Τοῦ Ἁγίου Ἔφραιμ
ΑΔΕΛΦΕ, γιατί πλανιέσαι καί, παρασυρμένος ἀπ’ τὸ διάβολο, ἀνέρχεσαι σὲ ἀξιώματα ποῦ δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν, περιβάλλοντας τὸν ἑαυτό σου μὲ (ἐφήμερη) τιμή;” Ἄκου τὸν ἀπόστολο, ποὺ λέει: «οὐ γὰρ ὁ ἑαυτὸν συνιστῶν, ἐκεῖνός ἐστι δόκιμος, ἀλλ’ ἂν ὁ Κύριος συνίστησιν» (Β’ Κόρ. 10:18). Ἄλλα καὶ ὁ Κύριος λέει: «Πὼς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξα παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξα τὴν παρὰ τὸν μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;» (Ἰω.5:44).
Σύνελθε λοιπόν, ἀγαπητέ, καὶ σκέψου γιὰ ποιὰ αἰτία ἀπαρνήθηκες τὸν μάταιο βίο καὶ τὸ διάβολο καὶ τὴν ὑπερηφάνειά του, καὶ πάψε νὰ φρονεῖς πιὰ τὰ κοσμικά. Δὲν ξέρεις ὅτι, ἂν καταφρονήσεις τὸν πλησίον σου πέφτεις στὴν ἁμαρτία τῆς φιλαυτίας καὶ τῆς κενοδοξίας; Σκέψου ὅμως, ὅτι τίμησες κιόλας τὸν ἑαυτό σου περισσότερο ἀπὸ Τὸν ἀδελφό σου καὶ πῆρες θέση ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δική του μὲ τὴ φιλονικία καὶ μὲ τὴ φιλαυτία καὶ μὲ τὸ νὰ μὴ θέλεις νὰ ταπεινωθεῖς μπροστά του. Ἄραγε αὐτὴ ἡ κενοδοξία θὰ σὲ παρουσιάσει εὐάρεστο ἀτὸ Θεὸ καὶ θὰ σοῦ ἐξασφαλίσει καὶ τὴ (δική Του)τιμὴ ἐκεῖ; Καθόλου. Γιατί ὁ ἴδιος εἶπε: Ος ἐὰν θέλει ἐν ὑμὶν μέγας γενέσθαι, ἐσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλει ἐν ὑμὶν ἐΊναι πρῶτος, ἐσται ὑμῶν δοῦλος (Ματθ. 20:26-27).
Πρόσεχε λοιπόν, ἀδελφέ, μήπως, θέλοντας νὰ εἶσαι πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν ἀδελφό σου, θεωρηθεῖς ἐλάχιστος ἐκεῖ, στὴ μέλλουσα ζωὴ (πρβλ. Μάτθ. 5:19), καὶ ἀκούσεις αὐτὸ ποὺ ἄκουσε ἐκεῖνος ὁ φιλόδοξος πλούσιος, τὴν ὥρα ποὺ βασανιζόταν μέσα στὴν ἄσβεστη φωτιά: «Μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ! σού»(Λούκ. 16:25). Γιατί εἶναι γραμμένο: «τὰ ὑψηλὰ ἐν ἀνθρώποις, βδελυκτὰ παρὰ Θεῶ εἰσί» (πρβλ. Λούκ. 16:15).
Μὴν ἀγαπᾶς λοιπὸν τὴν τιμὴ τῶν ἀνθρώπων, γιατί δὲν παραμένει αἰώνια, σύμφωνα μ’ αὐτὸν ποὺ εἶπε: «Πάσα σὰρξ χόρτος, καὶ πάσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἀνθὸς χόρτου» (“Ἤσ. 40:6. Α’ Πέτρ. 1:24). , Ἀπαρνήσου τὸ ζυγό του ἐχθροῦ καὶ τὴν ὑπερηφάνειά του, καὶ βάλε τὸν αὐχένα σου κάτω ἀπὸ Τὸν καλὸ ζυγὸ τοῦ Δεσπότη μας. Γιατί ὁ ἴδιος εἶπε: «Πᾶς ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λούκ. 14:11. 18:14). καὶ ἀλλοῦ: «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοὶς δὲ δίδωσι χάριν» (Παροιμ. 3:34. Ἴακ. 4:6. Α’ Πέτρ. 5:5).
Ἂς φοβηθοῦμε λοιπόν, ἀγαπητέ, μήπως πεῖ καὶ γιά μας, ὅτι «ἠγάπησαν τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ὑπὲρ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 12:43), καὶ ἂς ταπεινωθοῦμε, γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου, μπροστὰ σὲ ὅλους, γιὰ ν’ ἀξιωθοῦμε καὶ τὴν ἐδῶ καὶ τὴν ἐκεῖ ἀνάπαυση. Γιατί Ἐκείνος (πάλι) εἶπε: «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμὶ Καὶ ταπεινός τη καρδία καὶ εὐρησετε ἀνάπαυσιν ταὶς ψυχαὶς ὑμῶν» (Ματθ. 11:29).
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ἕνας ἀδελφὸς ἐπισκέφθηκε τὸν ἀββᾶ Σεραπίωνα. “Ὁ γέροντας Τὸν παρακινοῦσε νὰ κάνει εὐχή, ὅπως ἦταν ἡ συνήθεια. Ἐκείνος ὅμως δὲν δεχόταν, ἀποκαλώντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἁμαρτωλὸ καὶ ἀνάξιό του μοναχικοῦ σχήματος. “Ὁ γέροντας θέλησε ἐπίσης νὰ τοῦ πλύνει τὰ πόδια, (σύμφωνα μὲ ἄλλη συνήθεια τῆς ἐποχῆς), ἀλλὰ κι αὐτὸ δὲν τὸ δεχόταν ὁ ἀδελφός, προβάλλοντας τοὺς ἴδιους λόγους.
Στὴ συνέχεια ὁ γέροντας ἔστρωσε τὸ τραπέζι καὶ τὸν ἔβαλε νὰ καθίσει. Κάθισε κι ὁ ἴδιος καὶ ἄρχισε νὰ τρώει μαζί του. Στὸ μεταξὺ τὸν νουθετοῦσε καὶ ἔλεγε:
Παιδί μου, ἂν θέλεις νὰ ὠφεληθεῖς, μεῖνε καρτερικὰ στὸ κελί σου καὶ πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸ ἐργόχειρο σου’ γιατί δὲν σὲ ὠφελοῦν τόσο οἱ ἐπισκέψεις καὶ οἱ συναντήσεις, ὅσο ἡ παραμονὴ στὸ κελί σου.
Ὁ ἀδελφός, ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, δυσφόρησε. Τὸ πρόσωπό του ἄλλαξε ἔκφραση, πράγμα ποὺ δὲν ἔμεινε ἀπαρατήρητο ἀπὸ τὸ γέροντα. τοῦ εἶπε λοιπόν:
Μέχρι τώρα βεβαίωνες πὼς εἶσαι ἁμαρτωλὸς καὶ κατηγοροῦσες τὸν ἑαυτό σου, λέγοντας πὼς εἶναι ἀνάξιος καὶ νὰ ζεῖ. Καὶ ἐπειδὴ σὲ συμβούλεψα μὲ ἀγάπη, τόσο πολὺ ἐξαγριώθηκες;” Ἂν λοιπὸν θέλεις νὰ εἶσαι (πραγματικά) ταπεινός, μάθε νὰ σηκώνεις μὲ γενναιότητα ὅσα σου προξενοῦν οἱ ἄλλοι, καὶ νὰ μὴ λὲς παχιὰ λόγια. Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ ἀδελφός, ἔβαλε μετάνοια στὸ γέροντα κι ἔφυγε πολὺ ὠφελημένος.
Ἀπὸ τὸν ἅγιο Βαρσανούφιο
Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν προφήτη:
Τί πρέπει νὰ κάνει ἐκεῖνος ποῦ θέλει νὰ ζήσει ἡσυχαστικὴ ζωή, γιὰ (ν’ ἀποφύγει) τὴ φήμη ποῦ θὰ δημιουργηθεῖ (τυχόν) γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του;
Γιατί ἴσως νὰ τὸν βλάψει ἡ φήμη ποὺ θὰ ξεπερνάει τὴν πραγματικότητα, καθὼς εἶπαν καὶ οἱ Πατέρες: Ἀλίμονο στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, ποὺ τὸ ὄνομα τοῦ εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα του”. καὶ ὁ γέροντας ἀπάντησε:
Τὸ νὰ ἔχει κανεὶς ὄνομα ἡ δόξα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἐργασία του, δὲν τὸν βλάπτει σὲ τίποτα φτάνει νὰ μὴν
αἰσθάνεται εὐχαρίστηση ἀπὸ τὰ ὅσα (ἐγκωμιαστικά) λένε γιὰ κείνων καὶ νὰ μὴ συμφωνεῖ μ’ αὐτὰ ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ κι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ συκοφαντεῖται γιὰ φόνο (δὲν εἶναι ἔνοχος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ), ἀφοῦ δὲν ἔχει κάνει αὐτὸ τὸ ἔγκλημα. Ἐκεῖνος λοιπὸν (ποὺ τὸν τιμοῦν ὑπερβολικά) πρέπει νὰ σκέφτεται: “Οἱ ἄνθρωποι δὲν ξέρουν ποιὸς εἶμαι, γι’ αὐτὸ μὲ ἔχουν σὲ ὑπόληψη”.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!