Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ἐλεήμονος
ΘΕΛΟΝΤΑΣ ὁ μακάριος Ἰωάννης νὰ διορθώσει ἐκείνους τοὺς ράθυμους, ποὺ δὲν συμμετεῖχαν μὲ ἐπιμέλεια στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, ἔκανε κάτι τὸ ἀξιομνημόνευτο: Μίαν ἐπίσημη μέρα – ἐπειδὴ εἶχε διαπιστώσει ὅτι πολλοὶ ἀμελεῖς ἔβγαιναν μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ φλυαροῦσαν ἄσκοπα μεταξὺ τοὺς – ἀφήνει κι αὐτὸς τὴ θεία ἱερουργία, βγαίνει ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ κάθεται μαζὶ μὲ ὅλους τους ἄλλους.
Ὅλοι παραξενεύτηκαν μ’ αὐτό. Τότε ἐκεῖνος τοὺς ἐξήγησε: δὲν πρέπει ν’ ἀπορεῖτε. Ὅπου βρίσκονται τὰ πρόβατα, ἐκεῖ ἐξάπαντος πρέπει νὰ εἶναι καὶ ὁ βοσκὸς γιατί τὶς λειτουργικὲς συνάξεις τὶς κάνουμε, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, γιὰ σᾶς καὶ γιὰ τὴ δική σας ὠφέλεια. “ Ἂν λοιπὸν ἐσεῖς κάθεστε ἔξω, τότε εἶναι ἀνώφελος ὁ κόπος μας. Νὰ γιατί ἀποφάσισα, ὅταν ἐσεῖς βγαίνετε ἔξω, νὰ βγαίνω κι ἐγὼ μαζί σας καὶ ὅταν πάλι μπαίνετε, νὰ μπαίνω κι ἐγώ.
Ἔτσι διορθώθηκαν πολλοὶ καὶ λυτρώθηκαν ἀπὸ τὴν κακὴ συνήθεια.
Ἄλλα κι ἐκείνους ποὺ ἀσύνετα συζητοῦσαν μέσα στὴν ἐκκλησία, φρόντιζε ὅσο μποροῦσε νὰ τοὺς διορθώνει.
Ἂν ὅμως ἔβλεπε κανέναν, μετὰ ἀπὸ μία καὶ δυὸ συμβουλές, νὰ μὴ διορθώνεται, τὸν
ἔβγαζε ἀμέσως ἔξω, λέγοντάς του καὶ τὸν Δεσποτικὸ λόγο: «Τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, οἶκον προσευχῆς δεῖ ἐΊναι» (πρβλ. Λούκ. 19:46). Ἐκείνους πάλι ποὺ συμμετεῖχαν μὲ εὐλάβεια καὶ κατάνυξη στὶς ἀκολουθίες, τοὺς ἐπαινοῦσε, ἐπιδοκίμαζε τὴ φιλοθεΐα τους, ἀκόμα καὶ μὲ τιμητικὰ ἀξιώματα τοὺς ἐπιβράβευε.
Τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα
Ὅταν προσεύχεσαι, πρόσεχε, μὴν τυχὸν δείξεις καταφρόνηση (στὴν ἱερότητα τοῦ ἔργου) μὲ τὴν ἀμέλειά σου, ἀντὶ νὰ τιμᾶς τὸ Θεό, Τὸν παροργίζεις. Στάσου μὲ φόβο Θεοῦ. Μὴ γέρνεις στὸν τοῖχο καὶ μὴ χαλαρώνεις τὰ πόδια σου, μὲ τὸ νὰ στηρίζεσαι ἀτὸ ἕνα καὶ νὰ ξεκουράζεις τὸ ἄλλο, ὅπως (κάνουν) οἱ ἄσχετοι. καὶ τὴν καρδιά σου νὰ τὴ συγκρατεῖς, γιὰ νὰ μὴν ἀσχολεῖται μὲ τὰ θελήματά σου(τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς). Ἔτσι ὁ Θεὸς θὰ δεχθεῖ τὴ θυσία σου.
Τοῦ Ἁγίου Ἔφραιμ
Ἀδελφέ, νὰ σηκώνεσαι πρόθυμα γιὰ τὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ ὁ πιὸ ἀμελής, βλέποντας τὴ δική σου προθυμία, νὰ διεγείρει τὴν ψυχή του στὴ νίψη, σύμφωνα μ’ ἐκεῖνον ποὺ λέει: «Πρόφθασαν οἱ ὀφθαλμοί μου πρὸς ἄρθρον τοῦ μελετᾶν τὰ λόγιά σου»(Ψάλμ. 118:148). καὶ ἐπίσης, «Μεσονύκτιων ἐξεγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖστε σοὶ ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου» (Ψάλμ. 118:62). “Ἂν μάλιστα συμβεῖ νὰ σὲ πάρει βαριὰ ὁ ὕπνος, ἴσως ἀπὸ δαιμονικὴ ἐνέργεια, καὶ νὰ χάσεις ἔτσι τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀκολουθίας, μόλις ξυπνήσεις, μὴν καθυστερήσεις νὰ πᾶς στὴ σύναξη, λέγοντας μέσα σου, “Τώρα ὅπου νὰ ναι τελειώνει ἡ ἀκολουθία, ποῦ νὰ πάω πιὰ ἐγώ;”. μὴν πεῖς ἔτσι. Γιατί αὐτὸς εἶναι λόγος ὀκνηρῶν καὶ ράθυμων (ἀνθρώπων). Ἄλλα καλύτερα σήκω γρήγορα καὶ τρέξε στὴν ἀκολουθία, ὅπως ἐν ἂς ποὺ δέχεται ἐπίθεση καὶ ὅπως τὸ ζαρκάδι ποὺ φεύγει ἀπὸ τὶς παγίδες (Παροιμ. 6:5). Γιατί πρέπει νὰ ξέρεις, ὅτι, ὅπως αὐτοὶ ποὺ ζοῦν ἁμαρτωλά, θ’ ἀπολογηθοῦν τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως γιὰ κάθε ρῆμα καὶ γιὰ κάθε λόγο ἀνώφελο
(πρβλ. Μάτθ. 12:36), ἔτσι καὶ καθένας ποὺ τρέχει ἀτὸ καλό, θὰ πάρει μισθὸ γιὰ κάθε ρῆμα καὶ κάθε λόγο καλό. Κι ἂν ἀκόμα προλάβεις μόνο τὴν τελευταία εὐχή, μπὲς ( στὸ ναό) χωρὶς νὰ ντραπεῖς. Κι ἔτσι τὴν ἄλλη φορᾶ θὰ βρεθεῖς πιὸ πρόθυμος στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου. Ἂν ὅμως τὸ ἀφήσεις ἀπὸ ἀμέλεια, χωρὶς ἀνάγκη ἢ ἀρρώστια, θὰ ζημιωθεῖς πολύ.
Ὅταν σταθεῖς νὰ δοξολογήσεις τὸν Κύριο καὶ Σωτήρα μας Ἰησού Χριστὸ εἴτε ἀνάμεσα στοὺς ἀδελφούς, κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας, εἴτε μόνος σου, καὶ καταλάβεις πὼς ἀρχίζει νὰ σὲ ἐνοχλεῖ ἡ νύστα, ἀντιστάσου μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία. Κι ἂν φανεῖ πὼς σὲ αἰχμαλώτισε καὶ μία καὶ δυὸ φορές, μὴ μετακινηθεῖς ἀπὸ τὴ θέση σου καὶ θὰ βρεῖς μεγάλη ὠφέλεια. τὸ πάθος αὐτὸ τοῦ ἀκατάσχετου ὕπνου μοιάζει μὲ τὴ γαστριμαργία: Ὅταν κανεὶς συνηθίσει νὰ τρώει πολύ, γίνεται πολὺ ἀπαιτητικὴ καὶ ἡ φύση του’ ὅταν ὅμως συνηθίσει στὴν ἐγκράτεια τότε, οὔτε καὶ ἡ φύση του ἐπιζητεῖ τὴν πολυφαγία. τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ὕπνο. Πῶς λοιπὸν θὰ τολμήσεις’ ἀφήσεις τὴν κοινὴ ἀκολουθία (στὸ ναό) καὶ νὰ βγεῖς πρὶν τὴν ἀπόλυση, χωρὶς μεγάλη ἀνάγκη; Ἄραγε, ἀδελφέ (μου), ἐὰν ἤσουν καλεσμένος σὲ δεῖπνο κάποιου πλουσίου, θὰ τολμοῦσες νὰ σηκωθεῖς ἀνάμεσα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θὰ κάθονταν μαζί σου ἀτὸ τραπέζι καὶ νὰ φύγεις γιὰ τὸ σπίτι σου; Δὲν θὰ ἔμενες μέχρις ὅτου ὅλοι μαζὶ σηκωθοῦν νὰ φύγουν;
Ὅταν μπαίνουμε σ’ ἕναν οἶκο τοῦ Κυρίου, ἂς φεύγει ἀπὸ τὸ νοῦ μας κάθε ρεμβασμός, ἂς προσηλώνεται ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος στὴ θεωρία (τοῦ Θεοῦ) καὶ τὴν προσευχὴ καὶ ἂς μὴν ταράζουν τὸ νοῦ μας ὁποιοιδήποτε κακοὶ λογισμοί. “Ἂς συλλογιστοῦμε μπροστὰ σὲ ποιὸν στεκόμαστε τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, καὶ ἂς εἶναι ὅλη ἡ ψυχὴ καὶ ἡ καρδιά μας στραμμένη σ’ Αὐτόν, χωρὶς νὰ φαντάζεται τίποτε ἄλλο.
Θὰ καταλάβεις αὐτὸ ποὺ λέω καὶ μὲ τὸ ἕξης παράδειγμα: “Ἂν πάρει κάποιος στὸ χέρι τοῦ ἕνα σακούλι νομίσματα καὶ πάει ἀτὸ παζάρι γιὰ ν’ ἀγοράσει βόδια, μήπως θὰ περιεργάζεται τοὺς χοίρους;” Ἂν πάλι θέλει ν’ ἀγοράσει γαϊδούρια, μήπως θὰ παρατηρεῖ τοὺς σκύλους; Δὲν θὰ εἶναι ὅλη του ἡ προσοχὴ δοσμένη σ’ αὐτὰ ποῦ θέλει (ν’ ἀγοράσει); Αὐτὰ μονάχα Δὲν θὰ ἐξετάζει προσεκτικά, γιὰ νὰ μὴν ἐξαπατηθεῖ καὶ νὰ μὴ χάσει ἀσυλλόγιστα τὰ χρήματα ποῦ ἔχει στὰ χέρια του; Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅταν μποῦμε στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ σταθοῦμε μπροστὰ στὸ Θεό, ἂς ὑψώσουμε ὅλη τη διάνοιά μας σ’ Αὐτὸν καὶ ἂς προσέχουμε καὶ ἂς συλλογιζόμαστε μόνο ὅσα ἀναφέρονται σ’ Αὐτόν, γιὰ νὰ κερδίσουμε ἔτσι τὴ σωτηρία μας καὶ ν’ ἀπολαύσουμε τὰ οὐράνια ἀγαθά. Μὰ οὔτε κι ἕναν λόγο νὰ μὴν ἀλλάξουμε μὲ τὸν διπλανό μας, γιὰ νὰ μὴν παροργίσουμε, ἀντὶ νὰ εὐαρεστήσουμε, τὸν Ποιητὴ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ὅπως οἱ ἄγγελοι μὲ πολὺ τρόμο στέκουν κοντὰ στὸ Δημιουργὸ καὶ τὸν ὑμνοῦν, ἔτσι πρέπει κι ἐμεῖς νὰ στεκόμαστε τὴν ὥρα τῆς ψαλμωδίας.
“Ἂν τυχὸν ὁ ἀδελφός, ποὺ βρίσκεται δίπλα σου, εἶναι ἄρρωστος σωματικὰ καὶ βήχει ἡ φτύνει συχνά, μὴ φύγεις ἐνοχλημένος ἀπὸ κοντά του, ἀλλὰ θυμήσου, ὅτι πολλοὶ ἀφιερώθηκαν στὴν ὑπηρεσία ἀρρώστων καὶ λεπρῶν_ γιὰ νὰ κερδίσουν ἀπὸ αὐτὸ πολλά(πνευματικὰ ἀγαθά), μαθαίνοντας στὴν πράξη τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαχνία. Κι ἐσὺ λοιπόν, ἀφοῦ ἔχεις τὸ ἴδιο σῶμα, Δὲν βρίσκεσαι μακριὰ ἀπὸ τέτοιες ἀρρώστιες, μολονότι γιὰ τὴν ὥρα, χάρη στὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, εἶσαι ὑγιής. Γι’ αὐτὸ νὰ μὴν καυχιέσαι σὲ βάρος τοῦ ἀρρώστου, ἀλλὰ νὰ φοβᾶσαι μὴν πάθεις τὰ ἴδια καὶ χειρότερα, καὶ νὰ φυλάγεσαι δείχνοντας συμπάθεια στὸν ἀδελφό.
Ὅταν γίνεται προσευχή, ὁ ἀμελὴς βιάζεται ν’ ἀκούσει τὸ «Ἀμήν». Ἀπεναντίας, αὐτὸς ποὺ προσεύχεται μὲ προσοχὴ καὶ αὐτοσυγκέντρωση, Δὲν βαριέται καὶ δὲν ἀδημονεῖ. (“Ἂς προσέξουμε,) μήπως λεχθεῖ καὶ γιὰ μᾶς τὸ προφητικό: «Ἐγγὺς εἰ σὺ τοῦ στόματος αὐτῶν καὶ πόρρω ἀπὸ τῶν νεφρῶν αὐτῶν» (Ἵερ.12:2).
Ἀδελφέ, ὅταν οἱ ἄλλοι στέκονται στὴν ἀκολουθία, δοξολογοῦν τὸ Θεό’ κι ἐσὺ ἀφήνεις τὸ νοῦ σου νὰ περιπλανιέται ἔξω; Δὲν ξέρεις ὅτι βλάπτεις ἔτσι τὸν ἑαυτό σου; Πὲς μέσα σου:
Ἄραγε, ἂν ἦταν γιὰ προσφορὰ χρημάτων ἢ ἄλλων ὑλικῶν ἀγαθῶν, Δὲν θὰ ἔτρεχα νὰ προλάβω πρὶν ἀπ’ ὅλους;
Κι ἂν ἔχω γιὰ τὰ ὑλικὰ τέτοιο ἐνδιαφέρον, δὲν θὰ πρέπει νὰ δείξω πολὺ μεγαλύτερα γιὰ τὰ πνευματικά;
Νὰ ἔχεις τὸ πνεῦμα τῶν ἁγίων, γιὰ νὰ βρεθεῖς μαζὶ μ’ αὐτοὺς στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Τοῦ Ἁγίου Διαδόχου
Ὅταν ψυχῆ βρίσκεται σὲ ἀφθονία τῶν φυσικῶν τῆς καρπῶν, τότε καὶ τὴν ψαλμωδία ἐκτελεῖ μὲ δυνατότερη φωνὴ καὶ μὲ τὸ στόμα πιὸ πολὺ θέλει νὰ προσεύχεται. Ὅταν ὅμως δέχεται τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἅγιου Πνεύματος, τότε ψάλλει μὲ κάθε ἄνεση καὶ γλυκύτητα καὶ προσεύχεται μὲ τὴν καρδιὰ ὁλόκληρη. Στὴν πρώτη περίπτωση ἀκολουθεῖ μία φαντασμένη χαρά. ἀτὴ δεύτερη ἀκολουθοῦν πνευματικὰ δάκρυα καὶ ἀτὴ συνέχεια μία εἰρηνικὴ καὶ χαρούμενη ψυχικὴ διάθεση. (τὸ τελευταῖο συμβαίνει,) ἐπειδή, μὲ τὴ μετρημένη φωνή, ἡ μνήμη (τοῦ Θεοῦ) μένει ζωηρὴ καὶ κάνει νὰ ἔρχονται Στὴν καρδιὰ νοήματα ἤρεμα καὶ κατανυκτικά. Ἀπὸ αὐτὰ μποροῦμε πράγματι νὰ δοῦμε τοὺς σπόρους τῆς προσευχῆς νὰ σπέρνονται στὴ γῆ τῆς καρδιᾶς μὲ δάκρυα καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς χαρᾶς τοῦ θερισμοῦ. Ὅταν ὡστόσο βρισκόμαστε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος πολλῆς ἀθυμίας, πρέπει νὰ ἐκτελοῦμε τὴν ψαλμωδία μὲ κάπως δυνατότερη φωνή, ἀνακρούοντας τὶς χορδὲς τῆς ψυχῆς μὲ τὴ χαρὰ τῆς ἐλπίδας, ὥσπου νὰ διαλυθεῖ τὸ βαρὺ ἐκεῖνο σύννεφο (τῆς ἀθυμίας) μὲ τοὺς ἀνέμους τῆς μελωδίας.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ὁ ἀββᾶς Μακάριος ὁ μέγας, ὅταν γινόταν ἡ ἀπόλυση τῆς ἐκκλησίας, ἔλεγε στοὺς ἀδελφούς: Φεύγετε, ἀδελφοί!
Κάποιος ἀπὸ τοὺς γέροντες τὸν ρωτοῦσε (καμιὰ φορᾶ):
Πάτερ, ποῦ πιὸ μακριὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἔρημο μποροῦμε νὰ φύγουμε;
Ἐκεῖνος τότε, ἀφοῦ ἔβαζε τὸ δάχτυλο στὸ στόμα του, ἔλεγε: Ἀπ’ αὐτὸ νὰ φύγετε!
Ὕστερα ἔμπαινε στὸ κελί του, ἔκλεινε τὴν πόρτα καὶ καθόταν ἐκεῖ.
Ἕνας γέροντας εἶπε:
Αὐτοὶ ποὺ προσεύχονται στὸ Θεό, πρέπει νὰ κάνουν τὴν προσευχὴ μὲ εἰρήνη καὶ ἡσυχία πολλὴ καὶ τρόπο καλό.
Νὰ μὴν ταράζουν οὔτε τὸν ἑαυτό τους οὔτε τοὺς ἄλλους μὲ ἀταίριαστες καὶ συγκεχυμένες κραυγές, ἀλλὰ ν’ ἀπευθύνονται στὸν Κύριο μὲ μόχθο καρδιᾶς καὶ νίψη λογισμῶν. Γιατί μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὴν κατάνυξη συμβαίνει ὅτι καὶ μ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν σωματικὲς παθήσεις: Ὁρισμένοι δηλαδή, ὅταν καυτηριάζονται ἢ χειρουργοῦνται, σηκώνουν τὸν πόνο μὲ γενναιότητα καὶ ὑπομονή, χωρὶς νὰ φωνάζουν ἢ νὰ ταράζονται, ἀλλὰ ὑπομένοντας μὲ αὐτοκυριαρχία καὶ σιωπὴ στοὺς πόνους τῆς θεραπείας. “Ἄλλοι, ἀντίθετα, ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἴδια ἀρρώστια καὶ ὑποβάλλονται στὴν ἴδια θεραπεία, ἀντιδροῦν μὲ ἐνοχλητικὲς κραυγὲς καὶ προξενοῦν ταραχή. καὶ ὅμως, τὸ ἴδιο πονοῦν καὶ αὐτοὶ ποὺ φωνάζουν καὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν φωνάζουν. Ἔτσι λοιπὸν ὑπάρχουν καὶ μερικοί, ποὺ προσεύχονται μὲ ἡσυχία καὶ διατηροῦν τὴν καρδιὰ τοὺς περισσότερο σὲ κατάσταση ἀταραξίας. “Ἄλλοι πάλι δὲν ἐλέγχουν τὸν ἑαυτό τους καί, ὅταν λένε προσευχές, δημιουργοῦν ταραχὴ καὶ θόρυβο, ὥστε νὰ σκανδαλίζονται κι αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἀκοῦνε. τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ ὅμως δὲν πρέπει νὰ τὸν χαρακτηρίζει ἡ ἀκαταστασία, ἀλλὰ ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ εἰρηνικότητα σὲ ὅλα. Γιατί (ὁ Κύριος μέ) τὸ στόμα τοῦ προφήτη λέει: «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλὰ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἠσύχιον καὶ τρέμοντά μου τοὺς λόγους;» (Ἤσ. 66:2). Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τέτοια διαγωγή, οἰκοδομοῦν καὶ ὅλους ὅσοι τοὺς βλέπουν.
Ἕνας γέροντας εἶπε:
Ἂν βρεθεῖ κανεὶς στὴν ἐκκλησία, εἴτε μὲ πολλοὺς εἴτε μὲ λίγους, καὶ κλείσει τὸ στόμα του γιὰ νὰ μὴν ψάλλει ἀτὸ Θεό, αὐτὸς κάνει τὸ ἔργο τῶν δαιμόνων’ γιατί οἱ δαίμονες, ἐπειδὴ δὲν μποροῦν ν’ ἀκούσουν τὸν ἔπαινο τοῦ Χριστοῦ καταργοῦν κι αὐτοὺς ποὺ ψάλλουν.
Ὁ ἀββᾶς Εὐάγριος εἶπε:
Μεγάλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ προσεύχεται κανεὶς ἀπερίσπαστα. Μεγαλύτερο ὅμως εἶναι τὸ νὰ ψάλλει ἀπερίσπαστα.
Ἀντιόχου του Πανδέκτη
Ἡ ψαλμωδία εἶναι ἔργο τῶν ἀσωμάτων Δυνάμεων, ποὺ στέκονται κοντὰ στὸ θεὸ καὶ τὸν ὑμνολογοῦν ἀκατάπαυστα, ὅπως εἶναι εἰπωμένο: «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ καὶ πασαι αἳ δυνάμεις αὐτοῦ» (πρβλ. Ψάλμ. 148: 1-2). Αὐτὸ ὅμως εἶναι καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἔργο, γιατί λέει: «Πάσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον» (Ψάλμ. 150:6).
“Ἡ ψαλμωδία εἶναι θυσία συνεχὴς καὶ θυσία αἰνέσεως, ὅπως ἔχει γραφτεῖ: «Θυσία αἰνέσεως δοξάσει μὲ» (Ψάλμ. 49:23).
Ἂς σταθοῦμε λοιπὸν μὲ ζωντάνια, ἀγαπητοί, στὴν ψαλμωδία καὶ τὴν προσευχή, ἀποδιώχνοντας τὶς ἐπιθέσεις τῶν λογισμῶν καὶ τῶν (βιοτικῶν) φροντίδων. Γιατί συνηθίζουν οἱ δαίμονες, ὅταν δοῦν κάποιον νὰ ψάλλει ἢ νὰ προσεύχεται μὲ ζῆλο, τότε ἀκριβῶς νὰ τοῦ ὑποβάλλουν σκέψεις γιὰ διάφορες ὑποθέσεις, ἀναγκαῖες τάχα, στρέφοντας τὸ νοῦ του στὴν ἀναζήτηση λύσεων γι’ αὐτές, ἔτσι ποὺ νὰ μπλεχθεῖ ὁ νοῦς μὲ τὴν ἐνθύμησή τους καὶ νὰ χάσει τὴ γλυκύτητα τῆς ψαλμωδίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς «ἐκ στόματος νηπίων», δηλαδὴ ἐκείνων ποὺ γιὰ τὴ ἀκακία τοὺς εἶναι σὰν τὰ νήπια, «καταρτίζει αἶνον» (Ψάλμ. 8:3), ὥστε, μὲ τὴν ψαλμωδία τους, νὰ καταλύσει τὴν ἐξουσία τοῦ τυράννου μας διαβόλου, τοῦ ἐχθροῦ τῶν ἀρετῶν καὶ προστάτη τῆς κακίας.
Κι ἐμεῖς λοιπόν, ὅταν ὑμνολογοῦμε τὸν Κύριο μὲ ἁπλότητα, ἐξουδετερώνουμε καὶ ἀχρηστεύουμε τὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Γι’ αὐτὸ ἂς εἶναι Τί ψαλμωδία συνεχὴς γιατί καὶ μόνο Τί ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ θεοῦ διώχνει μακριὰ τοὺς δαίμονες.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!