Άρθρα

Στὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μας, ἡ παρουσία τῆς Παναγίας μας εἶναι ἔντονη. Παντοῦ φαίνεται νὰ ὑπάρχει ἡ παρουσία Τῆς. Ἀκόμα καὶ ὁ προσκυνητὴς μπορεῖ νὰ νοιώσει τὴν εὐλογία Της καὶ ὅτι ἡ ἀκούραστη μεσίτριά μας σκεπάζει μὲ στοργὴ τὸ ἁγιώνυμο Ὅρος της. Ἄλλωστε εἶναι ἡ προστάτις τοῦ Μοναχισμοῦ μας καὶ ἡ μητέρα ὅλων τῶν Μοναχῶν. Μία ἀπὸ τὶς ἀμέτρητες διηγήσεις γιὰ τὴν παρουσία τῆς Παναγίας μας στὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν εἶναι καὶ ἡ ἑξῆς πού μᾶς διηγήθηκαν καὶ ποὺ γιὰ ἄλλη μία φορᾶ ἀποδεικνύει τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ποὺ κανέναν δὲν ἀποστρέφεται, ἀλλὰ θέλει «πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν».
Κάποτε λοιπόν, λέει ἡ διήγηση, ζοῦσαν σ’ ἕνα μοναστήρι δυὸ ὑποτακτικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κυριευθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος τῆς «μέθης». Καὶ ἦταν καθημερινὰ μεθυσμένοι. Ὁ Γέροντας καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἀδελφοὶ προσπαθοῦσαν μὲ ἀγάπη νὰ τοὺς νουθετήσουν καὶ νὰ τοὺς συμβουλέψουν. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἐθεραπεύοντο καὶ παρέμεναν κυριευμένοι στὸ πάθος τους. Ἐπειδὴ ὅμως ἀποτελοῦσαν σκάνδαλο μὲ τὴν ἀμετανοησία τους καὶ μὲ τὴ συνεχιζόμενη ἀπαράδεκτη συμπεριφορὰ τους λόγω της «μέθης» τους, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἀδελφότητα καὶ ἡ Ἱερὰ Ἐπιστασία ἀπεφάσισε νὰ τοὺς ἐκδιώξει ἀπὸ τὴ Μονή, πρὸς γνώση καὶ συμμόρφωση. Ἕνα χειμωνιάτικο ὅμως βράδυ, ποὺ ὁ καιρὸς εἶχε ἀγριέψει πολὺ καὶ τὸ χιόνι εἶχε σκεπάσει τὰ πάντα καὶ συνέχιζε νὰ πέφτει πυκνό, ὁ Ἡγούμενος βλέπει στὸν ὕπνο τοῦ τὴν Παναγία νὰ τὸν σκουντᾶ καὶ νὰ τοῦ λέει: «Σήκω γρήγορα, γιατί τὰ γουρουνάκια μου κινδυνεύουν».Ὁ ἡγούμενος νόμιζε ὅτι ἡ ἐνέργεια ἦταν ἐκ τοῦ πονηροῦ καὶ δὲν ὑπήκουσε. Ὅποτε ἡ Θεοτόκος ξαναῆλθε γιὰ δεύτερη φορᾶ καὶ τοῦ ἐπανέλαβε τὰ ἴδια λόγια: «Σήκω γρήγορα, γιατί τὰ γουρουνάκια μου κινδυνεύουν». Καὶ ὅταν ὁ ἡγούμενος καὶ πάλι δὲν ὑπήκουσε, ἦλθε πιὸ αὐστηρὴ αὐτὴ τὴ φορὰ καὶ σὲ τόνο ποὺ δὲν σήκωνε πλέον ἀνυπακοὴ τοῦ λέει «Τρέξε τώρα, γιατί σου εἶπα ὅτι τὰ γουρουνάκια μου κινδυνεύουν». Ὅποτε αὐτὴ τὴ φορὰ σηκώθηκε καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους πατέρες βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν μάνδρα τῆς Μονῆς, ψάχνοντας τὰ γουρουνάκια τῆς Παναγίας.
Σὲ μία στιγμὴ ἀκοῦνε στὰ δεξιά τους καὶ ἀπὸ τὸ βάθος ἑνὸς γκρεμοῦ βογγητᾶ καὶ ἄρχισαν νὰ κατεβαίνουν τὴν ἀπόκρημνη πλαγιὰ καὶ φτάνουν κοντὰ σὲ δυὸ μοναχοὺς ποὺ ἦταν χτυπημένοι ἀπὸ τὸ πέσιμο καὶ κυριολεκτικὰ θαμμένοι μέσα στὸ χιόνι. Τοὺς σηκώνουν καί, ὢ τοῦ θαύματος! Ἀναγνωρίζουν στὰ πρόσωπά τους τοὺς δυὸ μοναχοὺς ποὺ μεθοῦσαν καὶ ἤθελαν ὡς ἐκ τούτου νὰ ἐκδιώξουν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Μὲ πολὺ κόπο, τοὺς σήκωσαν καὶ τοὺς πῆγαν στὸ Μοναστήρι, ἀλλὰ ὅμως δὲν τοὺς ἔδιωξαν ὅπως εἶχαν ἀποφασίσει, διότι πὼς ἦταν δυνατὸν αὐτοὺς ποὺ ἡ Παναγία τοὺς ἔσωσε τόσο θαυματουργικὰ καὶ νοιάστηκε ἡ ἴδια γιὰ νὰ σωθοῦν τὰ γουρουνάκια της, αὐτοὶ νὰ τοὺς διώξουν; Γι’ αὐτὸ ἀποφάσισαν, ἀφοῦ ἔτσι τὸ θέλει ἡ Παναγία, νὰ κρατήσουν «τὰ γουρουνάκια» στὸ μοναστήρι.Ἀλλά, ὢ τοῦ θαύματος! Ἡ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τῆς Θεοτόκου σωφρόνισε τοὺς δυὸ μοναχοὺς καὶ ἀπὸ τότε ποὺ σώθηκαν μὲ τὴν θαυματουργική της ἐπέμβαση δὲν ξαναέπεσαν στὸ πάθος τῆς «μέθης», ἀλλὰ ἔζησαν πλέον ἐν μετανοίᾳ.Λέγεται δέ, ὅτι ἴσως, τὸ Ἅγιο Ὅρος νὰ ὀνομάζεται «περιβόλι τῆς Παναγίας», διότι περιέχει ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ «λουλούδια», ἁγίους καὶ ἁμαρτωλούς. Κανέναν ὅμως μοναχὸ δὲν ἀπομακρύνουν, ὅσο ἁμαρτωλὸς κι ἂν εἶναι, ἐνθυμούμενοι πάντοτε τὸ περιστατικὸ μὲ τὰ «γουρουνάκια»…

Πηγή: Περιοδικό Ο.Μ. & Xristianos.Gr

Ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοῦ ἱεροῦ Μοναστηρίου τοῦ Δοχειαρίου, εὑρισκομένῃ ἐν τῷ Προσκυνηταρίῳ τοῦ Δοχειαρίου, τυπωθέντι ἐν Βουκουρεστίῳ τῷ 1843, λέγονται περὶ τῆς ἁγίας ταύτης εἰκόνος τὰ ἀκόλουθα:

Τί δὲ καὶ περὶ τῆς ἁγίας Εἰκόνος τῆς Κυρίας καὶ Θαυματουργοῦ ἡμῶν Θεοτόκου Γοργοϋπηκόου, εἴποι τι κἄν; Αὕτη ὡς ἄλλη σελήνη πολύφωτος ἔλαμψεν ἐν τοῖς ἐσχάτοις τούτοις καιροῖς εἰς τὸ ἱερὸν τοῦτο Μοναστήριον, καὶ ὡς ἄριστος Κυβερνήτης, καὶ σοφὸς οἰκονόμος ἐξοικονομεῖ αὐτὸ καὶ διακυβερνᾷ, ἀνεπηρέαστους ἀπὸ πᾶσαν προσβολὴν καὶ ἐπήρειαν τοὺς ἐν αὐτῷ ἀσκουμένους Ὁσίους Πατέρας συντηροῦσα καὶ διαφυλάττουσα, γοργῶς δὲ καὶ προθύμως ὑπακούσασα καὶ ἐλεοῦσα αὐτοὺς καὶ πάντας τοὺς ἐν αὐτῇ μετ᾿ εὐλαβείας προσερχομένους ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς εἰς πᾶσαν ἱκεσίαν αὐτῷ καὶ παράκλησιν, ὡς κατ᾿ ἔλεος διὰ θαύματος ἐκφωνήσασα τοῦτο εἰς αὐτοὺς ἐχαρίσατο· ἔχει δὲ τοῦτο τὸ θαῦμα ὡς ἑξῆς: Read more

  1. Ἐκτενής διήγησις εἰς τήν καθαρεύουσαν
  2. Σύντομος στή δημοτική

Ἐκτενής διήγησις εἰς τήν καθαρεύουσαν

Ἐν τῇ διηγήσει περὶ τῆς εἰκόνος τῆς Κουκουζελίσσης ἐπάναγκες ἔστιν, ὅπως γνωρίζει τις καὶ τὰ περὶ τοῦ ἰδίου Κουκουζέλη.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης ἐγεννήθη κατὰ τὸν δωδέκατον αἰῶνα ἐν Δυρραχίῳ· παιδίον ἔτι ἔμεινεν ὀρφανὸς ἀπὸ τὸν πατέρα αὐτοῦ· καὶ εἰσήχθη εἰς τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει αὐτοκρατορικὴν Σχολήν, ὅπου διὰ τὸ λιγυρὸν τῆς φωνῆς, τὴν φυσικὴν ὡραιότητα καὶ τὰ ἄλλα αὐτοῦ χαρίσματα, εἵλκυσε τὴν εὔνοιαν καὶ αὐτοῦ τοῦ αὐτοκράτορος (Κομνηνοῦ) καὶ παντὸς τοῦ Παλατίου αὐτοῦ· μετ᾿ ὀλίγον καιρὸν ὑπερέβη εἰς τὴν σπουδὴν ἅπαντας τοὺς ἑαυτοῦ συμμαθητὰς καὶ ἐπὶ τέλους ἐγένετο ὁ μοναδικὸς τοῦ παλατίου· ἅπαντες ἠγάπων αὐτὸν καὶ ἐκολάκευον καὶ ἐπεριποιοῦντο μεγάλως, ἕνεκα τῆς λιγυρᾶς φωνῆς καὶ διὰ τὸ σεμνὸν τοῦ ὕφους αὐτοῦ· ἀλλὰ καὶ μ᾿ ὅλα ταῦτα τὰ τοῦ κόσμου ἀγαθά, ἡ καρδία αὐτοῦ κατετήκετο ὑπὸ μιᾶς ἐνδομύχου καὶ ἀνεκδιηγήτου ἀδημονίας καὶ ἀποστροφῆς ἀπὸ πάντων τῶν ἡδέων τοῦ ματαίου βίου· ὅθεν ὁ Ἰωάννης ἔπασχε καὶ ἐλυπεῖτο ἐν μέσῳ τῶν ζωηρῶν καὶ ἡδειῶν ἐλπίδων διὰ τὸ μέλλον καὶ τόσω μᾶλλον ἐλυπεῖτο, καθ᾿ ὅσον δὲν ἠδύνατο νὰ εὕρῃ ἄνθρωπον, ἵνα φανερώσῃ πρὸς αὐτὸν τὴν ἀδημονίαν καὶ λύπην αὐτοῦ καὶ ὅστις νὰ συμμερισθῆ καὶ συναισθανθῇ τὴν λύπην του καὶ ἑπομένως νὰ παρηγορήση αὐτόν· ἡ τοιαύτη δὲ αὐτοῦ λύπη ὑπερηύξησεν, ὅτε ἔμαθεν ὅτι ὁ Αὐτοκράτωρ ἐπιθυμεῖ νὰ τὸν βιάση, ἵνα νυμφευθῆ· ὅθεν ὁ λογισμὸς ὅτι διὰ τὰς προσκαίρους ἡδονὰς τοῦ βίου δύναται νὰ χάση τὴν χαρὰν τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τοσοῦτον ἠνώχλησε τὸν νέον, ὥστε ἀπεφάσισεν ἀφεύκτως νὰ φύγῃ ἐκ τῆς Βασιλευούσης καὶ νὰ κρυβῇ ἐν τινι μεμμακρυσμένῃ ἐρημίᾳ. Read more

Ὁ Ὁσιώτατος Πέτρος, ὁ ἀπὸ Σχολαρίων, ἐπειδὴ ἦτο γνωστικὸς καὶ σοφὸς ἀνήρ, ἐστάλη ὑπὸ τοῦ Βασιλέως τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ στρατεύματα εἰς τὸν πόλεμον, εἰς τὰ μέρη τῆς Συρίας· ὅμως ἐξ ἐπιθυμίας τοῦ Θεοῦ ἐνίκησαν οἱ βάρβαροι καὶ ὁ Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης ἠχμαλωτίσθη καὶ ἐρρίφθη εἰς βρωμερὰν φυλακήν. Τότε ἐγένετο μόνος του ἐξεταστὴς εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ ἔλεγε: «Δικαίως ἔπαθα ταύτην τὴν συμφοράν, διότι πολλὰς φορὰς ἔταξα νὰ γίνω Καλόγηρος καὶ δὲν ἐξετέλεσα ὅ,τι ὑπεσχέθην εἰς τὸν Θεόν». Μετὰ παρέλευσιν καιροῦ, ἐνεθυμήθη τὸν Ἅγιον Νικόλαον καὶ ἤρχισε μετὰ δακρύων νὰ λέγῃ: «Ἅγιε Νικόλαε, ἂν καὶ εἶμαι ἀνάξιος νὰ τύχω παρὰ τοῦ Θεοῦ συγχωρήσεως καὶ ἐλευθερίας, διότι ὑποσχέθην νὰ γίνω Καλόγηρος καὶ δὲν ἔγινα, διὰ τοῦτο καὶ δὲ τολμῶ νὰ τὸν παρακαλέσω διὰ νὰ μὴ ὀργισθῆ περισσότερον, δέομαί σοι, πανάγιε Νικόλαε, καὶ βάζω ἐσένα μεσίτην καὶ ἐγγυητήν μου εἰς τὸν Θεόν, ἐὰν ἐλευθερωθῶ, οὐδὲ εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν Κωνσταντινούπολιν νὰ ἐπιστρέψω, ἀλλὰ κατ᾿ εὐθεῖαν νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Ρώμην καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου νὰ γίνω Καλόγηρος».

Καὶ ἰδοὺ ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐπεφάνη εἰς αὐτὸν καὶ λέγει: «Ἀδελφὲ Πέτρε, τὴν παράκλησίν σου ἤκουσα καὶ τὴν θλῖψιν σου γιγνώσκω καὶ ὑπὲρ σοῦ ἐδεήθην, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ σὺ ἤργησας νὰ ἐκπληρώσης τὴν ὑπόσχεσίν σου διὰ τοῦτο δὲν θέλει νὰ σὲ ἐλευθερώση· ὅμως ἐπειδὴ ἰδική του εἶναι ἡ ἐντολή, ἡ ὁποία λέγει «αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν», διὰ τοῦτο ἂς συνεχίσωμεν παρακαλοῦντες τὴν φιλανθρωπίαν Του καὶ ἂς πάρωμεν καὶ συμβοηθόν μας, ἵνα μεσιτεύση, καὶ τὸν Θεοδόχον Συμεών, διότι αὐτὸς παραστέκεται εἰς τὸν Θρόνον τὸν Δεσποτικὸν μετὰ τοῦ Προδρόμου καὶ τῆς Θεοτόκου. Καὶ πρόσεχε νὰ μὴ φανῶμεν ψεύσται εἰς ἐκεῖνα ποὺ τάζομεν καὶ ἐτάξαμεν». Τότε ὁ Ὅσιος Πέτρος ἤρχισε θερμότερον τὰς παρακλήσεις· καὶ ἰδοὺ ὁ Ἅγιος Νικόλαος λέγει εἰς αὐτόν: «Ἔχε θάρρος, ἀδελφὲ Πέτρε, ὅτι εἰσηκούσθη ἡ δέησις»· ὁ δὲ Ὅσιος Πέτρος ἐκύταξε καὶ εἶδε τὸν μέγαν Συμεὼν φοβερὸν εἰς τὸ εἶδος του.
Οὗτος ἐφόρει ἱερατικὴν στολὴν καὶ ἐκράτει εἰς τὴν χείρα του χρυσὴν ράβδον. Λέγει δὲ πρὸς τὸν Ὅσιον Πέτρον:
«Ἐσὺ εἶσαι ποὺ πειράζεις τὸν ἀδελφόν μας Νικόλαον, ποὺ ἔβαλες καὶ ἡμᾶς μεσίτας διὰ τὴν παράκλησίν σου πρὸς τὸν Δεσπότην μας Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ σὲ ἐλευθερώση ἀπὸ τὴν καταδίκην ταύτην;».
Ὁ δὲ Ὅσιος Πέτρος μετὰ βίας εἶπε: «Ναί, ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἐγὼ εἶμαι ὁ ταλαίπωρος». Καὶ πάλιν λέγει ὁ Ἅγιος Συμεών: «Καὶ ἐπειδὴ ἔτσι μᾶς ἔβαλες ἐγγυητάς σου εἰς τὸν Θεόν, θὰ φυλάσσῃς ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς αὐτὰ ποὺ τάζεις, ὅτι δηλαδὴ θὰ γίνεις καλόγηρος καὶ θὰ περάσης τὴν ζωήν σου ἀσκητικά;». Καὶ προθύμως ἀπεκρίθη καὶ λέγει ὁ Ὅσιος· «ἐν ἀληθείᾳ ἀξιοπίστους μάρτυρας σᾶς θέτω ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ, ὅτι θὰ κάμω, ὁ δοῦλος σας»· καὶ πάλιν λέγει ὁ δίκαιος Συμεών: «ἐφ᾿ ὅσον οὕτως ὡμολογήσας, ἔβγα ἀπὸ τὴν φυλακὴν ταύτην ἀνεμποδίστως». Τότε ἅπλωσε τὸ χέρι του μὲ τὸ ραβδὶ καὶ ἤγγισε τὰ σίδηρα μὲ τὰ ὁποῖα ἦσαν καρφωμένα τὰ πόδια εἰς τὸ ξύλον καὶ παρ᾿ εὐθὺς διελύθησαν ὅπως τὸ κερὶ εἰς τὴν φωτιὰν καὶ ἔγιναν ἄφαντα· ὁ δὲ Ἅγιος Νικόλαος τοῦ ἔδειχνε τὸν δρόμον, τὸν ὡδήγησεν ἕως τὰ σύνορα τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καὶ ἀνεχώρησεν ἀφοῦ τοῦ εἶπε τοῦτο μόνον «Ἀδελφὲ Πέτρε, καιρὸς εἶναι νὰ ἐκπληρώσης γρήγορα τὴν ὑπόσχεσιν ποὺ ἔταξες τῷ Θεῷ· διότι ἐὰν ἀργήσης καὶ πάλιν γνώριζε μετὰ βεβαιόητος, ὅτι θέλουν σὲ ὑπάγει δεμένον ἐκ νέου εἰς τοῦ Σαμαρᾶ τὴν φυλακήν».

Τότε ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐπεφάνη εἰς τὸν ὕπνον τοῦ Πάπα κρατῶν τὸν Ὅσιον Πέτρον ἐκ τῆς χειρὸς καὶ τοῦ διηγήθη καταλεπτῶς ὅσα ἔπαθε καὶ τοῦ εἶπε νὰ μὴν ἀργήσῃ νὰ τὸν κουρεύσῃ καλόγηρον· ὁ δὲ Πάπας μόλις ἐξύπνησε καὶ ἐπειδὴ ἦτο Κυριακή, ἐπῆγεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἔμπροσθεν εἰς ὅλον τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ τὸν ἔκαμε καλόγηρον καὶ τὸν ἀφιέρωσε τῷ Θεῷ. Ὅθεν καὶ μετ᾿ ὀλίγον καιρόν, μὲ τὴν εὐχὴν καὶ εὐλογίαν τοῦ Πάπα, ἀνεχώρησε καὶ μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας ἔφθασε μὲ πλοῖον εἰς ἕνα ἥσυχον καλὸν λιμένα καὶ ἤραξαν ἐκεῖ· ὁ δὲ Ὅσιος Πέτρος ἀποκοιμηθεὶς ὀλίγον βλέπει τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον μὲ πολλὴν δόξαν καὶ τιμὴν καὶ λαμπρότητα καὶ πλησίον της ἱστάμενον τὸν Ἅγιον Νικόλαον μὲ πολὺν φόβον καὶ εὐλάβειαν, νὰ τὴν παρακαλῇ καὶ νὰ λέγῃ: «Ὦ Δέσποινα Θεοτόκε καὶ Κυρία τοῦ κόσμου, ἐπειδὴ τοῦτον τὸν δοῦλόν σου ἠλευθέρωσας ἀπὸ τὴν πικρὰν ἐκείνην αἰχμαλωσίαν μὲ τὸ πανάγιον θέλημα τοῦ Σοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ ἡμῶν, δεῖξε καὶ τόπον ἥσυχον διὰ νὰ κάμῃ τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, καθὼς καὶ μόνος του τὸ ἔταξεν».

Ἡ δὲ Κυρία Θεοτόκος ἐστράφη καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἅγιον Νικόλαον: «Ἡ κατοίκησις καὶ ἡ ἀνάπαυσις αὐτοῦ ἀλλοῦ δὲν εἶναι παρὰ μόνον εἰς τὸ τοῦ Ἄθωνος ὄρος, τὸ ὁποῖον ἔλαβα ἀπὸ τὸν Υἱόν μου καὶ Θεὸν εἰς κληρονομίαν ἰδικήν μου, ἵνα ὅσοι θέλουν νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὰς κοσμικὰς φροντίδας καὶ συγχύσεις τοῦ κόσμου, ἔρχωνται νὰ δουλεύουν τῷ Θεῷ ἀπερισπάστως καὶ χωρὶς σύγχυσιν, καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν λέγεται «Ἅγιον Ὄρος», καὶ περιβόλιον ἰδικόν μου, καὶ πολλὰ ἀγαπῶ καὶ βοηθῶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται εἰς αὐτὸ νὰ δουλεύουν ὁλοψύχως τῷ Θεῷ, καὶ θέλει ἔλθει καιρὸς νὰ πληρωθῆ ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον με πλῆθος Μοναχῶν. Διὰ τοῦτο χαίρεται καὶ ἀγαλλιᾶται τὸ Πνεῦμα μου εἰς αὐτούς, διότι διὰ παντὸς αἰνοῦν καὶ δοξολογοῦν τὸ ὄνομα τοῦ ἐμοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ, δὲν θέλω δὲ χωρισθῆ ἀπὸ αὐτούς, ἀληθῶς, ἐὰν κάμουν καὶ αὐτοὶ τὰς ἐντολὰς Αὐτοῦ, καὶ θὰ μεγαλύνω αὐτὸ εἰς Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν, Νότον καὶ Βορρᾶν, καὶ ἀκουστὸν ποιήσω τὸ ὄνομα αὐτοῦ εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ τοὺς ὑπομένοντας εἰς αὐτὸ θλῖψιν καὶ στενοχωρίαν, μεγάλων χαρισμάτων ἀξιώσω ἐν τῇ μεγάλῇ βοηθείᾳ μὲ τὸ νὰ ἐλαφρύνω τοὺς πόνους καὶ κόπους αὐτῶν καὶ νὰ ἐκδιώκω τοὺς νοητοὺς καὶ αἰσθητοὺς πειρασμοὺς τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν».

Μετὰ δὲ ταῦτα, ὅταν τὸ πλοῖον ἔφθασεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐστάθη καὶ μήτε ἐμπρὸς ἐπήγαινε, μήτε ὀπίσω, ἂν καὶ τὰ ἱστία ἐκινδύνευαν νὰ σχισθοῦν ἀπὸ τὴν βίαν τοῦ ἀνέμου, διὰ τοῦτο κλαίοντες καὶ ἀναστενάζοντες οἱ ναῦται ἔλεγον ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον: «Ἴσως κάτι ἐπταίσαμεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ διὰ τοῦτο θέλει νὰ μᾶς καταποντίση ἐδῶ». Ὅθεν ὁ Ὅσιος Πέτρος εἶπεν εἰς αὐτούς: «Ἐὰν δὲν μὲ ἀποβιβάσητε καὶ μὲ ἀφήσητε εἰς τὸν τόπον τοῦτον, δὲν θὰ δυνηθῆτε νὰ ἀναχωρήσῃτε ἀπ᾿ ἐδῶ». Τότε, καὶ μὴ θέλοντες, ἠναγκάσθησαν καὶ ἀπεβίβασαν τὸν Ἅγιον εἰς ἄκραν τοῦ ὄρους, εἰς τὸ λεγόμενον Καραβοστάσι, καὶ ἐγένετο ὁ πρῶτος ἡσυχαστὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ πάντων τῶν ἄλλων ἡσυχαστῶν τὸ πρότυπον καὶ παράδειγμα, πεντήκοντα δὲ καὶ τρεῖς χρόνους κατῴκησεν εἰς τὴν ἔρημον καὶ εἰς σπήλαιον, τὸ ὁποῖον φαίνεται μέχρι σήμερον, καὶ ἐκεῖ ἐπέρασεν ἀγγελικὴν ἀληθῶς καὶ οὐράνιον ζωήν, γυμνὸς καὶ ἀνυπόδητος, ὡς ὁ μέγας Ὀνούφριος, μετὰ τοῦ ὁποίου καὶ συνεορτάζουν τὴν 12ην τοῦ Ἰουνίου.

Τὸ ὄρος τοῦ «Ἄθω», ἀξιωθὲν γενέσθαι κλῆρος τῆς Θεοτόκου εἶναι τὸ ἀντικείμενον τῆς Μητρικῆς ἀγάπης καὶ προνοίας ὑπὲρ πάντων τῶν ἀφιερωσάντων ἑαυτοὺς εἰς τὸν ἀσκητικὸν βίον. Ἡ Ὑπεραγία Παρθένος ἐποπτεύει καὶ μεριμνᾷ κατὰ τὴν αὐτῆς ὑπόσχεσιν ὑπὲρ πάντων τῶν ζητούντων τὴν ἑαυτῆς βοήθειαν, ἄλλοτε διὰ σημείων καὶ θαυμάτων καὶ ἄλλοτε φανερῶς καὶ αἰσθητῶς, ὥστε ὄχι μόνον εἰς πᾶν βῆμα καὶ εἰς πᾶσαν Μονὴν ὑπάρχει θαυματουργὸς εἰκὼν καὶ προφορικὴ ἢ καὶ ἐγγράφός τις παραδόσις περὶ ὁρατῆς Προστασίας αὐτῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορία τοῦ Ἄθω λέγει ὅτι ὑπάρχει ὥσπερ τις χρονογραφία τῆς μετὰ θάνατον ἐπιγείου βιώσεως τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας. Ἐν τῇ Ἱερᾷ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, καθὼς ἐμφαίνεται εἰς τὸν βίον τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, θέλει ἡ πανάχραντος Δέσποινα ἵνα αὕτη εἶναι μόνη Οἰκονόμος καὶ λέγηται «Οἰκονόμισσα». Εἰς τὸ ἱερὸν Μοναστήριον τοῦ Χιλανδρίου ἡ εἰκὼν τῆς Τριχερούσης κατέλαβε τὴν θέσιν τοῦ Ἡγουμένου καὶ δὲν θέλει νὰ διορίζωσιν Ἡγούμενον, ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ ἰδία κατέχει τὴν θέσιν αὐτοῦ. Ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων, ὡς γέγραπται ἐν τῇ διηγήσει περὶ «Πορταϊτίσσης», ταπεινότατα θέλει καὶ γίνεται θυρωρός, προτιμώσα τὸν πλησίον τῆς πύλης τῆς Μονῆς μικρὸν ναὸν τοῦ μεγάλου καθολικοῦ Ναοῦ. Καὶ ὅταν ἡ Κυρία Θεοτόκος ἐφάνη εἰς τὸν Ὅσιον Πέτρον τὸν Ἀθωνίτην, τοῦ ἔδωκε μεγάλας καὶ χαροποιοὺς ὑποσχέσεις περὶ τοῦ Ὄρους τούτου, λέγουσα πρὸς αὐτὸν ἐπὶ λέξει τούτους τοὺς λόγους, ὡς τοὺς ἀναφέρει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἐν τῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ συγγραφέντι βίῳ Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου καὶ τοὺς ὁποίους ἡμεῖς γράφομεν ἐδῶ ἑλληνιστὶ διὰ τὸ ἀξιόπιστον.

«Ἔστιν Ὄρος ἐπ᾿ Εὐρώπης, κάλλιστον ὁμοῦ καὶ μέγιστον πρὸς Λιβύην τετραμμένον, ἐπὶ πολὺ τῆς θαλάσσης εἴσω προϊόν, τοῦτο τῆς γῆς ἁπάσης ἀπολεξαμένη, τῷ Μοναχικῷ πρέπον καταγώγιον, προσκληρῶσαι διέγνων ἔγωγε… Ἅγιον τούντελυθὲν κεκλήσεται· καὶ τῶν ἐπ᾿ αὐτοῦ δὲ πρὸς τὸν κοινὸν ἀνθρώποις πολέμιον ἀγῶνα ἐπαναιρουμένων, προπολεμήσω διὰ βίου παντός.

Καὶ πάντως ἔσομαι τούτοις ἄμαχος σύμμαχος, τῶν πρακτέων ὑφηγητής, τῶν μὴ πρακτέων ἑρμηνευτής· κηδεμών, ἰατρός, τροφεύς, ἣν ἄρα βούλει τροφήν τε καὶ ἰατρείαν, ὅση τε πρὸς τὸ σῶμα τείνει, καὶ τοῦτο συνιστᾷ τε καὶ λυσιτελεῖ· καὶ ὅση τὸ πνεῦμα διανιστᾶ τε καὶ ῥώννυσι καὶ μὴ τοῦ καλοῦ διαπεσεῖν συγχωρεῖ.

Συστήσω δ᾿ ἄρα τῷ Υἱῷ καὶ Θεῷ μου, οἷς ἂν γένηται καλῶς καταλῦσαι τῇδε τὸν βίον, τῶν αὐτοῖς ἡμαρτημένων τελείαν ἐξαιτησαμένη παρ᾿ αὐτοῦ τὴν ἄφεσιν». (Πατρολογία Migne, τόμος ΡΝ´, Στήλη 1006).

Ἤτοι: εἶναι ἕνα βουνὸ ἐπάνω εἰς τὴν Ρούμελην, ὡραιότατον ἐν ταυτῷ καὶ ὑψηλότατον, κλίνον πρὸς τὸ νότιον μέρος, τὸ ὁποῖον ἐκτείνεται πολὺ μέσα εἰς τὴν θάλασσαν· τοῦτο τὸ Ὄρος τὸ ἐδιάλεξα ἐγὼ ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς καὶ ἀπεφάσισα νὰ τὸ ἀφιερώσω εἰς τὸ νὰ γίνῃ ἁρμόδιον κατοικητήριον τῶν Καλογήρων καὶ Μοναχῶν· καὶ ἀπὸ τώρα καὶ ὕστερον, ἔχει νὰ ὀνομασθῆ ἅγιον· καὶ μὲ ὅσους κατοικήσωσι τὸν κοινὸν ἐχθρὸν τῶν ἀνθρώπων διάβολον, θέλω συμπολεμήσει πρώτη τούτων καὶ ἐγὼ εἰς ὅλην τὴν ζωὴν αὐτῶν· καὶ θέλω γίνει εἰς αὐτοὺς ἀκαταμάχητος βοηθός· θέλω τοὺς διδάσκει ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ κάμνωσι· καὶ θέλω εἶσθαι εἰς αὐτοὺς ΠΡΟΝΟΗΤΗΣ, ΙΑΤΡΟΣ καὶ ΤΡΟΦΕΥΣ, φροντίζουσα τόσον διὰ τὴν τροφὴν καὶ ἰατρείαν, ἥτις συνιστᾷ καὶ ὠφελεῖ τὸ σῶμα, ὅσον καὶ διὰ τὴν τροφὴν καὶ ἰατρείαν, ἥτις δυναμώνει τὴν ψυχὴν καὶ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ ἐκπέσῃ ἀπὸ τὸ καλὸν καὶ τὴν ἀρετήν. Καὶ ταῦτα μὲν θέλω κάμει ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν· μετὰ θάνατον δέ, θέλω συστήσει εἰς τὸν Υἱὸν καὶ Θεόν μου ἐκείνους, οἵτινες θεοφιλῶς καὶ ἐν μετανοίᾳ τελειώσουσι τὴν ζωὴν αὐτῶν εἰς τὸ Ὄρος τοῦτο· καὶ θέλω ζητήσει ἀπὸ τὸν Υἱόν μου τελείαν των συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν των.

Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ φήμη τῶν μεγάλων ὑποσχέσεων, τὰς ὁποίας δίδει ὄχι ἄλλος τις, ἀλλὰ μία Μήτηρ Θεοῦ, ἡ Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς· τὸ νὰ ἔχῃ δηλαδὴ τὸ Ὄρος τοῦτο ὡς ἰδικόν της καὶ νὰ ὑπερασπίζεται, ὄχι μόνον ζῶντας, ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατον, πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῷ. Τούτῳ, λέγω, ἀκούσαντες καὶ οἱ Θεῖοι Πατέρες καὶ Ὅσιοι, ἀφῆκαν τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ, πάντα, γονεῖς, συγγενεῖς, οἰκίας, ὑπάρχοντα, πλοῦτον, ἡδονὴν καὶ δόξαν, καὶ ἦλθον ἀπὸ κάθε μέρος τῆς οἰκουμένης καὶ κατῴκησαν τὸν ἱερὸν τοῦτο ὄρος Ἄθω, τὸν νοητὸν καὶ περικαλλέστατον τῆς Θεοτόκου παράδεισον, θαρροῦντες ὅλως διόλου καὶ ἐλπίζοντες μετὰ Θεοῦ εἰς τὴν προστασίαν καὶ σκέπην τῆς Κυρίας τοῦ Ὄρους.

http://users.uoa.gr

  1. Τό θαύμα εἰς τήν καθαρεύουσαν
  2. Στή δημοτική

11 Ἰουνίου

Κατὰ τὴν Σκήτην τοῦ Πρωτάτου, τὴν εὑρισκομένην εἰς τὰς Καρυάς, ἐκεῖ πλησίον, ἐν τῇ τοποθεσίᾳ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος, εἶναι λάκκος μεγάλος, ὅστις ἔχει κελλία διάφορα. Εἰς ἓν λοιπὸν τῶν κελλίων τούτων, ἐπ᾿ ὀνόματι τιμώμενον τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Κοιμήσεως, ἐκατοίκει ἕνας Ἱερομόναχος Γέρων καὶ ἐνάρετος μετὰ ἄλλου ὑποτακτικοῦ. Ἐπειδὴ δὲ ἦτο συνήθεια νὰ γίνεται ἀγρυπνία κάθε Κυριακὴν εἰς τὴν ρηθεῖσαν τοῦ Πρωτάτου Σκήτην, κατὰ τὸ ἑσπέρας ἑνὸς Σαββάτου, θέλων νὰ ὑπάγῃ ὁ προρρηθεὶς Γέροντας εἰς τὴν ἀγρυπνίαν λέγει τῷ μαθητῇ αὐτοῦ: «Τέκνον, ἐγὼ μὲν ὑπάγω διὰ νὰ ἀκούσω τὴν ἀγρυπνίαν, ὡς σύνηθες· σὺ δὲ μεῖνον εἰς τὸ κελλίον καὶ ὡς δύνασαι, ἀνάγνωθι τὴν Ἀκολουθίαν σου». Καὶ οὕτως ἀπῆλθεν. Αποτέλεσμα εικόνας για Ἄξιόν ἐστινἈφ᾿ οὗ δὲ ἡ ἑσπέρα παρῆλθεν, ἰδοὺ κρούει τις τὴν θύραν τοῦ Κελλίου, ὁ δὲ Ἀδελφὸς ἔδραμε καὶ τὴν ἄνοιξε καὶ βλέπει, ὅτι ἦτο ξένος μοναχός, ἄγνωστος εἰς αὐτόν, ὅστις εἰσελθὼν ἔμεινεν εἰς τὸ κελλίον τὴν νύκτα ἐκείνην. Read more

  1. Διήγηση στή καθαρεύουσα
  2. Διήγηση στή δημοτική

Διήγηση στή καθαρεύουσα

Ἡ Ἱστορία τῆς Τριχερούσης Ἁγίας εἰκόνος ὑπάρχει συνηνωμένη τοῖς συμβεβηκόσιν ἐν τῷ βίῳ τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ γνωστοῦ ᾀσματογράφου τῆς ἡμετέρας Ἁγίας ἐκκλησίας.
Οὗτος ὁ Ὅσιος σφοδρῶς πατάσσων ἐγγράφως τε καὶ προφορικῶς τὴν τῶν Εἰκονομάχων αἵρεσιν, καὶ ὑπὸ τοῦ θείου ζήλου παρακινούμενος, ἐσυκοφαντήθη διὰ τοῦτο παρὰ τοῦ Αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (κατὰ τὸν η´ αἰῶνα) πρὸς τὸν ἄρχοντα τῆς Δαμασκοῦ, παρὰ τῷ ὁποίῳ κατεῖχε ὁ Ὅσιος ὑπούργημα ἐπίσημον, ὁ δὲ ἄρχων μηδόλως ἐρευνήσας τὴν ὑπόθεσιν, καὶ μὴ ὑποπτευόμενος, ὅτι ὁ Βασιλεὺς καταφέρεται μυστικῶς κατὰ τοῦ Ἰωάννου διέταξεν ἵνα ἐκκοπῆ ἡ δεξιὰ αὐτοῦ, ὡς γράψασα δῆθεν ἐπιστολὰς πρὸς τὸν ρηθέντα θηριώνυμον Λέοντα, πεπληρωμένας πνεύματος ἐχθρικοῦ καὶ προδοσίας κατὰ τοῦ ἄρχοντος αὐτοῦ· ἀπεκόπη λοιπὸν ἡ χεὶρ καὶ διὰ πλείοντα φόβον πάσης τῆς πόλεως, ἐκρεμάσθη ἐν δημοσίῳ τόπῳ· πρὸς δὲ τὸ ἑσπέρας, ὅτε κατεπράϋνεν ὁ θυμὸς τοῦ Ἄρχοντος τῆς Δαμασκοῦ, παρεκάλεσεν αὐτὸν ὁ Ὅσιος διὰ μέσου ἄλλων φίλων αὐτοῦ, ἵνα χορηγηθῆ αὐτῷ ἡ ἄδεια ὅπως καταβιβάση καὶ λάβη τὴν κρεμασμένην παλάμην τῆς ἐκκοπείσης δεξιᾶς αὐτοῦ, ὁ δὲ ἄρχων καταπεισθεὶς εἰς τὰς μεσιτείας τῶν ἐν τῷ παλατίῳ φίλων του Ἰωάννου, διέταξεν ἵνα ἡ παλάμη ἐπιστραφῆ πρὸς τὸν πάσχοντα.

Read more

Ἡ ἐπωνυμία αὐτὴ ἀπεδόθη τῇ Ἁγίᾳ ταύτῃ εἰκόνι, διὰ τὴν ἑξῆς αἰτίαν:

Εἷς Ἱεροδιάκονος Ἐκκλησιάρχης τῆς αὐτῆς Μονῆς, ἐργαζόμενος ἑντὸς τοῦ Καθολικοῦ Ναοῦ, καὶ καταγινόμενος κατὰ τὸ χρέος αὐτοῦ, ἵνα φιλοκαλῇ καὶ τακτοποιῇ τὰ πάντα, ἤρχετο ἐνίοτε ἵνα γευματίση ἐν τῇ Κοινῇ τραπέζῃ, οὐχὶ ἐν τῇ, ὡς ἔθος, διατεταγμένῃ ὥρᾳ, ἀλλ᾿ ὑστερώτερον.
Ἐν μίᾳ δὲ τῶν ἡμερῶν ἐβράδυνεν ὡσαύτως ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, εἶτα ἐλθὼν εἰς τὴν τράπεζαν ἐζήτησε παρὰ τοῦ τραπεζάρη, νὰ τῷ δώσῃ νὰ γευματίση· ὁ δὲ τραπεζάρης ἀγανακτήσας διὰ τὴν ἄωρον ἔλευσιν τοῦ Ἐκκλησιάρχου, εἶπεν αὐτῷ μετ᾿ ὀργῆς, ὅτι πρέπει νὰ ἔρχηται εἰς τὴν τράπεζαν εἰς τὴν διατεταγμένην ὥραν καὶ οὐχὶ ὅταν θέλῃ καὶ βούληται. Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἐκκλησιάρχης ἐλυπήθη διὰ τὴν τοιαύτην παρατήρησιν τοῦ Τραπεζάρη, καὶ οὕτω μᾶλλον ἐπιμόνως ἐζήτει νὰ τῷ δοθῇ γεῦμα· ἀλλ᾿ ὁ Τραπεζάρης εἶπεν ἀποφασιστικῶς, ὅτι δὲν ἔχει δι᾿ αὐτὸν οὔτε τμῆμα ἄρτου ὅθεν ὁ ταλαίπωρος Ἐκκλησιάρχης καὶ νῆστις, καὶ ὡς δαιμονιῶν ἐξῆλθε τῆς τραπέζης καὶ οἱ λογισμοὶ αὐτοῦ ὁ εἷς τοῦ ἄλλου σκοτεινότεροι γενόμενοι ἤρξαντο νὰ κυματίζωσι τὴν διάπυρον καὶ ὀξεῖαν αὐτοῦ καρδίαν, καὶ νὰ δαιμονίζωσιν αὐτὴν διὰ τῆς πρὸς τὸν Τραπεζάρην ἀδημονίας καὶ ἀγανακτήσεως. Read more

Διήγησις εἰς τήν καθαρεύουσαν
Διήγησις  εἰς τήν δημοτικήν

Διήγησις εἰς τήν καθαρεύουσαν

Ἐν τοῖς ἀρχαίοις χρόνοις ἦλθέ ποτε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος συμμορία πειρατῶν, ἐπὶ σκοπῷ τοῦ νὰ εἰσέλθουν ἑντὸς μιᾶς τῶν καλλιτέρων Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους δηλ. τοῦ Βατοπαιδίου, κατὰ τὴν αὐγήν, ἅμα δηλ. τῇ ἀνοίξει τῆς Πύλης τῆς Μονῆς, καὶ οὕτω τοὺς μὲν μοναχοὺς νὰ κατασφάξωσι, τὸν δὲ πλοῦτον τῆς Μονῆς λεηλατήσωσιν· ἐλθόντες οὖν οἱ πειραταὶ ἀπεβιβάσθησαν τὸ ἑσπέρας εἰς τὴν ξηρὰν καὶ ἐκρύβησαν εἰς τοὺς πλησίον θάμνους τῆς Μονῆς. Read more

Ἡ Ἁγία αὕτη Εἰκὼν αὐτομάτως ἦλθεν ὡσαύτως διὰ θαλάσσης ἐκ τῆς Ἀραβίας καὶ εὗρον αὐτὴν ἐν τῷ λιμένι τῆς ἱερᾶς τοῦ Βατοπαιδίου Μονῆς. Ἡ ἀπροσδόκητος ὅμως ἄφιξις τῆς Ἁγίας Εἰκόνος οὐκ ὀλίγην προϋξένησε ταραχὴν καὶ θόρυβον ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει, καθότι τῆς φήμης αὐτῆς ταχέως διαδραμούσης πανταχοῦ, συνέρρεον ἐκ πασῶν τῶν Μονῶν, ἰρωθεῖσαν Εἰκόνα.
Ἕκαστον δὲ Μοναστήριον παρεκάλει ν᾿ ἀποκτήση τὸν τοιοῦτον θησαυρόν, ἀλλ᾿ ἡ τοῦ Βατοπαιδίου Μονή, ἐπειδὴ ἡ Ἁγία Εἰκὼν ἐφανερώθη εἰς τὸν λιμένα αὐτῆς οἰκειοποιεῖτο αὐτήν. Read more

Ἐπὶ βασιλείας Λέοντος τοῦ Σοφωτάτου Βασιλέως, ἐν ἔτει 919, ἦσαν τρεῖς ἀδελφοὶ γνήσιοι, Μωϋσῆς, Ἀαρὼν καὶ Βασίλειος ὀνομαζόμενοι καὶ καταγόμενοι ἐκ τῆς μεγαλοπόλεως Λυκνίδος, ἥτις ὕστερον ὠνομάσθη Ἀχρὶς (κοινότερον δὲ Ὀχρίδα).
Οὗτοι δι᾿ἃ τὴν πρὸς Θεὸν ἀγάπην καὶ εὐλάβειαν, ἣν εἶχον, ἀπεφάσισαν ἵνα ἀφήσωσι τὸν κόσμον καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν γένους καὶ ἀναλάβωσι τὸ Ἀγγελικὸν σχῆμα. Ὅπως δὲ θερμότερον καὶ ἀνδρειότερον ἀντιπολεμήσωσι τὰς τοῦ ἐχθροῦ μηχανάς, καὶ νεκρώσωσι τέλεον τὰς ἡδονὰς τῆς ἰδίας αὐτῶν σαρκὸς διὰ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς τελείαν ἀναχώρησιν καὶ ἦλθον εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω, ἔνθα εὑρόντες τόπον ἥσυχον εἰς τὰ πέριξ τῆς νῦν ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ζωγράφου, ἐποίησαν ἑαυτοῖς τρεῖς σκηνὰς καὶ κατῴκησαν διὰ μακροῦ διαστήματος ἀλλήλων διαχωριζόμενοι, μόνῃ δὲ τῇ Κυριακῇ συνήρχοντο ἐπὶ τὸ αὐτό.
Ἐξῆλθε λοιπὸν ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς αὐτῶν, καὶ συνήχθησαν καὶ ἕτεροι καὶ προσεκολλήθησαν αὐτοῖς οἵτινες καὶ νεύσει Θεοῦ ᾠκοδόμησαν Μοναστήριον εὑρόντες τόπον ἐπιτήδειον, καὶ Ναόν, ὃν καὶ ἠθέλησαν ἐπονομᾶσαι· καὶ οἱ μὲν ἔλεγον τοῦ Ἁγίου Νικολάου, οἱ δὲ τοῦ ἁγίου Κλήμεντος Ἀρχιεπισκόπου Ἀχριδῶν, ὡς συμπατριώτου αὐτῶν, ἕκαστος δηλαδὴ αὐτῶν, πρὸς ὃν εἶχε περισσοτέραν εὐλάβειαν, καὶ οὕτω διετέλουν ἀσύμφωνοι· ἵνα δὲ συστείλωσι τὰς διαφωνίας καὶ φιλονεικίας ἐκ τῆς ἀδελφικῆς αὐτῶν ἀγάπης, ἀπεφάσισαν ἐπὶ τέλους, ἵνα διὰ προσευχῆς προσδράμωσι πρὸς Θεὸν καὶ δεηθῶσιν αὐτῷ θερμῶς, ἵν᾿ αὐτὸς μόνος διατάξῃ καὶ ἀποφασίσῃ, τίνι ἐκ τῶν Ἁγίων αὐτοῦ νὰ καθιερώσωσι τὸν Ναόν, καὶ τίνος εἰκόνα νὰ ζωγραφίσωσιν ἐπὶ τῆς ἑτοιμασθείσης σανίδος. Read more


Περὶ τῆς Θαυματουργοῦ Εἰκόνος διεβεβαιοῦται, ὅτι αὕτη ἡ ἁγία Εἰκὼν ἐστὶν ἐκείνη ἡ ἴδια, ἐνώπιον τῆς ὁποίας κατὰ πρῶτον ἐξεφωνήθη ὁ ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Σεργίου συντεθεὶς ἀκάθιστος ὕμνος τῆς Θεοτόκου, μετὰ τὴν κατὰ τῶν Σκυθῶν τελείαν νίκην. Ἀφιέρωσε δὲ αὐτὴν ὁ εὐσεβέστατος Βασιλεὺς Ἀλέξιος ὁ Κομνηνὸς ἐγχειρήσας αὐτὴν ἰδιοχείρως τῷ Ὁσίῳ Διονυσίῳ τῷ τῆς Μονῆς Κτήτορι, εὑρισκόμενος εἰς τὴν Τραπεζούντα. Οὕτως εἶναι γεγραμμένον ὄπισθεν τῆς εἰκόνος ἐν ἀργυρᾷ πλακί. Read more

Ὀπότε ὁ Ὅσιος καί Θεοφόρος Πατήρ ἡμῶν Ἀθανάσιος ἔκτιζε τήν ἑαυτοῦ Λαύραν, ἔτρεχον πρός αὐτόν πανταχόσε πλήθη Μοναχῶν, τούς ὁποίους ὁ ὅσιος μέ ἄγαπην ἔδεχετο, καί σύν αὐτοῖς ἐκοπίαζεν εἰς πάσας τάς τῆς Μονῆς ὑπηρεσίας. Τότε λοιπόν κατά παραχώρησιν Θεοῦ συνέβη αὐτῷ ἠ τοιαύτη δοκιμή, ἤγουν ἐν ᾦ δέν ἔφθασεν εἰσέτι νά τελειοποιήση τήν κτιζομένην ὑπ’ αὐτοῦ Λαύραν, καί εἶχε καί πολυάνθρωπον ἀδελφότητα, κατέλαβεν αὐτόν ἔνδεια μεγάλη καί στέρησις πάντων τῶν ἀναγκαίων. Read more

αρχείο λήψης (1) «Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος»

Ἡ θαυματουργὴ Πορταΐτισσα, ἡ ἐξέχουσα μεταξύ τῶν θεομητορικῶν εἰκόνων τοῦ Ἄθω, ἦταν ἀρχικὰ φυλαγμένη, καθώς διασώζει ἡ παράδοση, στὴ μικρασιατικὴ Νίκαια. Μιὰ εὐσεβής γυναίκα μέ τὸν μοναχογιό της, τὴν εἶχαν τοποθετήσει μέσα στὴν ἰδιόκτητη ἐκκλησία τους καὶ τὴν τιμοῦσαν. Read more

Κατά τήν παράδοσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἡ Παναγία ἦλθε εἰς τό Ἅγιον Ὄρος* διά νά μεταδώση εἰς τους εἰδωλολάτρας ὅπου ζοῦσαν τότε ἐκεί, τόν Χριστιανισμόν. Ὅπως σημειώνεται εἰς χειρόγραφον κώδικα, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἔφθασε εἰς τόν ἌΘΩ σύγχυσις καί βοή μεγάλη ἐγένετο ἐκ πάντων τῶν ἐν Ἄθω εἰδώλων καί γενομένης κραυγῆς ταῦτα ἠκούοντο: «Ἄνδρες οἱ τοῦ Ἀπόλλωνος ἅπαντες πορευθέντες εἰς τόν τοῦ Κλήμεντος λιμένα προϋπαντήσατε τήν Μητέρα τοῦ μεγάλου θεοῦ Μαρία». Διά τοῦτο πάντες εἰς τόν λιμένα συνέτρεχον, καί μετά σεβασμοῦ τήν Θεοτόικον σύν τῷ Εὐαγγελιστή Ἰωάννη καί ἄπαντας τούς συνοδοιπόρους ἀπήγαγον εἰς τό Συναγωγείον ἐπερωτῶντες τό μέγα Μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας, καί ἐθαύμαζον, πῶς αὕτη οὖσα Ἑβραία τά πάντα ἐξηγήσατο εἰς τήν Ἑλληνικήν γλώσσαν. Ἡ Θεοτόκος εὐχαριστηθείσα ἐκ τοῦ τόπου, ὁ ὁποίος ἐκληρώθη εἰς αὐτήν,εἶπε τήν κάτοθεν εὐχήν. Read more