ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
Ο ΑΒΒΑΣ Ἀγάθων εἶπε, ὅτι ὁ ὀργίλος, καὶ νεκρὸ ἂν ἀναστήσει, δὲν ἐΊναι δεκτὸς ἀπὸ τὸ Θεό.

Ὁ μακάριος Ζωσιμᾶς ἔλεγε, ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς συγκρατήσεώς του. θυμοῦ εἶναι τὸ νὰ ταράζεται κανεὶς καὶ νὰ μὴ μιλάει. ἀπ’ αὐτὸ φτάνει μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, στὸ νὰ μὴν ταράζεται διόλου. :

Ὁ ἴδιος ἔλεγε, ὅτι μας χρειάζεται πολλὴ νίψη καὶ σύνεση γιὰ ν’ ἀντιμετωπίσουμε τὰ διάφορα τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Γιατί καμιὰ φορᾶ μπορεῖ ἀπὸ τὸ τίποτα νὰ δημιουργήσει σὲ κάποιον ταραχή. ” Ἄλλοτε πάλι φέρνει μία εὔλογη πρόφαση, γιὰ νὰ νομίσει κανεὶς ὅτι δίκαια τάχα θύμωσε. Εἶναι καὶ τοῦτο μία ὑποβολή, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ μίσος τοῦ ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ ἐκεῖνον ὅμως ποὺ ποθεῖ πραγματικὰ νὰ βαδίσει τὸ δρόμο τῶν ἅγιων, εἶναι ἐντελῶς ἀνάρμοστο τὸ νὰ θυμώνει μ’ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, καθὼς λέει καὶ ὁ μέγας Μακάριος: “‘Ἀνάρμοστο εἶναι στοὺς ἀδελφοὺς νὰ ὀργίζονται ἢ νὰ ἐξοργίζουν ἄλλον”.

Ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος εἶπε:
– Κάποτε πῆγα στὴν ἀγορὰ γιὰ νὰ πουλήσω κάτι μικρὰ σκεύη• καὶ βλέποντας τὴν ὀργὴ νὰ μὲ πλησιάζει, ἄφησα ἐκεῖ τὰ σκεύη κι ἔφυγα.

Ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνάς εἶπε:
Δεκατέσσερα χρόνια πέρασα στὴ Σκήτη, παρακαλώντας νύχτα-μέρα τὸ Θεὸ νά μου
χαρίσει τὴ νίκη ἐναντίον τῆς ὀργῆς.

Ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος εἶπε:
Ὅποιος δὲν κυριαρχεῖ στὴ γλώσσα τοῦ τὴν ὥρα τῆς ὀργῆς, δὲν θὰ (μπορέσει νά) κυριαρχήσει σὲ κανένα πάθος του.

Ρώτησαν ἕνα γέροντα:
Τί εἶναι ὀργή; Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε:Φιλονικία καὶ ψέμα καὶ ἀγνωσία.
Κάποιος ἀναχωρητὴς χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος. Αὐτός, ἀπὸ εὐλάβεια καὶ πραότητα, δὲν ἐπιτιμοῦσε κανέναν, ἂλλ’ ἀνεχόταν μακρόθυμα ὅλων τὰ σφάλματα.
Ὁ οἰκονόμος του λοιπὸν δὲν διοικοῦσε καλὰ τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ εἶπαν κάποιοι στὸν ἐπίσκοπο:
Γιατί δὲν τιμωρεῖς τὸν οἰκονόμο σου, ποῦ τόσο σὲ ἐκθέτει; Ἐκεῖνος ὅμως ἀνέβαλε τὴν τιμωρία γιὰ τὴν ἄλλη μέρα.
Οἱ κατήγοροι τοῦ οἰκονόμου ἐπισκέφθηκαν τὸν ἐπίσκοπο καὶ τὴν ἑπομένη. Μόλις λοιπὸν τὸ ἔμαθε αὐτός, κρύφτηκε κάπου, καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν δροῦν.
Ὅταν τελικά, μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἀναζητήσεις, τὸν βρῆκαν, τοῦ λένε:Γιατί μας κρύφτηκες; Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε:
Γιατί ὅσα κατόρθωσα σ’ ἑξήντα χρόνια μὲ προσευχὴ στὸ Θεό, αὐτὰ ἐσεῖς θέλετε νὰ μοῦ τὰ καταστρέψετε μέσα σὲ δυὸ μέρες.
Καθὼς φαίνεται, ὁ γέροντας θὰ εἶχε γίνει ἐπίσκοπος χωρὶς τὴ θέλησή του, γι’ αὐτὸ καὶ φρόντιζε περισσότερο γιὰ τὸ νόμο τῶν ἀναχωρητῶν παρὰ γιὰ τὸ καθῆκον τοῦ ἐπισκόπου.

Τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα
Ἀδελφέ, ἄν, σὲ ὁποιαδήποτε περίπτωση, σὲ στενοχωρήσει κάποιος, καὶ σοῦ παρουσιαστεῖ ἡ ἀνάγκη νὰ ζητήσεις ἐξηγήσεις ἀπὸ τὸν ἀδελφό, βλέπεις ὅμως ὅτι εἶσαι θυμωμένος καὶ ἀναστατωμένος, μὴν τοῦ πεῖς τὸ παραμικρό, γιὰ νὰ μὴν ταραχθεῖς περισσότερο. Μόνο ὅταν δεῖς ὅτι κι ἐσὺ κι ἐκεῖνος ἔχετε καταλαγιάσει καὶ ἠρεμήσει, τότε μίλησέ του• (καὶ πάλι) μὲ ὅλη σου τὴν ταπεινοφροσύνη, ὄχι σὰν νὰ τὸν ἐλέγχεις, ἀλλὰ σὰν νὰ τοῦ θυμίζεις (ἁπλὰ τὸ σφάλμα του).

Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
Τὸ πάθος τοῦ θύμου στηρίζεται ἰδιαίτερα καὶ δυναμώνει καὶ γίνεται ἀκατάλυτο ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Ἂν λοιπὸν θέλει κανεὶς νὰ γκρεμίσει καὶ νὰ ξεθεμελιώσει αὐτὸ τὸ σπίτι τῆς ἀνομίας – ποὺ χτίζει κάθε τόσο ὁ πονηρὸς μέσα στὴν ψυχή, συγκεντρώνοντας (καὶ χρησιμοποιώντας) σὰν πέτρες διάφορες εὔλογες ἢ παράλογες προφάσεις, (ποὺ δημιουργοῦνται) στοὺς λογισμοὺς ἀπὸ διάφορα περιστατικὰ ἢ λόγια, καὶ κατασκευάζοντας μ’ αὐτὲς οἰκοδομῆ κακίας μέσα στὴν ψυχὴ – ἂς ἔχει τὴν ταπείνωση τοῦ Κυρίου ἀλησμόνητη μέσα στὴν καρδιά του. Ἂς ἀναλογίζεται τί εἶναι ὁ Κύριος καὶ τί ἔγινε γιά μας καὶ ἀπὸ ποιὰ φωτεινὰ ὕψη θεότητας, ποὺ εἶναι ἀποκαλυμμένη ἀνάλογα μὲ τὴ δύναμη τῶν ἐπουράνιων οὐσιῶν καὶ ποὺ τὴ δοξάζει στὸν οὐρανὸ κάθε νοερὴ φύση, σὲ ποιὸ βάθος ἀνθρώπινης ταπεινώσεως κατέβηκε ἀπὸ ἄφατη ἀγαθότητα.
Καὶ δὲν ντράπηκε ὁ Κύριος ὅλης της κτίσεως, ὁρατῆς καὶ ἀόρατης, νὰ ἀναλάβει τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε καταδικαστεῖ μὲ τὴ δεσποτικὴ ἀπόφαση κάτω ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Ἄλλα ταπείνωσε τὸν ἑαυτό Του Καὶ ἔγινε σὲ ὅλα ὅμοιος μέ μας, χωρὶς ὅμως ἁμαρτία (Έ6ρ. 4:15), δηλαδὴ χωρὶς τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Γιατί τὶς τιμωρίες, ποὺ ἐπιβλήθηκαν ἀπὸ τὴ δεσποτικὴ ἀπόφαση γιὰ τὴν ἁμαρτία τῆς παραβάσεως στὸν ἄνθρωπο – τὸ θάνατο, τὸν κόπο, τὴν πείνα, τὴ δίψα Καὶ τὰ παρόμοια – ὅλα τὰ πῆρε πάνω Τοῦ Καὶ ἔγινε ὅτι εἴμαστε ἐμεῖς, γιὰ νὰ γίνουμε ὅτι εἶναι Αὐτός. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἴω. 1:14), γιὰ νὰ γίνει ἡ σάρκα Λόγος• Καὶ ἔγινε ὅμοιος μέ μας σὲ ὅλα, γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς ὅμοιοι μ’ Αὐτὸν μέσω κάθε ἀρετῆς. Καὶ γιὰ ν’ ἀφήσω τὰ πολλά, γιὰ χάρη μας ἀτιμάστηκε, βρίστηκε, μαστιγώθηκε, φτύστηκε, περιγελάστηκε, χλευάστηκε, Καὶ τελικὰ σταυρώθηκε, λογχίσθηκε στὸ πλευρό, πέθανε, κατέβηκε στὸν Ἅδη.
Λοιπόν, ὅποιος μὲ πόθο Καὶ (καλή) προαίρεση διατηρεῖ αὐτὲς τὶς σκέψεις στὴν καρδιά του Καὶ δὲν τὶς λησμονεῖ, δὲν θὰ κυριευθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἔχθρας Καὶ τοῦ θύμου. Γιατί μὲ τὴν ταπείνωση τοῦ Χρίστου, ποὺ θὰ συλλογίζεται, θὰ διαβρωθοῦν τὰ θεμέλια τοῦ πάθους τῆς ὑπερηφάνειας, ὅποτε ὁλόκληρο τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἀνομίας τοῦ θύμου εὔκολα Καὶ ἀπὸ μόνο τοῦ γκρεμίζεται. Ἀλήθεια, ποιὰ σκληρὴ Καὶ πέτρινη καρδιά, ἂν ἔχει συνεχῶς στὸ νοῦ τῆς τὸ πόσο ταπεινώθηκε γιὰ μᾶς ὁ Μονογενὴς (Υἱός) τοῦ Θεοῦ Καὶ τὸ πὼς ὑπέμεινε τόσα παθήματα, ποὺ ἀπαρίθμησα, δὲν συντρίβεται, δὲν ταπεινώνεται, δὲν ἔρχεται σὲ κατάνυξη, δὲν γίνεται «γῆ καὶ σποδός» (Γέν. 18:27. Ἰὼβ 42:6. Σολ. Σείρ. 17:32), γιὰ νὰ τὴν πατοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι; Καὶ ὅταν ἔτσι συντρίβεται ἡ ψυχῆ, ποιὸς θυμὸς ἡ ἔχθρα θὰ μπορέσει νὰ τὴ νικήσει;
Νομίζω λοιπόν, πώς, ἂν ἡ λήθη, ἡ μητέρα τῶν κακῶν, δὲν διώξει ἀπὸ τὴν καρδιὰ αὐτοὺς τοὺς σωτήριους Καὶ ζωοποιοὺς λογισμούς, ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ νικηθεῖ ποτὲ ἀπὸ τὸ θυμό.

Τοῦ ἁγίου Διαδόχου
Οἱ ἀγωνιζόμενοι πρέπει νὰ διατηροῦν πάντοτε ἀτάραχή τη διάνοιά τους, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ νοῦς νὰ διακρίνει τοὺς λογισμοὺς ποὺ περνοῦν ἀπ’ αὐτὸν καὶ τοὺς μὲν καλούς, ποὺ τοὺς στέλνει ὁ Θεός, νὰ τοὺς ἀποθηκεύει στὰ ταμεῖα τῆς μνήμης, ἐνῶ τοὺς κακοὺς καὶ δαιμονικοὺς νὰ τοὺς πετάει ἔξω ἀπὸ τὶς φυσικὲς ἀποθῆκες του. Γιατί καὶ στὴ θάλασσα, ὅταν ἔχει γαλήνη, οἱ ψαράδες βλέπουν κάθε κίνηση ὡς τὸ βυθό, ἔτσι ποὺ δὲν τοὺς ξεφεύγει σχεδὸν τίποτε ἀπὸ τὶς μετακινήσεις τῶν περαστικῶν ψαριῶν. Ὅταν ὅμως (ἡ θάλασσα) ταράζεται ἀπὸ τοὺς ἄνεμους, κρύβει μὲ τὴ σκυθρωπότητα τῆς ταραχῆς ὅσα ἀφήνει νὰ φαίνονται στὴν ἱλαρότητα τῆς γαλήνης• καὶ βλέπουμε τότε ἀνίσχυρη τὴν τέχνη τῶν ψαράδων. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὸ νοῦ ποὺ ἐντρυφὰ στὶς θεῖες θεωρίες, καὶ μάλιστα ὅταν ταράζεται ὁ βυθὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ ἄδικη ὀργή.

Τοῦ ἀββᾶ Κασσιανοῦ
Ὅποιος ποθεῖ ν’ ἀγωνιστεῖ νόμιμα στὸν πνευματικὸ ἀγώνα, ἂς εἶναι ξένος ἀπὸ κάθε ἐλάττωμα καὶ ὀργὴ καὶ θυμό, καὶ ἂς ἀκούει τί τοῦ παραγγέλλει τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, (ὁ ἀπόστολος Παῦλος): «Πάσα πικρία καὶ θυμὸς καὶ ὀργὴ καὶ κραυγὴ καὶ βλασφημία ἄρθητω ἂφ’ ὑμῶν σὺν πάση κακία» (Ἔφ. 4:31). καὶ μὲ τὸ νὰ πεῖ «πάσα», δὲν μᾶς ἄφησε καμιὰ πρόφαση θύμου σὰν ἀναγκαία ἢ σὰν εὔλογη. Ὅποιος λοιπὸν θέλει νὰ διορθώσει τὸν ἀδελφό του ποὺ σφάλλει ἢ νὰ τοῦ ἐπιβάλει ἐπιτίμιο, ἂς φροντίζει νὰ παραμένει ἀτάραχος, μήπως, θέλοντας νὰ θεραπεύσει ἄλλον, ἀρρωστήσει ὁ ἴδιος• καὶ τότε θὰ τοῦ ποῦν τὸ εὐαγγελικὸ ἐκεῖνο (ρητό), «Ἰατρέ, θεράπευσαν σεαυτόν» (Λουκ. 4:23), ἢ τό, «τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὄφθαλμῳ τοῦ ἀδελφοῦ σόν, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὄφθαλμω δοκὸν οὐ κατανοεῖς;» (Ματθ. 7:3). Ἄλλα μὲ ποιὸ τρόπο θὰ δεῖς καὶ θὰ βγάλεις τὸ ξυλαράκι ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐσύ, ποῦ ἔχεις τελείως κλεισμένο τὸ δικό σου μάτι μὲ τὸ δοκάρι τοῦ θύμου; Γιατί ἂν ἡ κίνηση τῆς ὀργῆς αὐξηθεῖ πολὺ ἀπὸ ὁποιαδήποτε αἰτία, τυφλώνει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ δεῖ τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ βάζει πάνω στὰ μάτια τοῦ καλύμματα, εἴτε χρυσὰ εἴτε μολυβένια (εἶναι αὐτά), ἐμποδίζει ἕξι σου τὴν δράση καὶ καμιὰ διαφορὰ δὲν προκαλεῖ στὴν τύφλωση ἡ ἀξία τοῦ χρυσοῦ) ἢ (ἡ εὐτέλεια τοῦ μολυβιοῦ), ἔτσι ἀπὸ ὁποιαδήποτε αἰτία, εὔλογη τάχα ἢ παράλογη, κι ἂν ἀνάψει ἡ ὀργή, σκοτίζεται ἡ πνευματικὴ δράση.
– Τότε μόνο χρησιμοποιοῦμε κατὰ φύση τὸ θυμό, ὅταν τὸν στρέφουμε ἐναντίον τῶν φιλήδονων καὶ ἐμπαθῶν λογισμῶν. “Ἔτσι μας διδάσκει καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ, λέγοντας: «Ὂργιζεσθε’ καὶ μὴ
ἁμαρτάνετε»• δηλαδὴ νὰ ὀργίζεστε ἐναντίον τῶν παθῶν σας καὶ τῶν πονηρῶν λογισμῶν, καὶ νὰ μὴν ἁμαρτάνετε, ἐκτελώντας ὅσα σας ὑπαγορεύουν αὐτοί. καὶ τὰ παρακάτω φανερώνουν μὲ σαφήνεια τὸ ἴδιο πράγμα: «”Ἃ λέγετε ἐν ταὶς καρδίαις ὑμῶν», λέει, «ἐπὶ τὶς κοίταις ὑμῶν κατανύγητε» (Ψαλμ. 4:5)• ὅταν δηλαδὴ ἔρθουν στὴν καρδιά σας οἱ πονηροὶ λογισμοί, διῶξτε τους μὲ τὴν ἐναντίον τοὺς ὀργή σας• καὶ ἀφοῦ τοὺς διώξετε, τότε, καθὼς θὰ βρίσκεστε πιὰ μέσα στὴν ἡσυχία (τῆς “ψυχῆς) σὰν σὲ κρεβάτι, νὰ μετανοεῖτε μὲ κατάνυξη. Συμφωνεῖ σ’ αὐτὸ καὶ ὁ μακάριος Παῦλος, ποὺ ἐπικαλέστηκε τὴ μαρτυρία αὐτοῦ τοῦ ρητοῦ καὶ πρόσθεσε: «Ὁ ἥλιος μὴ ἔπιδυετω ἐπὶ τῷ παροργισμὸ ὑμῶν, μηδὲ δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ»
(Ἔφ. 4:26-27)• δηλαδὴ νὰ μὴ γίνεστε αἰτία μὲ τὸν παροργισμό σας, ποὺ ἐσεὶς οἱ ἴδιοι προκαλεῖτε μὲ τὴ συγκατάθεσή σας στοὺς κακοὺς λογισμούς, ὥστε νὰ δύει στὶς καρδιές σας καὶ νὰ φεύγει, ὅπως
εἰπώθηκε, ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Χριστὸς καὶ Θεός, γιὰ νὰ μὴ βρεῖ μέσα σας τόπο ὁ διάβολος μὲ τὴν ἀναχώρηση ἐκείνου.
Πρέπει ἑπομένως, σύμφωνα μὲ τοὺς θείους νόμους, ν’ ἀγωνιζόμαστε μ’ ὅλη μας τὴ δύναμη ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς ὀργῆς καὶ τῆς ἀρρώστιας ποὺ βρίσκεται μέσα μας• καὶ ὄχι, ἐπειδὴ στρέφουμε τὸ θυμὸ ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἐρημιὰ καὶ τὴν ἀπομόνωση, γιατί δῆθεν ἐκεῖ δὲν ὑπάρχουν ἀφορμὲς ποὺ νὰ μᾶς παρακινοῦν στὴν ὀργή, καὶ γιατί θὰ κατορθώσουμε τάχα εὔκολα τὴν ἀρετὴ τῆς μακροθυμίας στὴ μόνωση. (Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι) ἐπιθυμοῦμε νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας (καταφεύγοντας στὴν ἐρημιὰ καὶ τὴν ἀπομόνωση), ἐπειδὴ εἴμαστε ὑπερήφανοι καὶ δὲν θέλουμε νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ἀποδίδουμε στὴ δική μας ἀμέλεια τὶς αἰτίες τῆς ταραχῆς. Ὅσο ὅμως ἔχουμε τέτοια διάθεση καὶ τέτοιο φρόνημα, ἀποδίδοντας στοὺς ἄλλους καὶ τῆς δικῆς μας ἀμέλειας καὶ ἀδυναμίας τὶς αἰτίες, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ φτάσουμε στὴν τελειότητα τῆς μακροθυμίας. Γιατί τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς διορθώσεώς μας δὲν κατορθώνεται ἀπὸ τὴ μακροθυμία τοῦ πλησίον ἀπέναντί μας, ἂλλ’ ἀπὸ τὴ δική μας ἀνεξικακία. Ἂν ὅμως ἐπιδιώκουμε τὴν ἔρημο καὶ τὴ μόνωση γιὰ ν’ ἀποφύγουμε τὸν ἀγώνα τῆς μακροθυμίας, τότε ἂς μάθουμε, ὅτι μὲ τὴν ἐρημιὰ θεριεύουν περισσότερο τὰ πάθη μέσα μας, καὶ προπαντὸς τὸ πάθος τοῦ θύμου, γιατί στεροῦνται τὴ δοκιμασία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Κι αὐτὴν ἀκόμα τὴ σκιὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς μακροθυμίας, τὴν ὁποία φαινομενικὰ νομίζαμε ὅτι εἴχαμε ὅταν ἤμασταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς, τὴ χάνουμε ἀπὸ τὴ στέρηση τῆς δοκιμασίας καὶ τοῦ σωφρονισμοῦ.
Γι’ αὐτό, ὅσοι ἐπιζητοῦν ν’ ἀποκτήσουν τὴν πραότητα, πρέπει νὰ φροντίζουν ὄχι μόνο ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων νὰ μὴν ὀργίζονται, μὰ οὔτε καὶ ἐναντίον τῶν ἀλόγων ζώων ἢ τῶν ἀψύχων πραγμάτων. Γιατί θυμᾶμαι ὅτι κι ἐγώ, ὅταν ἤμουνα στὴν ἔρημο, θύμωσα μ’ ἕνα καλάμι, ποὺ δὲν μοῦ ἄρεσε τὸ πάχος ἢ ἡ λεπτότητά του. Καὶ μ’ ἕνα ξύλο πάλι (θύμωσα), ἐπειδὴ δὲν μπόρεσα νὰ τὸ κόψω σύντομα. Ἄλλα καὶ μὲ μία τσακμακόπετρα ὀργίστηκα, γιατί βιαζόμουνα ν’ ἀνάψω φωτιὰ καὶ ἡ σπίθα δὲν ἔβγαινε γρήγορα. Τόσο δυνάμωσε ὁ θυμός μου, ὥστε νὰ τὸν ἐκδηλώνω καὶ πρὸς τὰ ἀναίσθητα πράγματα.
Ἂς ἀποβάλουμε λοιπὸν κάθε ὀργή, νιώθοντας φόβο γιὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ Κυρίου, ὁ ὅποιος διακήρυξε στὸ Εὐαγγέλιο: «Ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφὸ αὐτοῦ ἔνοχος ἐσται τὴ χρίσει» (Ματθ. 5:22). Γιατί ἔτσι περιέχουν (αὐτὸ τὸ χωρίο) τὰ ἀκριβῆ ἀντίγραφα (τοῦ Εὐαγγελίου). Τὸ «εἰκῆ» (δηλαδὴ «χωρὶς λόγο») προστέθηκε ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ κόψουν τελείως τὸ πάθος τῆς ὀργῆς. Ἐπειδὴ ὁ σκοπὸς τοῦ Κυρίου εἶναι, ὅπως καὶ στ’ ἄλλα πάθη, ἔτσι καὶ σ’ αὐτὸ νὰ κόβουμε καὶ νὰ ξεριζώνουμε μὲ κάθε τρόπο τὴν ἴδια τη ρίζα καὶ τὴν αἰτία του. καὶ θέλει νὰ μὴν κρατᾶμε μέσα μας καμιὰ πρόφαση ὀργῆς, μὴν τυχόν, θυμώνοντας στὴν ἀρχὴ εὐλόγα δῆθεν, ὑστέρα πέσουμε στὴ μανία τοῦ παράλογου θύμου.
Ἡ τέλεια λοιπὸν θεραπεία αὐτῆς τῆς ἀρρώστιας εἶναι τούτη: Τὸ νὰ φροντίσουμε νὰ μὴ θυμώνουμε οὔτε γιὰ δίκαια οὔτε γιὰ ἄδικα (ζητήματα). Ἐπειδή, ὅταν τὸ σκοτεινὸ αὐτὸ πάθος θολώσει τὴ διάνοιά μας, οὔτε φῶς διακρίσεως οὔτε βεβαιότητα ὀρθῆς κρίσεως οὔτε φροντίδα δικαιοσύνης θὰ βρεθεῖ μέσα μας. Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ φύγει μακριά μας, διωγμένο ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ταραχή .
Πέρα ἀπ’ ὅλα ὅσα εἴπαμε, πρέπει νὰ ἔχουμε συνεχῶς μπροστά στα μάτια μας τὴν ἄγνωστη ὥρα τοῦ θανάτου μας, κι ἔτσι νὰ φυλαγόμαστε ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ ν’ ἀπαλλαγοῦμε τελείως ἀπὸ τὸ θυμό, σύμφωνα μὲ τὴν παραίνεση τοῦ προφήτη (Ψαλμ. 36:8). Καὶ ἂς γνωρίζουμε, πὼς οὔτε ἡ σωφροσύνη οὔτε ἡ ἀπάρνηση ὄλου τοῦ ὑλικοῦ κόσμου οὔτε οἱ νηστεῖες καὶ οἱ ἀγρυπνίες καὶ οἱ ἄλλες κακουχίες θὰ μᾶς ὠφελήσουν σὲ τίποτα στὴ φοβερὴ Κρίση, ἂν βρεθοῦμε ἔνοχοι, ἐπειδὴ εἴμαστε κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ μίσους.

Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ
Ὁ φανατικὸς ἄνθρωπος ποτὲ δὲν φτάνει στὴν εἰρήνη τοῦ νοῦ• καὶ ὁποῖος ἔχει ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴν εἰρήνη, αὐτὸς ἔχει ἀποξενωθεῖ κι ἀπὸ τὴ χαρά. Ἡ εἰρήνη τοῦ νοῦ λέγεται καὶ εἶναι τέλεια (ψυχική) ὑγεία, ἐνῶ ὁ φανατισμὸς εἶναι ἀντίθετος στὴν εἰρήνη. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἔχει φανατισμό, εἶναι βαριὰ ἄρρωστος.
Ἄνθρωπε, δὲν εἶναι καλὸ οὔτε σὲ συμφέρει τὸ νὰ θέλεις νὰ βοηθᾶς ἄλλους βάζοντας σὲ μεγάλο κίνδυνο τὸν ἑαυτό σου. Ὁ φανατισμὸς δὲν εἶναι γνώρισμα σοφίας, ἂλλ’ ἀρρώστια τῆς ψυχῆς• γιατί φανερώνει στενὴ καὶ περιορισμένη ἀντίληψη, ποὺ ὀφείλεται στὴν πολλὴ ἄγνοια.
Ἂν ἐπιθυμεῖς νὰ θεραπεύσεις τοὺς ἀρρώστους, μάθε πὼς ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ εὐσπλαχνία καὶ φροντίδα καὶ ὄχι ἀπὸ ἐπιτίμηση. Γιατί λέει (ὁ ἀπόστολος): «Ὀφείλετε ὑμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἄσθενηματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν» (Ρωμ. 15:1). καὶ πάλι ὁ ἴδιος προτρέπει νὰ μὴ διορθώνουμε τὸν φταίχτη μὲ ὀργή, ἀλλὰ μὲ πραότητα (Γαλ. 6:1).

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *