Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
ΜΕΡΙΚΟΙ ἀδελφοὶ ἀπὸ ἕνα κοινόβιο βγῆκαν στὴν ἔρημο καὶ ἐπισκέφθηκαν κάποιον ἀναχωρητή. Ἐκεῖνος τοὺς δέχθηκε μὲ χαρά, καί, ὅπως συνηθίζουν οἱ ἐρημίτες, βλέποντας τοὺς κουρασμένους, ἔστρωσε τὸ τραπέζι νωρίτερα ἀπὸ τὴν κανονικὴ ὥρα, τοὺς φίλεψε μὲ ὅτι εἶχε καὶ τοὺς ξεκούρασε.
Μόλις βράδιασε, διάβασαν (μόνο) τοὺς δώδεκα ψαλμούς. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ τὴ νύχτα.

Καθὼς ὅμως ὁ γέροντας ἀγρυπνοῦσε μόνος του, τοὺς ἄκουσε νὰ σιγομιλανε μεταξύ τους καὶ νὰ λένε, πὼς οἱ ἀναχωρητὲς στὴν ἔρημο κάνουν ζωὴ πιὸ ἄνετη ἀπὸ τὴ δική τους στὰ κοινόβια. Ὅταν λοιπόν, τὸ ἑπόμενο πρωί, ἑτοιμάζονταν νὰ πᾶνε σ’ ἕναν ἄλλο γέροντα, γείτονά του, τοὺς εἶπε:
Νὰ τοῦ δώσετε ἀσπασμοὺς ἀπὸ μένα, καὶ νὰ τοῦ πεῖτε νὰ μὴν ποτίσει τὰ λάχανα.
Ὁ γείτονας, Ὅταν πῆρε τὸ μήνυμα, κατάλαβε τὴ σημασία του. Τοὺς ἄφησε λοιπὸν νὰ ἐργάζονται νηστικοὶ μέχρι τὸ βράδυ.
Μόλις νύχτωσε, τοὺς μάζεψε κι ἔκαναν προσευχὴ ὤρα πολλή. Ὕστερα εἶπε: Ἂς φᾶμε, γιατί ἔχετε κουραστεῖ.
Καὶ πρόσθεσε: Ἐμεῖς δὲν συνηθίζουμε νὰ τρῶμε κάθε μέρα, ἀλλὰ γιὰ χάρη σας θὰ φᾶμε τώρα λίγο. Τοὺς πρόσφερε ξερὸ ψωμὶ κι ἁλάτι!
Πρέπει νὰ γιορτάσουμε τὴν ἐπίσκεψή σας, εἶπε, κι ἔριξε λίγο ἁλάτι σὲ ξύδι, (προσφέροντας τὸ αὐτὸ σὰν ἑορταστικὸ ἔδεσμα!).
Μετὰ τὸ φαγητὸ σηκώθηκαν κι ἔκαναν πάλι προσευχὴ ὡς τὰ μεσάνυχτα. Τότε τοὺς λέει ὁ γέροντας:
Γιὰ χάρη σας, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖτε λιγάκι, ἂς μὴν κάνουμε ὁλόκληρη τὴν καθιερωμένη νυχτερινὴ ἀκολουθία.
Μόλις ξημέρωσε, οἱ ἀδελφοὶ ἤθελαν νὰ φύγουν. Ὁ γέροντας ὅμως τοὺς παρακαλοῦσε:
Μείνετε λίγο καιρὸ μαζί μας. Καὶ ἂν δὲν ἔχετε εὐλογία γιὰ περισσότερο, τουλάχιστον τρεῖς μέρες, σύμφωνα μὲ τὴν ἔρημιτικη συνήθεια.
Οἱ ἀδελφοί, βλέποντας ὅτι δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ φύγουν, σηκώθηκαν κι ἔφυγαν κρυφά.
Κάποτε κατέβηκαν στὴ Σκήτη δυὸ μοναχοὶ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἐπισκέφθηκαν τοὺς γέροντες. Ὅταν, μετὰ τὴ συνομιλία τους, κάθισαν γιὰ φαγητό, εἶδαν τοὺς Σκητιῶτες μοναχοὺς νὰ τρῶνε μὲ βουλιμία, σὰν νὰ ἦταν πεινασμένοι ἀπὸ τὴν ἄσκησή τους, καὶ σκανδαλίστηκαν. Ὁ πρεσβύτερός της Σκήτης τὸ κατάλαβε καὶ θέλησε νὰ τοὺς διορθώσει. Στὴν ἐκκλησία λοιπόν, ἀφοῦ δίδαξε τοὺς ἀδελφούς, τοὺς εἶπε: Νὰ νηστέψετε, ἀδελφοί, καὶ νὰ ἐπιτείνετε τὴν ἀσκητική σας πολιτεία.
Οἱ Αἰγύπτιοι φιλοξενούμενοι ἤθελαν νὰ φύγουν, μὰ ὁ πρεσβύτερος δὲν τοὺς ἄφησε.
Ἔμειναν λοιπόν, Καὶ ἀφοῦ νήστεψαν τὴν πρώτη μέρα, ζαλίστηκαν. Καὶ τοῦτο, μολονότι τοὺς εἶχε ὁρίσει νὰ νηστεύουν δυὸ μέρες μόνο καὶ μετὰ νὰ τρῶνε (ξηρὴ τροφή), ἐνῶ οἱ Σκητιῶτες ἔμεναν (ἐντελῶς) νηστικοὶ ὁλόκληρη τὴν ἑβδομάδα.
Ἦρθε τὸ Σάββατο Καὶ κάθισαν νὰ φᾶνε οἱ Αἰγύπτιοι μαζὶ μὲ τοὺς γέροντες (τῆς Σκήτης). Ἄλλα καθὼς ἔτρωγαν, ἔκαναν θόρυβο. Κάποιος ἀπὸ τοὺς γέροντες ἔπιασε τὰ χέρια τους Καὶ εἶπε:
Νὰ τρῶτε μὲ εὐπρέπεια, σὰν μοναχοί!
Ὁ ἕνας τους ὅμως τοῦ ἔσπρωξε τὸ χέρι, λέγοντας:
Ἄφησε μέ, γιατί πεθαίνω (ἀπὸ τὴν πείνα)! Ὅλη τὴν ἑβδομάδα δὲν ἔβαλα στὸ στόμα μου μαγειρεμένο φαγητό!
Ἂν λοιπὸν ἐσεῖς, (τοὺς εἶπε ὁ γέροντας, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπ’ αὐτό), μολονότι νηστεύατε μόνο δυὸ συνεχόμενες ἥμερες, ἐξαντληθήκατε τόσο, γιατί σκανδαλιστήκατε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ποῦ ἀσκοῦνται ἔτσι ὁλόκληρη τὴν ἑβδομάδα;
Ἐκεῖνοι τότε, ἀφοῦ ἔβαλαν μετάνοια, ἔφυγαν ὠφελημένοι Καὶ εὐχαριστημένοι.

Ἀπὸ τὸν ἅγιο Βαρσανούφιο
Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη:
Ἂν κάνω μία δουλειὰ μὲ τρόπο ποῦ θεωρῶ σωστό, Καὶ κάποιος, χωρὶς νὰ ἔχει δίκιο, μοῦ λέει νὰ τὴν κάνω ἀλλιῶς, πρέπει νὰ τοῦ δώσω ἐξηγήσεις, ἢ νὰ σωπάσω, ἀποφεύγοντας ἔτσι τὴν κενοδοξία;
Ἂν δὲν εἶναι ἀπαραίτητες οἱ ἐξηγήσεις, σώπασε, ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας. Ἂν ὅμως ἡ ὑπόθεση σκανδαλίζει τὸν ἀδελφό σου, πολέμησε τὴν κενοδοξία, (ἐξήγησέ του πὼς ἔχει τὸ πράγμα) Καὶ ἀνάπαυσε τὸν.
Ἂν κάνω κάτι ἠθικὰ ἀδιάφορο, ρώτησε ὁ ἀδελφός, ποῦ δὲν περιέχει δηλαδὴ στοιχεῖο ἁμαρτίας, Καὶ ξέρω πῶς, ἂν μὲ δεῖ ἕνας ἀδελφός, θὰ σκανδαλιστεῖ ἐναντίον μου, γι’ αὐτὸ τὸ κρύβω ἀπὸ κενοδοξία – ἐπειδὴ ντρέπομαι ἂν μὲ δεῖ – ὀφείλω ἄραγε νὰ μὴν τὸ κρύψω γιὰ νὰ μὴ νικηθῶ ἀπὸ τὴν κενοδοξία, ἢ νὰ τὸ κρύψω γιὰ νὰ μὴν προκαλέσω τὸ σκάνδαλο; “Ἂν πάλι δὲν ξέρω μὲ βεβαιότητα ὅτι ὁ ἀδελφὸς σκανδαλίζεται ἂλλ’ ἁπλῶς τὸ ὑποθέτω, τί νὰ κάνω;
Ἂν ἡ καρδιά σου, ἀπάντησε ὁ γέροντας, σὲ πληροφορεῖ ὅτι σκανδαλίζεται ὁ ἀδελφός σου, σκέπασε (τὸ πράγμα) καὶ μὴν τὸν βάλεις σὲ λογισμούς. Ἂν πάλι δὲν εἶσαι βέβαιος γι’ αὐτό, ἀλλὰ μόνο τὸ ὑποθέτεις, μὴ νοιάζεσαι.
Ἂν πῶ σὲ κάποιον ἕναν πειραχτικὸ λόγο καὶ δὲν τὸν καταλάβει, τί εἶναι καλύτερα, νὰ τοῦ ζητήσω συγγνώμη, ἢ νὰ σωπάσω καὶ νὰ μὴν τοῦ δημιουργήσω λογισμούς;
Ἂν ὁ ἀδελφὸς δὲν καταλάβει ὅτι τὸν πείραξες, σώπα καὶ μὴν τοῦ προξενήσεις ταραχή. Φρόντισε ὅμως νὰ μετανοήσεις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτό.
Πές μου, πάτερ, ρώτησε πάλι ὁ ἀδελφός, τί λογὴς εἶναι ἡ ἐλευθερία στὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ πῶς πρέπει νὰ τὴ χρησιμοποιοῦμε;
Ἐλευθερία εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ λέγεται φανερά. “Ἂν λ.χ. ἔχει κανεὶς ἀνάγκη ἀπὸ τροφὴ ἢ ἔνδυμα ἢ ὁποιοδήποτε ἄλλο πράγμα, ὀφείλει νὰ τὸ λέει καθαρὰ σ’ ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ τοῦ δώσει. Γιατί δὲν πρέπει νὰ κάνουμε χρήση αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλὰ μόνο μὲ πρόσωπα ποὺ εἶναι ἱκανὰ νὰ τὴ δεχθοῦν χωρὶς νὰ σκανδαλιστοῦν.
Ὅποιος ἔχει διάκριση, οἰκοδομεῖται καὶ χαίρεται μ’ αὐτὴ τὴν ἐλευθερία, ἐνῶ ὁποῖος δὲν ἔχει, σκανδαλίζεται. καὶ πρέπει αὐτὸς ποὺ τὴ χρησιμοποιεῖ, νὰ μὴν τὸ κάνει ἐμπαθώς, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση δηλαδὴ τοῦ πάθους ποὺ τὸν ἐνοχλεῖ, ἀλλὰ γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ἀνάγκης. “Ἂν λοιπὸν οὔτε πρόσωπο σκανδαλίζεται οὔτε πάθος ὑποβόσκει, τότε μπορεῖ νὰ γίνει χρήση τῆς ἐλευθερίας.
Ἂν ὅμως κάποιος σκανδαλίζεται ἀπὸ τὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας μας, πρέπει νὰ ἀσκοῦμε οἰκονομία καὶ νὰ μὴν τὴ χρησιμοποιοῦμε ἀπρόσεκτα. “Ἔρχεσαι, γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ κοπιαστικὴ ἐργασία (πεινασμένος), καὶ θέλεις νὰ φᾶς νωρίτερα ἀπὸ τὴν καθορισμένη ὤρα• ἕνας ἄλλος ὅμως σὲ ἀκούει νὰ τὸ λὲς ἢ σὲ βλέπει νὰ τὸ κάνεις, καὶ σκανδαλίζεται. Ἡ ζητὰς κάποιο πράγμα, καὶ δὲν οἰκοδομεῖται ὁ ἀδελφὸς (ποὺ σὲ ἀκούει). Σὲ τέτοιες περιπτώσεις θὰ πρέπει νὰ ἀπευθυνθεῖς ἰδιαιτέρως γιὰ τὸ πράγμα ποὺ ζητᾶς σ’ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ σοῦ τὸ δώσει, ὥστε νὰ φυλαχτεῖ ἔτσι ἀβλαβὴς ὁ λογισμὸς τοῦ ἀδελφοῦ. Καθὼς λοιπὸν εἴπαμε, εἶναι καλὴ ἡ ἐλευθερία, ὅταν ὅμως χρησιμοποιεῖται μὲ φόβο Θεοῦ.
Αὐτὴ τὴν ἐλευθερία τὴν καταστρέφεις μὲ τὸν ἕξης τρόπο: “Ἂν χρειάζεσαι ἕνα πράγμα καὶ δὲν ἀπευθυνθεῖς σ’ ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ σοῦ τὸ δώσει, περιμένοντας νὰ τὸ κάνει μόνος του. καὶ συμβαίνει νὰ μὴ γνωρίζει τί χρειάζεσαι, ἢ νὰ γνωρίζει ἀλλὰ νὰ τὸ ξεχάσει, ἢ καὶ ν’ ἀδιαφορεῖ σκόπιμα, γιὰ νὰ δοκιμάσει ἂν ἔχεις ὑπομονή. Τότε ἐσὺ ἀρχίζεις νὰ βαρυγκωμᾶς ἐναντίον του, νὰ σκανδαλίζεσαι καὶ ν’ ἁμαρτάνεις. “Ἂν ὅμως κάνεις χρήση τῆς ἐλευθερίας σου καὶ τοῦ ζητήσεις ξεκάθαρα ὅτι θέλεις, τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν γίνεται. Προετοιμάσου πάντως ψυχικά, ὥστε, ἂν μετὰ τὴν αἴτησή σου δὲν πάρεις αὐτὸ ποὺ ζητᾶς, νὰ μὴ λυπηθεῖς ἢ σκανδαλιστεῖς ἢ γογγύσεις. Ἀπεναντίας, νὰ πεῖς μὲ τὸ λογισμό σου: “Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ μή μου τὸ δώσει, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ ἢ δὲν εἶμαι ἄξιος ἢ δὲν μὲ συμφέρει”. καὶ πρόσεχε μὴν τυχόν, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἀποτυχία, σταματήσεις τὴν καλὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας σου ἀπέναντι στὸν ἀδελφὸ ἐκεῖνο, (καὶ δὲν τοῦ ξαναζητήσεις τίποτε). Ἀντίθετα, ὅταν χρειαστεῖς ὁτιδήποτε, ξαναζήτησέ του, παραμένοντας ὅμως πάντοτε, ὅπως εἶπα, ἀτάραχος σὲ περίπτωση ἀποτυχίας.
Ὅμοια, ἂν κανεὶς σὲ ρωτήσει ἀπὸ μόνος του γιὰ πράγμα ποὺ χρειάζεσαι, πὲς τοῦ τὴν ἀλήθεια. καὶ ἂν ξαφνιαστεῖς καὶ πεῖς, Δὲν τὸ χρειάζομαι”, μὴν ντραπεῖς νὰ ἐπανέλθεις στὸ θέμα καὶ νὰ τοῦ πεῖς: “Συγχώρεσε μέ, ἀλλά μου ξέφυγε καὶ σοῦ εἶπα κατὰ λάθος ὅτι δὲν τὸ χρειάζομαι.
Στὴν πραγματικότητα ἔχω ἀνάγκη νὰ τὸ πάρω”.
Τότε ὁ ἀδελφὸς ρώτησε:καὶ ὅταν δὲν ἔχω ἐσωτερικὴ πληροφορία, ἀλλ’ ἀμφιβάλλω γιὰ τὸ ἂν σκανδαλίζεται ἢ ὄχι κάποιο πρόσωπο μὲ μία τέτοια ἐλευθερία, τί νὰ κάνω;
Μπορεῖς νὰ τὸν δοκιμάσεις, ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας, ἂν σκανδαλίζεται ἢ ὄχι. Ἂν λ.χ. χρειάζεσαι φαγητό, μὴν τοῦ πεῖς, Δῶσε μου (νὰ φάω), ἀλλὰ πές του: Εἶμαι πεινασμένος γι’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν αἰτία. Ὅταν θὰ σ’ ἀκούσει ἐκεῖνος, θὰ ἐκδηλωθεῖ (μὲ κάποιον τρόπο), κι ἔτσι θὰ ἀντιληφθεῖς τὴ διάθεσή του, κατὰ πόσο σκανδαλίζεται ἢ ὄχι.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *