Τοῦ Παλλαδίου
ΠΟΤΕ δὲν θ’ ἁμαρτήσεις, ὅταν τρῶς μὲ μέτρο καὶ ὅταν ἐγκρατεύεσαι πάλι μὲ μέτρο.
Προτιμότερο εἶναι νὰ πίνεις κρασὶ μὲ διάκριση, παρὰ νὰ πίνεις νερὸ μὲ ὑπερηφάνεια. καὶ πάρε σὰν παράδειγμα ἐκείνους ποὺ ἔπιναν τὸ κρασὶ μὲ εὐσεβῆ διάκριση, καθὼς κι ἐκείνους ποὺ τὸ περιφρονοῦσαν ἀπὸ ἄλογη ἔπαρση: Ὁ Ἰωσὴφ ἤπιε κάποτε κρασί, ὅταν ἦταν στὴν Αἴγυπτο (Γέν. 43:33). Αλλά καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἤπιε μὲ τοὺς μαθητές του, καὶ γι’ αὐτὸ κατηγορήθηκε σὰν «φάγος καὶ οἰνοπότης» (Ματθ. 11:19. Λουκ. 7:34). Ἀντίθετα, οἱ Μανιχαϊοι καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες σοφούς, ποὺ ἔπιναν μόνο νερό, ὑποδουλώθηκαν στὴν οἴηση καὶ δὲν μπόρεσαν ν’ ἀποφύγουν τὸν ὄλεθρο τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Γιατί αὐτὰ καθεαυτὸ τὰ φαγητὰ καὶ τὰ ποτὰ οὔτε ἀξιοκατάκριτα εἶναι οὔτε ἐπαινετά.
Ἀξιοκατάκριτη ἢ ἐπαινετὴ εἶναι ἡ διάθεση ἐκείνων ποὺ τὰ χρησιμοποιοῦν μὲ κακὸ ἢ καλὸ τρόπο ἀντίστοιχα.
Ὁ Κύριος εἶπε γι’ αὐτοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦν τὰ ὑλικὰ πράγματα ἢ ἀπέχουν ἀπ’ αὐτά, ὅτι «ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς» (Ματθ. 7:16,20). καὶ αὐτοὶ (οἱ καρποί) εἶναι, κατὰ τὸν ἀπόστολο, «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθοσύνη, πίστης, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5:22). “Ὁποῖος λοιπὸν ἀγωνίζεται ν’ ἀποκτήσει τέτοιους καρπούς, ἐγκρατεύεται σὲ ὅλα (Α’ Κόρ. 9:25), καὶ ἀνάλογα δὲν θὰ φάει οὔτε θὰ πιεῖ οὔτε θὰ μείνει μαζὶ μὲ κάποιον ποὺ ἔχει πονηρὴ συνείδηση.
Τοῦ ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτη
Ἐρώτηση: Ἂν κάποιος ἀποφασίσει μὲ ὅρκο νὰ πραγματοποιήσει κάτι καλό, ὅπως λ.χ. νὰ μὴ δοκιμάσει κρασὶ γιὰ ὁρισμένο καιρὸ ἢ νὰ νηστέψει ἢ νὰ κάνει κάτι ἄλλο παρόμοιο, καὶ μετὰ ἀπὸ ἀδυναμία δὲν μπορέσει νὰ τελειώσει αὐτὸ ποῦ ἄρχισε, τί πρέπει νὰ κάνει;
Ἀπόκριση: Πρῶτα-πρῶτα, εἶναι γενικὰ σφαλερὸ καὶ ἀπαράδεκτο τὸ νὰ ὁρίζουμε κάτι τέτοιο μὲ ὅρκο γιατί δὲν ἀγωνιζόμαστε ἀκατάπαυστα (γιὰ τὸ καλό) ἀπὸ καταναγκασμό, ἂλλ’ ἀπὸ αὐτεξούσια προαίρεση. Δὲν πρέπει, ἑπομένως, νὰ δεσμεύουμε τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεώς μας μὲ τὰ δεσμὰ τοῦ ὅρκου οὔτε ν’ ἀπέχουμε ἀπὸ κάποιο πράγμα ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός, σὰν κακὸ τάχα, ἀλλὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε ὅλα μὲ διάκριση. Ὡστόσο οἱ μακάριοι Πατέρες, ποὺ συνέταξαν γιὰ μᾶς τὶς ἱερὲς εὐχές, ἔκαμαν καὶ γι’ αὐτὴ τὴν περίπτωση μίαν εὐχή, ποὺ λύνει τὸν ἄνθρωπο μέσω τοῦ ἱερέως (ἀπὸ τὴν αὐτοδέσμευση τοῦ ὅρκου) Γιατί εἶναι εἰπωμένο στοὺς κανονικοὺς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ: «Ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἐσται λελυμένα ἐν τῷ οὔρανῳ» (Ματθ. 18:18). Ἐκεῖνος πάντως ποὺ δὲν τήρησε τὸν ὅρκο, ὀφείλει νὰ ὁμολογεῖ τὸ σφάλμα τοῦ ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ νὰ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του γιὰ ραθυμία καὶ ἀμέλεια. Γιατί ἂν αὐτὸς ποὺ θὰ κάνει μία συμφωνία μὲ θνητὸ βασιλιά, δὲν τολμάει νὰ τὴν παραβεῖ ὡς τὸ θάνατό του, πόσο μᾶλλον εἶναι ἔνοχος τιμωρίας ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε ἔνορκη ὑπόσχεση στὸν ἀθάνατο καὶ οὐράνιο Βασιλιά, καὶ μετὰ ἀθέτησε ὅτι ὑποσχέθηκε; Τελικὰ ὅμως ἢ μετάνοια ὅλα μπορεῖ (νὰ τὰ ἐπανορθώσει).
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ἀνέβηκε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ξανθίας ἀπὸ τὴ Σκήτη στὴν Τερεμουθίν, ὀποῦ ἔμεινε λίγο γιὰ (ν’ ἀναπαυθεῖ ἀπό) τὸν κόπο τῆς ἀσκήσεως. Ἐκεῖ τοῦ πρόσφεραν λίγο κρασί, ἐνῶ συνάμα κάποιοι τοῦ ἔφεραν κι ἕναν δαιμονισμένο (γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει). Ὁ δαίμονας τότε ἄρχισε νὰ βρίζει τὸ γέροντα, λέγοντας: Σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸ μπεκρούλιακα μὲ φέρατε;
Ὁ γέροντας, (ἀπὸ ταπείνωση), δὲν ἤθελε νὰ τὸν διώξει, ἀλλὰ γιὰ τὸ χλευασμὸ (ποὺ τοῦ ἔκανε), εἶπε:
Πιστεύω πὼς δὲν θὰ ἔχω ἀποπιεῖ τοῦτο τὸ ποτήρι, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ σὲ κάνει νὰ βγεῖς (ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο).
Καὶ μόλις ἄρχισε ὁ γέροντας νὰ πίνει, ὁ δαίμονας κραύγασε: Μὲ καῖς! Μὲ καῖς!
Πραγματικά, πρὶν ἀδειάσει (τὸ ποτήρι), βγῆκε (ἀπὸ τὸ δαιμονισμένο) μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Ἦρθαν κάποτε οἱ πατέρες στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὀποῦ τοὺς κάλεσε ὁ μακάριος ἀρχιεπίσκοπος Θεόφιλος, γιὰ νὰ κάνουν εὐχὴ καὶ νὰ γκρεμίσει τὰ εἴδωλα. Καθὼς λοιπὸν ἔτρωγαν μαζί του, τοὺς προσφέρθηκε μοσχαρίσιο κρέας. καὶ τὸ ἔτρωγαν χωρὶς κανένα δισταγμό! Σὲ μία στιγμὴ πῆρε ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἕνα κομμάτι κρέας καὶ τὸ πρόσφερε στὸ γέροντα ποὺ καθόταν δίπλα του.
Νά, ἀββᾶ, τοῦ εἶπε, αὐτὸ εἶναι καλὸ κοψίδι, φάτο.
Μόλις τὸ ἄκουσαν οἱ γέροντες, εἶπαν:
Ἐμεῖς ὡς τώρα τρώγαμε λάχανα. Ἂν ὅμως εἶναι κρέας, ἐμεῖς δὲν τὸ τρῶμε. καὶ κανείς τους δὲν ἔβαλε στὸ στόμα τοῦ πιὰ ἀπὸ τὸ κρέας ἐκεῖνο.
Τοῦ ἁγίου Διαδόχου
Ὅσοι ἀγωνίζονται γιὰ τὴ σωτηρία τους, τόσο πολὺ πρέπει νὰ μισοῦν ὅλες τὶς παράλογες ἐπιθυμίες, ὥστε νὰ τοὺς γίνει συνήθεια αὐτὸ τὸ μίσος. Τὴν ἐγκράτεια ὅμως τῶν τροφῶν πρέπει νὰ τὴν ἀσκοῦν μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μὴ φτάσουν νὰ σιχαθοῦν ποτὲ καμιὰ ἂπ’ αὐτές. Γιατί κάτι τέτοιο εἶναι ἐπικατάρατο καὶ τελείως δαιμονικό. Δὲν ἀπέχουμε ἀπὸ τὶς τροφὲς ἐπειδὴ εἶναι κακὲς – μὴ γένοιτο• ἂλλ’ ἀποφεύγουμε τὶς πολλὲς καὶ ὄχι ἀναγκαῖες τροφὲς γιὰ νὰ χαλιναγωγοῦμε, καθὼς πρέπει, τὰ μέλη τοῦ σώματος ποὺ βρίσκονται σὲ ἔξαψη. καὶ ἐπιπλέον, γιὰ νὰ μοιράζουμε τὸ περίσσευμα, ποὺ ἐξοικονομοῦμε, στοὺς φτωχοὺς – πράγμα ποὺ εἶναι γνώρισμα γνήσιας ἀγάπης.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!