Εὐρισκόμενος κάποτε ὁ Ἅγιος ὥς ἠγούμενος εἰς τὴν  Μονὴν  τοῦ ᾿Αγίου Ἀποστόλου ’Ανδρέου, τὸ κοινῶς Κλειοσκάβρη καλούμενον καὶ εὑρισκόμενον εἰς τὸ Μόντε Τσέλιο, ἐν θέσει καλουμένῃ Σκαύρου. και ἡσυχάζων εἰς τὸ κελλίον του, εἰς τὸ ὁποῖον εἰργάζετο καλλιγραφῶν ἱερὰ βιβλία, προσῆλθεν εἰς αὐτὸν πτωχός τις, ὅστις διασωθείς, ὡς ἔλεγεν, ἐκ ναυαγίου, διηγεῖτο τὴν συμφοράν του παρακαλῶν τὸν Άγιον νὰ τὸν ἐλεήσῃ. Ήτο δὲ ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον πτωχὸς ὄχι άνθρωπος ἁπλῶς, ἀλλὰ Ἄγγελος Θεοῦ, εἰς σχῆμα πτωχοῦ καὶ δεομένου παρουσιασθείς, ἵνα φανερώσῃ εἰς ὅλους τὸ εὔσπλαγχνον καὶ εύσυμπάθητον φρόνημα τοῦ ‘Αγίου. Ό ἐμφανισθεὶς λοιπὸν ὡς πτωχός, ἔλαβε τότε ἀπὸ τὸν ᾿Αγιον, δι’ ἐλεημοσύνην, ἐξ νομίσματα. Μετ᾿ ὀλίγον ὅμως ἐπέστρεψε καὶ πάλιν καὶ ἐζήτησεν ἐκ νέου ἐλεημοσύνην. Όθεν διὰ δευτέραν φορὰν ἔλαβεν ἄλλα ἐξ. ‘Ελθών δὲ καὶ διὰ τρίτην φορὰν δὲν ἔφυγεν άνελέητος, διότι μὴ ἔχων ό Άγιος νὰ δώσῃ ἄλλα νομίσματα, ἔδωκεν εις αὐτὸν προθύμως τὸ ἀργυροῦν τριβλίον τοῦ Μοναστηρίου.

Τόσον ἦτο ό τρισμακάριος συμπαθῆς πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἁνεξίκακος. Διότι ἐν ᾧ ἔπρεπε νὰ ἐλέγξῃ δικαίως τὸν πτωχὸν ἐκεῖνον καὶ νὰ τὸν αποπέμψῃ μὲ κενὰς χεῖρας, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν διότι δὶς ἔλαβε πρῶτον ἐλεημοσύνην καὶ ἔπειτα ἐφαίνετο φορτικός, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ διότι δὲν εἶχε τι νὰ δώσῃ εἰς αὐτόν, ὅμως δὲν ἔπραξε τοῦτο, ἀλλ᾽ ἐπροτίμησε νὰ δώσῃ καὶ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα τῆς Μονῆς, τῆς όποίας τὰ πράγματα εἶναι αναφαίρετα κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας καὶ τοὺς νόμους. Τοῦτο ὅμως ἐπροτίμησε νὰ πράξῃ ό Άγιος παρὰ νὰ παραβλέψῃ τὸν ἄνδρωπον καὶ νὰ άποπέμψῃ αὐτὸν κενόν. Οὕτως ἐπολιτεύτο ό Άγιος πρὸ τῆς ᾿Αρχιερωσύνης. ᾿Αφ᾿οὗ δὲ ἔγινε καὶ ᾿Αρχιερεὺς καὶ Πάπας τῆς Ρώμης, πάλιν τήν αὐτὴν μετήρχετο πρὸς τοὺς πτωχοὺς ἐλεημοσύνην. ᾿Ακούσατε δὲ καὶ ἐν θαυμάσιον, ἐξ ἐκείνων τὰ ὁποῖα ἐν τῇ αρχιερατείᾳ ὢν ἐπετέλεσεν.

Ἐπρόσταξέ ποτε τὸν Σακελλάριον νὰ καλέσῃ δώδεκα πτωχούς, ἵνα συμφάγωσι μετὰ τοῦ ΄Αγίου. Ἐνῷ δὲ ἐκάθηντο εἰς τὴν τράπεζαν, ἐφαίνετο εἰς τὸν ᾿Αγιον, καὶ μόνον εἰς αὐτόν, είς ἄνθρωπος ἐπὶ πλέον, δέκατος τρίτος τὸν αριθμόν, ὁ ὁποῖος ἐκ τῆς μορφῆς τοῦ προσώπου του, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν ἐσωτερικών σκιρτημάτων τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς, τοῦ ἐφαίνετο διαφορετικὸς τῶν ἄλλων δώδεκα.

Βλέπων τὸν δέκατον τρίτον ἐκεῖνον, ἐκάλεσε τον Σακελλάριον καὶ λέγει πρὸς αυτόν’ «Δὲν σοῦ εἶπα νὰ καλέσῃς δώδεκα; Πως λοιπον συ, παρὰ τὴν ἐντολήν μου, προσεκάλεσας δεκατρεῖς;» Ὁ δὲ Σακελλάριος, επειδή δεν ἔβλεπε τὸν δέκατον τρίτον, ἕλεγε’ «Πίστευσον, σεβάσμιε Δέσποτα, πίστευσον, ότι δώδεκα μόνον εἶναι». Γνωρίσας λοιπὸν ὁ Πατριάρχης, ὅτι εἶναι Θεία οπτασία, ἐστρέφετο συνεχῶς καὶ ἔβλεπε τὸν δέκατον τρίτον᾿ ὅστις ἐκάθητο κατώτερω πάντων. Μετεβάλλετο δὲ τὸ πρόσωπον ἐκείνου καὶ πότε μὲν ἐφαίνετο γέρων λευκογενειος, πότε δὲ νέος.

’Αφ’ οὗ λοιπὸν ἠγέρθησαν ἐκ τῆς τραπέζης, εἰς μέν τούς ἄλλους δώδεκα εἶπεν ὁ Πατριάρχης καὶ ἀνεχώρησαν, τόν δέ δέκατον τρίτον, κρατήσας͵ εκ της χειρός, τὸν ωδήγησεν εις τὸ κελλίον του καί λέγει͵ προς αὐτόν «Εξορκιζω σε κατα τῆς μεγάλης δυνάμεως τοῦ Θεού να μοι φανερώσῃς ποιός εἶσαι͵ και πῶς λέγεται τὸ ὄνομά σου». ᾽Εκεῖνος δε απεκρίθη᾿ «Δια τι ερωτάς τό ονομά  μου; Καί αυτο εἶναι  θαυμαστόν. ᾿Εγώ είμαι ο πτωχὸς εκεινος, οστις ήλθον οταν ησύχαζες εἰς τὸ κελλίον σου καὶ μοι έδωκας τα δώδεκα νομίσματα και το αργυροῦν τριβλίον, τὸ ὁποῖον σοὶ ἔστειλεν ἡ μήτηρ σου Συλβία μὲ τὰ βρεκτὰ όσπρἰα. Γνώριζε λοιπὸν ὅτι ἀπ᾽ ἐκείνης τῆς ἡμέρας, ἀφ᾿ ἧς ταῦτα ἔλαβον παρὰ σοῦ μὲ μακροθυμίαν καὶ ἁπλότητα τῆς καρδίας σου, ὥρισεν ὁ Κύριος νὰ γίνῃς ᾽Αρχιερεὺς τής ἁγίας του ’Εκκλησίας, καὶ νὰ εἶσαι διάδοχος τοῦ κορυφαίου Πέτρου, τοῦ ὁποίου καὶ τὴν αρετὴν εμιμήθης. Διότι καὶ ἐκεῖνος διεμοίραζεν ἐν ἁπλότητι καρδίας τὰ πράγματα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα τοῦ προσέφερον, δίδων εἰς ἕκαστον ὅ,τι τοῦ εχρειάζετο». Λέγει δὲ πρὸς αὐτὸν ο θείος Γρηγόριος’ «Πόθεν σὺ γνωρίζεις, ὅτι ὥρισεν ὁ Κύριος νὰ γίνω Πατριάρχης;» Ο δὲ απεκρίθη’ «᾿Εγὼ εἶμαι Άγγελος Κυρίου Παντοκράτορος καὶ διὰ τοῦτο τὸ γνωρίζω. Διότι καὶ τότε ὁ Κύριος μὲ ἀπέστειλε νὰ δοκιμάσω τὴν γνώμην σου, ἐὰν φιλανθρώπως καὶ ἱλαρῶς καὶ ὄχι επιδεικτικῶς πράττῃς τὴν ἐλεημοσύνην». Τοῦτο ἀκούσας ὁ “Αγιος εφοβήθη. ἐπειδὴ ἀκόμη δὲν εἶχεν ίδει Άγγελον. Εἶπε δὲ πρὸς αυτὸν ο Άγγελος΄ «Μὴ φοβεῖσαι, διότι ὁ Κύριος μὲ ἀπέστειλε νὰ εἶμαι μετὰ σοῦ ἕως τέλους τῆς ζωῆς σου καὶ ὅ,τι θέλεις ζήτει παρὰ τοῦ Θεοῦ δι’ ἐμοῦ». Τότε ὁ μακάριος ἔπεσε καὶ προσεκύνησε τὸν Κύριον καὶ εἶπεν’ «᾽Εὰν διὰ τὴν μικρὰν εκείνην δόσιν τόσον πλῆθος ἐλέους ἔδειξεν ὁ Κύριος εἰς ἐμέ, πόσης ἆρά γε δόξης θέλουν αξιωθῆ οἱ ποιοῦντες τὰς ἐντολὰς αυτοῦ πάσας τὰς ημέρας τῆς ζωῆς των!»

Μέγας Συναξαριστής, Ματθαίου Λαγγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *