Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Μαρκιανοῦ
Ο ΜΕΓΑΣ Μαρκιανός, γύρω στὰ μεσάνυχτα, ὅταν νόμιζε ὅτι κανεὶς δὲν θὰ τὸν ἔβλεπε, συνήθιζε νὰ πηγαίνει σ’ ἕναν γνωστό του τραπεζίτη, ν’ ἀλλάζει χρυσὰ νομίσματα μὲ πολλὰ χάλκινα, γιὰ νὰ ἔχει νὰ μοιράζει στοὺς φτωχούς, Καὶ νὰ γυρίζει ἀμέσως (στὸ σπίτι του).
Ὁ τραπεζίτης λοιπόν, παίρνοντας σὰν πρόφαση γιὰ (μεγαλύτερο) κέρδος τὸ ὅτι ἡ συναλλαγὴ γινόταν τὴ νύχτα, σὲ ἀκατάλληλη ὥρα, ζύγιζε τὸ χρυσάφι μὲ λειψὰ ζύγια. Καὶ ὁ ἅγιος, χωρὶς νὰ διαμαρτυρηθεῖ ποτὲ οὔτε νὰ κάνει κανέναν ἔλεγχο, ἔδειχνε ὅτι τ’ ἄφηνε ὅλα στὴ συνείδηση τοῦ ζυγιστῆ.

Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸ ἔγινε πολλὲς φορὲς Καὶ ὁ Μαρκιανὸς δὲν ἔκανε καμιὰ παρατήρηση στὸν τραπεζίτη, ὁ τελευταῖος ἦταν ὅλο ἔκπληξη. Καὶ (μία νύχτα), ἐνῶ παρακολουθοῦσε τὴν ὥρα Καὶ εἶδε νὰ φτάνουν τὰ μεσάνυχτα, κόντευαν πιὰ νὰ βγοῦν οἱ ὑποψίες τοῦ ἀληθινὲς Καὶ ἀντάξιές του βίου τοῦ Μαρκιανοῦ. Τότε λοιπόν, ἀφοῦ καλοσκέφτηκε, τί ἔκανε; Πρόσταξε ἕναν ἀπὸ τοὺς δούλους του νὰ πάρει ἀπὸ πίσω τὸν ἅγιο, μόλις θὰ ἔφευγε, γιὰ νὰ μάθει ποὺ πηγαίνουν ἐκεῖνα τὰ χρήματα.
Πραγματικά, ὁ δοῦλος τὸν ἀκολούθησε. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ βρῆκε νεκρό, πάνω σ’ ἕνα κρεβάτι, κάποιον φτωχό, πῆρε ἀπὸ ἕνα καπηλειὸ (κρασί), ὅπως συνήθιζε, τὸν ἔπλυνε καὶ τὸν ἕντυσε. Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ ἐκεῖνος ἀναστήθηκε γιὰ μία στιγμή, τὸν ἀσπάσθηκε, καὶ μετὰ τὸν ξάπλωσε πάλι (νεκρό) κι ἔφυγε, (γιὰ νὰ ἑτοιμάσει ὅτι χρειαζόταν γιὰ τὴν ταφή του)*.
Ἔφριξε ὁ δοῦλος μ’ αὐτὰ ποὺ εἶδε. “Ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε, γύρισε πίσω καὶ τὰ διηγήθηκε ὅλα, μὲ κάθε λεπτομέρεια, σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν εἶχε στείλει. Αὐτὸς τότε μετανόησε γιὰ ὅσα εἶχε κάνει καὶ ἔκλαιγε, ἐπειδὴ εἶχε ἀδικήσει τόσο τὸν ἅγιο. Ἡ συνείδηση τοῦ τὸν τιμωροῦσε (μὲ τὶς τύψεις). Γι’ αὐτὸ καί, ὅταν ὁ ἅγιος τὸν ἐπισκέφθηκε πάλι γιὰ ν’ ἀνταλλάξει τὰ χρυσὰ νομίσματα, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ὁ τραπεζίτης, ὁμολόγησε τὰ κακὰ ποὺ εἶχε κάνει καὶ τοῦ ἐπέστρεψε ὅσα τοῦ εἶχε πάρει ἐπιπλέον.
Ἔτσι μία καλῆ πράξη, ποὺ γίνεται σιωπηρά, μπορεῖ νὰ ὠφελήσει περισσότερο ἀπὸ λόγια πολλά. καὶ ὅσους δὲν ὠφέλησαν σὲ τίποτα ἔλεγχοι καὶ συμβουλές, αὐτοὺς τοὺς διόρθωσε μία ἀξιέπαινη πράξη, ποὺ ἔγινε κρυφὰ καὶ ἀνεπίδεκτα, γιατί ἄγγιξε τὴ συνείδησή τους καὶ τοὺς ἔκανε νὰ μάθουν μόνοι τους τὸ καλό.
Ὁ Μαρκιανὸς ὅμως, ἀφοῦ εἶπε (στὸν τραπεζίτη) ὅτι δὲν εἶχε ἀδικηθεῖ καθόλου, ἄφησε ἐκεῖ καὶ (τὰ χρήματα) ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἔδινε, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο, καὶ δὲν ξαναφάνηκε ποτὲ πιά• ὄχι, βέβαια, γιὰ νὰ διακόψει τὶς σχέσεις τοῦ μ’ ἕναν πονηρὸ ἄνθρωπο – γιατί ὄχι μόνο τὸν συγχώρεσε, ἀλλὰ καὶ τὸν βεβαίωσε ὅτι τὸν ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα – μὰ γιὰ ν’ ἀποφύγει τὴν (ψυχική) βλάβη ἀπὸ τὴ μάταιη δόξα, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ φανερωθοῦν οἱ πράξεις του σὲ κανέναν ἄνθρωπο, παρὰ μόνο στὸ Θεὸ νὰ εἶναι γνωστές.
Ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὴ ἦταν ἡ φιλάνθρωπη συνήθεια τοῦ ἁγίου Μαρκιανοῦ νὰ περιμαζεύει ἐγκαταλειμμένους νεκρούς, νὰ πλένει τὰ σώματά τους καὶ νὰ τὰ ἑτοιμάζει γιὰ ταφῆ. “Ὅταν τελείωνε, ἔλεγε στὸ νεκρὸ σὰν σὲ ζωντανό: “Σήκω, ἀδελφέ, ν’ ἀλλάξουμε τὸν τελευταῖο ἀσπασμό, σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια”. καὶ ἀμέσως ὁ νεκρὸς ἀνασταινόταν γιὰ λίγο, ἀποχαιρετιόταν μὲ τὸν ἅγιο, κι ἔπειτα ξαναπέθαινε!

Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος
Κάποτε ἦρθε ἕνας ἄνθρωπος στὸν ἅγιο Σπυρίδωνα γιὰ ν’ ἀγοράσει ἑκατὸ γίδια ἀπὸ τὸ κοπάδι του. Ὁ ὅσιος του ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ τὰ πάρει (μόνος του), ἀφοῦ πρῶτα τὰ πληρώσει. Αὐτὸς ὅμως τοῦ ἔδωσε τὸ ἀντίτιμο τῶν ἐνενήντα ἐννέα καὶ κράτησε τοῦ ἑνός, νομίζοντας ὅτι θὰ τὸν ξεγελάσει, σὰν ἁπλοϊκὸ καὶ ἐντελῶς ἀπονήρευτο.
Ὅταν λοιπὸν μπῆκαν κι οἱ δυὸ στὸ μαντρί, ὁ ἅγιος του εἶπε νὰ πάρει τόσες γίδες, ὅσες εἶχε πληρώσει. Μὰ ἐκεῖνος, ποὺ οὔτε μ’ αὐτὸ (τὸν ὑπαινιγμό) δὲν συνετίστηκε, ἄρχισε νὰ βγάζει ἀπ’ τὸ μαντρὶ ἑκατό. •
Τότε μία γίδα, σὰν καλῆ δούλη, ποὺ κατάλαβε ὅτι ὁ κύριος της δὲν τὴν πούλησε, γύριζε πίσω ἐπίμονα κι ἔμπαινε πάλι στὸ μαντρί. Μὰ ὁ ἀδιάντροπος ἐκεῖνος τὴν ξανάβγαζε ἔξω καὶ τὴν ἔσερνε μὲ τὴ βία. Δυό-τρεῖς φορὲς ἔγινε αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ – ἡ γίδα νὰ γυρίζει μέσα κι ἐκεῖνος νὰ τὴν τραβάει ἔξω μὲ δύναμη καὶ πεῖσμα!
Τελικὰ λοιπὸν τί ἔκανε; Ἐπειδὴ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν κατόρθωνε τίποτα, τὴν ἅρπαξε ἀπὸ χάμω, τὴν ἔβαλε στοὺς ὤμους του κι ἔκανε νὰ φύγει. Αὐτὴ ὅμως βέλαζε δυνατὰ καὶ ἄγρια, ἔσκυβε πρὸς τὸ κεφάλι του καὶ τὸν χτυποῦσε μὲ τὰ κερατά της, κηρύσσοντας ἔτσι φανερά τη βία καὶ τιμωρώντας, θαρρεῖς, τὸν πλεονέκτη γιὰ τὴν ἀδικία του. Ὅσοι ἦταν ἐκεῖ τὰ ἔχασαν μὲ τὸ ἀξιοθαύμαστο φαινόμενο, μὴν μπορώντας νὰ τὸ ἐξηγήσουν.
Ὁ μέγας (Σπυρίδων), ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ ἐλέγξει φανερὰ τὸν ἄδικο, τοῦ εἶπε ἤρεμα:
– Κοίταξε, παιδί μου, μήπως τὸ ζωντανὸ δὲν τὰ κάνει αὐτὰ ἀναίτια οὔτε ἀρνεῖται νὰ ἔρθει μαζί σου χωρὶς λόγο, ἀλλὰ γιατί ξέχασες νὰ πληρώσεις καὶ τὴ δική του ἀξία…
Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ἡ καρδιὰ (τοῦ ἀνθρώπου) ἐκείνου κατανύχθηκε. Συνῆλθε, συναισθάνθηκε τὸ κακὸ ποὺ ἔκανε, τὸ ὁμολόγησε καὶ ζήτησε συγγνώμη.
Ἔπειτα, ἀφοῦ πλήρωσε καὶ τῆς μίας γίδας τὴν ἀξία, ἐκείνη δὲν βέλασε οὔτε ἀντιστάθηκε περισσότερο, ἀλλὰ τράβηξε ἥσυχα πίσω ἀπὸ τὶς ἄλλες.
Κάποτε, ἀργὰ τὴ νύχτα, ἦρθαν κλέφτες στὸ μαντρὶ (τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος), γιὰ νὰ τοῦ κλέψουν μερικὰ ἀπὸ τὰ ζῶα του. Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ φρόντιζε γιὰ τὸ βοσκό, δὲν ἀδιαφοροῦσε οὔτε γιὰ τὰ ζῶα ποὺ ἔβοσκε. Ἔτσι, οἱ κλέφτες ἐκεῖνοι πιάστηκαν σὲ ἀόρατα καὶ ἄλυτα δεσμά: Τὰ χέρια τοὺς δέθηκαν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κουνηθοῦν καθόλου!
Εἶχε πιὰ ξημερώσει, ὅταν τὸ γεγονὸς ἔπεσε στὴν ἀντίληψη τοῦ ἁγίου. Τοὺς πλησίασε καί, ὅταν εἶδε πὼς εἶχαν τὰ χέρια τοὺς γυρισμένα πίσω καὶ δεμένα, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ δεσμά. Ἔπειτα, ἀφοῦ τοὺς συμβούλεψε πολὺ νὰ κερδίζουν τὰ ἀναγκαία (γιὰ τὴ ζωή) μὲ τὸν τίμιο μόχθο τους, τοὺς πρόσφερε στὸ τέλος κι ἕνα κριάρι – “… γιὰ νὰ μὴν πάει χαμένο τὸ ξενύχτι σας”, ὅπως πρόσθεσε χαριτολογώντας.
Κι ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Τριμυθούντα, ποὺ ἦταν καραβοκύρης καὶ χρειαζόταν χρήματα γιὰ τὸ ἐμπόριό του, ἦρθε νὰ δανειστεῖ ἀπὸ τὸν ἅγιο. Ἐκεῖνος, ἐπειδὴ μαζὶ μὲ (ὅλες) τὶς ἄλλες ἐντολές, τηροῦσε κι αὔτη ποὺ λέει, “τὸν θέλοντα ἀπό σου δανείσασθαι μὴ ἀποστραφεῖς” (Ματθ. 5:42), δίνει στὸν ἄνθρωπο πρόθυμα ἕνα μικρὸ ποσὸ ποὺ εἶχε (μαζέψει ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀλλὰ )γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐπισκοπῆς.
Ὁ καραβοκύρης τὸ πῆρε (κι ἔφυγε). Τὸ ταξίδι τοῦ πῆγε καλά. “Ὅταν ἦρθε πίσω μὲ κέρδη, ἐπισκέφθηκε τὸν ἅγιο γιὰ νὰ τοῦ ἐπιστρέψει τὸ χρέος. Κι αὐτός, χωρὶς νὰ κάνει κανέναν ἔλεγχο καὶ χωρὶς νὰ μετρήσει τὸν ἀριθμὸ (τῶν νομισμάτων), ὅπως συνηθίζουν οἱ περισσότεροι, εἶπε μόνο στὸν ἴδιο (τὸν ὀφειλέτη) νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ τὰ βάλει στὸ κουτὶ ἐκεῖνο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὰ εἶχε πάρει πρὶν ἀπὸ καιρό. Καὶ τότε μέν, ἐκτιμώντας τὴν ἀκεραιότητα καὶ τὴν ἀθωότητα τοῦ δανειστῆ, ἔβαλε τὸ χρυσάφι ἐκεῖ ὀποῦ προστάχθηκε. Καὶ πάλι, ὅποτε εἶχε ἀνάγκη, μὲ τὴν ἴδια εὐκολία ἔπαιρνε καὶ μὲ τὴν ἴδια ἐντιμότητα ἐπέστρεφε (τὰ χρήματα). Αὐτὸ ἔγινε πολλὲς φορές, ὥσπου κάποτε τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας κυρίεψε τὸν ἔμπορο, ποὺ (ἄρχισε νά) φέρεται πιὰ μὲ δολιότητα καὶ πονηρὶα ἀπέναντι σ’ ἐκεῖνον ποὺ τοῦ ἔδειξε ἐμπιστοσύνη, κακοποιώντας ἔτσι τὴν ἀλήθεια, βρίσκοντας λοιπὸν τὴν ἐλευθερία ἐξυπηρετική της κακουργίας, μία φορᾶ ἔκανε πὼς ἔβαλε στὴ θέση τοὺς (τὰ χρυσὰ νομίσματα), ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν ἄφησε τίποτα στὸ κουτί. “Ἄδειο ὅπως ἦταν, τὸ ἔκλεισε κι ἔφυγε.
Τὸ χρυσάφι ὅμως ἐκεῖνο τὸ ξόδεψε σὲ ἐπιχειρήσεις χωρὶς κέρδος. “Ὅταν λοιπὸν βρέθηκε σὲ ἀνάγκη, θυμήθηκε πάλι τὸν προηγούμενο δρόμο καὶ ἦρθε στὸν μεγάλο (Σπυρίδωνα), ζητώντας τὰ
χρυσὰ νομίσματα, ποὺ δὲν εἶχε ἐπιστρέψει, σὰν νὰ τὰ εἶχε ἐπιστρέψει.
Ὁ ἅγιος, μολονότι δὲν τοῦ εἶχε ξεφύγει ἡ ἀπάτη, τοῦ εἶπε μὲ πραότητα νὰ πάει στὸ κουτί, ὅπως συνήθιζε, καὶ νὰ τὰ πάρει. Κι ἐκεῖνος, σὰν νὰ μὴν εἶχε κάνει καμιὰ πράξη ἀπρέπειας καὶ φιλαργυρίας, προχώρησε γιὰ νὰ πάρει αὐτὰ ποὺ δῆθεν εἶχε βάλει (στὴ γνωστὴ θέση). καὶ ἀφοῦ ἄνοιξε τὸ κουτὶ καὶ τὸ βρῆκε ἄδειο, ὅπως βέβαια τὸ εἶχε ἀφήσει, τὸ εἶπε στὸν ἅγιο, νομίζοντας πὼς θὰ τὸν ξεγελάσει. Τὸν ἄκουσε ὅμως νὰ τοῦ λέει:
– Ψάξε καλύτερα, γιατί, ἀπὸ τότε ποὺ ἔβαλες ἐσὺ μέσα (τὰ χρήματα), ἄλλα χέρια δὲν τὰ ἔπιασαν.
Ὁ ἄλλος προσποιήθηκε πάλι ὅτι ψάχνει. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει τὸ ἀνύπαρκτο, εἶπε κάνοντας τὸν ἀνήξερο: Δὲν βρίσκω ἀπολύτως τίποτα.
Τότε ὁ ἀγαθὸς καὶ πράος ἐκεῖνος ἄνθρωπος τοῦ εἶπε: -“Ἂν πραγματικά, ἀγαπητέ μου, τὰ εἶχες βάλει ἐκεῖ, θὰ τὰ ἔβρισκες καὶ εὔκολα. Ἂν ὅμως τώρα ζητᾶς νὰ πάρεις ἀπό μας αὐτὸ ποὺ κατακράτησες, μαθὲ ὅτι τὸν ἑαυτό σου καὶ ὄχι ἐμᾶς κοροϊδεύεις.
Μόλις τ’ ἄκουσε αὐτό, καθὼς μάλιστα δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ὑποφέρει καθόλου καὶ τὸν παράλληλο ἔλεγχο τῆς συνειδήσεώς του, ἔπεσε καταγῆς, ἔπιασε τὰ ἱερὰ πόδια τοῦ ἁγίου καὶ ζητοῦσε συγγνώμη. Ὁ ἅγιος τὸν συγχώρησε συντομότερα ἀπ’ ὅ,τι ἐκεῖνος τοῦ ζήτησε, καὶ τὸν συμβούλεψε νὰ μὴν ἐπιθυμεῖ στὸ ἕξης τὰ ξένα πράγματα οὔτε νὰ μολύνει τὴ συνείδησή του μὲ ἀπάτες καὶ ψέματα.
Γιατί αὐτά, πρόσθεσε, κανένα κέρδος δὲν ἀφήνουν, ἀλλὰ ζημία καθαρή.

Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ νέου
Κάποιοι ἱερόσυλοι τρύπησαν μία νύχτα τοὺς τοίχους τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, ὀποῦ ἱερουργοῦσε ὁ ὅσιος Εὐθύμιος, καὶ ἅρπαξαν τὰ ἱερὰ τοῦ κειμήλια. Τὸ πρωί, ὅταν ἔγινε γνωστὸ τὸ γεγονός, ἡ πόλη ὅλη ξεσηκώθηκε, ζητώντας τὴν ἐξιχνίαση τοῦ ἐγκλήματος. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ εἴδηση διαδόθηκε παντοῦ, (τελικά) οἱ κλέφτες πιάστηκαν. Οἱ πολίτες, ποὺ τοὺς εἶχαν στὰ χέρια τους, δὲν ἤθελαν νὰ τοὺς δείξουν καμιὰ ἐπιείκεια, ζητοῦσαν μάλιστα νὰ ἐπιβάλουν σ’ ἐκείνους τοὺς ταλαίπωρους τιμωρίες πρωτάκουστες.
Μόλις λοιπὸν ὁ μέγας (Εὐθύμιος) κατάλαβε τί σκέφτονταν, μπῆκε στὴ μέση καὶ εἶπε:
Δὲν εἶναι καλό, παιδιά μου, νὰ τιμωρηθοῦν ἀπὸ ἄλλον τοῦτοι οἱ βέβηλοι, ἀφοῦ εἶμαι ἐδῶ ἐγώ, ποὺ ἀπ’ ὅλους ἔχω περισσότερο δίκιο ν’ ἀγανακτῶ, μία καὶ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ ζημιώθηκε. Θὰ τοὺς τιμωρήσω ἀνελέητα, κάνοντας τοὺς ν’ ἀργοπεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα.
Τοὺς φάνηκε ὅτι (ὁ ἅγιος) σωστὰ μίλησε. Ἔτσι, μόλις ὁ ὄχλος διαλύθηκε, πῆρε τοὺς κλέφτες στὸ σπίτι του, τοὺς ἔκανε φιλόφρονα τὸ τραπέζι, τοὺς ἔδωσε ἐφόδια καὶ γιὰ τὸ μέλλον, τοὺς ἔλυσε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τοὺς ἄφησε νὰ πᾶνε ὀποῦ ἤθελαν!
Μίαν ἄλλη νύχτα ἦταν πανσέληνος, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ σκοτάδι, ποὺ σκέπαζε τὴ γῆ, δὲν ἦταν πυκνό. Ὁ μέγας (Εὐθύμιος) μόλις εἶχε τελειώσει τοὺς μεσονυκτικοὺς ὕμνους στὸ Θεὸ καί, ὅπως συνήθιζε, (εἶχε βγεῖ ἔξω καί) ἔκανε προσκυνηματικὲς ἐπισκέψεις στοὺς ναούς.
Ξάφνου, βλέπει σ’ ἕναν ὑπαίθριο χῶρο δυὸ ἀνθρώπους νὰ κλέβουν σιτάρι ἀπὸ τὶς ὑπόγειες ἀποθῆκες. Ὁ ἕνας ἔβγαζε ἀπὸ κάτω τὸ σιτάρι καὶ τὸ σακίαζε, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἔπαιρνε πάνω τὰ σακιὰ καὶ τὰ πήγαινε σὲ μία γωνιά, ὀποῦ δὲν θὰ τὰ ἔβλεπε κανείς.
Μόλις ἐκεῖνος ὁ σβέλτος σιτοκλέφτης πῆρε εἴδηση τὸν ὅσιο, τὸ ἔβαλε στὰ πόδια, ἀφήνοντας τὸ σύντροφό του στὸ λάκκο. Τότε ὁ θεῖος Εὐθύμιος, ἐπειδὴ θεώρησε πὼς θὰ ἔκανε μεγάλο κακὸ ἂν στεροῦσε ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς τὸ ἀναγκαῖο σιτάρι, καὶ μάλιστα σὲ μίαν ἐποχὴ ποὺ τὸ ψωμὶ ἦταν τόσο σπάνιο ὅσο καὶ τὸ χρυσάφι, ἀποφάσισε νὰ πάρει τὴ θέση ἐκείνου ποὺ ἔφυγε, πηγαίνοντας κοντὰ σ’ αὐτὸν ποὺ ἔμεινε (καὶ βοηθώντας τὸν).
Συνέχισε λοιπὸν ὁ ἄλλος νὰ βγάζει τὸ σιτάρι, χωρὶς νὰ ξέρει τίποτε ἀπ’ ὅσα εἶχαν μεσολαβήσει, ἐνῶ ὁ ἅγιος τὸ ἔπαιρνε καὶ τὸ μετέφερε.
Ὅταν πιὰ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εἶχε βγάλει ἀρκετὴ ποσότητα καὶ θέλησε ν’ ἀνέβει ἐπάνω, ὁ μέγας (Εὐθύμιος σκύβει καί) τοῦ λέει ψιθυριστὰ στὸ αὐτί:
Τί, θὰ φύγουμε καὶ θ’ ἀφήσουμε ἐκεῖνα τὰ τυριά; – καὶ τοῦ ἔδειχνε συνάμα μὲ τὸ δάχτυλο τὸν τόπο!
Ὁ ἄλλος, ἀπὸ τὸ φόβο ποὺ τὸν συνεῖχε, οὔτε τώρα (μὲ τὴν ἐρώτηση τοῦ ἁγίου) κατάλαβε τί εἶχε συμβεῖ.
Ρωτάει λοιπόν: καὶ ποῦ τὸ ξέρεις ἐσὺ αὐτό;
Ἄκουσα πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ τὸν ἐπίσκοπο νὰ τὸ λέει, ἀπάντησε ὁ ἅγιος.
Τότε ὁ ἄλλος, ἀφοῦ ἔφαγε τὸν τόπο, ὅπως λέει ὁ λόγος, βρῆκε τὰ τυριά, πῆρε ὅσα ἤθελε καὶ τὰ παρέδωσε στὸν μεγάλο (Εὐθύμιο). Ἔπειτα, πιάνοντας τὸ χέρι ποὺ τοῦ ἔδωσε ἐκεῖνος, ἀνέβηκε πάνω. καὶ μόλις κατάλαβε ποιὸς ἦταν, ἔλιωσε ἀπ’ τὴν ντροπὴ καὶ τὴν τρομάρα.
Παραλυμένος λὲς ἀπὸ τὸ φόβο, κυλίστηκε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ ἁγίου. Μὰ ἐκεῖνος τὸν χάιδεψε μὲ καλοσύνη, τὸν σήκωσε ἀπὸ τὴ γῆ, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τοῦ εἶπε:
Μὴ στενοχωριέσαι, παιδί μου, νομίζοντας πὼς ἔκανες κάτι τρομερό. Γιατί (τὰ πράγματα) αὐτὰ εἶναι δικά σου καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ἂν πῆρες κάτι, ἀπὸ τὰ δικά σου τὸ πῆρες καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ξένα.
Μὰ καὶ πάλι, ἂν θελήσεις, ἔλα νὰ πάρεις ὅτι χρειάζεσαι.
Παρηγορημένος ἀπ’ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ κλέφτης, ἔφυγε, θαυμάζοντας ὑπερβολικὰ τὸν ἅγιο γιὰ τὴν ἀνεξικακία καὶ τὴ φιλανθρωπία του καὶ ἀνιστορώντας (ἀργότερα) σὲ ὅλους τὸ γεγονός.
Ὁ ἅγιος πάλι, λόγω τῆς μεγάλης του ἀρετῆς, δὲν τὰ νόμιζε γιὰ σπουδαία αὐτά, γιατί πίστευε ὅτι ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς πρέπει νὰ θεωρεῖ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ κοινὰ σὲ ὅλους (τους ἀνθρώπους), καὶ νὰ μὴν ἔχει τίποτα δικό του. καὶ αὐτὸ τὸ φρόνημα τὸ γεννοῦσε μέσα του ἡ ἀγάπη καὶ τὸ συντηροῦσε ἡ μακάρια ταπείνωση, ποὺ τὸν παρακινοῦσε ν’ ἀποκτᾶ “βαλάντια μὴ παλαιωμένα” (Λουκ. 12:33).

Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
Τί σημαίνει τὸ νὰ ὀργιστεῖ κανεὶς χωρὶς λόγο ἐναντίον τοῦ ἀδελφοί) τοῦ (Ματθ. 5:22); Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας:
Ἂν ὀργιστεῖς γιὰ ὁποιαδήποτε πλεονεξία τοῦ ἀδελφοῦ σου σὲ βάρος σου, χωρὶς λόγο ὀργίζεσαι. Κι ἂν ἀκόμα σου βγάλει τὸ δεξί σου μάτι ἢ κόψει τὸ δεξί σου χέρι, δὲν πρέπει νὰ ὀργιστεῖς ἐναντίον του. Μόνο ἂν σὲ χωρίσει ἀπὸ τὸ Θεό, τότε νὰ ὀργιστεῖς.

Ἕνας γέροντας εἶπε:
– Ἐκεῖνος ποὺ ἀδικεῖται ἐκούσια καὶ συγχωρεῖ τὸν πλησίον του, μοιάζει μὲ τὸν Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀδικεῖ μήτε ἀδικεῖται, μοιάζει μὲ τὸν Ἀδάμ. καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀδικεῖ ἢ ζητάει τόκους ἢ κάνει ὁποιοδήποτε κακό, μοιάζει μὲ τὸ διάβολο.
Διηγοῦνταν γιὰ τὸν ἀββᾶ Γελάσιο, ὅτι εἶχε ἕνα βιβλίο ποὺ ἄξιζε δεκαοχτὼ νομίσματα, γιατί ἦταν σ’ αὐτὸ γραμμένη ὁλόκληρη ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη. Τὸ εἶχε βάλει στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ τὸ διαβάζει ὁποῖος ἀδελφὸς ἤθελε.
Κάποτε ἐπισκέφθηκε τὸ γέροντα ἕνας ξενομερίτης ἀδελφός, ποὺ εἶδε τὸ βιβλίο καὶ τὸ ζήλεψε. Τὸ ἔκλεψε λοιπὸν κι ἔφυγε. Καὶ ὁ γέροντας, μολονότι κατάλαβε αὐτὸ ποὺ ἔκανε (ὁ ἐπισκέπτης του), δὲν ἔτρεξε πίσω τοῦ (γιὰ νὰ τὸν πιάσει).
Πῆγε λοιπὸν ἐκεῖνος στὴν πόλη καὶ ζητοῦσε νὰ τὸ πουλήσει.
Βρῆκε κάποιον ποὺ ἤθελε νὰ τὸ ἀγοράσει, καὶ τοῦ ζητοῦσε δέκα
ἕξι νομίσματα.
Δῶσε μου τὸ πρῶτα νὰ τὸ ἐξετάσω, καὶ μετὰ θὰ σοῦ δώσω αὐτὸ τὸ ποσό, τοῦ εἶπε ὁ ὑποψήφιος ἀγοραστής.
Τοῦ ἔδωσε λοιπὸν τὸ βιβλίο, καὶ ἐκεῖνος τὸ ἔφερε στὸν ἀββᾶ Γελάσιο νὰ τὸ ἐξετάσει, λέγοντάς του καὶ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ εἶπε ὁ πωλητής.
Ὁ γέροντας, κάνοντας πὼς δὲν ἀναγνωρίζει τὸ βιβλίο, τὸ ἐξέτασε προσεκτικὰ καὶ εἶπε στὸν ἄνθρωπο:
Ἀγόρασε τό. Εἶναι καλὸ καὶ ἀξίζει τὴν τιμὴ πού σου εἶπε.
Ἐκεῖνος ὅμως, ὅταν γύρισε πίσω στὸν πωλητή, τοῦ τὰ εἶπε ἀλλιῶς, ὄχι ὅπως τὸν εἶχε ὁρμηνέψει ὁ γέροντας:
– Κοίταξε, ἔδειξα τὸ βιβλίο στὸν ἀββᾶ Γελάσιο, καὶ λέει ὅτι
ζητᾶς πολλά. Δὲν ἀξίζει τόσο.
Μόλις τ’ ἄκουσε ὁ ἀδελφός, τὸν ρώτησε: Τίποτα ἄλλο δὲν σοῦ εἶπε ὁ γέροντας; Ὄχι, ἀπάντησε ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ ἀδελφὸς τότε ἦρθε σὲ κατάνυξη ἀπὸ τὴν ἀνεξικακία τοῦ γέροντα, καὶ εἶπε στὸν ἄνθρωπο: Δὲν θέλω πιὰ νὰ πουλήσω τὸ βιβλίο.
Τὸ πῆρε καὶ πῆγε στὸ γέροντα μετανοημένος, παρακαλώντας τὸν νὰ τὸ δεχθεῖ πίσω. Ὁ γέροντας ὅμως δὲν ἤθελε νὰ τὸ πάρει.
Ἂν δὲν τὸ πάρεις, δὲν θὰ ἡσυχάσω, τοῦ εἶπε ὁ ἀδελφός.
Ἂν δὲν πρόκειται νὰ ἡσυχάσεις, τότε τὸ δέχομαι, ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας.. Καὶ ἔμεινε ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος κοντά του ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἀποκομίζοντας ὠφέλεια ἀπὸ τὴν (πνευματική) τοῦ ἐργασία.

Ἐπιτέθηκαν κάποτε στὸν ἀββᾶ Θεόδωρο τρεῖς ληστές. Οἱ δυὸ τὸν κρατοῦσαν καὶ ὁ ἕνας κουβαλοῦσε ἔξω τὰ πράγματά του. Ἀφοῦ λοιπὸν τὰ ἔβγαλε ὅλα, ἀκόμα καὶ τὰ βιβλία, θέλησε νὰ πάρει καὶ τὸ ράσο, ποὺ ὁ γέροντας φοροῦσε στὴν ἐκκλησία.
– Αὐτὸ νὰ τὸ ἀφήσετε, τοὺς εἶπε.
Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν τοῦ ἔδωσαν σημασία.
Τότε ὁ γέροντας, μὲ μία κίνηση τῶν χεριῶν, ἔριξε κάτω καὶ τοὺς δυὸ (ληστές, ποὺ τὸν κρατοῦσαν)!
Μόλις τὸ εἶδαν αὐτό, φοβήθηκαν.
Μὴ φοβάστε! τοὺς καθησύχασε ὁ γέροντας. Μοιράστε τὰ πράγματα σὲ τέσσερα μέρη, καὶ πάρτε τὰ τρία.
Τὸ ἕνα ὅμως νὰ τὸ ἀφήσετε.
Κι αὐτὸ τὸ εἶπε γιὰ νὰ πάρει τὸ μερίδιό του, δηλαδὴ τὸ ράσο ποὺ φοροῦσε στὶς (λατρευτικές) συνάξεις.

Μία μέρα ποὺ γύριζε στὸ κελὶ τοῦ ὁ ἀββᾶς Μακάριος, βρῆκε ἕναν ἄνθρωπο νὰ κλέβει τὰ πράγματά του, ἔχοντας μαζί του καὶ ὑποζύγιο. Τότε κι ἐκεῖνος, σὰν νὰ ἦταν ξένος, βοήθησε τὸν κλέφτη καὶ φόρτωνε μαζί του τὸ ζῶο! Τὸν ξεπροβόδισε μάλιστα μὲ πολλὴ ἠρεμία, λέγοντας:
– Τίποτα δὲν φέραμε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, γι’ αὐτὸ καὶ τίποτα δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε μαζί μας. Ὁ Κύριός μας τὰ ἔδωσε. Ὅπως Αὐτὸς θέλησε, ἔτσι κι ἔγινε. Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος γιὰ ὅλα (πρβλ. Ἰὼβ 1:21)!
Σ ἕναν τόπο, ὀποῦ κατοικοῦσαν δυὸ μοναχοί, ἦρθε κάποιος γέροντας γιὰ νὰ τοὺς δοκιμάσει. Ἅρπαξε λοιπὸν ἕνα ραβδὶ καὶ ἄρχισε νὰ καταστρέφει τὰ λάχανα (στὸν κῆπο) τοῦ ἑνός. Μόλις τὸν εἶδε ὁ ἀδελφός, κρύφτηκε, ὥσπου (ὁ γέροντας) τὰ κατέστρεψε ὅλα. Κι ὅταν ἀπέμεινε μία ρίζα μόνο, (φανερώθηκε καί) τοῦ εἶπε:
Ἀββᾶ, ἂν θέλεις, ἄφησε τὸ αὐτὸ (τὸ λάχανο), γιὰ νὰ τὸ μαγειρέψω καὶ νὰ τὸ φᾶμε μαζί.
Τότε ὁ γέροντας ἔβαλε μετάνοια στὸν ἀδελφὸ καὶ τοῦ εἶπε:
Χάρη στὴν ἀνεξικακία σου, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἔχει ἀναπαυθεῖ ἐπάνω σου, ἀδελφέ.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *