Γιὰ τὴ συκοφαντία διαβάζουμε στὰ Γεροντικὰ καὶ στὰ Συναξάρια τῶν Ἁγίων τὰ ἑξῆς ἀξιοπρόσεκτα:
Στὸν Ἀββᾶ Ἀντώνιο ἦλθε κάποτε ἕνας ἀδελφὸς ἀπὸ κάποιο κοινόβιο, ὁ ὁποῖος συκοφαντήθηκε γιὰ πορνεῖα. Ἦλθαν καὶ οἱ ἀδελφοὶ ἀπὸ τὸ κοινόβιο, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσουν καὶ νὰ τὸν πάρουν. Ἀντί, ὅμως, γιὰ ἀγάπη, τοῦ ἔκαναν ἔλεγχο καὶ ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νὰ ἀπολογηθεῖ λέγοντας ὅτι δὲν ἔπεσε σὲ ἐκεῖνο τὸ ἁμάρτημα. Ὁ Ἀββᾶς Παφνούτιος ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ ἄκουγε τὴ συνομιλία καὶ θλιβόταν, γιὰ τὸν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν ἄλλων ἀδελφῶν. Ἔτσι, βρῆκε τὴν εὐκαιρία καὶ τοὺς εἶπε:
— Εἶδα στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε χωθεῖ στὸ βόρβορο ὡς τὰ γόνατά του καὶ καθὼς ἦλθαν μερικοὶ νὰ τοῦ δώσουν χέρι βοηθείας τὸν καταπόντισαν μέχρι τὸ λαιμό.
Τοὺς λέγει τότε ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος γιὰ τὸν Ἀββᾶ Παφνούτιο:
— Νά, ἄνθρωπος ἀληθινός, ποὺ μπορεῖ νὰ θεραπεύσει καὶ νὰ σώσει ψυχές.
Συγκινήθηκαν τότε ἀπὸ τὰ λόγια τῶν γερόντων καὶ ἔβαλαν μετάνοια στὸν ἀδελφό. Ἠρέμησαν ἔτσι καὶ τὸν πῆραν πάλι πίσω στὸ κοινόβιο.
Read more