Ἀπὸ τὸ βίο τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς
ΕΛΕΓΕ ἡ ἁγία Συγκλητικὴ στὶς συναγμένες μοναχές: – Πρέπει νὰ ὁπλιζόμαστε μὲ ὅλα τὰ μέσα ἐναντίον τῶν ἔχθρων γιατί καὶ ἀπ’ ἔξω μας χτυποῦν καὶ ἀπὸ μέσα μας πολεμοῦν. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς τὸ πλοῖο ἄλλοτε καταποντίζεται ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ τρικυμία καὶ ἄλλοτε βουλιάζει ἐπειδὴ κάνει νερὰ στὸ ἐσωτερικό του, ἔτσι καὶ ἡ ψυχῆ, ἄλλοτε κινδυνεύει ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς ἐπιθέσεις τῶν πονηρῶν πνευμάτων Καὶ ἄλλοτε παραδίνεται στὸν ἐχθρὸ μὲ τοὺς ἐσωτερικοὺς λογισμούς. Πρέπει λοιπὸν καὶ τὶς ἐξωτερικὲς ἐπιθέσεις τῶν πνευμάτων νὰ παρακολουθοῦμε Καὶ τὶς ἐσωτερικὲς κακίες, ποὺ ἐκδηλώνονται μὲ τοὺς λογισμούς, ν’ ἀνιχνεύουμε. Πολὺ περισσότερο μάλιστα νὰ ἐπαγρυπνοῦμε γιὰ τοὺς λογισμούς, γιατί καὶ ἀκατάπαυστά μας τριβελίζουν καὶ ἀσυναίσθητά μας ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια. Γιατί ὅταν εἶναι ἐξωτερικὲς τρικυμίες καὶ κραυγάζουν οἱ ναῦτες, πολλὲς φορὲς σώζονται ἀπὸ τὰ κοντινὰ πλοῖα. “Ἂν ὅμως τὸ σκάφος πάθει ἐσωτερικὸ ρῆγμα καὶ οἱ ναῦτες κοιμοῦνται, τότε καὶ χωρὶς θαλασσοταραχὴ θὰ εἰσορμήσουν μέσα τοῦ τὰ νερὰ καὶ θὰ τὸ βυθίσουν.

Πρέπει λοιπὸν νὰ δείχνουμε πιὸ ἔντονη προσοχὴ στοὺς λογισμούς. Γιατί ὁ ἐχθρός, ποὺ θέλει νὰ γκρεμίσει τὴν ψυχὴ ὅπως (θὰ γκρέμιζε) ἕνα σπίτι, ἢ ἀρχίζει ἀπὸ τὰ θεμέλια τὸ καταστροφικὸ
τοῦ ἔργο, ἢ ξεκινάει ἀπὸ τὴν ὀροφὴ καὶ τὴ ρίχνει κάτω, ἢ ἀκόμα μπαίνει ἀπὸ τὰ παράθυρα καί, ἀφοῦ δέσει τὸν οἰκοδεσπότη, γίνεται κύριος ὅλων. Θεμέλια εἶναι τὰ καλὰ ἔργα, ὀροφὴ εἶναι ἡ πίστη καὶ παράθυρα οἱ αἰσθήσεις. Μὲ ὂλ’ αὐτά μας πολεμάει ὁ ἐχθρός.
Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ θέλει νὰ σωθεῖ, πρέπει νὰ ἔχει τὰ μάτια τοῦ δεκατέσσερα. Στὴν παροῦσα ζωὴ δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ξένοιαστοι, γιατί λέει ἡ Γραφή: “Ὁ δοκῶν ἔσταναι βλεπέτω μὴ πέση” (Α’ Κόρ. 10:12).

Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε: – Ἀπὸ τίποτα δὲν ἔχουμε ἀνάγκη, ἐκτὸς ἀπὸ νήφουσα καρδιά.
Ἕνας γέροντας ἐπισκέφθηκε κάποιον ἄλλο. καὶ καθὼς συνομιλοῦσαν, εἶπε:Ἐγὼ πέθανα γιὰ τὸν κόσμο. Τότε τοῦ λέει ὁ ἄλλος:
Μὴν ἔχεις θάρρος στὸν ἑαυτό σου, ἀδελφέ, ὥσπου νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ σῶμα. Γιατί ἂν ἐσὺ λὲς ὅτι πέθανες, ὁ σατανᾶς ὅμως δὲν πέθανε.

Ἕνας νέος μοναχός, ποὺ κατοικοῦσε ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο, εἶδε κάποτε μερικοὺς γέροντες νὰ κατευθύνονται πρὸς τὸν ἀββᾶ. καὶ ἐπειδὴ κατάλαβε πὼς ἦταν κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία, πρόσταξε ὀνάγρους, (ποὺ ἔβοσκαν ἐκεῖ κοντά, νὰ ἔρθουν καὶ νὰ πάρουν στὶς ράχες τοὺς τοὺς πατέρες). Οἱ ὄναγροι ὑπάκουσαν. Ἦρθαν, πῆραν τοὺς γέροντες καὶ τοὺς μετέφεραν ὡς τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο.
Οἱ γέροντες διηγήθηκαν στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο τὸ θαῦμα (τῆς ἐξημερώσεως τῶν ὀνάγρων), ποὺ ἔκανε γιὰ χάρη τοὺς ὁ νέος ἐκεῖνος. καὶ ὁ ἄββάς τους εἶπε:
Ὁ μοναχὸς αὐτός μου φαίνεται σὰν πλοῖο φορτωμένο μὲ πολλὰ ἀγαθά. Δὲν ξέρω ὅμως ἂν θὰ φτάσει στὸ λιμάνι…
Πέρασε ἀρκετὸς καιρός. Καὶ ἐκεῖ ποὺ καθόταν ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος, ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ κλαίει καὶ νὰ ὀδύρεται καὶ νὰ τραβάει τὶς τρίχες του. Βλέποντας τὸν σ’ αὔτη τὴν κατάσταση οἱ μαθητές του, τὸν πλησίασαν καὶ τὸν ρώτησαν:
Τί ἔγινε καὶ θρηνεῖς τόσο ἀπαρηγόρητα;
Μόλις ἔπεσε ἕνας μεγάλος στύλος τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς εἶπε ὁ γέροντας, ἐννοώντας τὸν νέο ἐκεῖνο μοναχό. Πηγαίνετε ὅμως ὡς
ἐκεῖ, καὶ θὰ δεῖτε τί ἔγινε, πρόσθεσε.
Ἐκεῖνοι πῆγαν, καὶ τὸν βρῆκαν πεσμένο στὴν ψάθα του, νὰ κλαίει γιὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ εἶχε κάνει.
Μόλις εἶδε τοὺς μαθητὲς τοῦ γέροντα, τοὺς λέει:
Πέστε στὸ γέροντα… “Ἂς παρακαλέσει τὸ Θεό, νὰ μοῦ παραχωρήσει δέκα μόνο μέρες… καὶ ἐλπίζω ν’ ἀπολογηθῶ…
Οἱ ἀδελφοὶ ἔφυγαν. καὶ σὲ πέντε μέρες πέθανε.

Ὁ ἀββᾶς Βησσαρίων εἶπε:
Ὅταν ταπεινώσουμε τὸν ἑαυτό μας, πρέπει καὶ νὰ προσέχουμε, μήπως εἰσχωρήσει μέσα μας μία ξένη χαρά, (ὄχι πνευματική), καὶ πέσουμε σὲ καύχηση καὶ ἀφήσουμε ἀφύλαχτη τὴν καρδιά μας, ὅποτε θὰ παραδοθοῦμε σὲ πόλεμο. Γιατί συχνὰ ὁ Θεός, λόγω τῆς ἀδυναμίας μας, συγκαταβαίνει σπλαχνικὰ καὶ διώχνει μακριά μας τὸ σατανᾶ. “Ἂν ὅμως ἐμεῖς, ἀπὸ ἀμέλεια, πάψουμε νὰ τὸν φοβόμαστε καὶ νὰ προσέχουμε, ἀμέσως παραδινόμαστε πάλι σὲ πειρασμούς.

Τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα
Ἀδελφέ, ὅσο βρίσκεσαι στὸ σῶμα, μὴν ἀφήσεις ἀφύλαχτη τὴν καρδιά σου. Γιατί, ὅπως ἕνας γεωργὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἐμπιστοσύνη στοὺς καρποὺς ποὺ ὡριμάζουν στὸν ἀγρό του, ἐπειδὴ δὲν ξέρει τί μπορεῖ νὰ πάθουν πρὶν τοὺς ἀσφαλίσει μέσα στὶς ἀποθῆκες του, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ν’ ἀφήσει ἀφύλαχτη τὴν καρδιὰ τοῦ ὅσο ἀναπνέει. καὶ ὅπως ὁ ἄνθρωπος, ὡς τὴν τελευταία του πνοή, δὲν ξέρει ἀπὸ πιᾶν ἀρρώστια θὰ προσβληθεῖ τὸ σῶμα του, πού, ὅσο εἶναι ζωντανό, εἶναι καὶ προσβλητὸ ἀπὸ ἀσθένειες, ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ δείξει ἀδιαφορία καὶ γιὰ τὴν ψυχή του, ὅσο βρίσκεται μέσα στὴν περιοχὴ τῶν ἐχθρῶν, δηλαδὴ στὴν παροῦσα ζωή, ἀλλὰ πάντοτε πρέπει νὰ κραυγάζει στὸ Θεὸ γιὰ τὴ βοήθεια καὶ τὸ ἔλεός Του.
Ἀδελφοί, πρέπει καὶ οἱ πνευματικοί, οἱ προχωρημένοι στὴν ἀρετή, νὰ φυλάγονται ὡς τὴν τελευταία τους πνοὴ ἀκόμα κι ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἀδιόρατα, θὰ λέγαμε, καὶ πολὺ μικρὰ ἁμαρτήματα. Γιατί λέει ἡ Γραφή: “Ὁ ἐξουθενῶν τὰ ὀλίγα κατὰ μικρὸν πεσεῖται” (Σολ. Σείρ. 19:1). καὶ μὴ ρωτήσεις, Πῶς μπορεῖ νὰ πέσει ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος;. Γιατί ἂν βέβαια παραμείνει πνευματικός, δὲν θὰ πέσει. Ἂν ὅμως καλοδεχθεῖ ἔστω καὶ κάτι μικρὸ ἀπὸ τὰ ἀντίθετα καὶ δὲν μετανοήσει γι’ αὐτό, τότε ἐκεῖνο τὸ μικρὸ μεγαλώνει μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου καὶ δὲν ἀνέχεται πιὰ νὰ βρίσκεται μόνο του, ἀλλὰ τραβάει βίαια τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὴν οἰκογένεια (τῶν παθῶν), στὴν ὁποία ἀνήκει καὶ τὸ ἴδιο, χρησιμοποιώντας σὰν σχοινὶ τὸν μακροχρόνιο σύνδεσμό τους. καὶ ἂν μὲν ὁ ἄνθρωπος πολεμήσει μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ἀποκόψει τὸ μικρὸ αὐτὸ ἐλάττωμα, παραμένει στὰ πνευματικά του μέτρα, ὑστερώντας πάντως ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἀπάθεια τόσο, ὅσο τοῦ κόστισε ἡ προσκόλληση στὸ συγκεκριμένο κακό. Ἂν ὅμως στὸ τέλος παρασυρθεῖ ἀπὸ τὴν αὔξηση τῆς ἐπιθετικότητας τοῦ ἐχθροῦ καὶ περιορίσει τὸν ἀγώνα τῆς προσευχῆς, ὁπωσδήποτε θὰ ἐξαπατηθεῖ καὶ ἀπὸ ἄλλα πάθη. καὶ ἔτσι, καθὼς τὸ ἕνα πάθος θὰ διαδέχεται τὸ ἄλλο, ὁ ἄνθρωπος, λίγο-λίγο καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο ἀπομακρύνεται κάθε φορά, θὰ χωρίζεται ἀπὸ τὴ θεία βοήθεια καὶ θὰ ὁδηγεῖται πιὰ μὲ τὴ δύναμη τῆς συνήθειας, θέλοντας καὶ μή, σὲ μεγαλύτερα κακά, καθὼς θὰ τὸν σπρώχνουν βίαια τὰ πάθη ποὺ κυριάρχησαν ἐπάνω του.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *