Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας εἶναι ἔργο τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Τὸ ὄνομα Σουμελὰ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ὄρος μελὰ καὶ τοῦ ποντιακοῦ ἰδιώματός σου, ποὺ σημαίνει «εἰς τὸ» ἢ «εἴς τοῦ» καὶ ἔγινε Σουμελὰ «εἰς τοῦ Μελᾶ». Τήν εἰκόνα τῆς Σουμελᾶ, ἔφερε στὴν Ἀθήνα, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Λουκᾶ, ὁ μαθητὴς του Ἀνανίας καὶ τὴν τοποθέτησαν σὲ περικαλλῆ ναὸ τῆς Θεοτόκου. Γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο, ἀρχικὰ εἶχε ὀνομαστεῖ ὡς ἡ Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισσα.

Τὸ 386 μ.Χ. μὲ Βαθιὰ πίστη καὶ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τὸ πρόσωπό της οἱ Ἀθηναῖοι μοναχοὶ Βαρνάβας καὶ Σωφρόνιος ἱδρύουν τὸ μοναστήρι της στὸ ὅρος Μελὰ τῆς Τραπεζούντας, ὅπου ὡς τῶν ξεριζωμὸ τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀνατολῆς ἔζησαν ἑκατοντάδες μοναχοὶ καὶ ἀσκητές.

Ἡ παράδοση λέει ὅτι οἱ μοναχοί, ἀνταποκρινόμενοι στὸ κάλεσμα τῆς Παναγίας, ἀκολούθησαν τὴν πορεία τῆς εἰκόνας της ποὺ πέταξε ὡς τὸν Πόντο. Πέρασαν ἀπὸ τὰ Μετέωρα, τὴ Χαλκιδικὴ καὶ ἀπὸ τὴν παραλία τῆς μονῆς Βατοπεδίου, ἕνας ἄγνωστός τους πῆρε μὲ τὸ καράβι του καὶ τοὺς πῆγε ὡς τὴ Μαρώνεια. Ἀπὸ κεῖ, πεζοπορώντας πέρασαν τὴ Ραιδεστό, ἔφτασαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μὲ ἕνα πλοιάριο πῆγαν στὴν Τραπεζούντα.
Ἐκεῖ, τοὺς ἐμφανίσθηκε καὶ πάλι ἡ Παναγία, πληροφορώντας τους ὅτι ἡ εἰκόνα της προπορεύεται στὸ ὅρος Μελά. Μὲ πυξίδα τὸν Πυξίτη ποταμό, ἀνηφόρησαν πρὸς τὸ ὄρος, ὅπου βρέθηκαν μπροστὰ σὲ μία σπηλιὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς ὁποίας παρατήρησαν μία χρυσαφένια λάμψη. Ἦταν τὸ φῶς τῆς Εἰκόνας τῆς Ἀθηνιώτισσας.
Γονατιστοὶ καὶ δακρυσμένοι, εὐχαρίστησαν τὴν Παναγία καὶ τῆς ὑποσχέθηκαν ὅτι στὸ σημεῖο, θὰ χτίσουν πρὸς τιμὴν της ναό. Μὲ μοναδικὰ ἐφόδια τὴν πίστη, τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν ἐργατικότητα, οἱ δυὸ ἐρημίτες μοναχοί, κατόρθωσαν νὰ χτίσουν τὴν ἐκκλησία τῆς Σουμελιώτισσας, σκαλιστὴ μέσα στὸ βουνό. Ἀπὸ τότε ἔγινε γνωστὴ ὡς Παναγία Σουμελά.
πηγή

Αποτέλεσμα εικόνας για θαυματουργικη εικονα παναγιας σουμελα


Ἡ ὁμολογία Τοῦρκου δημοσιογράφου

Ἡ Παναγία Σουμελὰ εἶναι ἕνας σπάνιος τόπος ποὺ σὲ γοητεύει μὲ τὴν ἐπιβλητικότητα τοῦ καθὼς πλησιάζεις ἀπὸ κάτω ἀγναντεύοντας τὴν βουνοπλαγιὰ ὅπου εἶναι σκαρφαλωμένη, γράφει στὶς 9 Ἰουνίου τοῦ 2001, ὁ γνωστὸς ἀρθογράφος τῆς τουρκικῆς ἐφημερίδας Μιλιέτ, (πρώτη σὲ κυκλοφορία ἐφημερίδα στὴν Τουρκία), Γκιουνγκιὸρ Ἀρᾶς, σὲ μία ἐπίσκεψη ποὺ ἔκανε τότε στὸ ἱστορικὸ μοναστήρι.

Ὁ Τοῦρκος ἀρθογράφος ποὺ ἀφήνει τὴν πένα του νὰ περιγράψει τὴν γοητεία τοῦ μοναστηριοῦ, μία γοητεία ποὺ ἀσκεῖ ἀκόμα καὶ στοὺς Τούρκους ἐπισκέπτες, ἀναφέρει πὼς τὸ 1461 ὂ ἴδιος ὁ σουλτάνος, Μωάμεθ ὁ Πορθητής, ἐπισκέφτηκε τὸ μοναστήρι καὶ ἀφοῦ συνομίλησε μὲ τοὺς μοναχοὺς γοητεύτηκε ἀπὸ τὶς γνώσεις τους καὶ τὴν εὐφράδειά τους.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐξέδωσε ἕνα φιρμάνι μὲ τὸ ὁποῖο τοὺς παραχωροῦσε ὅλα τὰ προνόμια ποὺ τοὺς ἐξασφάλιζαν τὴν ἐπιβίωσή τους μέσα στὸ ἐχθρικὸ περιβάλλον, ὅπως αὐτὸ εἶχε διαμορφωθεῖ καὶ μετὰ τὴν πτώση τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Τραπεζούντας στοὺς Ὀθωμανούς.Σύμφωνα μὲ τὸν Ἀρᾶς, ἡ Παναγία Σουμελὰ τὸν ἑπόμενο αἰώνα ἔκανε ἕνα μεγάλο θαῦμα ποὺ ἔμεινε στὴν ὀθωμανικὴ ἱστορία.

Τὸ 1512, ὁ τότε σουλτάνος Σελὶμ ὁ «Γιαβούζ», δηλαδὴ Σελὶμ ὁ «Σκληρός», ὅταν βρίσκονταν στὴν Τραπεζούντα προσβλήθηκε ἀπὸ μία ἄγνωστη ἀσθένεια καὶ ὑπέφερε πολύ.
Κάποιοι σύμβουλοί του τότε τοῦ ἀνέφεραν γιὰ τὸ μοναστήρι τῆς Παναγιᾶς Σουμελᾶ καὶ τὰ πολλὰ καὶ μεγάλα θαύματα ποὺ γίνονταν ἐκεῖ. Ἐπηρεασμένος ὁ σουλτάνος ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀναφορὲς ἔστειλε ἐκπρόσωπό του στὸ μοναστήρι καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς νὰ προσευχηθοῦν για νὰ γίνει καλά. Πραγματικὰ ἔτσι καὶ ἔγινε μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἑπόμενη μέρα κατὰ θαυμαστὸ τρόπο ἡ ὑγεία τοῦ σουλτάνου ἀρχίζει νὰ βελτιώνεται ἐντυπωσιακά.

Ὁ σουλτάνος εὐχαριστημένος ἀλλὰ καὶ ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὴν Παναγία, μόλις ἔγινε τελείως καλὰ γέμισε πολλὰ γαϊδούρια μὲ διάφορα δῶρα καὶ τὰ ἔστειλε στὸ μοναστήρι μὲ τὶς θερμές του εὐχαριστίες γιὰ τὴν ἴαση ποὺ τοῦ πρόσφερε ἡ Παναγία
πηγή


«Ἡ Παναγία Ἐλάρωσεν Ἀτόν…»

Πέρασαν ἑξήντα πέντε χρόνια ἀπὸ τότε! Ἤμην μαθητὴς τῆς ἅ΄ τάξεως τοῦ Φροντιστηρίου Τραπεζοῦντος. Ἐτελείωσαν αἳ ἐξετάσεις καὶ εὐρισκόμην εἰς τὸ χωριό μας, Κοινώνισσα τῶν Σουρμένων. Εἰς γειτονικόν μας ἀγρόκτημα ἀρρώστησεν ὁ μεγαλύτερος υἱὸς τοῦ Κ. Καλαντίδου, νέος 30 ἐτῶν, εὔρωστος, ὑγιέστατος καὶ ἀκατάβλητος πεζοπόρος. Ἔπαθε ἀπὸ ἀφασίαν, μὲ τὸ βλέμμα ἀπλανές, ἔχασε κάθε ἐνεργητικότητα καὶ βούλησιν. Ἰατρὸς στὸ χωριὸ βέβαια δὲν ὑπῆρχε, καὶ ἡ μητέρα τοῦ Ἐλέγκω, τύπος ἀνδρογυναίκας, ἀπεφάσισε νὰ τὸν πάγη στὴν Τραπεζούντα. Ἐπῆρε κι ἐμένα μαζί της ὡς γνώστην τῆς πόλεως καὶ διερμηνέα.
Ἀνεχωρήσαμεν πολὺ πρωὶ ἀπ’ τὰ Σούρμενα, καὶ τὸ ἀπόγευμα εἴμεθα στὴν Τραπεζούντα. Ἀπ’ τὴ βάρκα κατ’ εὐθείαν ἐπήγαμεν εἰς τὸ φαρμακεῖον τοῦ Σπαθάρου. Ὁ ἰατρὸς ἐξήτασε μὲ πολλὴν προσοχὴν τὸν ἀσθενῆ. Ὕστερα ἀπὸ ἐξαντλητικὴ ἐξέτασίν μας εἶπε νὰ καθίσωμε νὰ περιμένωμε ὀλίγον. Δὲν ἐπέρασε πολλὴ ὥρα καὶ παρετήρησα ὅτι ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον συγκεντρώθησαν εἰς τὸ φαρμακεῖον ὅλοι οἱ ἰατροὶ τῆς Τραπεζούντας, μὲ τὰ ὑψηλὰ καπέλα τῶν: ὁ Μεταξάς, ὁ Ἐφραιμίδης κ.ἅ.
Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἰατροὶ προσεκτικὰ ἐξήτασαν τὸν ἀσθενῆ καὶ στὸ τέλος μ’ ἐκάλεσε ὁ Σπάθαρος καὶ μὲ πολλὴν σοβαρότητά μου εἶπε νὰ μεταδώσω στὴν μητέρα τοῦ ἀσθενοῦς ὅτι ὅλοι οἱ ἰατροὶ συμφωνοῦν πὼς ὁ υἱός της δὲν θὰ ζήσει πολύ, καὶ θὰ κάμη καλὰ νὰ ἐπιστρέψη ἀμέσως στὸ χωριό της.
Τὰ λόγια του ἰατροῦ τὰ κατάλαβε ἡ γρηούλα καὶ μὲ ὕφος ὀργίλον του ἀπάντησε: «Ἐγὼ ἐξέρω καὶ ἄλλον γιατρόν, πρῶτα θὰ πάω σὲ ἐκεῖνον καὶ ὕστερα θὰ γυρίζω ’ς σὸ χωρίον!» Ἐννοοῦσε τὴν Παναγία τοῦ Σουμελᾶ.
Τὴν ἐπαύριον, ἐνωρίς, ξεκινήσαμεν μὲ ἄλογα γιὰ τὸ μοναστήρι, ὅπου καὶ ἐφθάσα-μὲν ἐνωρὶς τὴν ἑπομένην.
Ἐκεῖ αἱ τρεῖς λειτουργίαι, αἱ προσευχαί, αἱ νηστεῖαι, τὰ δάκρυα τῆς στοργικῆς μάνας, ἔκαμαν τὸ θαῦμα. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἀπ’ τὸ πρωί, ὁ ἀσθενὴς ἤρχισε νὰ ἐρωτᾶ τὴν μητέρα του «ποὺ εὐρισκόμεθα, ποὺ εἶναι ἡ Ἀνθὴ (ἡ σύζυγός του), ποὺ εἶναι τὰ δυὸ ἀγόρια του». Φαντάζεσθε τώρα τὴν χαρὰ τῆς μάνας, τὰ θερμὰ δάκρυα τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν Θεομήτορα. Ἀπὸ συγκίνησιν ἔκλαιαν καὶ οἱ δυὸ συνοδοὶ καλόγηροι. Εἰδοποιήθη ἀμέσως ὁ ἡγούμενος διὰ τὸ θαῦμα, ἐκτύπησαν οἱ καμπάνες, ἔγινε γενικὴ συνάθροισις ὅλων τῶν μοναχῶν καὶ τῶν προσκυνητῶν καὶ ἀντελάλησαν οἱ ὕμνοι καὶ αἳ ψαλμωδίαι τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ κανόνος.
Μετὰ τὸ τέλος τῆς παρακλήσεως, ὁ ἀσθενὴς ἐζήτησεν τροφήν, ἔφαγε μόνος του καὶ κατόπιν ἔπεσε σὲ ληθαργικὸν ὕπνον, ὁ ὁποῖος διήρκεσε 14 ὤρας. Ἐμείναμεν ἀκόμη τρεῖς ἡμέρας, μὲ αὐξάνουσαν βελτίωσιν τῆς καταστάσεως τοῦ ἀσθενοῦς μας καὶ τὴν ὁ-γδόην ἀνεχωρήσαμεν.
Τὴ παρακλήσει τῆς γρηᾶς οἱ ἀγωγιᾶται, οἱ ὁποῖοι ἔμαθαν τὸ θαῦμα, μᾶς πῆγαν κατ’ εὐθείαν στὸ φαρμακεῖον τοῦ Σπαθάρου, ὅπου ὁ καταδικασμένος ἀσθενῆς ξεπέζευσε καὶ ἐχαιρέτησε τὸν ἰατρόν! Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Σπαθάρος μὲ ἀπορίαν καὶ θαυμασμὸν τὸν ἐρώτησε «ἐσὺ ζῆς ἀκόμη, δὲν πέθανες;».
Ἀπήντησεν ἀμέσως ἡ μητέρα. «Ἡ Παναγία ἐλάρωσεν ἀτόν, ἡ Παναγία, νὰ λελεύ’ ἀτέν, τινὰ ἐσεὶν ’κι πιστεύετε». Ἔκαμεν τὸν σταυρὸν τοῦ ὁ Ἰατρὸς καὶ εἶπε: «Πρέπει νὰ πιστεύωμεν». Αὐτὰ τὰ ἐνθυμοῦμαι σὰ νὰ ἤτανε χθές!
Ἄραγε πόσα θαύματα δὲν θὰ ἐβλέπαμε κι ἐδῶ, ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, ἂν οἱ πάσχοντες μποροῦσαν νὰ πᾶνε νὰ προσκυνήσουν τὴν Παναγία μας, ὅπως ἄλλοτε…

Ν. Θειόπουλου Περιοδικὸ «Ποντιακὴ Ἑστία», Ἔτος 1951
Πηγή: Μνῆμες καὶ μνημεῖα τοῦ Πόντου. Στέφανος Π. Τανιμανίδης. ΣΟΥΜΕΛΑ «Η ΠΡΟΣΦΥΞ ΠΟΝΤΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ». Τόμος β΄. Σελ. 443-444

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *