Ἕνας γιὸς πῆγε τὸν πατέρα του σὲ ἕνα ἑστιατόριο γιὰ βραδινὸ δεῖπνο.
Ὁ πατέρας ἦταν πολὺ γέρος καὶ ἀδύναμος, κι ἐνῶ ἔτρωγε, ἔριξε φαγητὸ στὸ πουκάμισο καὶ τὸ παντελόνι του.
Ἄλλοι πελάτες τὸν ἔβλεπαν μὲ ἀηδία, ἐνῶ ὁ γιὸς του ἦταν ἤρεμος.
Ἀφοῦ τελείωσε τὸ φαγητό του, ὁ γιός του ποὺ δὲν ἦταν καθόλου ντροπιασμένος γι’ αὐτὸ, τὸν πῆγε σιγὰ σιγὰ ἀθόρυβα στὴν τουαλέτα, σκούπισε τὰ σωματίδια τροφῆς, ἀφαίρεσε τοὺς λεκέδες, χτένισε τὰ μαλλιά του καὶ ἔβαλε τὰ γυαλιὰ του σταθερά.!
Ὅταν βγῆκαν ἔξω, ὅλο τὸ ἑστιατόριο τοὺς παρακολουθοῦσε σὲ νεκρὴ σιωπή, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ καταλάβουν πὼς κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ ταπεινώσει τὸν ἑαυτὸ του δημόσια ἔτσι.
Ὁ γιὸς τακτοποίησε τὸ λογαριασμὸ καὶ ἄρχισε νὰ βγαίνει μὲ τὸν πατέρα του.
Ἐκείνη τὴν στιγμή, ἕνας γέρος ἀνάμεσα στοὺς πελάτες φώναξε τὸν γιὸ καὶ τὸν ρώτησε:
“Δὲν ξέρεις ὅτι ἔχεις ἀφήσει κάτι πίσω;”.
Ὁ γιὸς ἀπάντησε: “Ὄχι κύριε, δὲν ἔχω”.
Ὁ γέρος ἀπάντησε:
” Ναί, ἔχεις!
Ἄφησες ἕνα μάθημα γιὰ κάθε γιὸ καὶ μία ἐλπίδα γιὰ κάθε πατέρα “.