Ἀπὸ τὸ Βίο τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς
Η ΜΑΚΑΡΙΑ Συγκλητικὴ ἔλεγε (στὶς ἀδελφές):
– Ἡ καταλαλιὰ εἶναι πολὺ βαρὺ καὶ ὀλέθριο (ἁμάρτημα). Ὡστόσο μερικοὶ ἄνθρωποι τὴν ἔχουν σὰν τροφὴ καὶ ξεκούραση. Ἐσὺ ὅμως, πιστὴ (στὸν Κύριο ἀδελφή), νὰ μὴ δεχθεῖς μέσα σου τὰ ξένα κακά, ἀλλὰ νὰ διατηρεῖς τὴν ψυχή σου ἀμόλυντη. Γιατί ἂν δεχθεῖς τὰ βρωμερὰ λόγια ἐκείνου ποὺ καταλαλεῖ, θὰ προξενήσεις στὴν προσευχή σου, μὲ τοὺς λογισμούς, κηλίδες ἀκαθαρσίας, καὶ θὰ μισήσεις ἀδικαιολόγητα αὐτοὺς ποὺ σὲ συναναστρέφονται. Γιατί ὅταν τ’ αὐτιά σου θὰ γεμίσουν ἀπ’ τὴν ἀπανθρωπιὰ αὐτῶν ποὺ καταλαλοῦν, τότε ὅλους θὰ τοὺς ὑποτιμᾶς καὶ ὅλους θὰ τοὺς θεωρεῖς τὸ ἴδιο ἀκάθαρτους• ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ μάτι, ὅταν θαμπωθεῖ ἀπὸ δυνατὸ ἔγχρωμο φῶς, δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνει καθαρὰ τὸ σχῆμα τῶν ἀντικειμένων ποὺ βλέπει.

Πρέπει λοιπὸν νὰ φυλᾶμε τὴ γλώσσα μας καὶ τ’ αὐτιά μας, ὥστε μήτε νὰ λέμε (τίποτα κακὸ γιὰ τὸν πλησίον μας) μήτε ν’ ἀνεχόμαστε κὰν ν’ ἀκοῦμε κάτι τέτοιο. Γιατί ἔχει γραφτεῖ: “Οὐ παραδέξη] ἄκοην ματαίαν” (Ἐξ. 23:1). καὶ ἄλλου: “Τὸν καταλαλούντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτόν, τοῦτον ἔξεδιωκον” (Ψαλμ. 100:5). καὶ σ’ ἄλλο σημεῖο πάλι: “Ὅπως ἂν μὴ λαλήση τὸ στόμα μου τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων…(Ψὰλμ 16.4). Ἐμεῖς ὅμως μιλᾶμε ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων…” (Ψαλμ. 16:4). Ἐμεῖς ὅμως μιλᾶμε ἀκόμα καὶ γιὰ ἔργα ποὺ δὲν ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι! Γι’ αὐτὸ πρέπει ὄχι μόνο νὰ μὴν πιστεύουμε ὅσα μας λένε καὶ νὰ μὴν τὰ παραδεχόμαστε καθόλου, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνεργοῦμε καὶ νὰ μιλᾶμε σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ προφήτη: “Ἐγὼ δέ… ἐγενόμην ὡσεὶ ἄνθρωπος οὐκ ἄκουων καὶ οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι αὐτὸν ἔλεγμους” (Ψαλμ. 37:15).

Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕνα γέροντα:
Τί εἶναι καταλαλιὰ καὶ Τί κατάκριση; καὶ ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε:
Ἡ καταλαλιὰ ἀναφέρεται καὶ στὰ ἀφανέρωτα καὶ ἀπόκρυφα ἁμαρτήματα, ἐνῶ ἡ κατάκριση (μόνο) στὰ φανερά. Κάθε λόγος λοιπόν, ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν πεῖ μπροστὰ στὸν ἀδελφό του, εἶναι καταλαλιά. Ὅπως λ.χ., ἂν πεῖ κανείς, ὅτι ὁ τάδε ἀδελφὸς εἶναι καλὸς καὶ ἀγαθὸς ἂλλ’ ἀμελὴς καὶ ἀδιάκριτος, αὐτὸ εἶναι καταλαλιά. Ἂν ὅμως κάποιος πεῖ, ὅτι ἐκεῖνος ὁ ἀδελφὸς εἶναι πολυμέριμνος καὶ φιλάργυρος, αὐτὸ εἶναι κατάκριση. Γιατί κατέκρινε (ὄχι μόνο) τὶς πράξεις τοῦ (ἀλλά) καὶ ὁλόκληρή τη ζωή του. Καὶ τοῦτο εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν καταλαλιά.

Ὁ ἀββᾶς Ὕπερεχιος εἶπε:
– Τὸ φίδι, μὲ τὸν ψιθυρισμό του, ἔβγαλε τὴν Εὕα ἀπὸ τὸν παράδεισο. Μ’ αὐτὸ λοιπὸν (τὸ φίδι) εἶναι ὁμοίως κι ἐκεῖνος ποὺ κατηγορεῖ τὸν πλησίον του• γιατί παρασύρει στὴν ἀπώλεια, μαζὶ μὲ τὴ δική του ψυχή, καὶ τὴν ψυχὴ ἐκείνου ποὺ τὸν ἀκούει.
Εἶπε πάλι (ὁ ἴδιος):
Τὸ στόμα σου ἂς μὴν προφέρει κακὸ λόγο, γιατί τὸ ἀμπέλι δὲν βγάζει ἀγκάθια (πρβλ. Ματθαίου. 7:16).

Ἕνας γέροντας εἶπε:
Ἂν καταλαλήσεις τὸν ἀδελφό σου καὶ σὲ ἐλέγξει ἡ συνείδησή σου, πήγαινε, βάλε τοῦ μετάνοια καὶ πές του: “(Συγχώρεσε μέ, γιατί) σὲ καταλάλησα”. καὶ πρόσεξε νὰ μὴν ξεγελαστεῖς ἄλλη φορᾶ, γιατί ἡ καταλαλιὰ εἶναι θάνατος τῆς ψυχῆς.

Εἶπε πάλι (ὁ ἴδιος):
-“Ἂν ἕνας ἀδελφὸς κατηγορήσει μπροστά σου κάποιον ἄλλο, πρόσεξε, νὰ μὴν τὸν ντραπεῖς καὶ πεῖς, “Ναί, ἔτσι εἶναι”. ‘Ἀλλὰ ἢ νὰ σωπάσεις ἢ νὰ τοῦ πεῖς, “Ἐγώ, ἀδελφέ, εἶμαι καταδικασμένος, καὶ δὲν μπορῶ νὰ κρίνω ἄλλον”. “Ἔτσι σώζεις καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ ἐκεῖνον.

Τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα
“Ἂν κάποιος ἀδελφὸς διαστεῖ νὰ κατηγορήσει (μπροστά σου) τὸν ἀδελφό του, ἐσὺ νὰ μὴ συμφωνήσεις μαζί του ἀπὸ ντροπὴ καὶ ἁμαρτήσεις ἔτσι στὸ Θεό, ἀλλὰ νὰ τοῦ πεῖς μὲ ταπείνωση: “Συγχώρεσε μέ, ἀδελφέ, εἶμαι ἕνας ταλαίπωρος• καὶ αὐτὰ ποὺ λὲς δικά μου εἶναι καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὰ σηκώσω”. “Ἂν πάλι ἐσὺ πολεμεῖσαι (ἀπὸ τὸ διάβολο) νὰ κατηγορήσεις τὸν ἀδελφό σου, σκέψου ὅτι, ἂν τὸ μάθει, θὰ λυπηθεῖ. Αὐτὸ θὰ σὲ συγκρατήσει καὶ δὲν θ’ ἀπαντήσεις σ’ αὐτὸν (ποὺ τὸν κατηγορεῖ). “Ἔτσι θὰ εἶσαι ἀναπαυμένος.

Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ
Νὰ ἐπιμένεις ἀπὸ τὸ στόμα σου νὰ βγαίνει πάντα ὁ καλὸς λόγος, καὶ δὲν θὰ κακολογηθεῖς. Γιατί ἡ κακολογία γεννάει τὴν κακολογία καὶ ὁ ἔπαινος τὸν ἔπαινο.
Τὴ μέρα ποὺ θ’ ἀνοίξεις τὸ στόμα σου καὶ θὰ μιλήσεις ἐναντίον κάποιου, λογάριασε πὼς εἶσαι νεκρὸς καὶ πὼς πηγαίνουν χαμένα ὅλα τὰ (καλά) ἔργα ποὺ κάνεις, ἔστω κι ἂν νομίζεις ὅτι μίλησες μὲ καθαρὴ καρδιά, ἀποσκοπώντας στὴν (πνευματική) οἰκοδομῆ.
Γιατί δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ γκρεμίσει κανεὶς τὸ σπίτι του γιὰ νὰ χτίσει τὸ σπίτι τοῦ ἄλλου.
“Ἂν πάλι κάποιος ἀρχίσει νὰ κατηγορεῖ τὸν ἀδελφό του μπροστά σου, δεῖξε μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου σου ὅτι δυσφορεῖς, κι ἔτσι θὰ φυλαχτεῖς καὶ ἀπ’ αὐτὸν καὶ ἀπὸ τὸ Θεό.
Δὲν μπορεῖς νὰ κλείσεις τὸ στόμα ἐκείνου ποῦ κατηγορεῖ τὸν πλησίον του; Προφυλάξου, τουλάχιστον, νὰ μὴ συμφωνήσεις μαζί του. Μάθε, πὼς ἂν 6γεΐ φωτιὰ ἀπὸ μέσα σου καὶ κάψει τοὺς ἄλλους, ὁ Θεὸς θὰ ζητήσει ἀπ’ τὰ χέρια σου τὶς ψυχὲς ποὺ κάηκαν στὴ φωτιά σου. “Ἂν πάλι δὲν βάλεις ἐσὺ τὴ φωτιά, ἀλλὰ συμφωνεῖς μ’ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἄναψε καὶ εὐχαριστιέσαι μ’ αὐτό, τότε θὰ κριθεῖς (στὴ Δευτέρα Παρουσία) σὰν συνένοχός του.

Τοῦ ἁγίου Μαξίμου
Μὴν παραδώσεις τὴν ἀκοή σου στὴ γλώσσα ἐκείνου ποὺ καταλαλεῖ, οὔτε τὴ δική σου γλώσσα στὴν ἀκοὴ τοῦ φιλοκατήγορου, ἀκούγοντας (ἢ μιλώντας) μ’ εὐχαρίστηση ἐναντίον τοῦ πλησίον σου, γιὰ νὰ μὴ χάσεις τὴ θεία ἀγάπη καὶ βρεθεῖς ἀπόκληρός της αἰώνιας ζωῆς.
Κλεῖνε τὸ στόμα ἐκείνου ποὺ κατηγορεῖ (τὸν ἄλλον) μπροστά σου, γιὰ νὰ μὴν πέφτεις μαζί του σὲ διπλὴ ἁμαρτία• καὶ μὲ τὸ νὰ συνηθίζεις ὁ ἴδιος σὲ καταστροφικὸ πάθος, καὶ μὲ τὸ νὰ μὴ σταματᾶς ἐκεῖνον ποὺ φλυαρεῖ ἐναντίον τοῦ πλησίον.
Ἐκεῖνος ποὺ λέει χωρὶς ἐμπάθεια τὸ ἁμάρτημα κάποιου ἀδελφοῦ, τὸ κάνει γιὰ δυὸ αἰτίες: ἢ γιὰ νὰ τὸν διορθώσει ἢ γιὰ νὰ ὠφελήσει ἄλλον. “Ἂν ὅμως δὲν τὸ λέει – εἴτε στὸν ἴδιο τὸν ἀδελφὸ εἴτε σὲ ἄλλον – γιὰ καμιὰ ἀπὸ τὶς δυὸ αὐτὲς αἰτίες, τότε τὸ λέει ἢ γιὰ νὰ τὸν προσβάλει ἢ γιὰ νὰ τὸν ἐξευτελίσει. καὶ δὲν θ’ ἀποφύγει τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ θὰ πέσει ὁπωσδήποτε ἢ στὸ ἴδιο ἢ σὲ ἄλλο παράπτωμα καί, ἀφοῦ ἐλεγχθεῖ καὶ προσβληθεῖ ἀπὸ ἄλλους, θὰ καταντροπιαστεῖ.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *