Ἀναγινώσκω ὅτι πάσαν τὴν κρίσιν ἔδωκεν ὁ Πατὴρ τῷ Υἱῷ (Ἰωάν. Ἐ’ 22). Βλέπω δὲ ἐξ ἄλλου ὅτι ὁ Υἱὸς τὴν κρίσιν ταύτην ἐνεχείρισεν ὁλόκληρον εἰς τοὺς ἱερεῖς… Χωρὶς ἱερωσύνην, οὔτε τὴν ψυχικήν μας σωτηρίαν δυνάμεθα νὰ κατορθώσωμεν, οὔτε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ νὰ ἀποκτήσωμεν! Δὲν ἐλέχθη ὅτι κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἰσέλθη εἰς τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἐὰν δὲν ἀναγεννηθῆ μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος καὶ τοῦ πνεύματος; (Ἰωάν. Γ’ 5). Δὲν ἐγράφη ὅτι ἐκεῖνος, ὅστις δὲν ἤθελε τρώγει τὴν σάρκα τοῦ Κυρίου καὶ δὲν ἤθελε πίνει τὸ αἷμα του, χάνει τὴν αἰώνιον ζωήν; (Ἰωάν, ΣΤ’ 54).
Ἀλλὰ καὶ τὰ δυὸ αὐτά, τὸ μυστήριον τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καὶ τὸ μυστήριόν της θείας κοινωνίας δὲν ἠμποροῦν νὰ τελεσθοῦν παρὰ μόνον μὲ τὰ χέρια τοῦ ἱερέως, πῶς, λοιπόν, χωρὶς αὐτὰ θὰ ἠμπορέση κανεὶς ν’ ἀποφύγη τὴν κόλασιν ἢ νὰ λάβη τοὺς προωρισμένους διὰ τὴν τήρησιν τῶν θείων ἐντολῶν στεφάνους; Αὐτοὶ οἱ Ἱερεῖς εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐπιστατοῦν εἰς τὸν πνευματικόν μας τοκετὸν διὰ τοῦ βαπτίσματος. Δι’ αὐτῶν – τῶν ἱερέων – , μὲ τᾶς τρεῖς καταδύσεις καὶ τᾶς τρεῖς ἀναδύσεις, ἐνδυόμεθα τὸν Χριστὸν καὶ γινόμεθα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία Ἐκεῖνον ἔχει κεφαλήν. Οἱ Ἱερεῖς, λοιπόν, εὐλόγως πρέπει νὰ μᾶς εἶναι σεβαστότεροι ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄρχοντα καὶ τιμιώτεροι καὶ ἂπ’ αὐτοὺς τοὺς γονεῖς μας, διότι αὐτοὶ μέν μας ἐγέννησαν σωματικῶς, εἰς δὲ τοὺς ἱερεῖς ὀφείλομεν τὴν γέννησίν μας ἐκ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν διὰ τῆς θείας χάριτος υἱοθεσίαν.