Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου

Ἐρώτηση: Ποῦ ὀφείλεται τὸ ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου λέει πολλὲς φορὲς μέσα της κάποιους λογισμοὺς καὶ λόγους αἰσχροὺς καὶ ἀκάθαρτους καὶ βρωμερούς, χωρὶς νὰ τὸ θέλει καὶ χωρὶς νὰ ἔχει πρόθεση; Συχνὰ μάλιστα λέει καὶ κάποια λόγια ἄθεα καὶ βλάσφημα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τοῦ ἴδιου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἁγίων μυστηρίων, στὴ διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν καὶ τῶν προσευχῶν καὶ τῆς θείας κοινωνίας, σὲ σημεῖο ποὺ πολλὲς φορὲς μερικοί, ἀπὸ τὴν ἀθυμία καὶ τὴν ἀπόγνωση ποὺ τοὺς προξενοῦν αὐτὰ τὰ ἄθεα καὶ βλάσφημα λόγια, δὲν θεωροῦν πλέον τὸν ἑαυτὸ τοὺς χριστιανό. Άλλοι πάλι σκέφτηκαν ἀκόμη καὶ νὰ σκοτωθοῦν, πιστεύοντας ὅτι δὲν ἔχουν ἐλπίδα σωτηρίας, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ λέει ὅτι, ὅποιος βλασφημεῖ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, δὲν θὰ συγχωρηθεῖ οὔτε σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ οὔτε στὴ μέλλουσα (Μάτθ. 12:31-32).

Ἀπόκριση: Στοὺς πολλοὺς ὁ λογισμὸς αὐτοῦ τοῦ εἴδους παρουσιάζεται ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειάς τους, καθὼς ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει στὸν σατανᾶ νὰ τοὺς πειράζει, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦν καὶ νὰ ἔρθουν σὲ μετάνοια ἀποβάλλοντας τὴν ὑψηλοφροσύνη. Σὲ ἄλλους ὅμως, ποὺ εἶναι εὐλαβεῖς καὶ ἀγαποῦν τὸν Θεό, ὀφείλεται στὸν φθόνο τῶν δαιμόνων. Γι’ αὐτὸ καὶ μερικοὶ ὅσιοι καὶ ἐνάρετοι ἀσκητὲς ποὺ ζοῦν στὴν ἔρημο πέφτουν σὲ αὐτὸν τὸν λογισμό. Τὸ χειρότερο μάλιστα σὲ τοῦτο τὸν πόλεμο εἶναι τὸ ὅτι κανένας ἀπὸ ὅσους πειράζονται ἀπὸ αὐτὸν δὲν τολμᾶ νὰ πεῖ φανερὰ τὸν λογισμὸ σὲ ἀνθρώπινη ἀκοή, νομίζοντας ὅτι κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος στὸν κόσμο δὲν ἔχει τέτοιους σιχαμεροὺς καὶ βλάσφημους λογισμούς.
Ὅποια ἄλλη δηλαδὴ ἁμαρτία καὶ νὰ ἔχει κάνει κάποιος, παίρνει θάρρος καὶ τὴν ἐξομολογεῖται στὸν συνάνθρωπό του, αὐτὸν ὅμως τὸν λογισμὸ ποτέ. Ἀντίθετα, μόλις τὸν σκεφτεῖ ὁ ἄνθρωπος, νομίζει ὅτι ἀμέσως ἢ θὰ ἀνοίξει ἀπὸ κάτω τοῦ ἡ γῆ νὰ τὸν καταπιεῖ ἢ θὰ πέσει φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ τὸν κάψει. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξαιτίας τοῦ μερικοὶ λιώνουν καὶ μαραζώνουν ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ λύπη καὶ ἀπόγνωση.
Ὁρισμένοι μάλιστα ἔλιωσαν τὰ σώματά τους μὲ σκληρὴ ἄσκηση καὶ κάθε εἴδους κακουχίες, ἐλπίζοντας νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ αὐτὸν τὸν λογισμό, ἀλλὰ δὲν κατάφεραν νὰ ἀπαλλαγοῦν. Γιατί ὁ πειρασμὸς αὐτὸς δὲν ἔρχεται μὲ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ ἀθέλητα, καὶ ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ σὲ δαιμονικὴ ἐνέργεια, γι’ αὐτὸ καὶ κάθε πιστὸς εἶναι ἀκατάκριτος καὶ ἀνένοχος γι’ αὐτόν.
Πῶς δηλαδὴ εἶναι δυνατὸν ἐμεῖς, τὸν ἴδιο Θεό, καὶ νὰ τὸν προσκυνοῦμε καὶ νὰ τὸν βλασφημοῦμε; Ἀκόμη καὶ οἱ εἰδωλολάτρες δὲν βλασφημοῦν τοὺς θεοὺς ποὺ λατρεύουν. Πολὺ περισσότερο ἐμεῖς δὲν θὰ βλασφημήσουμε τὸν Κύριο πού μας ἔπλασε καὶ προνοεῖ γιὰ ἐμᾶς, τὸν ὁποῖο προσκυνοῦμε καὶ δοξάζουμε, τὸν ὁποῖο ἐπικαλούμαστε, τὸν ὁποῖο ἀναγνωρίζουμε καὶ ὁμολογοῦμε ὡς μοναδικὸ Θεὸ καὶ Κύριό μας, τὸν ὁποῖο λατρεύουμε μὲ τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα μας καὶ στεκόμαστε ἀδιάκοπα κοντά του• γιὰ τὸν ὁποῖο ἀπαρνηθήκαμε σπίτια καὶ πατρίδες καὶ πατέρες καὶ μητέρες καὶ ἀδέλφια καὶ συγγενεῖς καὶ φίλους καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά, ἀκόμη καὶ τὸ ἴδιό μας τὸ σῶμα, καὶ σταυρώσαμε τὸν ἑαυτό μας ὡς πρὸς ὅλες τὶς ἡδονὲς καὶ τὶς ἀπολαύσεις καὶ τὶς εὐχαριστήσεις μὲ προθυμία καὶ πολλὴ χαρά, καὶ ὑποφέρουμε τὴν κακουχία, τὴν ξενιτεία, τὴ φτώχεια καὶ τὶς ἄλλες δοκιμασίες, εἴτε ἀπὸ τοὺς δαίμονες εἴτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ μᾶς καταδιώκουν καὶ μᾶς κακολογοῦν καὶ μᾶς προξενοῦν ἀμέτρητα δεινά• καὶ αὐτὰ δὲν τὰ θεωροῦμε θλίψεις καὶ λύπες ἀλλὰ μᾶλλον ἀνέσεις καὶ ἀπολαύσεις, λόγω τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὸν Κύριο, γιὰ τὸν ὁποῖο ἀκόμη καὶ ἂν ἦταν νὰ πεθάνουμε πολλὲς φορές, θὰ χαιρόμασταν καὶ θὰ τὸ δεχόμασταν μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση.
Πῶς λοιπὸν τὸν μοναδικὸ Θεό μας, τὸν ὁποῖο ἔτσι ἀγαποῦμε καὶ λατρεύουμε, θὰ θελήσουμε ταυτόχρονα νὰ τὸν ὑβρίζουμε καὶ νὰ τὸν βλασφημοῦμε; Αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο καὶ ἀπαράδεκτο. Ἑπομένως, ἡ αἰτία τοῦ πειρασμοῦ αὐτοῦ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἐμᾶς ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ δαίμονα. Γιατί ἂν προερχόταν ἀπὸ ἐμᾶς, τότε θὰ λέγαμε τὰ λόγια αὐτὰ καὶ μὲ τὸ στόμα• τώρα ὅμως προτιμοῦμε μᾶλλον νὰ καοῦμε στὴ φωτιά, παρὰ νὰ προφέρουμε τέτοιες βλασφημίες.
Ἐπίσης πρέπει νὰ σκεφτοῦμε καὶ τὸ ἑξῆς. Κάθε ἁμαρτία ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς καὶ φτάνουμε σὲ αὐτὴν θεληματικά, ὑπακούοντας στὰ πάθη μας. Καθὼς δηλαδὴ δεχόμαστε τοὺς κακοὺς λογισμοὺς μὲ τὴ θέλησή μας, ἀνακινοῦμε τὰ πάθη, καὶ στὴ συνέχεια τὰ πάθη μας παρασύρουν σὲ πράξεις. Ὡστόσο, ἂν θέλουμε νὰ ἀντισταθοῦμε στοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ τοὺς διώξουμε ἀπὸ ἐμᾶς, μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιώντας ἐναντίον τοὺς τὴ συνεχῆ προσευχὴ καὶ τὰ ἄλλα φάρμακα κατὰ τῆς κακίας.
Αὐτὸν ὅμως τὸν καταστροφέα, τὸν λογισμὸ δηλαδὴ τῆς βλασφημίας, ἀκόμη καὶ ἂν θέλουμε πάρα πολὺ νὰ τὸν ἀποβάλουμε καὶ προσευχόμαστε στὸν Θεὸ ἐναντίον του καὶ ὑποβαλλόμαστε σὲ κάθε λογὴς ἄσκηση καὶ κακουχία, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν διώξουμε ἀπὸ ἐμᾶς, γιὰ τὸν λόγο βέβαια ὅτι εἶναι ἐντελῶς ξένος πρὸς ἐμᾶς καὶ ἀθέλητος καὶ ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ στὴν ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ. Γι’ αὐτὸ καὶ εἴμαστε ἀκατηγόρητοι καὶ ἀκατάκριτοι ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ζητήσει λόγο μόνο γιὰ τὰ θεληματικᾶ πάθη καὶ γιὰ τοὺς λογισμοὺς ποὺ μποροῦμε νὰ ἐμποδίσουμε καὶ δὲν τοὺς ἐμποδίζουμε, καὶ ὄχι γιὰ ὅσους μας ἔρχονται χωρὶς νὰ θέλουμε. Γιατί ὁ δαίμονας, καθὼς εἶναι πνεῦμα, λέει ἀόρατος τὰ ἄθεα αὐτὰ λόγια στὰ αὐτιὰ τῆς ἄυλης ψυχῆς μας, χωρὶς ἐκείνη νὰ θέλει• αὐτὸ τὸ κάνει κυρίως ὅταν στεκόμαστε στὴν προσευχὴ ἢ γονατίζουμε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ ζητοῦμε τὴ βοήθειά του ἐναντίον αὐτῶν τῶν λογισμῶν. Πολλὲς φορὲς μάλιστα ὁ σιχαμερὸς δαίμονας τὸ κάνει αὐτὸ στὴ διάρκεια τῆς ἀκολουθίας ἢ κατὰ τὴ μετάληψη τῶν φρικτῶν μυστηρίων, ἐπειδὴ θέλει νὰ μᾶς ἀπομακρύνει καὶ νὰ μᾶς ἐμποδίσει ἀπὸ τὴ στροφή μας πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴ ζωοποιὸ μετάληψη.
Ἐμεῖς λοιπόν, τώρα ποὺ μάθαμε τὸν δόλο τοῦ πονηροῦ, ἂς μὴν ὑπολογίζουμε καθόλου αὐτὸν τὸν πειρασμό, ἀλλὰ μόλις ἀρχίζει ὁ δαίμονας νὰ λέει τέτοια μέσα μας, νὰ τοῦ λέμε: «Ἡ κακία σου νὰ ξαναγυρίσει ἐπάνω στὸ κεφάλι σου, πονηρὲ καὶ ἀκάθαρτε δαίμονα, καὶ ἡ βλασφημία σου νὰ πέσει ἐπάνω στὸ μέτωπό σου. Γιατί ἐγὼ προσκυνῶ τὸν Κύριο, τὸν Θεό μου, καὶ αὐτὸν μόνο θὰ λατρεύω ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς μου. Ἐσὺ ὅμως, γι’ αὐτὴ τὴ βλασφημία σου, θὰ τιμωρηθεῖς ἀκόμη πιὸ αὐστηρά, ἐπειδὴ ἀποστάτησες ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐπιπλέον τολμᾶς νὰ τὸν βλασφημεῖς».
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, καὶ ὄχι μὲ κάποιον ἄλλο, μπορεῖ κανεὶς νὰ νικήσει τὸν δαίμονα τῆς βλασφημίας.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Ὑπόθεση Λ’ (30), σέλ. 227. Ἐκδόσεις Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2006.
Πηγή


Διδακτικὸ περιστατικὸ
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου

Πέτρος: Ἐπειδή, ἅγιε δέσποτα, τὸ ἀνθρώπινο γένος ἔχει ὑποδουλωθεῖ σὲ πολλὰ καὶ ἀμέτρητα πάθη, ὑποθέτω ὅτι στὸ μεγαλύτερο μέρος της ἡ ἐπουράνια Ἱερουσαλὴμ θὰ γεμίσει ἀπὸ νήπια.
Γρηγόριος: Δὲν ἀμφιβάλλουμε ὅτι ὅλα τὰ βαφτισμένα νήπια, τὰ ὁποῖα πεθαίνουν σὲ ἡλικία ποὺ ἀκόμη δὲν μιλοῦν, πηγαίνουν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ πιστέψουμε τὸ ἴδιο καὶ γιὰ ὅσα ἀρχίζουν νὰ μιλοῦν, γιατί σὲ πολλὰ τέτοια νήπια ἡ θύρα τῆς οὐράνιας βασιλείας κλείνεται καὶ ἐξαιτίας τῶν γονιῶν τους, ἂν τὰ ἀνατρέφουν μὲ κακὸ τρόπο.
Κάποιος ἀπὸ τὴν πόλη μας, γνωστὸς σὲ ὅλους, πρὶν ἀπὸ τρία χρόνια εἶχε ἕναν γιό, πέντε χρόνων νομίζω. Τοῦ εἶχε μεγάλη ἀδυναμία καὶ τὸν ἀνέτρεφε χωρὶς αὐστηρότητα? ἔτσι τὸ παιδὶ αὐτὸ πῆρε τὴ συνήθεια, ὅποτε ἤθελε κάτι, νὰ βλαστημᾶ -καὶ μόνο ποὺ τὸ ἀναφέρω εἶναι ἐπικίνδυνο- τὴ μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ παιδὶ χτυπήθηκε ἀπὸ τὸ θανατικὸ ποὺ ἔγινε πρὶν ἀπὸ τρία χρόνια στὴν πόλη μας καὶ κόντευε νὰ πεθάνει. Καθὼς τὸ κρατοῦσε ὁ πατέρας του στὴν ἀγκαλιά, ὅπως ἀναφέρουν ὅσοι ἦταν ἐκεῖ παρόντες, τὸ παιδὶ εἶδε νὰ ἔρχονται σὲ αὐτὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει, τρέμοντας καὶ κλείνοντας τὰ μάτια: «Προστάτεψε μέ, πατέρα, προστάτεψε μέ». Καὶ μὲ τὶς φωνὲς αὐτὲς γύρισε τὸ πρόσωπο στὸ στῆθος τοῦ πατέρα, θέλοντας νὰ κρυφτεῖ.
Βλέποντας τὸ ὁ πατέρας νὰ τρέμει, τὸ ρώτησε τί βλέπει, καὶ τὸ παιδὶ ἀποκρίθηκε: «Μαῦροι ἄνθρωποι ἦρθαν καὶ θέλουν νὰ μὲ πάρουν». Καὶ λέγοντας αὐτά, ἀμέσως βλαστήμησε τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ στὴ συνέχεια ξεψύχησε. Θέλοντας δηλαδὴ ὁ παντοδύναμος Θεὸς νὰ δείξει γιὰ ποιὸ ἁμάρτημα τὸ παιδὶ παραδόθηκε σὲ τέτοιους δεσμοφύλακες, τὸ ὁποῖο, ὅσο ζοῦσε, ὁ πατέρας του δὲν θέλησε νὰ τὸ ἐμποδίσει, παραχώρησε νὰ τὸ ἐπαναλάβει ὅταν πέθαινε. Καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ ὁ Θεός, ποὺ μὲ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ τὸ ἀνεχόταν νὰ ζεῖ βλαστημώντας, παραχώρησε μὲ δίκαιη κρίση νὰ βλαστημήσει καὶ ὅταν πέθαινε, γιὰ νὰ καταλάβει τὴ δική του ἁμαρτία ὁ πατέρας, ὁ ὁποῖος, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ μικροῦ του γιοῦ, ἀνέθρεψε γιὰ τὴ γέεννα τῆς φωτιᾶς ἕναν ἁμαρτωλὸ ὄχι μικρό, ἀλλὰ μεγάλο.

Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
Ἔλεγαν οἱ γέροντες: «Παιδαγωγῆστε τὰ παιδιά, ἀδελφοί, γιὰ νὰ μή σας παιδέψουν αὐτά».
πηγὴ

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *