Γιὰ τὴ συκοφαντία διαβάζουμε στὰ Γεροντικὰ καὶ στὰ Συναξάρια τῶν Ἁγίων τὰ ἑξῆς ἀξιοπρόσεκτα:


Στὸν Ἀββᾶ Ἀντώνιο ἦλθε κάποτε ἕνας ἀδελφὸς ἀπὸ κάποιο κοινόβιο, ὁ ὁποῖος συκοφαντήθηκε γιὰ πορνεῖα. Ἦλθαν καὶ οἱ ἀδελφοὶ ἀπὸ τὸ κοινόβιο, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσουν καὶ νὰ τὸν πάρουν. Ἀντί, ὅμως, γιὰ ἀγάπη, τοῦ ἔκαναν ἔλεγχο καὶ ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νὰ ἀπολογηθεῖ λέγοντας ὅτι δὲν ἔπεσε σὲ ἐκεῖνο τὸ ἁμάρτημα. Ὁ Ἀββᾶς Παφνούτιος ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ ἄκουγε τὴ συνομιλία καὶ θλιβόταν, γιὰ τὸν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν ἄλλων ἀδελφῶν. Ἔτσι, βρῆκε τὴν εὐκαιρία καὶ τοὺς εἶπε:
— Εἶδα στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε χωθεῖ στὸ βόρβορο ὡς τὰ γόνατά του καὶ καθὼς ἦλθαν μερικοὶ νὰ τοῦ δώσουν χέρι βοηθείας τὸν καταπόντισαν μέχρι τὸ λαιμό.
Τοὺς λέγει τότε ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος γιὰ τὸν Ἀββᾶ Παφνούτιο:
— Νά, ἄνθρωπος ἀληθινός, ποὺ μπορεῖ νὰ θεραπεύσει καὶ νὰ σώσει ψυχές.
Συγκινήθηκαν τότε ἀπὸ τὰ λόγια τῶν γερόντων καὶ ἔβαλαν μετάνοια στὸν ἀδελφό. Ἠρέμησαν ἔτσι καὶ τὸν πῆραν πάλι πίσω στὸ κοινόβιο.


Κοντὰ στὸν Ἀββᾶ Ἰσίδωρο τὸν Πηλουσιώτη ποὺ ἦταν Πρεσβύτερος βρισκόταν καὶ κάποιος εὐλαβὴς καὶ ἐνάρετος διάκονος. Ὁ Ἀββᾶς σκόπευε νὰ τὸν κάνει Πρεσβύτερο καὶ διάδοχό του. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἀπὸ μεγάλη ταπείνωση δὲν δεχόταν χειροτονία προβάλλοντας ἀναξιότητα.
Αὐτὸ τὸν ἐνάρετο ἀδελφό, τὸν μίσησε τόσο πολὺ κάποιος ἄλλος μοναχὸς στὴ Σκήτη, νικημένος ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνου, καὶ γύρευε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν βλάψει καὶ νὰ τὸν δυσφημήσει.
Νά, λοιπόν, τί τὸν ἔβαλε ὁ διάβολος νὰ κάνει. Πῆρε μία μέρα ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία του καὶ τὸ ἔβαλε κρυφὰ στὸ κελλὶ τοῦ Διακόνου, χωρὶς ἐκεῖνος νὰ πάρει εἴδηση. Ὕστερα πῆγε στὸν Ἀββᾶ Ἰσίδωρο καὶ τοῦ παραπονέθηκε πὼς ἔχασε τὸ βιβλίο του καὶ πὼς κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχε κλέψει. Ἀπαιτοῦσε, λοιπόν, νὰ γίνει ἔρευνα σὲ ὅλα τὰ κελλιά.
— Τέτοιο πράγμα, παιδί μου, ἔκανε ἔκπληκτος ὁ Γέροντας, δὲν ἔχει ξαναγίνει στὴ Σκήτη. Ἀλλά, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖς, πάρε δυo αδελφοὺς καὶ ψάξε τὰ κελλιά.
Ἔτσι κι’ ἔγινε. Ἀφοῦ ἔψαξαν μερικὰ ἄλλα κελλιά, πῆγαν καὶ στοῦ Διακόνου καὶ φυσικὰ ἐκεῖ βρῆκαν τὸ βιβλίο. Τὸ πῆραν, λοιπόν, καὶ τὸ ἔφεραν στὴν Ἐκκλησία τὴν ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ, ποὺ ἤσαν συγκεντρωμένοι οἱ ἀδελφοί, καὶ εἶπαν μεγαλοφώνως στὸν Ἀββᾶ Ἰσίδωρο, γιὰ ν’ ἀκουσθεῖ ἀπὸ ὅλους, ποὺ εἶχε βρεθεῖ τὸ βιβλίο.
Ὁ ἀθῶος Διάκονος δὲν διαμαρτυρήθηκε γιὰ τὴ συκοφαντία. Ἔπεσε μὲ ταπείνωση στὰ γόνατα καὶ ζήτησε ἀπὸ ὅλους συγχώρηση, λέγοντας ὅτι ἔσφαλε.
—Συγχωρήσατέ μέ, ἀδελφοί, γιατί εἶμαι κλέφτης.
Σὰν πέρασαν οἱ τρεῖς ἑβδομάδες καὶ ὁ Διάκονος τελείωσε τὸ ἐπιτίμιό του καὶ ἔγινε δεκτὸς στὸ Ἅγιο Βῆμα, ὁ συκοφάντης δαιμονίσθηκε καὶ μὲ γοερὲς κραυγὲς ὁμολόγησε τὴν ἁμαρτία του. Ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ δαίμονος ὁ συκοφάντης μόνον ὅταν προσευχήθηκε γι’ αὐτὸν ὁ συκοφαντημένος διάκονος.
Ἀκούσατε ἄλλο πάλι παράδειγμα: Ἕνας ἀδελφὸς ἔκανε τὴν ἑξῆς ἐρώτηση σὲ κάποιον πατέρα: «Πῶς ρίχνει ὁ διάβολος τοὺς πειρασμοὺς στοὺς Ἁγίους;». Τοῦ ἀπάντησε ὁ Γέροντας: «Ἦταν κάποτε στὸ ὅρος Σινὰ ἕνας μοναχὸς ποὺ ὀνομαζόταν Νίκων. Κάποιος πῆγε στὴ σκηνὴ ἑνὸς Ἄραβα Φαρανίτη, βρῆκε μονάχη τὴν κόρη του, πλάγιασε μαζί της καὶ ὕστερα τῆς λέει: «Νὰ πεῖς ὅτι τὸ πάθημά μου αὐτό μου τὸ ἔκαμε ὁ ἀναχωρητής, ὁ Ἀββᾶς Νίκων». Ὅταν ἦρθε ὁ πατέρας της καὶ πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, πῆρε τὸ ξίφος του καὶ τράβηξε κατὰ τοῦ Γέροντα. Σὰν χτύπησε τὴν πόρτα, βγῆκε ἔξω ἐκεῖνος καὶ ὅταν σήκωσε τὸ ξίφος νὰ τὸν σκοτώσει, παράλυσε τὸ χέρι του. Τότε ὁ Φαρανίτης πῆγε στὴν ἐκκλησία καὶ κατάγγειλε τὸ συμβὰν στοὺς πρεσβυτέρους. Ἔστειλαν ἐκεῖνοι καὶ τὸν κάλεσαν καὶ ὁ Γέροντας παρουσιάστηκε. Τότε τοῦ ἔδωσαν πολὺ ξύλο καὶ σκέφτονταν νὰ τὸν διώξουν, ὅμως ἐκεῖνος τοὺς παρακάλεσε νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ ζήσει μὲ μετάνοια κοντά τους. Ἔτσι τὸν ἀπομόνωσαν γιὰ τρία χρόνια καὶ ἔδωσαν ἐντολὴ κανένας νὰ μὴν τοῦ μιλάει. Πέρασαν τὰ τρία χρόνια καὶ ὁ συκοφαντηθεῖς ἐρχόταν κάθε Κυριακὴ καὶ μὲ μετάνοια παρακαλοῦσε καὶ ἔλεγε; «Προσεύχεστε στὸν Κύριο γιὰ μένα»!
Ἀργότερα, ὅμως, ἐκεῖνος ποὺ εἶχε κάμει τὴν ἁμαρτία καὶ εἶχε ρίξει τὸν πειρασμὸ στὸν ἀναχωρητὴ κυριεύθηκε ἀπὸ δαιμόνιο καὶ ὁμολόγησε στὴν ἐκκλησία: «Ἐγὼ ἤμουν ποὺ ἁμάρτησα καὶ μίλησα γιὰ νὰ συκοφαντηθεῖ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Τότε σηκώθηκε ὅλος ὁ λαὸς καὶ εἶπε μετανιωμένος στὸ Γέροντα: «Ἀββᾶ, συγχώρεσέ μας». Ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε: «Ὅσο γιὰ τὴ συγχώρηση, σᾶς ἔχω ἤδη συγχωρήσει, ἀλλὰ νὰ μείνω κοντά σας, δὲν μένω πιὰ μὲ τίποτα. Δὲν βρέθηκε οὔτε ἕνας σας νὰ ἔχει διάκριση καὶ νὰ μὲ συμπονέσει».


Ἂς θυμηθοῦμε πάλι τὴν Ἁγία Θεοδώρα στὸ χωριὸ Βάστα τῆς Ἀρκαδίας, ἡ ὁποία πέφτοντας θύμα μεγάλης συκοφαντίας καὶ μὴ φανερώνοντας τὴν ἀλήθεια, μαρτύρησε. Σὲ ἀνάμνηση τῆς θυσίας τῆς ὑπάρχει ἐκεῖ ἕνα ζωντανὸ θαῦμα. Ὁ Θεὸς ἀκούγοντας τὴν προσευχὴ τῆς ἐπέτρεψε νὰ φυτρώσουν, χωρὶς ρίζες, 17 δένδρα στὴν σκεπὴ μίας μικρῆς ἐκκλησίας 12 τετραγωνικῶν μέτρων στὸν τόπο ποὺ μαρτύρησε.
Ἂς θυμηθοῦμε πάλι τὸν πάγκαλο Ἰωσήφ, τὸ γιὸ τοῦ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ὑπέφερε τόσα ἀπὸ τοὺς ἴδιους τους ἀδελφούς του, οἱ ὁποῖοι τὸν πούλησαν σκλάβο στὴν Αἴγυπτο. Ἐκεῖ συκοφαντήθηκε ἀδυσώπητα ἀπὸ τὴ σύζυγο τοῦ Πετεφρῆ, ἐπειδὴ δὲν ἐνέδωσε στὶς πονηρὲς διαθέσεις της, καὶ ὅμως ὁ Θεὸς τὸν τοποθέτησε στὰ ὕψη, ὥστε νὰ κυβερνήσει στὸ πλάϊ τοῦ Φαραὼ ὅλη τὴν Αἴγυπτο.


Τέλος ἂς θυμηθοῦμε τὸ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς τιμωρίας τοῦ συκοφάντη τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, τὴν ἀμετανόητη Μελανθία, ἀπὸ τὴν ὁποία τόσο ἄδικα συκοφαντήθηκε ἡ Ἁγία. Ὁ δικαιοκρίτης Θεὸς τὴν τιμώρησε πολὺ παραδειγματικά, ρίπτοντας φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατακαίγοντάς την.


Ἡ συκοφαντία, δυστυχῶς, ἔχει γίνει σήμερα διαδεδομένος τρόπος συμπεριφορᾶς πολλῶν ἀνθρώπων, στὴν καθημερινή τους ζωή, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ θεωρεῖται ὡς κάτι τὸ φυσιολογικό. Συκοφαντοῦμε ὅταν κατηγοροῦμε ἄδικα κάποιο πρόσωπο ἡ δημιουργοῦμε καὶ διαδίδουμε ψευδεῖς εἰδήσεις καὶ πληροφορίες γι’ αὐτό, πάντοτε ἠθελημένα μὲ σκοπὸ νὰ βλάψουμε τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψή του. Στὶς ἡμέρες μας αὐτὴ ἡ συκοφαντία εἶναι συνήθης καὶ δείχνει ὅτι ἡ ἀντίσταση τῆς συνειδήσεώς μας, ἂν δὲν ἔχει πωρωθεῖ τουλάχιστον ἔχει ἀμβλυνθεῖ ἐπικίνδυνα. Δεχόμαστε ὅτι μας λένε ἀβασάνιστα χωρὶς διασταύρωση τῶν λεγομένων καὶ καταβροχθίζουμε σάρκες, συνήθως ἀνυποψίαστων θυμάτων. Λησμονοῦμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Λευϊτικοῦ «οὐ κλέψετε, οὐ ψεύσεσθε, οὐδὲ συκοφαντήσει ἕκαστος τὸν πλησίον» (Λευϊτ. ἴθ΄ 11) καὶ εὔκολα κατηγοροῦμε κάποιον, δημιουργώντας ἡ διαδίδοντας ψευδὴ γεγονότα, φῆμες καὶ πληροφορίες γι’ αὐτόν.
Πολλοί, εἰδικὰ σήμερα, παίρνουν ἀψήφιστα τὸ θέμα. Ἔχουμε δεῖ, ὅμως, νὰ σπιλώνονται προσωπικότητες, ὑπολήψεις, οἰκογενειάρχες μὲ τραγικὰ πολλὲς φορὲς ἀποτελέσματα. Ἄνθρωποι νὰ χάνουν τὴν ἐργασία τους, νὰ διαλύεται ἡ οἰκογένειά τους, νὰ ἔχουν χάσει τὴν ὑγεία τοὺς ἀκόμη, δυστυχῶς, καὶ νὰ ἀφαιροῦν τὴν ἴδια τους τὴ ζωὴ πάνω στὴν ἀπελπισία γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ διαπράχθηκε εἰς βάρος τους.
Κλείνουμε μὲ τὰ θαυμαστὰ λόγια του Ἁγίου Μαξίμου, τοῦ Ὁμολογητῆ, ὅτι «Ὅσο προσεύχεσαι θερμὰ γιὰ χάρη ἐκείνου ποὺ σὲ συκοφάντησε, τόσο καὶ ὁ Θεὸς πείθει γιὰ τὴν ἀθωότητά σου ὅσους σκανδαλίστηκαν λόγω τῆς συκοφαντίας.»
Και μη λησμονοῦμε τὰ λόγια μεγάλων ἀνδρῶν. Ὁ Σουΐφτ εἶπε: Η συκοφαντία συνήθως χτυπάει τους άξιουςανθρωπους, ὅπως τὰ σκουλήκια ρίχνονται πάνω στὰ καλύτερα φροῦτα.
Ὁ Διογένης εἶπε ὅτι, ἀπό τα αγρια θηρία τὸ χειρότερο δάγκωμα τὸ κάνει οσυκοφαντης.
Ο Σπαρτιάτης Θεαφίδας οταν ἀκόνιζε κάποτε τὸ ξίφος τοῦ κάποιος αλλος τὸν ρώτησε αν εἶναι κοφτερὸ και εκεῖνος ἀπάντησε:
Εἶναι πιο κοφτερὸ και από τη συκοφαντία.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας. πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *