Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ο ΑΒΒΑΣ Ἀντώνιος εἶπε:
Εἶδα ὅλες τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες πάνω στὴ γῆ, κι ἀναστενάζοντας εἶπα “ποιὸς ἄραγε τὶς περνάει (χωρὶς νὰ παγιδευτεῖ); Καὶ ἄκουσα μία φωνὴ νὰ μοῦ λέει: “Ἡ ταπεινοφροσύνη!” .

Ὁ ἴδιος εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
Τὸ ἔργο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τοῦτο: Νὰ παίρνει ἐπάνω τοῦ τὴν εὐθύνη γιὰ τὸ (κάθε) σφάλμα του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ περιμένει πειρασμὸ ὡς τὴν τελευταία του πνοή.

Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Θηβαῖος εἶπε:
Πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ ἄνθρωπος πρέπει ν’ ἀποκτήσει τὴν ταπεινοφροσύνη.
Γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη προτροπὴ (τῶν μακαρισμῶν) τοῦ Σωτῆρος, ποὺ λέει: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μάτθ. 5:3).

Ὁ ἀββᾶς Εὐάγριος εἶπε:
Γιατί μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καταστρέφονται ὅλα τὰ (πονηρὰ ἔργα) τοῦ ἐχθροῦ.
Ἡ ἀμμὰ Θεοδώρα ἔλεγε, πὼς οὔτε ἡ ἄσκηση οὔτε ἡ κακουχία οὔτε οἱ ὁποιοιδήποτε κόποι σώζουν (Τὸν ἄνθρωπο), παρὰ μόνο ἡ γνήσια ταπεινοφροσύνη. (καὶ γιὰ ἐπιβεβαίωση διηγιόταν τὸ ἕξης:)

Ἦταν κάποιος ἀναχωρητής, ποὺ ἔδιωχνε τοὺς δαίμονες. καὶ τοὺς ἐξέταζε, γιὰ νὰ μάθει μὲ ποιὸν τρόπο βγαίνουν (ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο). “μὲ τὴ νηστεία;”, τοὺς ρωτοῦσε. “’Ἐμεῖς οὔτε τρῶμε οὔτε πίνουμε”, ἀπαντοῦσαν ἐκεῖνοι. “μὲ τὴν ἀγρυπνία;”. “’Ἐμεῖς Δὲν κοιμόμαστε καθόλου”, ἔλεγαν. “μὲ τὴν ἀναχώρηση (ἀπὸ τὸν κόσμο);”. “’Ἐμεῖς ζοῦμε στὶς ἐρήμους”, ἀποκρίνονταν. Ἐπειδὴ ὁ γέροντας ἐπέμενε καὶ ἔλεγε, “μὲ ποιὸν λοιπὸν τρόπο βγαίνετε;”, ἐκεῖνοι ὁμολόγησαν: “Τίποτα Δὲν μᾶς νικάει, παρὰ μόνο ἡ ταπεινοφροσύνη”.

Ὁ ἀββᾶς Σισώης ἔλεγε, ὅτι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ στὸ Θεὸ καὶ ὁ ἀγώνας νὰ βάζουμε τὸν ἑαυτό μας πιὸ κάτω ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο.

Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε Τὸν ἀββᾶ Κρόνιο:
Μὲ ποιὸν τρόπο φτάνει ὁ ἄνθρωπος στὴν ταπεινοφροσύνη; – μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀπάντησε ὁ γέροντας.
Καὶ μὲ ποιὸν τρόπο φτάνει στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ; Ξαναρώτησε ὁ ἀδελφός. Κατὰ τὴ γνώμη μου, εἶπε ὁ γέροντας «μὲ τὸ νὰ περιμαζέψει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε περισπασμὸ καὶ μὲ τὸ νὰ καταβάλλει σωματικοὺς κόπους καὶ μὲ τὸ νὰ θυμᾶται, ὅσο μπορεῖ, τὴν ἔξοδο (τῆς ψυχῆς του) ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὴν κρίση τοῦ Θεό. Ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται στὴν αὐτοκαταδίκη του.

Ἦρθε κάποτε ὁ μακάριος Θεόφιλος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, στὸ ὅρος τῆς Νιτρίας.
Ὁ ἀββᾶς (δηλαδὴ ὁ πνευματικὸς πατέρας τῶν μοναχῶν) τοῦ ὅρους τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ τοῦ λέει ὁ ἀρχιεπίσκοπος:
Τί περισσότερο βρῆκες σ’ αὐτὸν τὸ δρόμο, πάτερ;
Τὸ νὰ θεωρῶ πάντα τὸν ἑαυτό μου φταίχτη καὶ νὰ τὸν καταδικάζω, ἀπάντησε ὁ γέροντας.
(Πράγματι), εἶπε ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ἄλλος δρόμος ἀπ’ αὐτὸν δὲν ὑπάρχει.

Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς εἶπε:
Ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετές.
Εἶπε πάλι (ὁ ἴδιος): Ἀφήσαμε τὸ ἐλαφρὺ φορτίο, δηλαδὴ τὴν αὐτομεμψία, καὶ σηκώσαμε τὸ βαρύ, δηλαδὴ τὴν αὐτοδικαίωση.

Ὁ ἀββᾶς Λογγίνος εἶπε:
Ὅπως ἀκριβῶς ὁ νεκρὸς δὲν αἰσθάνεται τίποτα οὔτε κρίνει κανέναν, ἔτσι καὶ ὁ ταπεινὸς δὲν μπορεῖ νὰ κρίνει ἄνθρωπο, ἔστω κι ἂν τὸν δεῖ νὰ προσκυνάει τὰ εἴδωλα.

Ὁ ἀββᾶς Ματώης εἶπε:
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει στὸ Θεό, τόσο περισσότερο βλέπει Τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἁμαρτωλό.

Ἕνας ἀδελφὸς παρακάλεσε Τὸν ἀββᾶ Ματώη: – πές μου λόγο (ὠφέλιμο).
Πήγαινε, τοῦ εἶπε ἐκεῖνος, νὰ ζητήσεις ἀπὸ τὸ Θεὸ καρδιακὸ πένθος καὶ ταπείνωση. Νὰ κοιτάζεις πάντα τὶς δικές σου ἁμαρτίες. Νὰ μὴν κρίνεις τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ νὰ βάζεις τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπ’ ὅλους. Νὰ κόψεις τὴν ἐλευθεροστομία. Νὰ συγκρατεῖς τὴ γλώσσα καὶ τὴν κοιλιά σου. καὶ ἂν κανεὶς μιλήσει γιὰ ὁποιοδήποτε πράγμα, μὴ φιλονικήσεις μαζὶ του’ ἀλλ’ ἂν μιλήσει σωστά, πές του, “Ναί”. ἂν πάλι δὲν μιλήσει σωστά, πές του, “’Ἐσὺ ξέρεις πὼς μιλᾶς”, καὶ μὴ λογομαχήσεις γιὰ ὅσα εἶπε. Αὐτὸ εἶναι ταπείνωση.

Ὁ ἀββᾶς Ξάνθιος εἶπε:
Ὁ σκύλος εἶναι καλύτερος ἀπὸ μένα, γιατί καὶ ἀγάπη ἔχει καὶ σὲ κρίση δὲν ἔρχεται.

Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε Τὸν ἀββᾶ Ἁλώνιο:
Τί εἶναι τὸ νὰ ἐξουθενώνεις τὸν ἑαυτό σου; καὶ εἶπε ὁ γέροντας:
Τὸ νὰ (πιστεύεις ὅτι) εἶσαι κατώτερος κι ἀπὸ τὰ ἄλογα (ζῶα) καὶ νὰ ξέρεις ὅτι αὐτὰ εἶναι ἀκατάκριτα (γιὰ ὅτι κι ἂν κάνουν).

Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε:
Ἂν ἕνας ἄνθρωπος κατηγορεῖ (σὲ ὅλα) Τὸν ἑαυτό του, τότε θὰ ἔχει καρτερικότητα σὲ κάθε περίσταση.

Ὁ ἴδιος ἀββᾶς εἶπε, πώς, ἂν ἕνας ἄνθρωπος φτάσει στὸ μέτρο τοῦ ἀποστολικοῦ ρητοῦ, ποὺ λέει «πάντα καθαρὰ τοὶς καθαροίς» (Τίτ. Ἴ:15), βλέπει Τὸν ἑαυτὸ τοῦ χειρότερο ἀπ’ ὅλα τὰ κτίσματα.
Τὸν ρωτάει λοιπὸν κάποιος ἀδελφός: καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρήσω τὸν ἑαυτό μου χειρότερο κι ἀπὸ ἕναν φονιά;
Ἂν ὁ ἄνθρωπος φτάσει στὸ μέτρο αὐτοῦ τοῦ ρητοῦ, ἀπάντησε ὁ γέροντας, κι ὅταν δεῖ ἄνθρωπο νὰ σκοτώνει, λέει: Αὐτὸς μόνο τὴν ἁμαρτία τούτη ἔκανε. Ἐγὼ ὅμως καθημερινὰ σκοτώνω.
Ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος ἔκανε τὴν ἴδια ἐρώτηση καὶ στὸν ἀββᾶ Ἀνούβ, μεταφέροντάς του καὶ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν καὶ τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς Ἀνοὺβ:
Καλά σου εἶπε. Ἔτσι εἶναι. Γιατί ἂν ἕνας ἄνθρωπος φτάσει στὸ μέτρο τοῦ ρητοῦ αὐτοῦ καὶ δεῖ τὰ σφάλματα τοῦ ἀδελφοῦ του, κατορθώνει μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀρετῆς του νὰ τὰ καταπιεῖ.
Καὶ ποὶα εἶναι αὐτὴ ἡ ἀρετή του; ρώτησε ὁ ἀδελφός.
Ἡ αὐτομεμψία, ἀπάντησε ὁ γέροντας. Γιατί ὁποῖος τὰ βάζει μὲ τὸν ἑαυτό του, δικαιώνει τὸν πλησίον του. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀρετὴ κρύβει τὰ ἐλαττώματα τοῦ πλησίον.

Εἶπε πάλι (ὁ ἴδιος): Ἐγὼ λέω, ὅπου ρίχνεται ὁ σατανᾶς, ἐκεῖ ρίχνομαι.
Μίαν ἄλλη φορᾶ εἶπε: Ἐργαλεῖα (γιὰ τὴν προκοπὴ καὶ τὴ σωτηρία) τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ νὰ συντρίβεται κανεὶς ἐνώπιόν του Θεοῦ, τὸ νὰ μὴν ὑπολογίζει Τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ νὰ παραμερίζει τὸ θέλημά του.

Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισώη:
Ἀββᾶ, βλέπω ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ βρίσκεται πάντα στὸ νοῦ μου.
Δὲν εἶναι σπουδαῖο, εἶπε ὁ γέροντας, νὰ κρατᾶς τὸ λογισμό σου στὸ Θεό. Σπουδαῖο εἶναι νὰ βλέπεις τὸν ἑαυτό σου κατώτερο ἀπ’ ὅλα τὰ κτίσματα. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, καὶ ὁ σωματικὸς κόπος ὁδηγεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη.

Ρώτησαν κάποιον γέροντα, πότε ἀποκτᾶ ἡ ψυχῆ ταπείνωση. Καὶ ἀποκρίθηκε:
Ὅταν φροντίζει γιὰ τὶς ἁμαρτίες της.

Ἄλλος γέροντας εἶπε: Ἡ ταπείνωση δὲν ὀργίζεται οὔτε καὶ ἐξοργίζει κανέναν.

Ρώτησαν ἄλλον γέροντα: Τί εἶναι ταπείνωση; Καὶ ἀπάντησε:
Τὸ νὰ σὲ ἀδικήσει ὁ ἀδελφός σου, κι ἐσὺ νὰ τὸν συγχωρήσεις πρίν σοῦ ζητήσει συγχώρηση.

Οἱ γέροντες ἔλεγαν, πώς, ὅταν δὲν ἔχουμε πόλεμο (ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ τὰ πάθη μας), τότε πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ ταπεινωνόμαστε, γιατί μας σκεπάζει ὁ Θεός, ποὺ γνωρίζει τὴν ἀδυναμία μας. Ἂν ὅμως καυχηθοῦμε, τότε παίρνει ἀπό μας τὴ σκέπη Του καὶ χανόμαστε.

Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕνα γέροντα: Τί εἶναι ἡ κατὰ Θεὸ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου;
Ἡ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ταπείνωση, ἀπάντησε ὁ γέροντας. Γιατί ὅσο ὁ ἄνθρωπος κατεβαίνει καὶ ταπεινώνεται, τόσο ἀνεβαίνει καὶ προκόβει.

Ἕνας γέροντας εἶπε: Ἂν πεῖς σὲ κάποιον, “Συγχώρεσε μέ”, ταπεινώνοντας τὸν ἑαυτό σου, καῖς τοὺς δαίμονες.

Τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα
Ὅποιος ἔχει ταπεινοφροσύνη, γλώσσα δὲν ἔχει γιὰ νὰ ἐλέγξει τὸν ἕνα, ποὺ εἶναι ἀμελής, ἢ τὸν ἄλλο, ποὺ ἐΊναι ἀσεβὴς οὔτε μάτια ἔχει, γιὰ νὰ παρατηρεῖ τὰ ἐλαττώματα ἄλλου. Οὔτε αὐτιὰ ἔχει, γιὰ ν’ ἀκούει ὅσα δὲν ὠφελοῦν τὴν ψυχή του. Καὶ δὲν ἔχει νὰ μιλήσει σὲ κανέναν γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλους τους ἀνθρώπους ἔχει εἰρηνικὲς σχέσεις ὄχι γιὰ κάποια φιλία ἀλλὰ γιὰ χάρη τῆς ἐντολῆς τοῦ θεοῦ (Μάρκ. 9:50).” Ἂν κανεὶς δὲν βαδίζει τὸ δρόμο τοῦτο (τῆς ταπεινοφροσύνης), ἀκόμα κι ἂν νηστεύει (αὐστηρά, τρώγοντας κάθε) ἕξι μέρες, ἢ ἐπιδοθεῖ σὲ (ὁποιουσδήποτε) μεγάλους ἀγῶνες, χαμένοι πηγαίνουν ὅλοι του οἱ κόποι.
Μὴν ἀποφύγεις ἀπὸ ἀκηδία κανένα κόπο, γιατί ὁ κόπος καὶ ἡ κακοπάθεια καὶ ἡ σιωπὴ γεννοῦν τὴν ταπείνωση. καὶ ἡ ταπείνωση συγχωρεῖ κάθε ἁμαρτία. Καὶ νὰ γνωρίζεις τοῦτο, ὅτι ὅσο ὁ ἄνθρωπος δὲν φροντίζει (νὰ ἐλευθερώσει) τὸν ἑαυτό του (ἀπὸ τὰ πάθη), ἔχει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐΊναι φίλος τοῦ Θεοῦ. Ἂν ὅμως (φροντίσει νά) ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ντρέπεται νὰ σηκώσει (ἀκόμα καί) τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ (καὶ νὰ σταθεῖ) μπροστὰ στὸ θεό. γιατί τότε (ἀκριβῶς εἶναι πού) βλέπει πόσο πολὺ ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ θεό.
Τὸ νὰ μὴν τραυματίζεις τὴ συνείδηση τοῦ πλησίον γεννάει τὴν ταπεινοφροσύνη. Ἡ ταπεινοφροσύνη γεννάει τὴ διάκριση. Καὶ ἡ διάκριση καταργεῖ ὅλα τὰ πάθη, ἀφοῦ ξεχωρίσει τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
Ὅπως εἶναι ἀσuμβίβαστo στὸ μετανοοῦντα νὰ ὑψηλοφρονεῖ, ἔτσι εἶναι ἀδύνατον καὶ σ’ ἐκεῖνον ποὺ θεληματικὰ ἁμαρτάνει νὰ ταπεινοφρονῆ.
Ἡ ταπεινοφροσύνη δὲν εἶναι καταδίκη συνειδήσεως, ἀλλὰ βέβαιη ἐσωτερικὴ πληροφορία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς συμπάθειάς Του.

Τοῦ Ἁγίου Διαδόχου
Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι κάτι ποὺ δύσκολα κανεὶς ἀποκτᾶ’ γιατί ὅσο μεγάλο πράγμα εἶναι, τόσο μὲ πολλοὺς ἀγῶνες κατορθώνεται. ‘Ἔρχεται ὅμως μὲ δυὸ τρόπους σ’ ἐκείνους ποὺ μετέχουν στὴ θεία γνώση. Ὅταν δηλαδὴ ὁ ἀγωνιστὴς τῆς εὐσέβειας βρίσκεται σὲ μία μέση κατάσταση τῆς πνευματικῆς πείρας, τότε ἔχει κάπως ταπεινότερο τὸ φρόνημα, εἴτε λόγω ἀσθένειας τοῦ σώματος εἴτε ἐξαιτίας ἐκείνων, ποὺ χωρὶς λόγο ἐχθρεύονται ὅσους ἀγωνίζονται γιὰ (νὰ τηροῦν) τὸ νόμο τοῦ θεοῦ, εἴτε ἐξαιτίας τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Ὅταν ὅμως ὁ νοῦς, μὲ ὀξυμένη τὴν (πνευματική) αἴσθηση καὶ μὲ (ἐσωτερική) πληροφορία, καταυγασθεῖ ἀπὸ τὴ θεία χάρη, τότε ἡ ψυχῆ ἔχει τὴν ταπεινοφροσύνη σὰν φυσική’ γιατί καθὼς διαποτίζεται ἀπὸ τὴ θεία χάρη, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ παρασύρεται ἀπὸ τὴν ἔπαρση στὸν ὄγκο τῆς φιλοδοξίας, ἀκόμα κι ἂν ἐργάζεται ἀκατάπαυστα τὶς ἐντολὲς τοῦ θεοῦ. ‘Ἀπεναντίας, θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀκόμα χειρότερο, γιατί ἀξιώθηκε νὰ τὴν ἐπισκιάσει ἡ θεία συγκατάβαση.
Ἐκείνη ἡ (πρώτη) ταπεινοφροσύνη ἔχει συνήθως λύπη καὶ στενοχώρια, ἐνῶ αὐτὴ (ἡ δεύτερη) ἔχει χαρὰ καὶ σεμνότητα γεμάτη σοφία. Γι’ αὐτὸ ἡ πρώτη ἔρχεται σ’ ἐκείνους ποὺ βρίσκονται στὴ μέση τῶν ἀγώνων, ὅπως εἶπα, ἐνῶ ἡ ἄλλη στέλνεται σ’ ἐκείνους ποὺ πλησιάζουν τὴν τελειότητα. Καὶ γι’ αὐτὸ ἡ πρώτη πολλὲς φορὲς ἐξαπατᾶται ἀπὸ τὶς ἐπιτυχίες τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἐνῶ ἡ ἄλλη, ἀκόμα κι ἂν τῆς προσφέρουν ὅλες τὶς βασιλεῖες τοῦ κόσμου, οὔτε ἐπηρεάζεται οὔτε αἰσθάνεται διόλου τὰ φοβερὰ βέλη τῆς ἁμαρτίας.
Γιατί, σὰν πνευματικὴ ποὺ εἶναι ὁλοκληρωτικά, ἀγνοεῖ σὲ κάθε περίσταση τὶς ὑλικὲς προσφορές.
Πρέπει ὅμως ὁ ἀγωνιστὴς μὲ κάθε τρόπο νὰ περάσει ἀπὸ τὴν πρώτη γιὰ νὰ φτάσει στὴ δεύτερη’ γιατί ἂν ἡ χάρη δὲν μαλακώσει προηγουμένως μὲ τὴν πρώτη, μέσω τῶν παιδαγωγικῶν θλίψεων, τὸ αὐτεξούσιό μας – δοκιμάζοντάς μας ἔτσι, ἀλλὰ χωρὶς νὰ μᾶς ἀναγκάζει δὲν μᾶς χαρίζει τὴν πολυτέλεια τῆς δεύτερης, (τῆς τέλειας δηλαδὴ ταπεινοφροσύνης).

Τοῦ Ἁγίου Μαξίμου
Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μία ἀκατάπαυστη προσευχὴ μὲ δάκρυα καὶ κακοπάθεια, Αὐτὴ ἐπικαλεῖται πάντα τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν ἀφήνει (Τὸν ἄνθρωπο) νὰ θαρρεύεται ἀνόητα στὴ δικὴ τοῦ δύναμη καὶ σοφία οὔτε νὰ ὑπερηφανεύεται ἔναντι ἀλλοῦ. Αὐτὰ εἶναι φοβερὲς ἀρρώστιες τοῦ πάθους τῆς ὑπερηφάνειας,

Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔφτασε νὰ κατανοήσει πόσο ἄρρωστος εἶναι (πνευματικά), αὐτὸς ἔφτασε στὴν τελειότητα τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ, Γι’ αὐτὸ καί, καθὼς συνεχῶς κινεῖται (ἐσωτερικά) σὲ εὐχαριστία (τοῦ Θεοῦ), πάντοτε εἶναι πλούσιας σὲ θεία χαρίσματα.
Στόμα ποὺ εὐχαριστεῖ ἀκατάπαυστα τὸ Θεό, δέχεται τὴν εὐλογία Του’ καὶ καρδιὰ ποὺ παραμένει στὴν εὐχαριστία, δέχεται συνεχῶς αὔξηση τῆς χάριτος.
Πρὶν ἀπὸ τὴ χάρη πηγαίνει ἡ ταπείνωση, ὅπως ἀκριβῶς καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμὸ πηγαίνει ἡ οἴηση.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *