμα!… Καλὰ εἶναι τὰ ἔργα – εἶπε γυρίζοντας στοὺς ἀδελφοὺς -, ἂν ὅμως φυλάξει κανεὶς τὴ συνείδηση τοῦ (καθαρή) ἀπέναντι στὸν πλησίον του, τότε σώζεται.
Καὶ ἐκεῖνοι, ἀφοῦ πῆραν (ἐσωτερική) πληροφορία (γιὰ τὴν ὀρθότητα τοῦ λόγου τοῦ γέροντα), ἔφυγαν χαρούμενοι.

Ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, ὅταν εἶδε κάποιον ν’ ἁμαρτάνει, ἔκλαψε πικρὰ καὶ μονολόγησε:
Αὐτὸς σήμερα, ἐγὼ ὁπωσδήποτε αὔριο. καὶ αὐτὸς ὁπωσδήποτε μετανοεῖ, ἐγὼ ὅμως ὄχι.

Κοντὰ σ’ ἕνα γέροντα κατοικοῦσε κάποιος ἀδελφός, κάπως ἀμελής, ποὺ εἶχε λίγο καιρὸ στὴν ἀσκητικὴ ζωή. Ὅταν λοιπὸν αὐτὸς ἦταν ἑτοιμοθάνατος, κάθονταν κοντά του μερικοὶ ἀδελφοί. Τότε ὁ γέροντας, βλέποντας τὸν ν’ ἀφήνει τὸ σῶμα μὲ ἱλαρότητα καὶ χαρὰ καὶ θέλοντας νὰ ὠφελήσει τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἦταν ἐκεῖ, τοῦ λέει:
-Ἀδελφέ, ὅλοι ξέρουμε ὅτι δὲν ἔδειξες καὶ μεγάλο ζῆλο στὴν ἄσκηση. Πῶς λοιπὸν φεύγεις (ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή) τόσο πρόσχαρος;
καὶ ὁ ἀδελφὸς ἀποκρίθηκε:
Πραγματικά, πάτερ, τὴν ἀλήθεια λές. Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ ἔγινα μοναχός, ξέρω πὼς δὲν ἔκρινα ἄνθρωπο οὔτε κράτησα μνησικακία σὲ κανένα. Κι ἂν ἔτυχε ποτὲ νὰ διαφωνήσω μὲ κάποιον, τὴν ἴδια ὥρα συμφιλιωνόμουνα μαζί του. Σκέφτομαι λοιπὸν νὰ πῶ στὸ Θεό: “Κύριε, Ἐσὺ εἶπες “μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθεῖτε” (Λουκ. 6:37)• καὶ “ἄφετε, καὶ ἄφεθησεται ὑμίν” (πρβλ. Ματθ. 6:14)”.
Ὁ γέροντας τότε τοῦ λέει:
-Ἡ εἰρήνη ἂς εἶναι μαζί σου, παιδί μου, γιατί καὶ χωρὶς κόπο σώθηκες.

Ὁ ἀββᾶς Ἄμμωνας, (ποὺ εἶχε γίνει ἐπίσκοπος), ἦρθε κάποτε σ’ ἕναν τόπο γιὰ νὰ φάει. Ἐκεῖ ἦταν ἕνας ἀδελφὸς μὲ φήμη κακή, δηλαδὴ πόρνου. “Ἔτυχε μάλιστα νὰ βρίσκεται τότε στὸ κελί του καὶ ἡ γυναίκα, ποὺ μαζί της ἁμάρτανε.
Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ ἔμεναν στὸν τόπο ἐκεῖνο, μόλις κατάλαβαν πὼς ἡ γυναίκα ἦταν στὸ κελὶ τοῦ ἀδελφοῦ, κίνησαν γιὰ νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὸ κελί του. Στὸ μεταξύ, μαθαίνοντας ὅτι βρίσκεται κοντά τους καὶ ὁ ἐπίσκοπος Ἄμμωνας, ἦρθαν καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ πάει μαζί τους, γιὰ νὰ ἐλέγξουν μπροστὰ τοῦ τὸν ἀδελφό, πρὶν τὸν διώξουν.
Ὁ ἀδελφός, παίρνοντας εἴδηση (τί τοῦ ἑτοίμαζαν), πρόλαβε κι ἔκρυψε τὴ γυναίκα σ’ ἕνα μεγάλο πιθάρι, μὲ ἄνοιγμα ἀπὸ πάνω.
Ὁ ἀββᾶς Ἄμμωνας, (σὰν προορατικὸς ποὺ ἦταν), γνώρισε αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ ἀδελφός. καὶ φτάνοντας στὸ κελί του, μπῆκε μέσα καὶ κάθισε πάνω στὸ πιθάρι. “Ὕστερα πρόσταξε νὰ ἐρευνηθεῖ τὸ κελί, ν’ ἀναζητηθεῖ δηλαδὴ ἡ γυναίκα.
Καθὼς λοιπὸν ἔψαξαν προσεκτικὰ παντοῦ καὶ ἡ γυναίκα δὲν βρέθηκε, ὁ ἀββᾶς Ἄμμωνάς τους εἶπε:
Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχωρέσει! καὶ ἀφοῦ ἔδωσε σὲ ὅλους τὴν εὐχή του, τοὺς ἀπομάκρυνε. Ἔπειτα ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν ἀδελφὸ καὶ τοῦ εἶπε: Πρόσεχε τὴν ψυχή σου, ἀδελφέ! καὶ χωρὶς νὰ πεῖ τίποτε ἄλλο, ἔφυγε.
Ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας εἶπε:
Ὁ (καλύτερος) τρόπος γιὰ ν’ ἀναπαύσει κανεὶς τὴ συνείδησή του, εἶναι νὰ μὴν κατακρίνει τὸν πλησίον καὶ νὰ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του.

Κάποτε στὴ Σκήτη ἕνας ἀδελφὸς ἔπεσε σὲ κάποιο σφάλμα, καὶ ἔγινε σύναξη (τῶν ἄλλων γιὰ νὰ τὸν δικάσουν). Στὴ σύναξη κάλεσαν καὶ τὸν ἀββᾶ Μωϋσῆ. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἤθελε νὰ ἔρθει. Ὁ πρεσβύτερος τὸν κάλεσε πάλι, παραγγέλλοντάς του: Ἔλα, γιατί ὅλοι ἐσένα περιμένουν”.
Σηκώθηκε τότε, πῆρε ἕνα λιωμένο ζεμπίλι, τὸ γέμισε ἄμμο, τὸ φορτώθηκε καὶ ἦρθε.
Οἱ πατέρες, βγαίνοντας νὰ τὸν προϋπαντήσουν καὶ βλέποντας τὸν νὰ ἔχει στὸν ὦμο τὸ ζεμπίλι, (ποῦ ἀπὸ τὶς τρύπες του ἔτρεχε ἡ ἄμμος), τὸν ρώτησαν: Τί εἶναι τοῦτο, πάτερ;
Οἱ ἁμαρτίες μου εἶναι, τοὺς ἀπάντησε ὁ γέροντας, ποὺ γλιστρᾶνε πίσω μου καὶ δὲν τὶς βλέπω. καὶ ὅμως, ἦρθα ἐγὼ σήμερα νὰ κρίνω ξένα ἁμαρτήματα!
Μόλις τ’ ἄκουσαν οἱ πατέρες, δὲν εἶπαν τίποτα στὸν ἀδελφὸ (ποὺ ἤθελαν νὰ δικάσουν), καὶ τὸν συγχώρησαν.

Ἕνας ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
Ἂν δῶ ἀδελφό, γιὰ τὸν ὅποιο ἄκουσα ὅτι ἁμάρτησε, δὲν θέλω νὰ τὸν βάλω στὸ κελί μου. “Ἂν ὅμως δῶ ἄλλον καλό, εὐχαριστιέμαι μαζί του.
-Ἂν στὸν καλὸ κάνεις μία μικρὴ καλοσύνη, ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας, διπλασίασε τὴν σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἄκουσες (ὅτι ἁμάρτησε)• γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ ἄρρωστος. “Ἔτσι θὰ σ’ ἐλεήσει κι ἐσένα ὁ Θεός.

Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε (πάλι) τὸν ἀββᾶ Ποιμένα: -Τί νὰ κάνω; καὶ ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας:
– Εἶναι γραμμένο: “Τὴν ἀνομία μου ἐγὼ ἀναγγέλλω καὶ μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας μου” (Ψαλμ. 37:19).
Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ἦρθε κάποτε νὰ κατοικήσει στὰ μέρη τῆς Αἰγύπτου. Κοντά του ἔμενε ἕνας ἀδελφὸς ποὺ εἶχε γυναίκα, καὶ ποτὲ δὲν τὸν ἤλεγξε.
Αὐτὴ λοιπὸν (ἡ γυναίκα) ἔτυχε νὰ γεννήσει νύχτα. Τὸ πῆρε εἴδηση ὁ γέροντας καὶ κάλεσε τὸν μικρότερο ἀδελφὸ (τῆς συνοδείας) τοῦ.
Πάρε μαζί σου ἕνα μπουκάλι κρασί, τοῦ εἶπε, καὶ πήγαινε νὰ τὸ δώσεις στὸ γείτονα, γιατί τὸ χρειάζεται σήμερα. Ἐκεῖνος ἔκανε ὅπως τὸν πρόσταξε ὁ γέροντας.
Μόλις πῆρε τὸ κρασὶ ὁ ἀδελφός, κατανύχθηκε. Σὲ λίγες μέρες ἀπομάκρυνε τὴ γυναίκα, ἀφοῦ τῆς ἔδωσε ὅτι εἶχε. Ὕστερα ἦρθε στὸ γέροντα καὶ τοῦ εἶπε:
Ἐγὼ ἀπὸ σήμερα μετανοῶ. Ὁ γέροντας τοῦ ἔδωσε θάρρος.
Τότε ὁ ἀδελφὸς πῆγε κι ἔχτισε ἄλλο κελί, δίπλα στοῦ γέροντα. Κι ἀπ’ αὐτὸ ἐρχόταν (συχνά) στὸ γέροντα, ποὺ τὸν καθοδηγοῦσε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι λοιπὸν κέρδισε (ὁ ἀββᾶς Ποιμήν) τὸν ἀδελφό.

Ἕνας γέροντας εἶπε:
– Μὴν κατακρίνεις τὸν πόρνο, ἂν εἶσαι ἁγνός, γιατί ἔτσι παραβαίνεις κι ἐσὺ τὸ νόμο. Αὐτὸς ποὺ εἶπε νὰ μὴν πορνεύσεις, εἶπε καὶ νὰ μὴν κατακρίνεις.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες εἶπε:
Δὲν ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἄλλο γένος σὰν τὸ χριστιανικό. καὶ μέσα σ’ αὐτὸ πάλι, δὲν ὑπάρχει ἄλλη τάξη σὰν τὴ μοναχική. Ἐκεῖνα ὅμως ποὺ βλάπτουν πολὺ (τοὺς μοναχοὺς καὶ ὅλους τους χριστιανούς), εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ἡ μεταξὺ τους μνησικακία καὶ ἡ κατάκριση. Ὅποιος ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ αὐτὰ (τὰ δυό), κάνει ζωὴ ἀγγελικὴ πάνω στὴ γῆ.

Ἕνας γέροντας εἶπε:
Ἂν δεῖς κανένα νὰ γελάει ἢ νὰ τρώει ὑπερβολικά, μὴν τὸν κατακρίνεις, ἀλλὰ πὲς καλύτερα: “Μακάριος εἶναι (ὁ ἄνθρωπος) αὐτός, γιατί δὲν ἔχει ἁμαρτίες, καὶ γι’ αὐτὸ χαίρεται ἡ ψυχῆ του”

Ἕνας γέροντας εἶπε:
Ἂν δεῖς μὲ τὰ μάτια σου κάποιον ν’ ἁμαρτάνει, πὲς ἀμέσως: Ἀνάθεμα σέ, σατανᾶ! Γιατί αὐτὸς (ὁ ἄνθρωπος) δὲν φταίει”. Καὶ φύλαξε ἔτσι τὴν καρδιά σου ἀπὸ τὴν κατάκριση τοῦ ἀδελφοῦ σου, γιατί ἀλλιῶς τὸ “Ἅγιο Πνεῦμα σὲ ἐγκαταλείπει. Λέγε ἀκόμα στὸν ἑαυτό σου: Ὅπως νικήθηκε αὐτός, ἔτσι (θὰ νικηθῶ) κι ἐγώ! Καὶ κλαῖγε καὶ ζήτα τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ δεῖχνε συμπάθεια σὲ ὁποῖον ἀκούσια ἔπεσε• γιατί κανένας δὲν θέλει ν’ ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅλοι γελιόμαστε (ἀπὸ τὸ διάβολο).

Ἕνας γέροντας εἶπε:
– Εἴκοσι χρόνια πολεμοῦσα ἐπίμονα ἕνα λογισμὸ καὶ παρακαλοῦσα τὸ Θεὸ νὰ (μὲ βοηθήσει, ὥστε νά) βλέπω ὅλους τους ἀνθρώπους τὸ ἴδιο.

Τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα
Ἂν ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ κάνει μεγάλους (ἀσκητικούς) κόπους, δεῖ κάποιον ὁλότελα ἁμαρτωλὸ ἢ ἀμελῆ, καὶ τοῦ δείξει περιφρόνηση, μάταιη εἶναι ὅλη του ἡ μετάνοια• γιατί ἀπορρίπτει ἕνα μέλος (τοῦ Σώματος) τοῦ Χρίστου, καταδικάζοντας τὸ καὶ μὴν ἀφήνοντας τὴν κρίση στὸν Κριτὴ Θεό, μήτε κοιτάζοντας τὶς δικές του (μονάχα) ἁμαρτίες. Γιατί, στὴν παροῦσα ζωή, ὅλοι εἴμαστε σὰν σὲ νοσοκομεῖο: “Ἄλλος ὑποφέρει ἀπὸ τὸ μάτι του, ἄλλος πονάει στὸ χέρι, ἄλλος ἔχει συρίγγιο ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλη πάθηση, ἀπ’ ὅσες ὑπάρχουν. καὶ εἶναι μερικὲς πληγὲς ἀπ’ αὐτές, ποὺ ἔχουν ἤδη θεραπευθεῖ. “Ἂν ὅμως ἐκεῖνος ποὺ θεραπεύθηκε φάει κάτι ποὺ τὸν βλάπτει, τότε ὑποτροπιάζει.
Ἔτσι γίνεται καὶ μ’ ἐκεῖνον ποὺ βρίσκεται στὸ δρόμο τῆς μετάνοιας, καὶ κατακρίνει ἢ περιφρονεῖ κάποιον: Χάνει τὴ μετάνοια καὶ ξανακυλιέται (στὴν ἀμετανοησία). Γιατί ἂν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ νοσοκομεῖο καὶ ἔχουν διάφορες ἀσθένειες, βογκάει γιὰ τὴ δική του πάθηση, μήπως θὰ τοῦ πεῖ ἄλλος, “Γιατί βογκᾶς;”.
Ὁ καθένας τὰ δικά του δὲν σκέφτεται; “Ἂν ἔκανα ἔτσι καὶ μὲ τὴν ἀρρώστια τῶν ἁμαρτιῶν μου, δὲν θὰ εἶχα μάτια νὰ κοιτάξω ἄλλον ἁμαρτωλό. Γιατί ὅλοι ὅσοι νοσηλεύονται σὲ νοσοκομεῖο, φυλάγονται ὥσπου νὰ ‘ρθει ὁ γιατρός, ἀπέχοντας ἀπ’ ὅτι θὰ ἐπιδεινώσει τὴν πληγή τους. καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει
πληγῆ;
Ἂν παρατηρήσεις ἐλάττωμα στὸν ἀδελφό σου, μὴν τοῦ δείξεις περιφρόνηση, γιὰ νὰ μὴν πέσεις στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σου (δαιμόνων).
Πρόσεχε, νὰ μὴν εἰρωνευτεῖς ποτὲ κανένα γιὰ τὴν ἐμφάνισή του, καὶ βλάψεις τὴν ψυχή σου.
Ἂν ἡ καρδιά σου πολεμεῖται νὰ ταπεινώσει τὸν πλησίον, θυμήσου ὅτι γι’ αὐτὸ σὲ παραδίνει ὁ Θεὸς στὰ χέρια τῶν ἔχθρων σου, κι ἔτσι θὰ ἡσυχάσεις- γιατί πρέπει νὰ ξέρεις τοῦτο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει νὰ κατηγορήσει γιὰ ὁτιδήποτε τὸν ἀδελφό του, βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Τοῦ ἁγίου Μαξίμου
Πῶς νὰ μὴ φρίξουμε καὶ νὰ μὴ σαστίσουμε καὶ νὰ μὴ χάσουμε τὸ μυαλό μας, ποὺ ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας δὲν κρίνει κανέναν, ἀλλὰ τὴν κρίση ὅλη τὴν ἔδωσε στὸν Υἱὸ (Ἴω. 5:22); καὶ ποὺ ὁ Υἱὸς Τοῦ πάλι λέει “μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθεῖτε” (Ματθ. 7:1); καὶ ποὺ ὁ Παῦλος ὅμοια, “μὴ πρὸ καιροῦ τί κρίνετε, ἕως ἂν ἔλθει ὁ Κύριος” (Α’ Κόρ. 4:5) καὶ “ἐν ὢ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις” (Ρωμ. 2:1); καὶ ποὺ οἱ ἄνθρωποι, ἀντίθετα, ἄφησαν τὶς ἁμαρτίες τους, ἀφαίρεσαν τὴν κρίση ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ καταδικάζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον; Ὁ οὐρανὸς ἔμεινε κατάπληκτος ἀπ’ αὐτό, ἡ γῆ ἔφριξε, κι αὐτοὶ μένουν ἀναίσθητοι καὶ δὲν ντρέπονται.

Τοῦ ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου
Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ μὴν κατακρίνουμε ἐκεῖνον ποὺ ἁμαρτάνει φανερά, πρέπει νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας τὸ λόγο τοῦ Κυρίου: “Μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθεῖτε• μὴ καταδικάζετε, καὶ οὐ μὴ καταδικαστεῖτε” (Λουκ. 6:37). Καὶ τοῦ ἀποστόλου, ποὺ λέει παραινετικά: “Ὁ δοκῶν ἔσταναι βλέπεται μὴ πέση” (Α’ Κόρ. 10:12). Καὶ ἄλλου: “Ἐν ὢ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις” (Ρωμ. 2:1). Γιατί κανεὶς δὲν γνωρίζει τὰ ἰδιαίτερα τοῦ κάθε ἀνθρώπου, παρὰ μόνο ἡ ἴδια του ἡ ψυχῆ, ποὺ εἶναι μέσα του, ὅπως εἶπε (μὲ τὸ στόμα τοῦ ἀποστόλου) ὁ Κύριος (Α’ Κόρ. 2:11).
Πολλοὶ ἄνθρωποι, βλέπεις, ἐνῶ ἁμαρτάνουν πολλὲς φορὲς (φανερά) μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, μετὰ ἐξομολογοῦνται κρυφὰ μπροστὰ στὸ Θεό, καὶ παίρνουν τὴν ἄφεση καὶ Τὸν εὐαρεστοῦν καὶ λαμβάνουν Πνεῦμα “Ἅγιο. Κι ἔτσι, αὐτοὶ ποὺ ἐμεῖς νομίζουμε πὼς εἶναι ἁμαρτωλοί, γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι δίκαιοι. Γιατί τὴν ἁμαρτία τοὺς τὴν εἴδαμε, τὰ καλὰ ἔργα ὅμως, ποὺ ἔκαναν κρυφά, δὲν τὰ γνωρίζουμε. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ κατακρίνουμε κανέναν, ἔστω κι ἂν τὸν δοῦμε μὲ τὰ ἴδιά μας τὰ μάτια ν’ ἁμαρτάνει. Ἐπειδὴ δέκα βήματα ἂν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ἁμάρτησε, δὲν (μποροῦμε νά) ξέρουμε τὰ κρυφὰ τοῦ ἔργα καὶ τὸ τί ἔκανε μαζί του ὁ Θεός.
Ὁ προδότης Ἰούδας, τὸ βράδυ τῆς Πέμπτης, ἦταν μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς μαθητές, ἐνῶ ὁ ληστὴς ἀνάμεσα στοὺς κακούργους καὶ τοὺς φονιάδες• καὶ μόλις μπῆκε ἡ Παρασκευή, ὁ Ἰούδας κατρακύλησε στὸ “σκότος τὸ ἐξώτερον” (Ματθ. 8:12), ἐνῶ ὁ ληστὴς κατοίκησε στὸν παράδεισο μαζὶ μὲ τὸ Χριστό.
Γι’ αὐτὲς λοιπὸν τὶς ξαφνικὲς μεταβολές, καλὸ εἶναι νὰ μὴν κρίνει ὁ ἄνθρωπος, ὥσπου νὰ ἔρθει ὁ Χριστός, Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει τόσο καλά τους λογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ φέρνει στὸ φῶς τὰ κρυφὰ τῶν καρδιῶν τους. Γιατί “ὁ πατήρ… τὴν κρίσιν πάσαν δέδωκε τῷ υἱῳ” (Ἴω. 5:22). “Ἔτσι, ὁποῖος κρίνει τὸν ἄλλο, δηλαδὴ τὸν πλησίον του, σφετερίζεται τὸ ἀξίωμα τοῦ Κριτῆ, κι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι ἀντίχριστος.
Ἄλλωστε ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ παίρνουν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων τους μὲ ποικίλες δοκιμασίες, χωρὶς ἐμεῖς νὰ τὸ γνωρίζουμε. Ἄλλοι πάλι καθαρίζονται (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία) μὲ σωματικὴ ἀσθένεια καὶ μακροχρόνιο νόσημα. Γιατί λέει (ἡ Γραφή): “Παιδεύων ἐπαίδευσε μὲ ὁ Κύριος, καὶ τῷ θανάτῳ οὐ παρέδωκε μέ” (Ψαλμ. 117:18). Καὶ ὁ ἀπόστολος: “Κρινόμενοι ὑπὸ τὸν Κυρίου παιδευόμεθα, ἴνα μὴ σὺν τῷ κοσμῷ κατακριθῶμεν” (Α’ Κορ. 11:32). Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε Καὶ στὴν περίπτωση ἐκείνου ποὺ πόρνευσε, παραχωρώντας “παραδοῦνε τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρο τῆς σαρκός, ἴνα τὸ πνεῦμα σωθεῖ ἐν τῇ ἥμερά του Κυρίου” (Α’ Κόρ. 5:5). Ἀπὸ τοῦτο μαθαίνουμε, ὅτι Καὶ οἱ δαιμονισμένοι, ἂν ὑπομείνουν (τὴ δοκιμασία τους) εὐχαριστώντας (τὸ Θεό), σώζονται μ’ αὐτὴ τὴν τιμωρία.
Ἄλλοι, ἱκετεύοντας μὲ θερμὰ δάκρυα τὸ Θεὸ κι ὅταν ἀκόμα εἶχαν προσβληθεῖ ἀπὸ θανατηφόρα ἀσθένεια, βρῆκαν ἔλεος, ὅπως ὁ βασιλιὰς Ἐζεκίας (Β’ Παραλ. 32:24).
Ἄλλοι, ἀφοῦ συμφιλιώθηκαν κρυφὰ μὲ τὸ Θεὸ Καὶ μετανόησαν, μέσα σὲ λίγες μέρες ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ Καὶ σώθηκαν. Γιατί σ’ ὅποια ψυχικὴ κατάσταση, εἴτε καλῆ εἴτε κακή, βρεθεῖ (τὴν ὥρα τοῦ θανάτου) ὁ ἄνθρωπος, σ’ αὐτὴ Καὶ θὰ κριθεῖ. “Ἔτσι διακήρυξε ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἰεζεκιήλ: “Ἐὰν ποίηση ἄνθρωπος πάσας τᾶς ἀδικίας, καὶ ἀποστραφεῖς ποίηση δικαιοσύνην, τῶν ἀνομιῶν αὐτὸν οὐ μὴ μνησθῶ• ἐν ὢ γὰρ εὕρω αὐτόν, ἐν αὐτῷ καὶ κρίνω αὐτόν” (πρβλ. Ἴεζ. 33:12-16).
Εἶναι Καὶ μερικοί, ποὺ ἔλαβαν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν χάρη σὲ ἁγίους ἀνθρώπους. Γιατί “θέλημα τῶν φοβούμενων αὐτὸν ποιήσει” ὁ Κύριος (Ψαλμ. 144:19). Καὶ μάρτυρας τούτου εἶναι ἡ Ἅγια Γραφή: Ὁ Ἀαρῶν, ποὺ ἐφτίαξε τὸ (χρυσό) μοσχάρι γιὰ τοὺς Ἰσραηλίτες στὸ Χωρήβ, συγχωρήθηκε χάρη στὶς προσευχὲς τοῦ Μωϋσῆ (Ἐξ. 32:30-35). Τὸ ἴδιο καὶ ἢ ἀδελφὴ του Μαριάμ, θεραπεύθηκε ἀπὸ τὴ λέπρα, ὅταν ὁ Μωυσῆς παρακάλεσε γι’ αὐτὴ τὸ Θεὸ (Ἀριθ. 12:1-15). Ἀκόμα καὶ ὁ Ναβουχοδονόσορ βρῆκε ἔλεος ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ προφήτη Δανιὴλ (Δαν. 4:1-34).
Πολλὲς φορὲς Καὶ οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, ποὺ ἔχουν πολλὴ παρρησία σ’ Αὐτόν, ἐπειδὴ εἶναι ἀφοσιωμένοι ὑπηρέτες Του Καὶ ποτὲ δὲν ἁμαρτάνουν ἐνώπιόν Του, εἶναι δυνατὸν νὰ Τοῦ ζητήσουν ὁ ἕνας αὐτοῦ Καὶ ὁ ἄλλος ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου τὴ σωτηρία. Καὶ ὁ Θεός, ποὺ λατρεύεται Καὶ εὐαρεστεῖται νύχτα-μέρα ἀπ’ αὐτούς, ἱκανοποιεῖ τὰ αἰτήματά τους, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἐπίγειοι βασιλεῖς, γιὰ χάρη εἰλικρινῶν φίλων τους ποὺ τοὺς παρακαλοῦν, ἀμνηστεύουν καμιὰ φορᾶ καὶ θανατοποινίτες.
Ἂς μὴν κατακρίνουμε λοιπὸν ἄνθρωπο, ἀκόμα κι ἂν τὸν δοῦμε ν’ ἁμαρτάνει φανερά. Καλύτερα νὰ τὸν συμβουλέψουμε ταπεινὰ καὶ νὰ προσευχηθοῦμε γι’ αὐτόν. ‘
Ἂν ὅμως δὲν φτάνουν ὅσα (παραδείγματα) ἀναφέραμε, θὰ προσθέσουμε καὶ ἄλλα, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουμε (ὅσα εἴπαμε).
Πές μου δηλαδή, ἀγαπητέ, ποιὸς θὰ πίστευε, βλέποντας τὴν πόρνη Ραὰβ νὰ πορνεύει ἀπροσχημάτιστα στὴν Ἱεριχῶ, ὅτι θὰ τῆς συγχωροῦσε ὁ Θεὸς ὅλες τὶς πορνεῖες της καὶ θὰ τὴ δικαίωνε, ἐπειδὴ δέχθηκε (καὶ βοήθησε) τοὺς κατασκόπους του Ἰσραὴλ (Ἴησ. Ναυὴ 2:1-21); Ἡ ὅτι ὁ τελώνης, ὁ ἅρπαγας καὶ ἄδικος, ποὺ προσευχόταν μαζὶ μὲ τὸ Φαρισαῖο, θὰ κέρδιζε μ’ ἕναν ἀναστεναγμὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ κατέβαινε “δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ” (Λουκ. 18:9-14); Ἡ ὅτι ὁ Σαμψῶν, μολονότι αὐτοκτόνησε (Κριταὶ 16:30), βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Παῦλος (Ἔβρ. 11:32); Ἡ ὅτι ὁ Μανασσής, ποὺ γιὰ πενήντα δυὸ χρόνια λάτρευε τὰ εἴδωλα καὶ ἔκανε ὁλόκληρο τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ νὰ παρανομήσει καὶ νὰ ἀποστατήσει ἀπὸ τὸ Θεό, αὐτὸς λοιπόν, ποιὸς θὰ περίμενε ὅτι μέσα σὲ μία ὥρα, μὲ μία μικρὴ προσευχή, θὰ λάβαινε συγχώρηση, καθὼς ἡ Γραφὴ ἀναφέρει (Β’ Παραλ. 33:1-20); Γιατί ὅταν κλείστηκε ἀπὸ τὸ βασιλιὰ τῶν Ἄσσυριων μέσα σ’ ἕνα χάλκινο ὁμοίωμα ζώου, προσευχήθηκε στὸ Θεὸ μὲ τὴ γνωστὴ προσευχή του, ἐκεῖ μέσα στὸ ὁμοίωμα τοῦ ζώου, καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνο ἔγινε θρύψαλα. Τότε ἄγγελος Κυρίου τὸν μετέφερε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὀποῦ ἔζησε μὲ μετάνοια, ὅπως διηγοῦνται οἱ ἱστοριογράφοι.
Ἀφήνω ὅμως τὰ παλιὰ καὶ κλείνω τὸ λόγο θυμίζοντας (καὶ πάλι) τὸν ἅγιο ληστή, ποὺ σταυρώθηκε (μαζὶ μὲ τὸ Χριστό). Ἂν ἄραγε τὸ μυστήριο, ποὺ συντελέσθηκε σ’ αὐτόν, εἶχε γίνει κρυφά, θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ πιστέψει κανένας ἄνθρωπος πάνω στὴ γῆ, ὅτι ἐκεῖνος ὁ στυγερός, ποὺ λήστεψε πολλούς, ἐκεῖνος ποὺ σκότωσε μικροὺς καὶ μεγάλους, δικαίους καὶ ἀδίκους, ἐκεῖνος ποὺ δίδαξε καὶ σὲ ἄλλους τὴν παρανομία τῆς ληστείας, στὸ τέλος τῆς ζωῆς του θὰ δικαιωνόταν μ’ ἕνα του λόγο, καὶ ὅτι, πολὺ περισσότερο, θὰ γινόταν (ὁ πρῶτος) οἰκιστὴς τοῦ παραδείσου (Λουκ. 23:42-43);
Ὂλ’ αὐτὰ δὲν τὰ ἐξήγησα, καὶ μάλιστα μακραίνοντας τὸ λόγο, μάταια, μὰ ἐπειδὴ ξέρω ὅτι ἡ γλώσσα πολλῶν εἶναι κοφτερὴ “ὑπὲρ πάσαν μάχαιραν δίστομον” (Ἔβρ. 4:12) ὅταν κατακρίνει τὰ ξένα (σφάλματα). Αὐτοί, κι ἂν δοῦν μύρια καλὰ σ’ ἕναν ἄνθρωπο, μόλις παρατηρήσουν κάποιο ἀνθρώπινο ἐλάττωμα τοῦ – γιατί κανεὶς δὲν εἶναι ἀναμάρτητος, παρὰ μόνο ὁ Θεὸς -, ἀφήνουν καὶ παραβλέπουν τὰ μύρια ἐκεῖνα προτερήματά του, καὶ παρουσιάζουν πάντα ἐκεῖνο μόνο τὸ μικρὸ ἐλάττωμα, κάνοντας τὸ γνωστὸ καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Πάνω σ’ αὐτοὺς (τοὺς κακολόγους) θὰ ξεσπάσει δίκαια ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο γιατί ἁμαρτάνουν οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ καὶ γιατί βλάπτουν καὶ καταστρέφουν (ψυχικά) καὶ τοὺς ἄλλους.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *