Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἅγιου Ἀντώνιου

ΑΓΙΟΣ Ἀντώνιος ἔλεγε στοὺς μαθητές του: Γιὰ νὰ μὴν πέφτουμε σὲ ἀμέλεια καὶ ἀφήνουμε τὴν ἄσκηση, καλὸ εἶναι νὰ μελετᾶμε πάντα τὸν ἀποστολικὸ λόγο: «Καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκω» (Α’ Κόρ. 15:31).
Γιατί ἂν ἔτσι ζοῦμε κι ἐμεῖς, μὲ καθημερινὴ δηλαδὴ τὴν αἴσθηση τοῦ θανάτου, δὲν θ’ ἁμαρτήσουμε.
Αὐτὸ ποὺ λέω, σημαίνει τοῦτο: Κάθε πρωὶ ποὺ ξυπνᾶμε, (νὰ πιστεύουμε πὼς δὲν θὰ ζήσουμε μέχρι τὸ βράδυ. Καὶ ὅταν πέφτουμε γιὰ ὕπνο,) νὰ πιστεύουμε πὼς δὲν θὰ σηκωθοῦμε. Γιατί εἶναι ἄγνωστη, φυσικά, ἢ διάρκεια τῆς ζωῆς μας καὶ μετριέται καθημερινὰ ἀ¬πὸ τὴ θεία πρόνοια.
Ἂν λοιπὸν εἴμαστε ἔτσι τοποθετημένοι ἐσωτερικά, οὔτε θ’ ἁμαρτήσουμε οὔτε καμιὰ κακὴ ἐπιθυμία θὰ ἔχουμε οὔτε θὰ ὀργιστοῦμε ἐναντίον κανενὸς οὔτε θὰ μαζέψουμε θησαυροὺς πάνω στὴ γῆ.
‘Ἀλλά, περιμένοντας καθημερινὰ τὸ θάνατο, θὰ γίνουμε φτωχοί, καὶ σὲ ὅλους θὰ τὰ συγχωροῦμε ὅλα. Μὰ οὔτε καὶ γυναίκα θὰ ποθήσουμε οὔτε κάποιας ἄλλης αἰσχρῆς ἡδονῆς τὴν ἀπόλαυση θὰ κυνηγήσουμε, ἀλλά, σὰν φευγαλέα ποὺ εἶναι, θὰ τὴ σιχαθοῦμε, ζώντας συνεχῶς μὲ τὴν ἀγωνία (τῆς φρικτῆς ἀπολογίας μας) καὶ ἔχοντας μπροστὰ στὰ μάτια μας τὴν ἥμερά της κρίσεως τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ τὸ γιατί ὁ μεγάλος φόβος καὶ ἢ ταλαιπωρία τῶν βασάνων διαλύει τὴ γλυκύτητα τῆς ἡδονῆς καὶ ἀνασταίνει τὴν ψυχὴ ὅταν ἀρχίσει νὰ πέφτει.

Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἅγιου ‘Ιωάννου τοῦ Ἐλεήμονος
Ὁ μεγάλος ‘Ιωάννης, ὁ πατριάρχης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, γιὰ νὰ χαράξει βαθιὰ μέσα ἀτὸ νοῦ τοῦ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ νὰ τὴν ἔχει πάντα ζωηρὴ μπροστὰ στὰ μάτια του, τί κάνει; Προστάζει πρῶτα νὰ τοῦ φτιάξουν τὸν τάφο του. νὰ μὴν τὸν ὁλοκληρώσουν ὅμως, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀφήσουν μισοτελειωμένο. Κι ἔπειτα δίνει ἐντολὴ στοὺς κατασκευαστὲς νὰ ἔρχονται σὲ κάθε ἐπίσημη γιορτή, καὶ νὰ τοῦ λένε δυνατὰ μπροστὰ σὲ ὅλους τους πανηγυ¬ριστές:
– Δέσποτα, τὸ μνῆμα σου εἶναι ἀτέλειωτο μέχρι σήμερα. Δῶσε μας τὴν ἄδεια νὰ τὸ τελειώσουμε, γιατί εἶναι ἄγνωστο πότε θὰ σ’ ἐπισκεφθεῖ ὁ κλέφτης ὁ θάνατος
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ἕνας γέροντας εἶπε: ‘Όταν δουλεύω, κατεβάζω τὸ ἀδράχτι καί, πρὶν τὸ ἀνεβάσω, φέρνω τὸ θάνατο μπροστὰ στὰ μάτια μου. ‘Ὁ ἴδιος εἶπε:
Ὃ ἄνθρωπος , ποὺ ἔχει κάθε ὥρα τὸ θάνατο μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ, νικάει τὴ μικροψυχία.
