Ἀπὸ τὸ βίο τῆς ἅγιας Συγκλητικῆς
Τὶς ἀμελεῖς καὶ ράθυμες ψυχὲς – ἔλεγε ἢ μακάρια Συγκλη¬τικὴ – κι ἐκεῖνες ποὺ ἀπὸ νωθρότητα δὲν καταφέρνουν νὰ προκόψουν στὴν ἀρετή, καθὼς καὶ ὅσες κυριεύονται εὔκο¬λα ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση, πρέπει νὰ τὶς ἐνθαρρύνουμε. “Ἂν μάλιστα παρουσιάσουν ἀκόμα κι ἕνα μικρὸ καλό, νὰ τὸ θαυμάζουμε καὶ νὰ τὸ μεγαλοποιοῦμε. ‘Ἀπεναντίας, καὶ τὰ πιὸ σοβαρὰ καὶ μεγάλα σφάλματά τους, νὰ τὰ χαρακτηρίζουμε μπροστὰ τοὺς σὰν πολὺ μι¬κρὰ κι ἀσήμαντα. Γιατί ὁ διάβολος, ποὺ θέλει ὅλα νὰ τὰ διαστρέφει γιὰ νὰ μᾶς κολάσει, προσπαθεῖ νὰ κρύβει ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ τοὺς ἐπιμελεῖς στὴν ἄσκηση τὶς ἁμαρτίες τους, κάνοντάς τους νὰ τὶς ξεχνοῦν, γιὰ νὰ τοὺς ρίξει ἔτσι στὴν ὑπερηφάνεια. Ἐνῶ, ἀντίθετα, στὶς ἀρχάριες καὶ ἀστερέωτες ψυχὲς παρουσιάζει ἐξογκωμένα τὰ ἁμαρτήματά τους, γιὰ νὰ τὶς ρίξει σὲ ἀπελπισία.

Νὰ πὼς πρέπει λοιπὸν νὰ παρηγοροῦμε τὶς ψυχὲς αὐτὲς ποὺ κλονίζονται: Νὰ τοὺς θυμίζουμε τὴν ἀπέραντη συμπάθεια καὶ ἀγα¬θότητα τοῦ Θεοῦ. Νὰ τὶς βεβαιώνουμε πὼς ὁ Κύριός μας εἶναι πο¬λυέλεος καὶ σπλαχνικὸς καὶ μακρόθυμος, ἕτοιμος πάντα νὰ ἀνα¬καλέσει τὴν καταδίκη τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων (πρβλ. Ἴωηλ2:13). Σ’ αὐτὲς τὶς ψυχὲς νὰ φέρνουμε καὶ μαρτυρίες ἀπὸ τὶς ἁγίες Γραφές, ποὺ νὰ φανερώνουν τὴν ἀπροσμέτρητη συμπάθεια τοῦ Θεοῦ σ’ ἐκείνους ποὺ ἁμάρτησαν καὶ μετανόησαν. Νὰ τοὺς λέμε, γιὰ παράδειγμα, πὼς ἢ Ραὰβ ἦταν πόρνη, ἄλλα σώθηκε χάρη στὴν πίστη τῆς (Ἴησ. Ναυὴ 2:1 κ.ἔ.’ <Ἑβρ. 11:31). Πῶς ὁ Παῦλος ἦταν διώκτης, ἔγινε ὅμως σκεῦος ἐκλογῆς (Πράξ. 9:1 κ.ἔ.). καὶ πὼς ὁ ληστὴς λεηλατοῦσε καὶ σκότωνε, ἄλλα μ’ ἕναν του μόνο λόγο ἄνοι¬ξε πρῶτος τη θύρα τοῦ παραδείσου (Λούκ. 23:39-43). Νὰ τοὺς λέ¬με ἀκόμα γιὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο (Μάτθ. 9:9-13) καὶ τὸν τε¬λώνη (Λούκ. 18:9-14) καὶ τὸν ἄσωτο (Λούκ. 15:11-32) καὶ κάθε ἄλλη παρόμοια περίπτωση. καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ στηρίζουμε τὶς ἀδύνατες ψυχές, γλιτώνοντας τὲς ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση.
τὶς ψυχὲς πάλι ποὺ κυριεύονται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, νὰ τὶς διορθώνουμε μὲ πιὸ ἐντυπωσιακὰ παραδείγματα.
Νὰ ἐνεργοῦμε δηλαδὴ σὰν τοὺς πολὺ ἔμπειρους κηπουρούς, πού, ὅταν δοῦν ἕνα φυτὸ καχεκτικὸ καὶ ἀσθενικό, τὸ ποτίζουν μὲ ἄφθονο νερὸ καὶ τὸ περιποιοῦνται μὲ πολλὴ φροντίδα, γιὰ ν’ ἀναπτυχθεῖ καὶ νὰ δυναμώσει. Ἐνῶ, ἀντίθετα, ὅταν δοῦν σ’ ἕνα φυτὸ πρόωρα βλαστάρια, κλαδεύουν τὰ περιττά, γιὰ νὰ μὴν ξεραθοῦν σύντομα. ‘Ἀλλὰ καὶ οἱ γιατροί, σ’ ἄλλους ἄρρωστους συνιστοῦν πολυφαγία καὶ κινητικότητα, ἐνῶ σ’ ἄλλους ἐπιβάλλουν μακρόχρο¬νη δίαιτα καὶ ἀκινησία.
Τοῦ Παλλαδίου
‘Ἔμαθα γιὰ τὸ Μωϋσῆ τὸν Αἰθίοπα, ποὺ ἦταν πολὺ φημισμέ¬νος ἀνάμεσα στοὺς πατέρες τῆς Σκήτης ὅτι, πρὶν γίνει μοναχός, ἦταν δοῦλος κάποιου, ποὺ ἀνακατευόταν ἀτὴ διοίκηση τῆς πολι¬τείας. ὁ κύριός του ὅμως τὸν ἔδιωξε, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ δύστροπος καὶ εἶχε χαρακτήρα αἱμοβόρο καὶ ἄγριο.
‘Ἔφυγε λοιπὸν ὁ Μωυσῆς κι ἔγινε ληστής. Ἀναδείχθηκε μάλι¬στα σὲ λήσταρχο, γιὰ τὴν ὑπερβολικὴ σωματική του δύναμη.
Ἀνάμεσα ἀτὰ ληστρικά του κατορθώματα ἀναφέρεται καὶ τού¬το: Χολώθηκε κάποτε μ’ ἕνα βοσκό, ἐπειδὴ τὰ τσοπανόσκυλά του τὸν ἐμπόδισαν νὰ κάνει μία νυχτερινὴ ληστεία. Βάζοντας λοιπὸν σκοπὸ νὰ σκοτώσει τὸ βοσκό, πάσχιζε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν ἐντοπί¬σει μαζὶ μὲ τὸ κοπάδι του.
Ἐπιτέλους ἄκουσε πὼς ἦταν ἀπὸ τὴν ἄλ¬λη μεριὰ τοῦ Νείλου. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τὸ ποτάμι πλημμύριζε καὶ ἢ κοίτη τοῦ πλάταινε, φτάνοντας τὸ ἕνα σημεῖο, (δηλαδὴ τὸ ἕνα πε¬ρίπου μίλι):Ὁ Μωυσῆς ὅμως ἔβγαλε τὸν κοντὸ χιτώνα ποὺ Φο¬ροῦσε καὶ τὸν ἔβαλε στὸ κεφάλι του.
Ἅρπαξε καὶ τὸ μαχαίρι μὲ τὰ δόντια, καὶ ρίχθηκε στὸ ποτάμι. Κατόρθωσε νὰ φτάσει κολυμπώ¬ντας στὴν ἄλλη ὄχθη.0 βοσκός, βλέποντας τὸν ἀπὸ μακριὰ νὰ περνάει ἀπέναντι κολυμπώντας, τὸ βαλὲ στὰ πόδια καὶ κρύφτηκε. Τότε ὁ Μωυσῆς, ἔχοντας χάσει τὸ βοσκό, ξέσπασε πάνω στὸ κοπά¬δι.
‘Ἔσφαξε τέσσερα κριάρια, τὰ καλύτερα, τὰ ἔδεσε στὴ σειρὰ καὶ πέρασε πάλι κολυμπώντας τὸ Νεῖλο. Ἦρθε σ’ ἕνα πλάτωμα, ἔγδαρε τὰ σφαχτά, ἄναψε φωτιά, τὰ ἔψησε, κι ἔφαγε τὰ πιὸ καλὰ κομ¬μάτια. Τὶς προβιὲς τὶς πούλησε, καὶ ἀγόρασε κρασὶ σαίτικο
Ἤπιε περίπου δεκαοχτὼ ἰταλικοὺς ξεστούς, κι ἔπειτα τράβηξε γιὰ τὸ λημέρι του, πενήντα σημεῖα μακρύτερα ἀπὸ κεῖ.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ φοβερὸς ληστής, μετὰ ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ μὲ ἀφορμὴ ἕνα τυχαῖο περιστατικό, ἦρθε σὲ κατάνυξη, μετανόησε γιὰ τὴν προηγούμενη ζωή του καὶ προσχώρησε ἀτὴ μοναχικὴ πολιτεία.
Πῆρε ἕνα κελὶ στὴ Σκήτη καὶ ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση.
Λέ¬γεται μάλιστα, ὅτι στὴν ἀρχὴ κιόλας τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, μόλις πῆρε τὸ κελί, τοῦ ἐπιτέθηκαν τέσσερις ληστές, ἀγνοώντας βέ¬βαια πὼς ὁ καλόγερος αὐτὸς ἦταν ὁ διαβόητος Μωυσῆς.
‘Ἔτσι, ἐκεῖνος τοὺς ἐξουδετέρωσε, τοὺς ἔδεσε, τοὺς φορτώθηκε στὴν πλά¬τη σὰν ἕνα σακὶ ἄχυρο, τοὺς ἔφερε ἀτὴ ἐκκλησία, ὅπου ἦταν συναγμένοι οἱ ἀδελφοί, καὶ εἶπε.
– Ἐπειδὴ δὲν μοῦ πρέπει νὰ κάνω πιὰ κακὸ σὲ κανένα, τί προ¬στάζετε γι’ αὐτοὺς ἐδῶ, ποῦ τοὺς ἔπιασα νὰ ἔρχονται ἐναντίον μου;
Οἱ ἀδελφοί τους ἔλυσαν καὶ τοὺς ἄφησαν ἐλεύθερους. Οἱ λη¬στὲς ὅμως, στὸ μεταξύ, ἀναγνώρισαν τὸ Μωϋσῆ καὶ εἶδαν τὴ μετα¬νοιά του. δὲν θέλησαν λοιπὸν οὔτε κι αὐτοὶ νὰ γυρίσουν στὴν προ¬ηγούμενη ζωή τους. ‘Ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Μωϋσῆ, ἐγκατέλειψαν τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔγιναν δοκιμότατοι μοναχοί.
‘Ἀλλὰ κι ὁ Μωυσῆς τόσο σκληρὴ ἄσκηση ἔκανε, γιὰ τὴν ὅποια καὶ ἀλλοῦ ἔχει γραφτεῖ, καὶ τόσο πολέμησε τοὺς δαίμονες, ὕπο6αλ¬λοντας τὸν ἑαυτό του σὲ κάθε εἶδος σκληραγωγίας, ὥστε σὺν ἀριθ¬μήθηκε κι αὐτὸς στοὺς μεγάλους καὶ κορυφαίους Πατέρες, ἔγινε καὶ πρεσβύτερος, καὶ διακρίθηκε γιὰ τὰ μεγάλα πνευματικὰ τοῦ χα-ρίσματα. ‘Ἔτσι, κοιμήθηκε ἀφήνοντας καὶ ἑβδομήντα μαθητές.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
_Ἕνας στρατιώτης ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μιῶς, ἂν ἄραγε ὁ θεὸς δέχεται τὴ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ. καὶ ὁ ἀββᾶς, ἀφοῦ τὸν δίδα¬ξε μὲ πολλοὺς λόγους, εἶπε: . Πές μου, ἀγαπητέ. Ἂν σχισθεῖ τὸ χιτώνιό σου, τὸ πετᾶς;
Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὸ ράβω καὶ τὸ χρησιμοποιῶ πάλι. – “Ἂν λοιπὸν ἐσὺ λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, τοῦ εἶπε τότε ὁ γέρο¬ντας, δὲν θὰ λυπηθεῖ ὁ θεὸς τὸ δικό του πλάσμα;

Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
Ἔκανα ἁμαρτία μεγάλη, καὶ θέλω νὰ μείνω σὲ μετάνοια τρία χρόνια
Πολὺ εἶναι, τοῦ λέει ὁ γέροντας. Ρώτησαν τότε κάποιοι, ποῦ βρίσκονταν ἐκεῖ: Φτάνουν σαράντα μέρες;
Πολὺ εἶναι, εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς. Ἐγὼ νομίζω πώς, ἂν ἕνας ἄν¬θρωπος μετανοήσει μ’ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ δὲν συνεχίσει ν’ ἁμαρτάνει πιά, ἀκόμα καὶ σὲ τρεῖς μέρες τὸν δέχεται ὁ Θεός.

Κάποιος ἄλλος ρώτησε πάλι τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
Ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτήσει καὶ μετανοήσει, τὸν συγχωρεῖ ὁ Θεός; Καὶ ὁ γέροντας τοῦ ἀποκρίθηκε:
Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ νὰ κάνουν. Δὲν θὰ τὸ κάνει λοιπόν, πολὺ περισσότερο ὁ ‘Ίδιος;
Γιατί πρόσταξε τὸν Πέτρο νὰ συγχωρεῖ «ἕως ἔβδομηκοντακις ἑπτά» (Μάτθ. 18:22) ὅσους ἁμάρτησαν καὶ μετανόησαν.
Ἄλλος πάλι ρώτησε τὸν ἴδιο γέροντα: Τί εἶναι μετάνοια γιὰ τὴν ἁμαρτία; Καὶ εἶπε ὁ γέροντας:
Τὸ νὰ μὴν τὴν ξανακάνεις πιά. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ὀνομάστηκαν ἄμωμοι οἱ δίκαιοι, γιατί ἔπαψαν ν’ ἁμαρτάνουν καὶ ἔγιναν δί¬καιοι.

Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισώη:
Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποῦ ἔπεσα; Τοῦ λέει ὁ γέροντας: Νὰ σηκωθεῖς. Σηκώθηκα καὶ ξανάπεσα. Νὰ σηκωθεῖς πάλι καὶ πάλι. Μέχρι πότε; Μέχρι ποὺ νὰ σὲ βρεῖ ὁ θάνατος εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν πτώ¬ση. Γιατί σ’ ὅποια κατάσταση βρεθεῖ τότε ὁ ἄνθρωπος, σ’ αὔτη καὶ φεύγει.

Κάποιος ἀδελφὸς ἡσύχαζε σ’ ἕνα κελὶ τῆς Αἰγύπτου, ζώντας μὲ πολλὴ ταπείνωση. Εἶχε ὅμως στὴν πόλη μίαν ἀδελφὴ πόρνη, ποὺ γινόταν αἰτία νὰ χάνονται πολλὲς ψυχές. Οἱ γέροντες παρακι¬νοῦσαν συχνὰ τὸν ἀδελφὸ νὰ πάει νὰ τὴ βρεῖ, μήπως μὲ τὶς συμ-βουλὲς τοῦ κατορθώσει νὰ τὴν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή της. Τελικὰ κατάφεραν νὰ τὸν πείσουν.
Μόλις ἔφτασε στὸν τόπο ποὺ ἔμενε ἢ ἀδελφή του, κάποιος γνω¬στὸς τὸν εἶδε κι ἔτρεξε νὰ τῆς μηνύσει:
Ἔλα νὰ δεῖς! Ὃ ἀδελφός σου εἶναι ἔξω, στὴν πόρτα! Σκίρτησε ἢ καρδιὰ τῆς μόλις τ’ ἄκουσε.
Παράτησε τοὺς ἐρα¬στές, ποὺ περιποιόταν, κι ἔτρεξε ξέσκεπη νὰ συναντήσει τὸν ἀδελ¬φό της. ‘Ἔκανε αὐθόρμητα νὰ τὸν ἀγκαλιάσει, καὶ ἐκεῖνος τῆς εἴ¬πε:
Ἀδελφή μου γνήσια, λυπήσου τὴν ψυχή σου.
Πῶς θ’ ἀντέξεις τὰ πικρὰ κι ἀτέλειωτα βασανιστήρια τῆς κολάσεως, γιὰ τοὺς τόσου ποῦ χάνονται ἐξαιτίας σου; Περίτρομη ἐκείνη τοῦ λέει: Εἶσαι βέβαιος πῶς -ὑπάρχει πλέον γιὰ μένα σωτηρία;
Ὑπάρχει, φτάνει νὰ θέλεις, ἀπάντησε ὁ ἀδελφός.
‘Ἔπεσε τότε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὴν πάρει μαζί του στὴν ἔρημο.
Ρίξε στὸ κεφάλι σου τὸ ἱμάτιό σου κι ἔλα, τῆς εἶπε. ‘Ὄχι, πᾶμε νὰ φύγουμε! Μὲ συμφέρει νὰ κυκλοφορῶ ἄπρεπα
ξέσκεπη, παρὰ νὰ ξαναμπῶ ὀστό ἐργαστήριο τῆς ἀνομίας.
Καθὼς προχωροῦσαν, ὁ ἀδελφός της τὴ νουθετοῦσε γιὰ νὰ με¬τανοήσει. Κάποια στιγμὴ ὅμως εἶδε μερικοὺς διαβάτες νὰ τοὺς πλησιάζουν ἀπὸ τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση. τῆς λέει λοιπόν:
– Ἐπειδὴ δὲν ξέρουν πὼς εἶσαι ἀδελφή μου, βγὲς γιὰ λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ δρόμο, ὥσπου νὰ περάσουν αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται. Ἐκείνη ξεμάκρυνε ἀπὸ κοντά του.
Ἂς συνεχίσουμε τώρα τὸ δρόμο μας, ἀδελφή μου, τῆς εἶπε με¬τα τὴν ἀπομάκρυνση τῶν περαστικῶν.
Μὰ δὲν πῆρε ἀπόκριση.
Πλησίασε κοντά της, καὶ τὴ βρίσκει νεκρή! Συνάμα βλέπει καὶ τὰ πόδια τῆς καταματωμένα ἦταν, βλέπετε, ξυπόλητη.
Ὅταν ἀργότερα ὁ ἀδελφὸς ἀνακοίνωσε τὸ γεγονὸς στοὺς γέ¬ροντες, ἐκεῖνοι διαφωνοῦσαν μεταξὺ τοὺς γιὰ τὸ ἂν σώθηκε ἢ ὄχι. Τελικὰ ὅμως ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε γι’ αὐτὴν σ’ ἕνα γέροντα, ὅτι δέ¬χθηκε τὴ μετάνοιά της, ἐπειδή, μόλις μεταμελήθηκε, ἀδιαφόρησε πιὰ γιὰ ὅλα τὰ ὑλικὰ πράγματα, καταφρόνησε ἀκόμα καὶ τὸ σῶμα της καὶ δὲν ἔβγαλε οὔτε ἕνα στεναγμὸ γιὰ τὶς τόσες πληγές της.

Ἕνας ἀδελφὸς (ποὺ ἁμάρτησε), ἀφοῦ μετανόησε, γύρισε στὴν ἡσυχία.
Λίγο ἀργότερα ὅμως σκόνταψε ἀπότομα σὲ μία πέτρα καὶ πλήγωσε τὸ πόδι του.
‘Ἔχασε μάλιστα τόσο αἷμα ἀπὸ τὴν πληγή, ποὺ λιποθύμησε καὶ σὲ λίγο ξεψύχησε.
‘Ἔρχονται λοιπὸν οἱ δαίμονες γιὰ νὰ παραλάβουν τὴν ψυχή του. Οἱ ἄγγελοι ὅμως τοὺς λένε:
Προσέξτε τὴν πέτρα καὶ κοιτάξτε τὸ αἷμα του, ποὺ τὸ ἔχυσε γιὰ τὸν Κύριο!
Μόλις εἶπαν αὐτὰ τὰ λόγια οἱ ἄγγελοι, ἢ ψυχῆ ἀναχώρησε ἐλεύθερη γιὰ τὸν οὐρανό.

Σ’ ἕναν ἀδελφό, ποὺ ἔπεσε σὲ ἁμαρτία, φανερώθηκε ὁ σατανᾶς τοῦ λέει: Δὲν εἶσαι χριστιανός!
Μὰ ὁ ἀδελφός του ἀποκρίθηκε: Ὅ,τι καὶ νὰ ‘μαι, τώρα σὲ ἀφήνω καὶ φεύγω!
Σοὺ τὸ λέω, θὰ πᾶς στὴν κόλαση! ἐπέμεινε ὁ σατανᾶς. Δὲν εἶσαι σὺ ὁ κριτής μου οὔτε ὁ Θεός μου! τοῦ λέει ὁ ἀδελφός.
‘Ἔτσι, καθὼς δὲν κατόρθωνε τίποτα ὁ σατανᾶς, σηκώθηκε κι ἔφυγε.
Ὃ ἀδελφός, πάλι, μετανόησε εἰλικρινὰ ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ ἔγινε ἀγωνιστής.

Ἕνας ἀδελφός, ποὺ βασανιζόταν ἀπὸ τὴ λύπη, ρώτησε κάποι¬ον γέροντα:
– Τί νὰ κάνω, ποὺ ἔρχονται οἱ λογισμοὶ καὶ μοῦ λένε πὼς ἄδι¬κα ἄφησα τὸν κόσμο, καὶ πῶς δὲν πρόκειται νὰ σωθῶ; Καὶ ὁ γέροντας ἀπάντησε:
Κι ἂν ἀκόμα δὲν μπορέσουμε νὰ μποῦμε στὴ γῆ τῆς ἐπαγγε¬λίας, εἶναι προτιμότερο νὰ πέσουν τὰ κορμιά μας στὴν ἔρημο, πα¬ρὰ νὰ γυρίσουμε πίσω στὴν Αἴγυπτο (πρβλ. Ἄριθ. 14: 29-33).

Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἴδιο γέροντα:
Πάτερ, τί ἐννοεῖ ὁ προφήτης λέγοντας, «οὐκ ἐστὶ σωτηρία αὐτῶ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ»; (Ψαλμό. 3:3).
Ἐννοεῖ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπελπισίας, εἶπε ὁ γέροντας, ποὺ ὑποβάλλουν οἱ δαίμονες σ’ ὅποιον ἁμάρτησε.
Τοῦ λένε, δηλαδή, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται πιὰ νὰ τὸν σώσει, καὶ ἔτσι προσπαθοῦν νὰ τὸν γκρεμίσουν ἀτὰ βάραθρα τῆς ἀπογνώσεως.
Τέτοιους λογισμοὺς ὅμως πρέπει νὰ τοὺς διώχνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ λόγια: «Κύριος κα¬ταφυγή μου, ὅτι αὐτὸς ἐκσπάσει ἐκ παγίδος τοὺς πόδας μου» (πρβλ. Ἔξοδ. 17:15. Ψαλμό. 24:15).

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος

Ἂν θελήσει ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ νὰ φτάσει σὲ θεία μέτρα.
Μίας κόρης, ποὺ λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οἱ γονεῖς της κι ἀπόμεινε ὀρφανή. Μετὰ ἂπ’ αὐτὸ ἔκανε τὸ σπίτι τῆς ξενώνα γιὰ χάρη τῶν πατέρων τῆς Σκήτης, καὶ γι’ ἀρκετὸ καιρὸ τοὺς δεχόταν ἐκεῖ καὶ τοὺς περιποιόταν.
‘Ἔπειτα ὅμως, ἀφοῦ ξόδεψε ὅσα εἶχε, ἔπεσε σὲ στέρηση. Τὴν πλησίασαν τότε κάποιοι ἄνθρωποι διεστραμμένοι καὶ κατόρθωσαν νὰ τὴ βγάλουν ἀπὸ τὸν ἴσιο δρόμο. ‘Ἔτσι ἄρχισε νὰ ζεῖ ἁμαρτωλά, ὥσπου κατάντησε καὶ σὲ πορνεῖο.
Ὅταν τὸ ἄκουσαν οἱ πατέρες, λυπήθηκαν ὑπερβολικά. Κάλε¬σαν τὸν ἀββᾶ ‘Ιωάννη τὸν Κολοβὸ καὶ τοῦ εἶπαν:
Μάθαμε γιὰ τὴν τάδε ἀδελφὴ ὅτι ζεῖ μέσα στὴν ἁμαρτία. ‘Ἐπειδὴ ὅμως αὐτή, ὅταν μποροῦσε, μᾶς ἔδειξε τὴν ἀγάπη της, κι ἐμεῖς τώρα ἂς τὴ βοηθήσουμε ‘όπως μποροῦμε. Κάνε λοιπὸν τὸν κόπο νὰ πᾶς κοντά της καί, μ’ ὅση σοφία σου ἔδωσε ὁ Θεός, νὰ οἰ¬κονομήσεις τὴν κατάστασή της.
Πῆγε πράγματι δ γέροντας ἀτὸ σπίτι της καὶ λέει ἀτὴ γριὰ πορτάρισσα
Πὲς στὴν κυρά σου πὼς τὴ θέλω! ‘Εκείνη τὸν ἀποπῆρε:
‘Ἐσεῖς οἱ καλόγεροι καταφάγατε τὸ βίος της! καὶ νὰ ποὺ τώ¬ρα βρίσκεται μέσα στὴ φτώχεια!
Πὲς τό της! ἐπέμενε ὁ γέροντας. Γιατί ἔχω νὰ τὴν ὠφελήσω πολύ. Τότε ἢ γριὰ ἀνέβηκε πάνω καὶ εἶπε στὴν κόρη γιὰ τὸ γέροντα.
Σὰν τ’ ἄκουσε ἐκείνη, μονολόγησε: Αὐτοὶ οἱ μοναχοὶ τριγυρνᾶνε πάντοτε ἀτὰ μέρη τῆς ‘Ἐρυθρᾶς
θάλασσας καὶ βρίσκουνε μαργαριτάρια.
Στολίστηκε, κάθισε ἀτὸ κρεβάτι καὶ εἶπε στὴν πορτάρισσα: ‘Ανέβασέ τὸν ἐπάνω!
Μόλις μπῆκε ὁ ἀββᾶς ‘Ιωάννης, πῆγε καὶ κάθισε κοντά της. Τὴν κοίταξε ἐπίμονα στὸ πρόσωπο καὶ τῆς λέει: Γιατί τὰ ἔβαλες μὲ τὸν ‘Ιησού καὶ κατάντησες ἔτσι; Πάγωσε σύγκορμη ἢ κόρη μ’ αὐτὰ τὰ λόγια.
Ὃ γέροντας ἔσκυψε τὸ κεφάλι του καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει γοερά. – ‘ Ἀββᾶ, γιατί κλαῖς; τὸν ρωτάει ἐκείνη. Σήκωσε τὸ κεφάλι του, τὸ ξανακατέβασε καὶ εἶπε: Βλέπω τὸ σατανᾶ νὰ παίζει στὸ πρόσωπό σου, καὶ νὰ μὴ κλάψω;
‘Ἡ κόρη τότε τὸν ρώτησε: Ὑπάρχει μετάνοια, ἀββᾶ; Ὑπάρχει. Πάρε μέ, λοιπόν, ὅπου θέλεις! Πᾶμε!
Στὴ στιγμὴ ἢ κόρη σηκώθηκε καὶ τὸν ἀκολούθησε. καὶ ὁ γέ¬ροντας θαύμασε, βλέποντας πὼς δὲν ἔδωσε καμιὰ παραγγελία γιὰ τὸ σπίτι της.
Εἶχε πιὰ νυχτώσει, ὅταν ἔφτασαν στὴν ἔρημο. Ὁ γέροντας τῆς ἐφτίαξε ἕνα μικρὸ προσκεφάλι, τὸ σταύρωσε καὶ τῆς εἶπε: Κοιμήσου ἐδῶ.
Ἀφοῦ ἑτοίμασε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ λίγο πιὸ πέρα, ἔκανε τὴν προσευχή του καὶ ξάπλωσε κι ἐκεῖνος.
Ξύπνησε γύρω στὰ μεσάνυχτα. καὶ βλέπει ἕνα φωτεινὸ δρόμο, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μέχρι τὴν Ταϊσία, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ν’ ἀνεβάζουν τὴν ψυχή της!
Σηκώθηκε, πῆγε κοντά της καὶ τὴ σκούντησε μὲ τὸ πόδι του. Ἦταν νεκρή! Μόλις βεβαιώθηκε γι’ αὐτό, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο καταγῆς καὶ προσευχήθηκε ἀτὸ Θεό. “Ἄκουσε τότε φωνὴ νὰ τοῦ λέ¬ει, πὼς ἢ μία ὥρα τῆς μετάνοιάς της ἔγινε εὐπρόσδεκτη περισσότε¬ρο ἀπὸ τὴ μετάνοια πολλῶν ἄλλων, ποὺ χρόνια ὁλόκληρα μετανοοῦν, δὲν δείχνουν ὅμως τῆς δικῆς της μετάνοιας τὴ θέρμη.

Κάποιος μοναχός, ἀπὸ δαιμονικὴ ἐπήρεια, ἔπεφτε συχνὰ σὲ σαρκικὸ ἁμάρτημα. Ὁλοένα ὅμως βίαζε τὸν ἑαυτό του νὰ μὴν πε¬τάξει τὸ σχῆμα του. καὶ κάνοντας τὴν καθημερινή του προσευχή, ἱκέτευε τὸ Θεὸ στενάζοντας καὶ λέγοντας:
– Κύριε, θέλω δὲ θέλω, σῶσε μέ! Γιατί ἐγώ, σὰν λάσπη ποὺ εἶμαι, ποθῶ τὴ βρωμιὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἐσὺ ὅμως, σὰν Θεὸς παντοδύ¬ναμος, μπορεῖς νὰ μ’ ἐμποδίσεις. ” Ἂν ἐλεήσεις τὸν δίκαιο, τίποτα τὸ σπουδαῖο. Κι ἂν σώσεις τὸν καθαρό, τίποτα τὸ θαυμαστό. Αὐτοὶ ἐΙ¬ναι ἄξιοι ν’ ἀπολαύσουν τὴν ἀγαθότητά Σου. σὲ μένα, Δέσποτα, φανέρωσε θαυμαστὰ τὸ ἔλεός Σου (Ψάλμ. 16:7), καὶ σ’ αὐτό μου τὸ κατάντημα δεῖξε τὴν ἀνείκαστη φιλανθρωπία Σου. Γιατί στὰ χέρια Σου ἔχω ἀφεθεῖ ἐγώ, ὁ φτωχὸς ἀπὸ κάθε ἀρετή.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια ἔλεγε κλαίγοντας καθημερινὰ ὁ ἀδελ¬φός, εἴτε συνέβαινε ν’ ἁμαρτήσει εἴτε ὄχι.
Κάποια νύχτα λοιπόν, ἀφοῦ ἔπεσε στὴ συνηθισμένη ἁμαρτία, σηκώθηκε τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ ἄρχισε τὸν κανόνα του. Τότε ὁ δαί¬μονας, σαστισμένος ἀπὸ τὴν τόση ἐλπίδα τοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀδια¬ντροπιὰ τοῦ ἀπέναντι στὸ Θεό, τοῦ παρουσιάστηκε ὁλοζώντανος!
– Ἄθλιε! τοῦ λέει. Πῶς στέκεσαι μπροστὰ στὸ Θεὸ χωρὶς νὰ κοκκινίζεις; Πῶς πιάνεις στὸ στόμα σου ἀκόμα καὶ τ’ ὄνομά Του; καὶ πῶς τολμᾶς νὰ προσεύχεσαι χωρὶς ντροπή;
– Τοῦτο τὸ κελὶ εἶναι σιδεράδικο, τοῦ ἀπάντησε ὁ ἀδελφός. Μία σφυριὰ δίνεις, Μία παίρνεις. Δὲν θὰ σταματήσω, λοιπόν, νὰ πα¬λεύω μαζί σου μέχρι νὰ πεθάνω, κι ὅπου μὲ βρεῖ ἢ τελευταῖα μου μέ¬ρα. Νά, μὲ ὅρκο σὲ πληροφορῶ καὶ μὲ πεποίθηση στὴν ἄπειρη ἀγα¬θότητα τοῦ Θεοῦ σου λέω: στὸ ὄνομα ‘Εκείνου, ποὺ ἦρθε νὰ καλέ¬σει σὲ μετάνοια καὶ νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλούς, Δὲν θὰ πάψω νὰ προσεύχομαι στὸν Κύριο ἐναντίον σου, ὥσπου νὰ πάψεις κι ἐσὺ νὰ μὲ πολεμᾶς. καὶ θὰ δοῦμε ποὶος θὰ νικήσει, ἐσὺ ἢ ὁ Θεός!
Σὰν ἄκουσε ὁ δαίμονας αὐτὰ τὰ λόγια, τοῦ λέει:
– Μὰ τὴν ἀλήθεια, ποτὲ πιὰ Δὲν θὰ σὲ πολεμήσω, γιὰ νὰ μὴ γί¬νω ἀφορμὴ νὰ στεφανωθεῖς μὲ τὴν ὑπομονὴ ποὺ κάνεις.
καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ ἐχθρὸς ἔφυγε μακριά του.
Ὃ ἀδελφὸς τότε ἦρθε σὲ κατάνυξη, καὶ σ’ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ τοῦ ἔκλαιγε γιὰ τὶς ἁμαρτίες του.
Τώρα ὅμως ὁ λογισμὸς τοῦ ἔλεγε συχνά: “Καλὸ ἔργο κάνεις, ποὺ κλαῖς”. Ἂλλ’ αὐτὸς ἐναντιωνόταν στὸ λογισμό: “‘Ἀνάθεμα σ’ αὐτὸ τὸ καλό! Ὃ Θεὸς δὲν θέλει νὰ χάσει κανεὶς τὴν ψυχὴ τοῦ σ’ ὅλα τὰ ἔργα τῆς ἀτιμίας, κι ἔπειτα νὰ κάθεται καὶ νὰ τὴ μοιρολο¬γάει, ὅποτε ἢ τὴ σώζει ἢ καὶ δὲν τὴ σώζει”.

‘Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον γέροντα:
Ἂν συμβεῖ, μὲ ἐνέργεια τοῦ διαβόλου, νὰ ὑποκύψει κανεὶς σὲ πειρασμό, ἂς ποῦμε σὲ πορνεῖα, τί γίνεται μ’ αὐτοὺς ποῦ σκανδαλίστηκαν;
Καὶ ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε μὲ τὴν ἀκόλουθη διήγηση:
Σ’ ἕνα κοινόβιο τῆς Αἰγύπτου ζοῦσε κάποτε ἕνας διάκος πασίγνωστος. Στὸ κοινόβιο ἐκεῖνο κατέφυγε ἀπὸ τὴν πόλη, μαζὶ μ’ ὅλους τους ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ του, ἕνας πολιτικός, ποὺ εἶχε πέ¬σει στὴ δυσμένεια τοῦ ἄρχοντα. Καί, μὲ ἐπήρεια τοῦ διαόλου, ὁ διάκος ἁμάρτησε μὲ μία γυναίκα τῆς συνοδείας τοῦ πολιτικοῦ.
Τὸ πράγμα μαθεύτηκε καὶ ὅλοι ντροπιάστηκαν.

Ὃ διάκος ἔτρεξε σ’ ἕναν ἀγαπητό του γέροντα καὶ τοῦ φανέρω¬σε τὸ περιστατικό. ὁ γέροντας ἐκεῖνος εἶχε στὸ βάθος τοῦ κελιοῦ τοῦ κάτι σὰν κρυψώνα, ποὺ τὴν ἤξερε καὶ ὁ διάκος. Τοῦ ζήτησε λοιπὸν τὴν ἄδεια νὰ χωθεῖ ἐκεῖ μέσα Καὶ νὰ θαφτεῖ κυριολεκτικὰ ζωντανός, χωρὶς νὰ Τὸ ξέρει ἄλλος κανεὶς πέρα ἀπὸ τὸν ἴδιο Τὸ γέ¬ροντα. Καὶ ὁ τελευταῖος Τὸ δέχθηκε.
Κλείστηκε λοιπὸν ὁ διάκος στὸ σκοτεινὸ ἐκεῖνο μέρος καὶ με¬τανόησε βαθιὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πενθώντας συνεχῶς γιὰ τὴν ἁμαρτία του. Καὶ τίποτ’ ἄλλο δὲν ἔβαζε στὸ στόμα του, παρὰ μονά¬χα ψωμὶ Καὶ νερό, ποὺ τοῦ ἔδινε κάπου-κάπου ὁ γέροντας.
Πέρασε ἀρκετὸς καιρός, Καὶ τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Νείλου δὲν ἀνέβηκαν, ὅπως πάντα, (γιὰ νὰ ποτιστοῦν τὰ χωράφια). Καὶ καθὼς ὅλοι ἔκαναν λιτανεῖες Καὶ ἀκατάπαυστες προσευχὲς στὸ Θεὸ (γιὰ νὰ τοὺς λυτρώσει ἀπὸ τὴν ξηρασία), ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος εἶχε θε¬ϊκὴ ἀποκάλυψη, ὅτι τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ δὲν θ’ ἀνέβουν, ἂν δὲν ἔρθει ὁ τάδε διάκος ποὺ κρύβεται στὸν τάδε μοναχό.
Μόλις ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πῆρε τὴν πληροφορία, φανέρωσε σὲ ὅλους ὅσα τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Θεός. Τ’ ἄκουσαν Καὶ θαύμασαν. Ύ¬στερα ἦρθαν στὸν τόπο ὅπου κρυβόταν ὁ διάκος, τὸν ἔβγαλαν ἔξω Καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ προσευχηθεῖ.
Προσευχήθηκε, κι ἀμέσως τὰ νερὰ ἀνέβηκαν!
‘Ἔτσι, ὅσοι εἶχαν σκανδαλιστεῖ πρὶν μὲ τὴν πτώση του, πολὺ πε¬ρισσότερο ὠφελήθηκαν τώρα μὲ τὴ μετάνοιά του καὶ δόξασαν τὸ Θεό.
Τοῦ ἅγιου Ἐφραὶμ
Πρόσεχε, ἀδελφέ, γιατί ὁ ἐχθρὸς πολεμάει μὲ διάφορους τρό¬πους τοὺς ἀγωνιστές. καὶ πρὶν μὲν πραγματοποιηθεῖ ἢ ἁμαρτία, ὁ ἐχθρός τη δείχνει ἀτὰ μάτια τοὺς πολὺ μικρή. Προπαντὸς τὴν ἐπι¬θυμία τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς τόσο ἀσήμαντη τὴν παρουσιάζει πρὶν γίνει πράξη, ὥστε φαίνεται στὸν ἀδελφὸ ὅτι σχεδὸν δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸ νὰ τοῦ χυθεῖ στὴ γῆ ἕνα ποτήρι κρύο νερό.
Μετὰ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας ὅμως, ὁ πονηρὸς τὴν παρουσιάζει ὑπερβολικὰ βαριὰ στὰ μάτια ἐκείνου ποὺ ἁμάρτησε, σηκώνοντας ἐνα¬ντίον τοῦ μύρια κύματα λογισμῶν, ἔτσι ὥστε, πνίγοντας μέσα σ’ αὐτὰ τὴ λογικὴ σκέψη τοῦ ἀδελφοῦ, νὰ τὸν καταποντίσει ἀτὸ βυθὸ τῆς ἀπελπισίας.
Κι ἐσὺ λοιπόν, ἀγαπητέ, γνωρίζοντας ἀπὸ πρὶν αὐτὲς τὶς πα¬νουργίες τοῦ ἐχθροῦ, πρόσεχε μὴ σὲ γελάσει καὶ ἁμαρτήσεις. ‘Ἀλλὰ κι ἂν ἔχεις ἤδη πέσει σ’ ἕνα παράπτωμα, μὴν τὸ συνεχίζεις, ἀπελπισμένος γιὰ τὴ σωτηρία σου.
Σήκω καὶ γύρνα πίσω στὸν Κύριο καὶ Θεό σου. Κι Ἐκεῖνος θὰ σ’ ἐλεήσει. Γιατί ὁ Δεσπότης μας εἶναι οἰ¬κτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος, καὶ δὲν περιφρονεῖ ὅσους μετανοοῦν εἰλικρινά, ἄλλα πρόθυμα καὶ μὲ χαρὰ τοὺς δέχεται.
Ὅταν λοιπόν σου λέει ὁ ἐχθρός, “Χάθηκες, δὲν μπορεῖς πιὰ νὰ σωθεῖς!”, ἐσὺ πές του: “‘Ἐγὼ ἔχω θεὸ εὔσπλαχνο καὶ μακρό¬θυμο, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀπελπίζομαι γιὰ τὴ σωτηρία μου. Ἐκεῖνος πού μας ἄφησε ἐντολὴ νὰ συγχωροῦμε τὸ συνάνθρωπό μας «ἕως ἔβδομηκοντακις ἑπτά» (Μάτθ. 18:22), ὁ ‘Ίδιος, πολὺ περισσότερο, θὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες ἐκείνων ποὺ
ἐπιστρέφουν κοντά Του μ’ ὅλη τους τὴν ψυχή”.
Κι ἔτσι, μὲ τὴ χάρη τοῦ θεοῦ, θὰ λυτρωθεῖς ἀπὸ τὸν πόλεμο.
Τοῦ ἄββα Ἠσαΐα
Πρόσεχε, ἀδελφέ, τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ποὺ φέρνει τὴ λύπη στὸν ἄνθρωπο. Γιατί εἶναι φοβερὴ ἢ καταδίωξη πού σου κάνει, μέχρι νὰ σὲ ρίξει κάτω.
Ἡ κατὰ θεὸ λύπη, ἀντίθετα, ἐΊναι χαρὰ γιὰ σένα, γιατί βλέ¬πεις τὸν ἑαυτό σου νὰ στέκεται ἀτὸ θέλημα τοῦ θεοῦ. Ἐκεῖνος ποῦ σου λέει, “ποῦ θὰ πᾶς γιὰ νὰ ξεφύγεις; Μετάνοια δὲν ἔχεις!”, αὐτὸς εἶναι ἐχθρός, ποὺ πασχίζει νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἐγκράτεια. Γιατί ἢ κατὰ Θεὸ λύπη δὲν ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο μὲ ἐπιθετικὴ ὁρμή, ἀλλὰ εἰρηνικά, καὶ τοῦ λέει:
“Μὴ φοβᾶσαι. ‘Ἔλα πάλι”.
Γνωρίζει, βλέπεις, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατος, καὶ τὸν δυναμώνει μὲ γενναιοφροσύνη ἀντιμετώπιζε τοὺς λογισμούς, καὶ θὰ σοῦ γίνουν ἐλαφρότεροι. Γιατί ὅποιον τοὺς φοβᾶται, τὸν λυγίζουν κά¬τω ἀπὸ τὸ βάρος τους.
Ἡ δύναμη ἐκείνων ποὺ θέλουν ν’ ἀποκτήσουν τὶς ἀρετές, φα¬νερώνεται σὲ τοῦτο:
Νὰ μὴ μικροψυχήσουν ἂν συμβεῖ νὰ πέσουν, ἀλλὰ πάλι νὰ ρίχνονται στὸν ἀγώνα. καὶ ἢ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ φανερώνεται σὲ τοῦτο: Ὁποιαδήποτε ὥρα ἐπιστρέψει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, τὸν ὑποδέχεται μὲ χαρά, χωρὶς νὰ τοῦ λογα¬ριάζει τὰ προηγούμενα σφάλματά του, ὅπως εἶναι γραμμένο γιὰ τὸν ἄσωτο υἱὸ (Λούκ. 15: 11-32). Αὐτὸς ἄφησε τὴν τροφὴ τῶν χοί¬ρων, δηλαδὴ τὰ σαρκικὰ τοῦ θελήματα, καὶ γύρισε ταπεινωμένος στὸν πατέρα του.
Γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνος τὸν δέχθηκε, προστάζοντας ἀμέσως νὰ τοῦ φορέσουν τὴ στολὴ τῆς ἁγνότητας καὶ τὸν ἀρρα¬βώνα τῆς υἱοθεσίας, ποὺ χαρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα (πρβλ. Ρώμ. 8:15,23. Β’ Κόρ. 1:22,5:5. Ἔφ. 1:13-14). Γιατί ὁ Κύριός μας εἶναι ἐλε¬ήμων καὶ θέλει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς εἶπε: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὓμιν’ χαρὰ γίνεται ἐν τὸ οὐρανό, ἐπὶ ἐνὶ ἁμαρτωλὸ μετανοούντι» (πρβλ. Λούκ. 15:7).
Ἀφοῦ λοιπόν, ἀδελφοί, ἔχουμε τὸ τόσο μεγάλο ἔλεός Του καὶ τὸν πλοῦ τὸ τῆς εὐσπλαχνίας Του, ἂς ἐπιστρέψουμε κοντά Του μ’ ‘ὅλη μας τὴν καρδιά. Κι Αὐτὸς θὰ μᾶς δεχθεῖ φιλάνθρωπα καὶ θὰ μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἀφοῦ ‘όμως ἐπιστρέψεις, νὰ κυριαρχεῖς στὴν καρδιά σου καὶ νὰ μὴν πέσεις σὲ ἀκηδία (δηλαδὴ σὲ πνευματικὴ χαυνότητα) λέγο¬ντας, “Πῶς μπορῶ ἐγώ, ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, νὰ φυλάξω λὲς τὶς ἀρετές; Ἡ μετάνοια ὅμως δὲν σοῦ ζητάει κάτι τέτοιο. Γιατί ‘όταν ὁ ἄνθρωπος ἀφήσει τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἐπιστρέψει ἀτὸ Θεό, ἀμέσως ἢ μετάνοιά του τὸν ἀναγεννάει καὶ τοῦ δίνει, σὰν σὲ βρέφος, γάλα ἀπὸ τοὺς ἁγίους μαστούς της, καὶ τὸν ἀνατρέφει σὰν στοργικὴ μάνα. Γιατί ὅσο τὸ βρέφος βρίσκεται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του, ἐκείνη τὸ φυλάει κάθε στιγμὴ ἀπὸ κάθε κακό. Κι ὅταν κλάψει, τοῦ δίνει ἀμέσως τὸ μαστό της. Μετά, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀντο¬χή του, τό. χτυπάει λίγο-λίγο καὶ τὸ φοβερίζει, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἔστω κι ἀπὸ φόβο τὸ γάλα της καὶ νὰ μὴν ἔχει καρδιὰ ἀνυπότακτη. “Ἂν ὅμως βάλει τὰ κλάματα, τὸ σπλαχνίζεται – γιατί ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς βγῆκε – καὶ ἀρχίζει νὰ τὸ παρηγορεῖ καὶ νὰ τὸ φιλάει καὶ νὰ τὸ καλοπιάνει, ὥσπου νὰ δεχθεῖ τὸ μαστό της.” Ἂν κάποιος δείξει στὸ βρέφος χρυσάφι ἢ ἀσήμι ἢ μαργαριτάρια ἢ ἄλλα πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, ἐκεῖνο τὰ παρατηρεῖ βέβαια μὲ προσοχή, ὅσο ὅμως βρίσκεται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του, ὅλα τὰ παραβλέπει προ-κειμένου νὰ θηλάσει.
Κι ἐμεῖς λοιπόν, ἀδελφοί, ἂς φροντίσουμε γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας: “Ἂς μείνουμε κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς μετάνοιας καὶ ἂς θηλά¬σουμε γάλα ἀπὸ τοὺς ἁγίους μαστούς της. “Ἂς τὴν ἀφήσουμε νὰ μᾶς θρέψει κι ἂς σηκώσουμε τὸν παιδευτικὸ ζυγό της, ὥσπου ν’ ἀναγεννηθοῦμε ἀπὸ τὸ θεό, γιὰ νὰ κάνουμε πιὰ τὸ θέλημά Του καὶ νὰ φτάσουμε «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίάς του πληρώμα¬τος τοῦ Χριστοῦ» (Ἔφ. 4:13).

Τοῦ Ἄββα Μάρκου
Ἁμαρτία θανάσιμη εἶναι ἐκείνη γιὰ τὴν ὅποια ὁ ἄνθρωπος μέ¬νει ἀμετανόητος. Κανένας δὲν εἶναι τόσο ἀγαθὸς καὶ σπλαχνικὸς ὅσο ὁ θεός. τὸν ἀμετανόητο ‘όμως οὔτε Αὐτὸς τὸν συγχωρεῖ.
Πολὺ λυπόμαστε ὅταν κάνουμε ἁμαρτίες. Τὶς αἰτίες τοὺς ὅμως μὲ εὐχαρίστηση Τὶς δεχόμαστε.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *