Ὁ ἴδιος αὐτὸς Μακάριος, ὅταν ἐπληροφορήθη διὰ τοὺς Ταβεννησιώτας, ὅτι ἔχουν μεγάλην αὐστηρότητα εἰς τὴν ζωήν των, ἀφοῦ ἄλλαξεν ἐνδύματα καὶ ἔγινεν ὡσὰν κοσμικός, ἐβἀδισεν ἐπὶ δεκαπέντε ἡμέρας καὶ ἀνέβηκεν εἰς Θηβαϊδα. Μόλις ἔφθασεν εἰς τὸ Μοναστήριον τῶν Ταβεννησιωτῶν, ἐζήτησε νὰ εἰδοποιἤσουν, διὰ τὸν ἐρχομόν του, τὸν ’Αρχιμανδρίτην Παχὠμιον, πού ἦτο ἄνθρωπος μὲ προφητικὸν χάρισμα κατὰ θείαν ὅμως οἰκονομίαν, τὸ Πνεῦμα δὲν τοῦ ἐφανέρωσεν τὴν περίπτωσιν τοῦ Μακαρίου.
’Αφοῦ, λοιπόν, τὸν ἐκάλεσαν μέσα εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ συνήντησε τὸν Παχώμιον, τοῦ εἶπε: . . .
–Σὲ παρακαλῶ, Κύριέ μου, νὰ μὲ δεχθῇς εἰς τὸ Μοναστήρι σου, διὰ νὰ γίνω Μοναχός.
-Σὺ ἐγήρασας πλέον, τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Μέγας Παχώμιος, καὶ πῶς θὰ ὴμπορέσῃς νὰ ἀσκητεῦσῃς; ’Εδῶ εὑρίσκονται ἀδελφοί, ποὺ ἔχουν ἐπιδοδῆ εἰς τὴν ἄσκησιν ἀπὸ τὴν νεότητά των, ἔχουν τραφῆ μαζὶ μὲ τοὺς κόπους καὶ οἱ ὁποῖοι ἀντέχουν εἰς τὴν σκληρότητα τῆς ἀσκήσεως, σὺ ὅμως, εἰς αὐτὴν τὴν ἡλικίαν, δὲν θὰ ὴμπορέσῃς νὰ ἀντέξῃς εἰς τοὺς κόπους καὶ τὰς ἀπασχολήσεις τῆς ἀσκήσεως, ἀλλὰ θὰ ἀπελπισθῆς καὶ θὰ ἐπιστρέψῃς πάλιν εἰς τὸν κόσμον, ὅπου καὶ μᾶς θὰ κακολογήσῃς καὶ τὸν ἑαυτόν σου θὰ βλἀψῃς πάρα πολύ.
Δὲν τὸν. ἐδέχθὴ λοιπὸν ὁ Παχώμιος, ἀλλὰ τὸν ἔστειλεν ὀπίσω. Ὁ Μακάριος ὅμως δὲν ἔφυγεν, ἀλλὰ παρέμενε νηστικὸς ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἔξω ἀπὸ τὴν Πύλην τοῦ Μοναστηριοῦ. Μόλις τὸ ἔμαθεν αὐτὸ ὁ Παχώμιος τὸν καλεῖ πάλιν μέσα καὶ τοῦ ἐπανέλαβε τὰ προηγούμενα.
Τότε καὶ ὁ Μακάριος τοῦ εἶπε:
-Σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ δεχθῇς, ᾽Αββᾶ, καὶ ἂν δὲν νηστεῦω, ὅπως οἱ ἀδελφοί, καὶ ἂν δὲν ἐργάζωμαι ὅπως ἐκεῖνοι, τότε διάταξε νὰ μὲ πετάξουν ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.
Κατόπιν αὐτοῦ τὸν ἐδέχθη καὶ τὸν κατέταξεν εἰς τοὺς Μοναχοὺς τοῦ Μοναστηρίου (ἐκεῖνο δὲ τὸ Μοναστήρι ἔχει, μέχρι σήμερα, χιλίους τετρακοσίους Μοναχοῦς). Μετὰ μικρὸν διάστημα ἔφθασεν ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. ᾿
Εἶδε λοιπὸν ὁ Γέροντας τοὺς ἀδελφοὺς νὰ ἐπιδίδωνται εἰς διαφόρους ἀσκήσεις“ καὶ ἄλλος μὲν νὰ τρώγῃ τὸ βράδυ, ὅπως ἦτο συνηθισμένον, ἄλλος κάθε δύο ἡμέρας, ἄλλος κἀθε πέντε, ἄλλος νὰ ἀγρυπνῇ ὅρθιος ὁλόκληρον τὴν νύκτα καὶ τὴν ἡμέραν νὰ ἀπασχολῆται εἰς τὴν ἑργασίαν, καὶ ἄλλος τέλος, νὰ ἐπιδίδεται εἰς ἄλλο εἶδος ἀσκήσεως, ἀνάλογα μὲ τὴν προθυμίαν καὶ τὴν δύναμίν του. Τότε καὶ αὐτός, ἀφοῦ ἔδρεξεν ἀρκετὰ βλαστἁρια φοινίκων ἐκάθισεν εἰς μίαν γωνίαν τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ μέχρις ὅτσου ἐπέρασεν ἡ Τεσσαρακοστὴ καὶ ἔφθασε τὸ Πάσχα δὲν ἔφαγε καθόλου ψωμί, δὲν ἤπιε νερό, δὲν ἐλὐγισε τὸ γόνατὀν του, δὲν ἐκάδισεν, οὖτε ἐπλάγιασε, δὲν ἔφαγε τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνον, κάθε Κυριακήν, ἔτρωγεν ὀλίγα ὠμὰ λαχανόφυλλα (καὶ αὐτό, κατὰ τὴν γνώμην μου, τὸ ἔκανε, διὰ νὰ φανῇ ὅτι τρώγει καὶ νὰ μὴ πέσῃ εἰς ὑπερηφάνειαν). Δὲν ὡμίλησεν εἰς κανένα, μικρὸν ἢ μεγάλον, ἀλλὰ ἐστέκετο σιωπηλός, ἐπρόσεχε τὸν ἑαυτόν του καὶ συνωμιλοῦσε συνεχῶς, διὰ τῆς προσευχῆς, μέσα εἰς τὴν καρδίαν του μὲ τὸν Θεόν, ἐνῷ μὲ τὰ χέρια του ἕπλεκε τὰ βλαστάρια τῶν φοινίκων.
Ὅταν λοιπὸν εἶδαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτὴν τὴν ὑπερβολικὴν καρτερικότητα, προσῆλθαν εἰς τὸν Παχώμιον καὶ τοῦ εἶπαν:
’Αββᾶ, ἀπὸ ποῦ μᾶς ἔφερες αὐτὸν τὸν ἄσαρκον, διὰ νὰ εἶναι δι’ ἡμᾶς, μὲ τὴν ἄσκησίν του, ζῶσα κατάκρισις; Ἤ λοιπὸν διῶξε τον ἐδῶ, ἢ μάθε ὅτι ὅλοι ἡμεῖς χωριζόμεθα ἀπὸ σὲ σήμερον.
Τότε ὁ Μέγας Παχώμιος, καθὼς ἕμαθε διὰ τὸν ἄνδρα καὶ τὴν ὑπεράνθρωπον ἄσκησίν του, προσηυχήθη εἰς τὸν Θεὸν νὰ τοῦ φανερὠσῃ ποῖος εἷναι αὐτός, ποὺ ἔδειξεν τέτοιαν ὑπομονήν. Ὁ Θεὸς λοιπὸν τοῦ ἐφανέρωσε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μοναχὸς Μακάριος.
’Αμέσως τὸν ἐπλησίασεν ὁ Παχὠμιος, τὸν ἐπῆρεν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ὡδήγησεν μέσα εἰς τὸν Ναόν. ᾽Εκεῖ, ἀφοῦ τὸν ἠσπάσθη, τοῦ λέγει: . ”Ελα, καλόγηρε, σὺ εἶσαι ὁ Μακάριος’ διατὶ μοῦ τὸ ἀπέκρυψες; ’Απὸ πολλὰ χρόνια, καθὼς ἤκουα διὰ σέ, ἐπιθυμοῦσα νὰ σὲ γνωρίσω. Σοῦ χρεωστῶ χάριν, διότι ἐταπείνωσες τὰ παιδιά μου, διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανεὐωνται διὰ τὴν ἄσκησίν των. Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν τώρα πήγαινε εἰς τὸν τόπον σου, διότι ,ἀρκετὰ συνετέλεσες εἰς τὴν πνευματικήν μας οἰκοδομὴν καὶ νὰ προσεύχεσαι δι’ ἡμᾶς.
Τότε, ἀφοῦ τὸν ἐτίμησαν κατ’ ἀξίαν οἱ ἀδελφοί, ἀνεχώρησε καὶ ἦλθε πάλιν εἰς τὸ κελλί του.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!