Ἄλλος γέροντας εἶπε:
Σὲ κάθε ἔργο ποῦ πρόκειται νὰ κάνεις, λέγε πάντα: “Ἂν μ’ ἐπισκεφθεῖ τώρα δὰ ὁ Θεός, τί γίνεται;”. Καὶ πρόσεξε τί θὰ σοῦ ἀποκριθεῖ ὁ λογισμός. “Ἂν Σὲ κατακρίνει, σταμάτησε ἀμέσως καὶ ματαίωσε τὸ ἔργο ποὺ ἔπιασες.
Καταπιάσου μὲ ἄλλο, ποὺ θὰ τὸ τελειώσεις μὲ σιγουριά. Γιατί ὁ πνευματικὸς ἐργάτης πρέπει νὰ εἶναι κάθε ὥρα ἕτοιμος νὰ τραβήξει τὸ δρόμο τοῦ (πρὸς τὴν αἰωνιότητα). Εἴτε λοιπὸν κάθεσαι στὸ ἐργόχειρο Εἴτε βαδίζεις στὸ δρόμο Εἴτε τρῶς, τοῦτο λέγε πάντα μέσα σου: Ἂν αὐτὴ τὴ στιγμὴ μὲ καλέσει ὁ Θεός, τί γίνεται;. Βλέπε ὕστερα τί ἀπάντησή σου δίνει ἢ συνείδησή σου Καὶ κάνε χωρὶς χρονοτριβῆ ὅ,τι σου λέει. Θέλοντας πάλι νὰ μάθεις ἂν ἐλεήθηκες, ξαναρώτησε τὴ συνείδησή σου.
Καὶ μὴ σταματήσεις νὰ ρωτᾶς, ὥσπου νὰ πληροφορηθεῖ ἢ καρδιά σου Καὶ νὰ σοῦ πεῖ ἢ συνείδησή σου: “Πιστεύουμε ὅτι ὁπωσδήποτε ἢ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἐλεήσει”.
Πρόσεχε ὅμως, μήπως ἢ καρδιά σου λέει αὐτὸ τὸ λόγο μὲ δισταγμό. Γιατί κι ἂν ἀκόμα ἔχει ἐπιφυλακτικότητα ἴσαμε μία τρίχα, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μα¬κριᾶ ἀπὸ σένα.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐάγριος:
Νὰ θυμᾶσαι πάντα τὴν αἰώνια κρίση Καὶ νὰ μὴν ξεχνᾶς ὅτι θὰ πεθάνεις. Ἔτσι δὲν θὰ ὑπάρξει ἐνοχὴ στὴν ψυχή σου.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἠλίας:
Ἐγὼ τρία πράγματα φοβᾶμαι πάντα: Ὅταν θὰ βγαίνει ἢ ψυχή μου ἀπὸ τὸ σῶμα ὅταν θὰ βρίσκομαι μπροστὰ στὸ Θεό. Καὶ ὅταν θὰ βγεῖ ἢ ἀπόφαση ἐναντίον μου.
Τοῦ ἅγιου Ἐφραὶμ
Ἀδελφέ, νὰ περιμένεις κάθε μέρα τὸ θάνατό σου Καὶ νὰ ἑτοιμάζεσαι κατάλληλα γιὰ τὴν πορεία ἐκείνη. Γιατί τὸ φοβερὸ πρό¬σταγμα θὰ ἔρθει ὅταν δὲν θὰ τὸ περιμένεις. Καὶ ἀλίμονο σ’ ἐκεῖνον ποὺ θὰ βρεθεῖ ἀνέτοιμος.
Ἂν εἶσαι ἀκόμα νέος, ὁ ἐχθρός σου σπέρνει συχνὰ λογισμοὺς σὰν κι αὐτόν: “Νέος εἶσαι ἀκόμη. ‘Ἀπόλαυσε τὶς ἡδονές σου, Καὶ στὰ γεράματά σου μετανοεῖς. Πόσους τάχα δὲν ξέρεις, ποὺ Καὶ τὶς ἐπίγειες ἡδονὲς ἀπόλαυσαν.
Καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ κέρδισαν ὕστερα μὲ τὴ μετάνοια; Τί θέλεις καὶ λιώνεις τὸ σῶμα σου ἀπὸ τόσο μι¬κρὴ ἡλικία, μὲ κίνδυνο ν’ ἀρρωστήσεις;
Ἐσὺ ὅμως ἐναντιώσου στὸν ἐχθρὸ Καὶ πές του: “Διώκτη καὶ ἐχθρέ τῆς ψυχῆς μου! Πάψε νὰ μοῦ βάζεις λόγια! Γιατί, ἂν μ’ ἁρπάξει ὁ θάνατος στὰ νιάτα μου καὶ δὲν προφτάσω νὰ γεράσω, τί θ’ ἀπολογηθῶ μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ; Νά, βλέπω πολλοὺς νεώτερους νὰ πεθαίνουν καὶ πολλοὺς ἡλικιωμένους νὰ ζοῦν πολλὰ χρόνια ἀκόμη.” Ἄγνωστη εἶναι στοὺς ἀνθρώπους ἢ ὤρα τοῦ θανά¬τού τους. Ἂν λοιπὸν μὲ προλάβει ὁ θάνατος, μπορῶ νὰ πῶ τότε στὸν Κριτὴ ὅτι μὲ πῆρε νέο, καὶ νὰ μ’ ἀφήσει γιὰ νὰ μετανοήσω; Μήπως πάλι δὲν βλέπω, πῶς δοξάζει ὁ Κύριος ὅσους Τὸν ὑπηρετοῦν ἀπὸ τὰ νιάτα ὡς τὰ γεράματά τους; Νά, στὸν προφήτη .Ἱερεμία εἶπε: «’ Ἐμνήσθην ἐλέους νεότητός σου Καὶ ἀγάπης τελειώσεώς σου τοῦ ἐξακολουθεὶν σὲ ὀπίσω ἅγιου ‘Ισραήλ» (πρβλ. .Ἱερ. 2:2). Ἀντίθετα, ἐκεῖνον ποὺ συνεχῶς, ἀπὸ τὰ νιάτα ὡς τὰ γεράματά του, ἀκο¬λούθησε τὸ λογισμὸ τῆς πλάνης, πὼς τὸν ἀποδοκίμασε ὁ προφήτης, ἂν καὶ νέος; «Πεπαλαιωμένε ἥμερων κακῶν, νῦν ἠκασιν αἱ ἁμαρτίαις σου, ἂς ἐποίεις τὸ πρότερον» (Δᾶν. Σώσ.: 52). Γι’ αὐτὸ Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μακαρίζει ἐκείνους ποὺ σηκώνουν τὸ ζυγό τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὴ νεότητά τους (βλ. Θρ. .Ἱερ. 3:27). Φύγε λοιπὸν ἀπὸ κοντά μου, ἐργάτη τῆς ἀνομίας καὶ πονηρὲ σύμβουλε. Ὁ Κύριος καὶ Θεός μου νὰ διαλύσει τὶς δολοπλοκίες σου Καὶ νὰ λυτρώσει κι ἐμένα ἀπὸ τὶς ἐπιβουλές σου, μὲ τὴ δύναμη Καὶ τὴ χάρη Του.”
Πάντα λοιπόν, ἀγαπητέ, νὰ ἔχεις στὸ νοῦ σου τὴν ἥμερά του τέ¬λούς σου. .Ὅταν φτάσεις πιὰ νὰ πέσεις στὴν ψάθα σου ψυχομαχώ¬ντας – ἀλίμονο, τί φόβος Καὶ τρόμος ζώνει τὴν ψυχή σου τότε, καὶ μάλιστα ἂν ἔχει τὴ συνείδηση νὰ τὴν κατηγορεῖ!
Ἂν μὲν ἔχει κάνει κάτι καλὸ σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, ἂν δηλαδὴ βάσταξε θλίψεις Καὶ ἀτιμώσεις γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου καὶ ἔκανε ὅσα εἶναι εὐάρεστα σ’ Ἐκεῖνον, τότε μὲ πολλὴ χαρὰ ὁδηγεῖται ἀπὸ τοὺς ἅγιους ἀγγέλους στοὺς οὐρανούς. Γιατί ὅπως ὁ ἐργάτης ποὺ κοπιάζει στὴ δουλειὰ ὁλόκληρη τὴν ἥμερα, μ’ ἀπαντοχὴ περιμένει τὴ δωδέ¬κατη ὥρα, γιὰ νὰ πάρει τὸ μεροκάματό του καὶ νὰ ξεκουραστεῖ με¬τὰ τὸ μόχθο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων περιμένουν ἐκείνη τὴν ἥμερα.
Οἱ ψυχὲς ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι γεμάτες ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο μεγάλο τὴν ὥρα ἐκείνη. Γιατί ὅπως ὁ κατάδικος, ποὺ πιάστηκε ἀπὸ τοὺς φύλακες Καὶ ὁδηγεῖται στὸ δικαστήριο, καρδιοχτυπά¬ει Καὶ τρέμει ὁλόκληρος στὴ σκέψη τῶν βασανιστηρίων ποὺ τὸν περιμένουν, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ἄδικων ἀνθρώπων συνταράζονται τότε, καθὼς βλέπουν πιὰ καθαρὰ τὸ ἀτέλειωτο μαρτύριο τῆς αἰώνιας φωτιᾶς καὶ τὶς ἄλλες τιμωρίες, τὶς παντοτινὲς καὶ ἀτερμάτιστες. Κι ἂν ὁ ἁμαρτωλὸς πεῖ τότε σ’ ἐκεῖ νοῦς ποὺ τὸν σέρνουν, “Ἀφῆστε μὲ γιὰ λίγο νὰ μετανοήσω”, ὄχι μόνο δὲν θὰ τὸν ἀκούσει κανείς, ἀλλὰ θὰ τοῦ ποῦνε κιόλας: “Τότε ποὺ εἶχες καιρό, δὲν μετανοοῦσες. Καὶ τώρα βεβαιώνεις πῶς θὰ μετανοήσεις; Ὅταν τὸ στάδιο ἦταν ἀνοιχτὸ γιὰ ὅλους, δὲν ἀγωνίστηκες. Καὶ θέλεις ν’ ἀγωνιστεῖς τώρα, ποὺ κλείστηκαν ὅλες οἱ πύλες καὶ πέρασε ὁ καιρὸς τοῦ ἀγώνα; δὲν ἄκουσες τί εἶπε ὁ Κύριος; «Γρηγορεῖτε, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἥμεραν οὐδὲ τὴν ὥραν…» (Μάτθ. 25:13)”.
Γνωρίζοντας ἀπὸ τώρα, ἀγαπητέ, αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια, ν’ ἀγωνίζεσαι ὅσο ἔχεις ἀκόμα καιρό. Καὶ νὰ διατηρεῖς ἄσβεστη πάντα τὴ λαμπάδα τῆς ψυχῆς σου μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν. Ἔτσι, ὅταν ἔρθει ὁ Νυμφίος, θὰ βρεθεῖς ἕτοιμος καὶ θὰ μπεῖς μαζί Του στὸν νυφικὸ θάλαμο, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες παρθένες ψυχές, ποὺ ἔζησαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του (πρβλ. Μάτθ. 25:1-13).
τοῦ ἄββα Ἠσαΐα
Τρία πράγματα ἀποκτᾶ μὲ δυσκολία ὁ ἄνθρωπος – Καὶ εἶναι αὐτὰ ποὺ συντηροῦν ὅλες τὶς ἀρετές: τὸ πένθος, τὰ δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἢ θύμηση τοῦ θανάτου του. Γιατί ὅποιος καθημερινὰ συλλογίζεται τὸ θάνατο Καὶ λέει στὸν ἑαυτό του, “Μόνο τὴ σημερινὴ μέρα ἔχω νὰ ζήσω σ’ αὐτὸν Τὸν κόσμο”, αὐτὸς ποτὲ δὲν θ’ ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. “Ὁποῖος, ἀντίθετα, ἐλπίζει πὼς θὰ ζήσει πολλὰ χρόνια, αὐτὸς θὰ πέσει Σὲ πολλὲς ἁμαρτίες.
0 Θεὸς φροντίζει νὰ διατηρεῖ καθαρὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τὸ δρόμο τῆς ζωῆς ἐκείνου, ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ δώσει λόγο γιὰ ὅλες του τὶς πράξεις στὸ Θεό. ‘Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀδιαφορεῖ λέγοντας, ‘Ἔχω καιρὸ ὡς τότε”, βρίσκεται δίπλα στοὺς δαίμονες.
Κάθε μέρα, πρὶν πιάσεις δουλειά, νὰ θυμᾶσαι ποὺ βρίσκεσαι καὶ ποὺ πρόκειται νὰ πᾶς ὅταν χωριστεῖς ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ μὴν πα¬ραμελήσεις οὔτε μία μέρα τὴν ψυχή σου. Νὰ παρακολουθεῖς προσεκτικὰ Τὸν ἑαυτό σου, ὥστε πάντα νὰ θυμᾶται, πάντα νὰ ἔχει μπρο¬στὰ στὰ μάτια τοῦ τὸ θάνατο Καὶ τὰ αἰώνια κολαστήρια Καὶ ὅσους βασανίζονται καὶ ὑποφέρουν ἐκεῖ. Καὶ νὰ θεωρεῖς Τὸν ἑαυτό σου σὰν ἕναν ἀπὸ ἐκείνους μᾶλλον παρὰ ἀπὸ τοὺς ζωντανούς.
Ἀλίμονό μας! ‘Ενώ πρόκειται νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴ γῆ, ὅπου προσωρινὰ κατοικοῦμε, καταπιανόμαστε μὲ πολύχρονες φροντίδες γιὰ γήινα Καὶ φθαρτὰ πράγματα. Καὶ στὸν καιρὸ τῆς ἀναπόφευκτης ἀναχωρήσεώς μας ἀπὸ δῶ, δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ κρατή-σουμε τίποτα δικό μας.
Ἀλίμονό μας! γιὰ κάθε πράξη τῆς ἐπίγειας ζωῆς, γιὰ κάθε ἀργὸ λόγο, γιὰ κάθε πονηρὸ Καὶ ἀκάθαρτο λογισμό, γιὰ κάθε ἀναθύμηση τῆς ψυχῆς θὰ λογοδοτήσουμε στὸν φοβερὸ Δικαστή.
Ὡστόσο, λὲς καὶ εἴμαστε ἀνεύθυνοι, μίαν ὁλόκληρη ζωὴ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὶς ψυχές μας.
Γι’ αὐτό μας περιμένει ἐκεῖ ἢ ἄσβεστη φωτιὰ τῆς γέεννας καὶ τὸ μακρινὸ σκοτάδι καὶ τὸ ἀκοίμητο σκου¬λήκι Καὶ ὁ θρῆνος Καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν Καὶ τὸ αἰώνιο ντρόπιασμα μπροστὰ Σὲ ὅλα τὰ οὐράνια Καὶ ἐπίγεια δημιουργήματα(Ματθ. 5:22. 8:12. Μάρκ. 9:43-48. Β’ Θεσ. 1:8-10).
Ἀλίμονό μας! τὰ κεντρίσματα καὶ τὰ δαγκώματα τῶν ψύλλων καὶ τῶν κοριῶν καὶ τῶν Ψειρῶν καὶ τῶν μυγῶν καὶ τῶν κουνουπιῶν καὶ τῶν μελισσὼν δὲν τὰ ὑποφέρουμε. δὲν φροντίζουμε ὅμως – οὔ¬τε Καὶ θέλουμε! – νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸν νοητὸ δράκοντα, ποὺ κα¬θημερινά μας δαγκώνει Καὶ μᾶς ρουφάει Καὶ μᾶς καταπληγώνει ἀπὸ παντοῦ μὲ τὰ φαρμακερὰ κεντριὰ τοῦ θανάτου. Πῶς λοιπὸν θὰ μπορέσουμε νὰ ὑποφέρουμε τὶς φοβερὲς καὶ αἰώνιες τιμωρίες;

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *