Τοῦ Παλλαδίου
ΤΗΝ Καισαρεία τῆς Παλαιστίνης ἡ παρθένα θυγατέρα ἑνὸς πρεσβυτέρου διακορεύτηκε (ἀπὸ κάποιον) καὶ ἔμεινε ἔγκυος. Ὁ διακορευτῆς τῆς τὴν ὁρμήνεψε νὰ συκοφαντήσει (σὰν ἔνοχο) κάποιον ἀναγνώστη τῆς πόλης, (ποὺ λεγόταν Εὐστάθιος). Καθὼς λοιπὸν ἀνακρινόταν ἀπὸ τὸν πατέρα της, κατηγόρησε τὸν
ἀναγνώστη. Ὁ πρεσβύτερος ἐνημέρωσε τὸν ἐπίσκοπο. καὶ ὁ ἐπίσκοπος, ἀφοῦ συγκάλεσε τὸ ἱερατεῖο, ἔφερε στὴ μέση τὸν ἀναγνώστη καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ρωτάει γιὰ τὸ ζήτημα.
Ἐγὼ δὲν ἔχω σχέση μ’ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος.

Ὁ ἐπίσκοπος ἀγανάκτησε (μὲ τὴν ἄρνησή του) καὶ τοῦ λέει αὐστηρά: Δὲν ὁμολογεῖς, ἄθλιε, τὴν ἁμαρτία σου; Δὲν μετανιώνεις; Ἐγώ, σὲ παρακαλῶ, (δέσποτα), εἶπα τὴν ἀλήθεια: Δὲν ἔχω (καμιά) σχέση μ’ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση. Δὲν εἶμαι ἔνοχος γιὰ τὴν ἀνομία ποὺ διαπράχθηκε σὲ βάρος ἐκείνης (τῆς νέας). Ἂν ὅμως θέλετε νὰ μὲ ἀκούσετε νὰ ὁμολογῶ αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκανα, τότε τὸ ἔχω κάνει!
Ὅταν εἶπε αὐτό, ὁ ἐπίσκοπος τὸν καθήρεσε ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀναγνώστη. Ἐκεῖνος τότε ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ παρακαλοῦσε:
Ἀφοῦ ἔτσι ἀποφάσισες, ἅγιε ἐπίσκοπε, ὅτι δηλαδή, ἐπειδὴ εἶπα πὼς ἁμάρτησα, δὲν εἶμαι ἄξιος κληρικὸς τῆς ἁγιοσύνης σου, πρόσταξε νὰ μοῦ δοθεῖ ἀπὸ τώρα αὐτὴ σὰν γυναίκα μου. Οὔτε ἐγὼ πιὰ εἶμαι κληρικός, οὔτε ἐκείνη παρθένα.
Ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ πατέρας της, νομίζοντας κοντὰ στὰ ἄλλα ὅτι εἶχε ξετρελαθεῖ μαζί της καὶ δὲν μποροῦσε μὲ κανένα τρόπο νὰ τὴν ἀποχωριστεῖ, τοῦ τὴν ἔδωσαν γιὰ σύζυγο.
Ἐκεῖνος ἀμέσως τὴν ὁδήγησε σ’ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι, καὶ παρακάλεσε τὴν ἡγουμένη νὰ τὴν κρατήσει, ὥσπου νὰ γεννήσει. καὶ Ἀφοῦ τὴν ἄφησε ἐκεῖ, ἀποσύρθηκε σὲ κάποιον ξερότοπο, κλείστηκε σ’ ἕνα κελὶ καὶ ἐπιδόθηκε σὲ ὑπερβολικὰ σκληρὴ ἄσκηση.
Μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη συντριβή, ἀπευθύνθηκε στὸ Χριστό, λέγοντάς Του μὲ πολλὰ δάκρυα:
Ἐσύ, Κύριε, ποὺ εἶσαι ὁ καρδιογνώστης ὅλων, γνωρίζεις καὶ τὶς δικές μου πράξεις, Ἀφοῦ γνωρίζεις τὰ πάντα πρὶν γίνουν καὶ κὰ θὲ ἀνθρώπου τὴ σκέψη. Ἐσὺ εἶσαι ὁ γρήγορος ἐξεταστὴς τῶν λογισμῶν. Ἐσὺ εἶσαι ὁ βοηθὸς ὅσων ἀδικοῦνται καὶ ὁ δίκαιος ὑπερασπιστὴς ὅσων συκοφαντοῦνται, γιατί δὲν σοῦ ἀρέσει καμιὰ ἀδικία. “Πάσα ροπὴ ζυγοῦ δικαιοσύνη παρὰ σοῖ”. (Παροιμ. 16:11). Ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς λοιπόν, Κύριε, ἀνήκει στὴν ἀμερόληπτη καὶ δίκαιη κρίση Σου ἡ φανέρωση τῆς ἀλήθειας καὶ ἡ αἴσια ἔκβαση τῆς ὑποθέσεώς μου.
Ἐνῶ λοιπὸν περνοῦσε τὸν καιρὸ τοῦ καρτερικὰ μὲ τέτοιες προσευχὲς καὶ μὲ νηστεῖες, ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ γεννήσει ἐκείνη ἡ ταλαίπωρη. καὶ τότε ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ τῆς φέρνει ξαφνικὸ καὶ ἀβάσταχτο πόνο. Σκοτεινὰ ὁράματα καὶ φοβερὰ βάσανα τυραννοῦσαν ἑφτὰ μέρες τὴ δύστυχη τούτη, μὰ τὸ παιδὶ δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὴν κοιλιά της. καὶ οἱ πόνοι γίνονταν ὅλο καὶ περισσότερο πιὸ ἀφόρητοι. “Ἄρχισε λοιπὸν μὲ σπαραχτικὲς κραυγὲς νὰ χτυπιέται καὶ νὰ φωνάζει:
– Ἀλίμονό μου τῆς ἄθλιας! Κινδυνεύω νὰ χαθῶ, γιατί ἔπεσα σὲ δυὸ κακά, στὴν πορνεία καὶ τὴ συκοφαντία! “Ἄλλος εἶναι ποὺ μὲ διακόρευσε, καὶ τὸν ἀναγνώστη κατηγόρησα!
Καθὼς λοιπὸν δὲν μποροῦσε πιὰ οὔτε νὰ ζήσει οὔτε νὰ πεθάνει, μὰ οὔτε καὶ νὰ γεννήσει, κι ἀπὸ τὴ ἄλλη πάλι οὔτε οἱ ἀδελφὲς ἄντεχαν τὶς δυνατὲς κραυγές της, ἔτρεξαν γρήγορα καὶ ἦρθαν νὰ ποῦν στὸν ἐπίσκοπο τὰ καθέκαστα. καὶ μολονότι ἔγινε δέηση στὴν ἐκκλησία ἀπ’ ὅλους, οἱ προσευχὲς τοῦ ἀθώου τὴν ἔκαναν ἄκαρπη.
Σηκώθηκε τότε ὁ ἐπίσκοπος καὶ πῆγε στὸ κελί, ὀποῦ ἦταν κλεισμένος ὁ ἀναγνώστης. Στάθηκε μπροστὰ στὴν πόρτα του καὶ χτυποῦσε πολλὴ ὥρα. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνος μήτε σημασία ἔδινε μήτε ἀπαντοῦσε, πρόσταξε ὁ ἐπίσκοπος νὰ ξηλώσουν τὴν πόρτα. Μπῆκε λοιπὸν μέσα καὶ τὸν βρῆκε πεσμένο καταγῆς.
-Ἀδελφὲ ἀναγνώστη Εὐστάθιε, τοῦ εἶπε σὲ τόνο ἀπολογητικό, μὲ τὶς προσευχές σου φανερώθηκε ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ ἡ συκοφαντία σὲ βάρος σου. Λυπήσου τώρα πιὰ κι ἐσὺ ἐκείνη πού σου ἔκανε τὸ κακό, γιατί παραβασανίστηκε ἀπὸ τὰ δεινοπαθήματα, καὶ ἀπάλλαξε τὴν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία της. Γιατί αὐτὰ τὰ ὑποφέρει ἐξαιτίας τῶν προσευχῶν σου. Παρακάλεσε λοιπὸν τὸ Θεὸ νὰ τὴ λυτρώσει ἀπὸ τοὺς ἀνυπόφορους πόνους τῆς γέννας.
Ὁ ἀναγνώστης ἔκανε μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο ἐκτενῆ προσευχή. Χωρὶς ἄλλη καθυστέρηση, ἐκείνη ἡ ταλαίπωρη ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ γέννησε τὸ παιδί. καὶ τότε ἱκέτευε ὅλους νὰ τῆς συγχωρήσουν τὴν ἀνομία ποὺ ἔκανε σὲ βάρος τοῦ δικαίου.
Ἀπὸ κεῖ κι ἔπειτα θεωροῦσαν ὅλοι τὸν ἀναγνώστη σὰν μάρτυρα. Ἐκεῖνος πάλι, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε κάθε μέριμνα, ἔφτασε σὲ ὕψη ἁγίας ζωῆς, ἀξιώθηκε μάλιστα νὰ λάβει καὶ πνευματικὸ χάρισμα.

Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ
Ὁ μέγας Γρηγόριος, ἀφοῦ σπούδασε ὁλόκληρη τὴν ἑλληνικὴ σοφία καὶ γνώρισε ἐμπειρικὰ πόσο ἀβάσιμες, ἀντιφατικὲς καὶ ἀψήφιστες ἦταν οἱ δοξασίες της, ἔγινε μαθητὴς τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χρίστου. καὶ πρὶν ἀκόμη ἀναγεννηθεῖ μὲ τὸ βάπτισμα, ἔκανε τέτοια ζωή, ὥστε καμιὰ κηλίδα ἁμαρτίας νὰ μὴ φέρει στὸ (ἱερό) λουτρό.
Ἔμενε λοιπὸν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου μαζεύονταν ὅλοι ὅσοι εἶχαν ζῆλο γιὰ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴν ἰατρική. καὶ ἡ παρουσία τοῦ ἦταν ἐνοχλητικὴ στοὺς συνομηλίκους του – παρουσία ἑνὸς νέου στολισμένου μὲ σωφροσύνη ἀνώτερη ἀπὸ τῶν γερόντων -, γιατί τοῦ ἁγνοῦ ὁ ἔπαινος ἀποτελοῦσε ντροπὴ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς.
Γιὰ νὰ ἔχουν λοιπὸν κάποια δικαιολογία οἱ ἀκόλαστοι καὶ νὰ μὴ φαίνονται ὅτι μόνο αὐτοὶ εἶναι τέτοιοι (ἄνθρωποι), μηχανεύονται ἕνα τέχνασμα, γιὰ νὰ ρίξουν λάσπη στὴ ζωὴ τοῦ μεγάλου (Γρηγορίου). καὶ γιὰ νὰ τὸν συκοφαντήσουν, παρουσιάζουν κάποια κοινὴ γυναίκα, ἀπὸ ἕνα παλιόσπιτο, γνωστὴ γιὰ τὴν ἐξαχρείωσή της.
Καθὼς λοιπὸν ἐκεῖνος συζητοῦσε μὲ σεμνότητα, ὅπως συνήθιζε, γιὰ κάποιο φιλοσοφικὸ ζήτημα μὲ τοὺς λόγιους ἄνδρες (τοῦ τόπου), πλησιάζει ἡ (διεφθαρμένη ἐκείνη) γυναίκα κουνιστὴ καὶ λυγιστῆ, δείχνοντας, μὲ ὅλα ὅσα ἔλεγε καὶ ἔκανε, πὼς τὸν γνωρίζει τάχα καλά. “Ὕστερα ἄρχισε νὰ παραπονιέται, ὅτι δὲν τῆς δίνει ὅσα τῆς χρωστάει, προσθέτοντας μὲ ἀδιαντροπιὰ καὶ τοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν τῆς πλήρωνε δῆθεν τὴν ἀμοιβὴ (τῆς ἀκολασίας).
“Ὅσοι γνώριζαν τὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου, ἀγανάκτησαν καὶ στράφηκαν ὀργισμένοι ἐναντίον τῆς γυναίκας. Ἐκεῖνος, ἀπεναντίας, οὔτε ταράχθηκε, ὅπως αὐτοὶ ποὺ θύμωσαν γιὰ χάρη του, οὔτε εἶπε τίποτα ποὺ νὰ δείχνει τὴ δυσφορία του, ὅπως θὰ ‘ταν φυσικό, γιὰ τὴ συκοφαντία, οὔτε κάλεσε κανένα μάρτυρα γιὰ τὸ βίο του, οὔτε μὲ ὅρκο ἀρνήθηκε τὴν κατηγορία, οὔτε καυτηρίασε τὴν κακία ἐκείνων ποὺ ἔστησαν τὴ σκευωρία ἐναντίον του. Ἄλλα μὲ ἠρεμία καὶ μὲ φωνὴ κανονικὴ στράφηκε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς φίλους του καὶ τοῦ εἶπε:
– Δῶσε τῆς τὰ χρήματα (ποὺ ζητάει), γιὰ νὰ μή μας ἐνοχλεῖ περισσότερο καὶ νὰ μὴν ἐμποδίζει τὴ συζήτηση ποὺ κάνουμε.
Ἡ πόρνη τοῦ εἶπε πόσα ζητοῦσε ἀπὸ τὸν ἅγιο, καὶ ἀμέσως τῆς τὰ μέτρησε ὅλα. “Ἔτσι πῆρε τέλος ἡ ἐπιβουλὴ τῶν ἀκολάστων ἐναντίον τοῦ ἁγνοῦ.
Καθὼς ὅμως ἐκείνη ἡ ξεδιάντροπη κρατοῦσε στὰ χέρια τῆς τὰ κέρδη, τότε κιόλας ἔρχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ τόσο ἡ ἀπόδειξη τῆς ἁγνείας τοῦ νέου ὅσο καὶ ὁ ἔλεγχος τῆς συκοφαντίας τῶν συνομηλίκων του. Τὴ στιγμὴ δηλαδὴ ποὺ ἔπαιρνε στὰ χέρια τὰ χρήματα, (κυριεύθηκε ἀπό) δαιμονικὸ πνεῦμα, (πού) τὴν παραμόρφωσε. Ἔβγαλε ἕνα σπαραχτικὸ μουγκρητὸ – θηρίου περισσότερο παρὰ ἀνθρώπου – κι ἔπεσε στὴ γῆ μπρούμυτα, ἀνάμεσα στοὺς συγκεντρωμένους.
Τὴν ἴδια στιγμὴ οἱ παρόντες βρέθηκαν μπροστὰ σ’ ἕνα φρικτὸ καὶ φοβερὸ θέαμα: Ξερίζωνε καὶ μαδοῦσε τὰ μαλλιά της μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια, ἐνῶ τὰ μάτια τῆς εἶχαν γυρίσει ἀνάποδα κι ἀπὸ τὸ στόμα τῆς ἔβγαζε ἀφρούς!
Τὸ δαιμόνιο, (ποὺ τὴν εἶχε κυριέψει), δὲν σταμάτησε νὰ τὴν καταπνίγει, ὥσπου ὁ ἴδιος ὁ μέγας ἐκεῖνος (Γρηγόριος) ἐπικαλέστηκε τὸ Θεὸ καὶ Τὸν παρακάλεσε νὰ τὴ λυπηθεῖ.
Τέτοια ἦταν τὰ περιστατικὰ τῶν νεανικῶν χρόνων τοῦ θαυμαστοῦ Γρηγορίου – ἄξια προοίμια τῆς κατοπινῆς βιωτῆς του.

Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ἕνας γέροντας διηγήθηκε, ὅτι στὰ χρόνια του μεγάλου Ἰσιδώρου, τοῦ πρεσβυτέρου τῆς Σκήτης, ἦταν ἐκεῖ κάποιος διάκονος (Παφνούτιος). Αὐτόν, γιὰ τὴ μεγάλη του ἀρετή, (ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος) θέλησε νὰ τὸν κάνει ἱερέα, σκοπεύοντας νὰ τὸν ἀφήσει διάδοχο τοῦ μετὰ τὴν κοίμησή του. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀπὸ εὐλάβεια, δὲν δέχθηκε τὴ χειροτονία καὶ παρέμεινε διάκονος.
Κάποιος λοιπὸν ἀπὸ τοὺς γέροντες, παρακινημένος ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ (διάβολο), τὸν φθόνησε. καὶ καθὼς ὅλοι ἦταν στὴν ἐκκλησία γιὰ τὴν ἀκολουθία, πῆγε κι ἔκρυψε τὸ βιβλίο τοῦ στὸ κελὶ τοῦ διακόνου. Ὕστερα ἦρθε στὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο καὶ τοῦ εἶπε:
Κάποιος ἀπ’ τοὺς ἀδελφούς μου ἔκλεψε τὸ βιβλίο.
Κατάπληκτος ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος ἀποκρίθηκε:
Ποτὲ δὲν ἔχει γίνει τέτοιο πράγμα στὴ Σκήτη!
Τότε ὁ γέροντας ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε κρύψει τὸ βιβλίο, λέει στὸν πρεσβύτερο:
Δῶσε μου δυὸ πατέρες, γιὰ νὰ κάνουμε ἔρευνα στὰ κελιά.
Ἀφοῦ λοιπὸν πῆγαν κι ἔψαξαν πρῶτα στὰ κελιὰ τῶν ἄλλων, ἦρθαν ὕστερα καὶ στὸ κελὶ τοῦ διακόνου. καὶ μόλις βρῆκαν ἐκεῖ τὸ βιβλίο, τὸ ἔφεραν στὸν πρεσβύτερο, στὴν ἐκκλησία, καὶ τοῦ ἀνακοίνωσαν ποὺ τὸ βρῆκαν.
Ὁ διάκονος ἦταν ἐκεῖ καὶ τὸ ἄκουσε. Βάζει ἀμέσως μετάνοια στὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο, μπροστὰ σ’ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα, καὶ τοῦ λέει:
Ἁμάρτησα! Βάλε μου ἐπιτίμιο.
Τοῦ ἔβαλε πράγματι κανόνα νὰ μὴν κοινωνήσει γιὰ τρεῖς ἑβδομάδες.
Κάθε φορὰ λοιπὸν ποὺ ὁ ἀδελφὸς ἐρχόταν στὴ (λατρευτική) σύναξη, στεκόταν μπροστὰ στὴν ἐκκλησία κι ἔβαζε μετάνοια σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, λέγοντας: Συγχωρέστε μέ, γιατί ἁμάρτησα.
Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες ἔγινε δεκτὸς στὴ θεία κοινωνία. Ἀμέσως ὅμως δαιμονίστηκε ὁ γέροντας ποὺ τὸν συκοφάντησε!
Ἄρχισε τότε νὰ κραυγάζει καὶ νὰ ὁμολογεῖ (τὴν ἁμαρτία του), λέγοντας: Συκοφάντησα τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ!
Ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα ἔκανε προσευχὴ γι’ αὐτόν, ἀλλὰ δὲν θεραπευόταν. Τότε ὁ μέγας Ἰσίδωρος (γυρίζοντας πρὸς τὸ διάκονο) τοῦ λέει, μπροστὰ σ’ ὅλους τους ἀδελφούς:
Προσευχήσου γι’ αὐτόν. Ἀφοῦ ἐσὺ συκοφαντήθηκες, δὲν θὰ θεραπευθεῖ παρὰ μόνο μὲ τὴ δική σου μεσολάβηση.
Πράγματι, μόλις προσευχήθηκε, ἀμέσως ὁ γέροντας ἔγινε καλά.

Στὸ ὀρὸς Σινὰ ζοῦσε, ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους πατέρες, καὶ κάποιος ποὺ λεγόταν Νίκων. “Ὄχι πολὺ μακριὰ τοῦ κατοικοῦσε κάποιος Φαρανίτης, ποὺ εἶχε μία κόρη.
Ἕνας ἄνθρωπος λοιπόν, ποὺ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Φαρανίτη καὶ βρῆκε τὴν κόρη τοῦ μονάχη, γιατί ὁ ἴδιος ἔλειπε, τὴ διέφθειρε. Μὲ τὰ τὴ συμβούλεψε νὰ πεῖ στὸν πατέρα της, ὅτι ὁ ἀββᾶς Νίκων τῆς ἔκανε τὸ κακό.
Ὅταν γύρισε ὁ Φαρανίτης κι ἔμαθε τί εἶχε γίνει, ἄναψε ἀπ’ τὴν ὀργὴ καὶ τὴ στενοχώρια. Ἅρπαξε τὸ ξίφος του κι ἔτρεξε στὸ γέροντα. Στάθηκε ἔξω (ἀπὸ τὸ κελί του) καὶ χτύπησε (τὴν πόρτα).
Μόλις πρόβαλε ὁ γέροντας, ὁ Φαρανίτης ἅπλωσε τὸ χέρι γιὰ νὰ τὸν χτυπήσει μὲ τὸ ξίφος. Μὰ παρευθὺς τὸ χέρι τοῦ ξεράθηκε!
Ἔτσι, μὴν μπορώντας πιὰ νὰ σκοτώσει τὸ γέροντα, πῆγε καὶ τὸν κατήγγειλε στοὺς πρεσβυτέρους, ποὺ ἀμέσως ἔστειλαν καὶ κάλεσαν τὸ γέροντα.
Ὅταν ἦρθε, τοῦ ἐπέβαλαν πολλὲς σωματικὲς τιμωρίες, καὶ μετὰ ἀποφάσισαν νὰ τὸν διώξουν. Μὰ ἐκεῖνος τοὺς παρακαλοῦσε: Ἀφῆστε μὲ ἐδῶ, γιὰ τὸ θεό, νὰ μετανοήσω!
καὶ τότε τὸν ἀπομάκρυναν γιὰ τρία χρόνια ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴ μετάληψη τῶν θείων Δώρων, δίνοντας ἐντολὴ νὰ μὴν τὸν πλησιάσει κανεὶς (σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα). ,
Ἔτσι πέρασε τρία χρόνια, μένοντας κάθε Κυριακὴ γονατιστὸς στὴν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας καὶ παρακαλώντας ὅλους: Κάντε προσευχὴ γιὰ μένα!
Ὕστερα ὅμως (ἀπ’ αὐτὸν τὸν κανόνα τοῦ ἀββᾶ Νίκωνα), δαιμονίστηκε ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε τὴν ἁμαρτία καὶ συκοφάντησε τὸ γέροντα. καὶ καθὼς τὸν τυραννοῦσε ὁ δαίμονας, ὁμολόγησε στὴν ἐκκλησία (τὴν ἀλήθεια).
Τίποτα δὲν ξέρει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, εἶπε. Ἐγὼ ἔκανα τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔβαλα (τὴν κόρη) νὰ συκοφαντήσει αὐτόν!
Τὸ ἐκκλησίασμα, μόλις τὸ ἄκουσε, κίνησε σύσσωμο γιὰ τὸ γέροντα, ποὺ ἡσύχαζε στὸ κελί του. Τοῦ ἔβαλαν μετάνοια καὶ τοῦ εἶπαν: Συγχώρεσέ μας, ἀββᾶ.
Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀποκρίθηκε:
Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχωρέσει! Ἐγὼ ὅμως δὲν μένω πιὰ μαζί σας, γιατί δὲν βρέθηκε οὔτε ἕνας (ἀνάμεσά σας) μὲ διάκριση, γιὰ νὰ μοῦ δείξει κάποια συμπάθεια.
καὶ ἀμέσως ὁ γέροντας ἀναχώρησε ἀπὸ κεῖ. Νομίζω πάντως ὅτι ὁ γέροντας δὲν ἔφυγε μόνο γι’ αὐτὸ ποὺ τοὺς εἶπε, καυτηριάζοντας τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἀδιακρισία τους καὶ παρακινώντας τοὺς ἔτσι σὲ διόρθωση, ἀλλὰ καὶ γιὰ ν’ ἀποφύγει τὴν τιμὴ καὶ τὸν ἔπαινό τους. Γιατί θὰ τὸν τιμοῦσαν βέβαια ἀπὸ τότε κι ἔπειτα, γνωρίζοντας πιὰ τὴ μεγάλη του ἀρετὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ γενναιοφροσύνη του.

Τοῦ ἁγίου Μαξίμου
Ὅταν δοῦν οἱ δαίμονες ὅτι καταφρονοῦμε τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, μὲ σκοπὸ νὰ μὴ μισήσουμε γιὰ χάρη τοὺς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ξεπέσουμε ἔτσι ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τότε ξεσηκώνουν ἐναντίον μας
συκοφαντίες, γιὰ νὰ μισήσουμε τοὺς συκοφάντες, μὴν ὑποφέροντας τὴ λύπη.
Δὲν ὑπάρχει βαρύτερος πόνος ἀπὸ τὴ συκοφαντία, εἴτε στὴν πίστη του εἴτε στὴ διαγωγὴ τοῦ συκοφαντεῖται κάποιος. καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μείνει ἀδιάφορος μπροστὰ στὴ συκοφαντία, παρὰ μόνο ὁποῖος στρέφει τὸ βλέμμα τοῦ στὸ Θεό, ὅπως ἡ Σωσάννα (Δᾶν. Σώσ.: 35, 60, 62). Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὶς δύσκολες περιστάσεις, ὅπως ἔκανε καὶ στὴν περίπτωση τῆς Σωσάννας, καὶ νὰ φανερώσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ παρηγορήσει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἐλπίδα.
Ὅσο ἐσὺ προσεύχεσαι μὲ τὴν -ψυχή σου γιὰ χάρη ἐκείνου ποὺ σὲ συκοφάντησε, τόσο καὶ ὁ Θεὸς πληροφορεῖ (γιὰ τὴν ἀθωότητά σου) ὅσους σκανδαλίστηκαν (λόγω τῆς συκοφαντίας).

Τοῦ ἁγίου Ἔφραιμ
Ἄν σου συμβεῖ νὰ συκοφαντηθεῖς, καὶ μετὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ καθαρότητα τῆς συνειδήσεώς σου, νὰ μὴν ὑψηλοφρονήσεις, ἀλλὰ νὰ ὑπηρετεῖς μὲ ταπεινοφροσύνη τὸν Κύριο, ποὺ σὲ λύτρωσε ἀπὸ συκοφαντίες ἀνθρώπων (Ψαλμ. 118:134), γιὰ νὰ μὴν καταντήσεις “πτῶμα ἐξαίσιον” (Ἰὼβ 20:5).

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *