11 Σεπτεμβρίου.
Σὲ κάποιο κοινόβιο ἦταν ἕνας ἀδελφὸς νέος στὴν ἡλικία, στὸ ὄνομα Εὐφρόσυνος, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε τοὺς ἀδελφοὺς στὸ μαγειρεῖο καὶ σχεδὸν κανεὶς δὲν τὸν πρόσεχε, γιατί ἔκρυβε τὴ λαμπρὴ ἀρετή του μὲ τὸ νὰ εἶναι συνεχῶς μέσα στὶς στάχτες καὶ στὴ μουτζούρα. Καθὼς δηλαδὴ ἦταν πάντοτε γεμάτος κάπνα καὶ βρώμικος, ὅσοι ἀδελφοὶ ἦταν ἀμελεῖς γελοῦσαν μαζί του καὶ τὸν κορόιδευαν λούζοντας τὸν συνεχῶς μὲ προσβολὲς καὶ βρισιὲς καὶ χλευασμούς, γιατί, πέρα ἀπὸ τὴν εὐτελῆ του ἐνδυμασία, ἔπαιρναν ἀφορμὴ καὶ ἀπὸ τὴν πραότητα, τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἀνεξικακία του, γιὰ νὰ τὸν μυκτηρίζουν χωρὶς φόβο καὶ νὰ τὸν ἐξευτελίζουν, συχνὰ μάλιστα καὶ νὰ τὸν χτυποῦν. Ἐκεῖνος ὅμως, ἐνῶ τέτοια ἄκουγε καὶ πάθαινε κάθε ὥρα ἀπὸ πολλούς, ὑπέμενε μὲ γενναιότητα, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀντιμιλήσει ἢ νὰ κατηγορήσει κανέναν ἢ ἔστω νὰ κατσουφιάσει γιὰ τὸ ὅτι τὸν ἔβριζαν ἄδικα ἢ καὶ τὸν χτυποῦσαν.
Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς αὐτῆς εἶχε ζωὴ σὲ ὅλα σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸ τοῦ ἔδινε πολλὴ οἰκειότητα πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὸς κάποτε ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τὸν ἑξῆς λογισμό: θέλησε νὰ μάθει, ποιὸς ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ τὸ ποίμνιό του νικᾶ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς στὴν ἀρετὴ καὶ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ αὐτοὺς στὰ θεάρεστα ἔργα. Καθὼς λοιπὸν τὸν ἀπασχολοῦσε αὐτὸς ὁ λογισμός, παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐπιθυμία του καὶ νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ποιὸς εἶναι ὁ ἀδελφὸς ποὺ ἔχει τὰ πρωτεῖα στὴν ἀρετή.
Τὴ νύχτα ποὺ προσευχόταν μόνος, ἔπεσε σὲ ἔκσταση καὶ βρέθηκε σὲ κάποιον τόπο, ὁ ὁποῖος προξενοῦσε ἀπερίγραπτη τέρψη καὶ εὐχαρίστηση· σὲ αὐτὸν ἦταν διάχυτη μιὰ θαυμαστὴ εὐωδία καὶ τὸν στόλιζαν παντοῦ κάθε λογὴς δέντρα. Οἱ καρποὶ σὲ αὐτὰ δὲν ἔμοιαζαν μὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς γήινους ἀλλὰ ἦταν πολὺ ἀνώτεροι ἀπὸ αὐτοὺς ὡς πρὸς τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸ μέγεθος καὶ ξεπερνοῦσαν κάθε ἀνθρώπινη περιγραφή. Κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα κυλοῦσε κρυστάλλινο νερό, καὶ γενικὰ ἦταν ἐξαίσια καὶ ἡ θέα τοῦ τόπου καὶ ἡ ὀμορφιά.
Ὁ ἡγούμενος, βλέποντάς τα αὐτά, εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, τὸν αἴτιο τῶν καλῶν, καὶ μακάριζε τὸν ἑαυτό του ποὺ κρίθηκε ἄξιος τέτοιας τιμῆς. Στὴ συνέχεια ὀρέχτηκε τοὺς θαυμάσιους ἐκείνους καρποὺς καὶ ἔτρεξε νὰ πάρει μερικούς· δὲν μπόρεσε ὅμως, γιατί τὰ κλαδιὰ μὲ τοὺς καρποὺς σηκώνονταν ψηλά. Ἐπιχείρησε πολλὲς φορές, ἀλλὰ πάντοτε ἔμενε κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα μὲ χέρια ἀδειανά. Εἶδε τότε τὸν νέο ἐκεῖνο ἀδελφό, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα σημαίνει τὴ χαρὰ –τὸν Εὐφρόσυνο– μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ὑπέροχο κῆπο, νὰ βαδίζει μπροστὰ ἀπὸ αὐτὸν καὶ νὰ ἀπολαμβάνει ἄφθονα ὅλα ὅσα ἦταν ἐκεῖ, καθὼς τὰ κλαδιὰ ἔγερναν μπροστά του καὶ τοῦ πρόσφεραν ἀπὸ τοὺς καρπούς τους νὰ πάρει ἀμέσως ὅ,τι ἤθελε. Ὁ ἡγούμενος, κατάπληκτος ἀπὸ τὸ παράδοξο θαῦμα, τοῦ εἶπε: «Παιδί μου Εὐφρόσυνε, ποιὸς σὲ ἔφερε καὶ σοῦ ἐπέτρεψε νὰ μένεις ἐδῶ;» Ἐκεῖνος χαμογελαστός του ἀπάντησε: «Πάτερ, τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ ποὺ βλέπεις, ὁ Θεός, ὁ μόνος φιλάνθρωπος, μοῦ τὰ ἐμπιστεύτηκε, νὰ τὰ ἔχω καὶ νὰ τὰ ἀπολαμβάνω». «Καὶ μπορεῖς τώρα νὰ μοῦ δώσεις κάτι ἀπὸ αὐτά;» ρώτησε ὁ ἡγούμενος. «Πάρε, πάτερ, ὅσα θέλεις», ἀπάντησε ἐκεῖνος. «Ὄχι, παιδί μου», εἶπε ὁ ἡγούμενος. «Πολλὲς φορὲς θέλησα νὰ πάρω καὶ δὲν μπόρεσα». Ὁ Εὐφρόσυνος πῆγε τότε μὲ θάρρος σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ δέντρα ἐκεῖ, πῆρε ἀπὸ τοὺς καρπούς του, ποὺ ἦταν μῆλα ἐξαίσια καὶ στὴν ὄψη καὶ στὴν εὐωδία, καὶ ἔδωσε τρία στὸν γέροντα. Αὐτὸς τὰ πῆρε μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ ἀμέσως ἦρθε στὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ὀπτασία καὶ βρῆκε στ’ ἀλήθεια τὰ τρία μῆλα στὰ χέρια του. Ἀνατρίχιασε τότε ὁλόκληρος καὶ ἄρχισε νὰ τρέμει καὶ ἀμέσως πρόσταξε νὰ χτυπήσουν τὸ ξυλοσήμαντρο.
Στὴ συνέχεια τέλεσε μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καὶ ἀποσύρθηκε, χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανέναν τίποτε ἀπὸ ὅσα εἶδε. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας καὶ οἱ ἀδελφοὶ μαζεύτηκαν στὴν ἐκκλησία, ὁ ἡγούμενος λειτούργησε ὁ ἴδιος, καὶ ἀφοῦ τελείωσαν τὴ θεία Λειτουργία, μετὰ τὴν ἀπόλυση στάθηκε μπροστὰ στὸ ἅγιο βῆμα, φορώντας ἀκόμη τὴν ἱερατικὴ στολή, καὶ πρόσταξε νὰ φέρουν τὸν ἀδελφὸ Εὐφρόσυνο. Μερικοὶ ἀδελφοὶ ἔτρεξαν στὸ μαγειρεῖο, τὸν πῆραν γρήγορα καὶ τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸν ἡγούμενο, κατάμαυρο ἀπὸ τὴν κάπνα τοῦ μαγειρείου καὶ γεμάτο βρωμιὰ στὰ ροῦχα καὶ στὸ πρόσωπο. Τὸν ρώτησε λοιπὸν ὁ ἡγούμενος: «Ποῦ ἤσουν, παιδί μου, αὐτὴ τὴ νύχτα;» Ἐκεῖνος χαμήλωσε τὸ βλέμμα στὴ γῆ καὶ δὲν ποκρίθηκε τὸ παραμικρό. Καθὼς ὅμως ὁ ἡγούμενος ἐπανέλαβε πολλὲς φορὲς τὴν ἐρώτηση καὶ τὸν πίεζε νὰ ἀπαντήσει, ὁ νέος, μὲ πολλὰ δάκρυα καὶ φωνὴ σιγανὴ καὶ ντροπαλή του ἀποκρίθηκε: «Δὲν ξέρεις, πάτερ, πού ἤμασταν καὶ οἱ δύο;» Ὁ γέροντας τότε, κυριευμένος ἀπὸ φρίκη, ἔβγαλε ἀμέσως τὰ τρία μῆλα καὶ τοῦ εἶπε: «Τὰ γνωρίζεις αὐτά;» «Ναί, πάτερ», ἀπάντησε ἐκεῖνος, «ξέρεις ὅτι ἐγώ σου τὰ ἔδωσα, ὅπως μὲ πρόσταξες». Τότε ὁ ἡγούμενος τοῦ εἶπε μπροστά σε ὅλους: «Εἶσαι μακάριος, παιδί μου Εὐφρόσυνε, ποὺ ἀξιώθηκες νὰ λάβεις τέτοια ἀγαθά. Γι’ αὐτό σε παρακαλῶ νὰ γίνεις προστάτης καὶ τῆς δικῆς μου ἄθλιας ψυχῆς». Καὶ στὴ συνέχεια διηγήθηκε στοὺς ἀδελφοὺς αὐτὰ ποὺ εἶδε στὴν ὀπτασία.
Ὅταν τελείωσε τὴ διήγηση, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Εὐφροσύνου, ὁ ὁποῖος στενοχωριόταν πολὺ γι’ αὐτὸ ποὺ γινόταν καί, σὰν νὰ πάθαινε τὸ μεγαλύτερο κακό, ἔκλαιγε γοερὰ γιὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ τιμὴ καὶ θρηνοῦσε μὲ λυγμούς.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ ἡγούμενος τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἔβαλε μέσα στὸ ἅγιο βῆμα καί, ἀφοῦ ἔκοψε τὰ τρία ἐκεῖνα μῆλα μέσα σὲ ἱερὸ σκεῦος, ἔδωσε ἀπὸ αὐτά σε ὅλους τους ἀδελφούς. Ὁ νέος ὅμως, μὴ ἀντέχοντας νὰ τὸν τιμοῦν ὅλοι καὶ νὰ τὸν ἐγκωμιάζουν, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ ἔγινε ἄφαντος, γιατί γνώριζε ὅτι οἱ ἀνθρώπινοι ἔπαινοι εἶναι στὴν πραγματικότητα κατηγορίες καὶ ἡ μεγαλύτερη ζημιὰ τῆς ψυχῆς, καὶ γι’ αὐτὸ προτίμησε, μὲ τρόπο ἀληθινὰ συνετὸ καὶ σωτήριο, νὰ φύγει μακριὰ ἀπὸ αὐτούς.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Ὑπόθεση Α’. Ἐκδόσεις Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!