Περὶ τοῦ ἀββᾶ Μιλησίου.

αʹ. Παρερχόμενος ὁ ἀββᾶς Μιλήσιος διά τινος τόπου, εἶδέ τινα μοναχὸν κρατούμενον ὑπό τινος, ὡς φόνον ποιήσαντα. Καὶ προσεγγίσας ὁ γέρων, ἐπερώτησε τὸν ἀδελφόν. Καὶ μαθὼν ὅτι συκοφαντεῖται, λέγει πρὸς τοὺς κατέχοντας αὐτόν· Ποῦ ἔστιν ὁ φονευθείς; Καὶ ἔδειξαν αὐτῷ. Καὶ προσεγγίσας τῷ φονευθέντι, εἶπε πᾶσι προσεύξασθαι. Αὐτοῦ δὲ ἐκπετάσαντος τὰς χεῖρας πρὸς τὸν Θεὸν, ἀνέστη ὁ νεκρός. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ἐπὶ πάντων· Εἰπὲ ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ φονεύσας σε. Ὁ δὲ εἶπεν, ὅτι Εἰσελθὼν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, δέδωκα χρήματα τῷ πρεσβυτέρῳ· ὁ δὲ ἀναστὰς, ἔσφαξέ με· καὶ ἀπενέγκας, ἔῤῥιψεν εἰς τὸ μοναστήριον τοῦ ἀββᾶ. Ἀλλὰ παρακαλῶ ὑμᾶς, ληφθῆναι τὰ χρήματα, καὶ δοθῆναι τοῖς τέκνοις μου. Τότε εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ γέρων· Ἄπελθε, καὶ κοιμῶ, ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος, καὶ ἐγείρῃ σε. Read more

Καθὼς εἶνε ἀδύνατον κατὰ τὴν παροιμίαν νὰ λευκαίνῃ τις τὸν Αἰθίοπα, (Αἰθίοπα σμήχειν) οὕτω εἶνε δύσκολον νὰ ἐγκωμιάσω, καθὼς πρέπει, τὸν Μωϋσῆν τοῦτον, τὸν ἔξωθεν μὲν μελανὸν ὡς Αἰθίοπα, ἔσωθεν δὲ εἰς τὴν ψυχήν λελαμπρυσμένον καὶ πάμφωτον• ἀλλὰ πάλιν νὰ τὸν ἀφήσω τελείως ἀνεγκωμίαστον ἀπὸ ρᾳθυμίαν μου καὶ ἀμέλειαν, εἶνε μέγα ἁμάρτημα, διότι στερῶ τοὺς ἀναγνώστας μου ἀπὸ τοιαύτην ψυχωφελῆ διήγησιν. Ἄς εἴπωμεν ὀλίγα τινὰ ἀπὸ τὰ μεγάλα του κατορθώματα, διότι καθὼς ἀπὸ μίαν ρανίδα οἴνου, ἤ μέλιτος, γνωρίζεται τὸ ἐπίλοιπον, ὅπου ἔχει τὸ ἀγγεῖον• καὶ ἀπὸ κόκκον σίτου τὸ ὑπόλοιπον• οὕτω καὶ ἀπὸ ταῦτα τὰ ὀλίγα, ὅπου γράφομεν, ἄς γνωρίσῃ ἕκαστος τοῦ ὁσίου τὴν τελειότητα. Read more

Αποτέλεσμα εικόνας για κόλασηὉ ἐπίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος, ὁ ὅποιος ἔζησε τὸν Ἐ μ.Χ. αἰώνα, διηγεῖται πῶς μιὰ φορὰ τὸν ἐπισκέφθηκε ἕνας μοναχός, πού ἐρχόταν ἀπὸ πολὺ μακριά. Τὸν ἔβαλε νὰ ξεκουρασθῆ καὶ νὰ φάγη.

Ὅταν ἔτρωγε ὁ μοναχός, παρατήρησε ὅτι χρησιμοποιοῦσε μόνο το ἀριστερό του χέρι καὶ ὅτι τὸ δεξί του ἦταν τυλιγμένο μὲ ἕνα παλιοράσο. Read more

Εὐρισκόμενος κάποτε ὁ Ἅγιος ὥς ἠγούμενος εἰς τὴν  Μονὴν  τοῦ ᾿Αγίου Ἀποστόλου ’Ανδρέου, τὸ κοινῶς Κλειοσκάβρη καλούμενον καὶ εὑρισκόμενον εἰς τὸ Μόντε Τσέλιο, ἐν θέσει καλουμένῃ Σκαύρου. και ἡσυχάζων εἰς τὸ κελλίον του, εἰς τὸ ὁποῖον εἰργάζετο καλλιγραφῶν ἱερὰ βιβλία, προσῆλθεν εἰς αὐτὸν πτωχός τις, ὅστις διασωθείς, ὡς ἔλεγεν, ἐκ ναυαγίου, διηγεῖτο τὴν συμφοράν του παρακαλῶν τὸν Άγιον νὰ τὸν ἐλεήσῃ. Ήτο δὲ ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον πτωχὸς ὄχι άνθρωπος ἁπλῶς, ἀλλὰ Ἄγγελος Θεοῦ, εἰς σχῆμα πτωχοῦ καὶ δεομένου παρουσιασθείς, ἵνα φανερώσῃ εἰς ὅλους τὸ εὔσπλαγχνον καὶ εύσυμπάθητον φρόνημα τοῦ ‘Αγίου. Ό ἐμφανισθεὶς λοιπὸν ὡς πτωχός, ἔλαβε τότε ἀπὸ τὸν ᾿Αγιον, δι’ ἐλεημοσύνην, ἐξ νομίσματα. Μετ᾿ ὀλίγον ὅμως ἐπέστρεψε καὶ πάλιν καὶ ἐζήτησεν ἐκ νέου ἐλεημοσύνην. Όθεν διὰ δευτέραν φορὰν ἔλαβεν ἄλλα ἐξ. ‘Ελθών δὲ καὶ διὰ τρίτην φορὰν δὲν ἔφυγεν άνελέητος, διότι μὴ ἔχων ό Άγιος νὰ δώσῃ ἄλλα νομίσματα, ἔδωκεν εις αὐτὸν προθύμως τὸ ἀργυροῦν τριβλίον τοῦ Μοναστηρίου. Read more

Ὁ ὅσιος γέροντας Βαρλαάμ δίδαξε τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη στόν βασιλόπαιδα Ἰωάσαφ, τόν γιό τοῦ βασιλέως τῶν Ἰνδιῶν. Ἀνάμεσα στίς παραβολές τίς ὁποἱες χρησιμοποίησε ὁ ὅσιος Βαρλαάμ γιά νά πείσει τόν ’Ιωάσαφ νά κατανοήσει τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου, ὅσο καί τίς ἀρετές οἱ ὁποίες εἶναι ἀρεστές ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἦταν καί ἡ ἀκόλουθη ἱστορία:

Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε τρεῖς φίλους, ἐκ τῶν ὁποίων δύο ἀγαποῦσε καί ἐπτιμοῦσε, τόν δέ τρίτο καταφρονοῦσε, μή δείχνοντας πρός αὐτόν φιλανθρωπία, καθώς ἔπρεπε. Ἀφοῦ δέ ἦρθαν μιά μέρα κάποιοι φοβεροί στρατιῶτες, τόν ὁδήγησαν μέ τή βία ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο στόν βασιλιᾶ, γιατί χρωστοῦσε μύρια τάλαντα. Στενοχωρούμενος, λοιπόν, ὁ χρεώστης, ζητοῦσε κάποιον νά μιλήσει στόν βασιλιᾶ καί νὰ τοῦ δώσει μιά μικρή προσθεσμία γιά νά ξοφλήσει τό χρέος του. Πῆγε τότε στόν πρῶτο του φίλο καί τοῦ εἶπε: «Πολλές φορές ἐγώ. τό γνωριζεις καλά, κινδύνεψα γιά χάρη σου. Τώρα κι ἐγώ σέ χρειάζομαι στήν ἀνάγκη αὐτή πού μοῦ προέκυψε. Βοήθησέ με, λοιπόν, ὅσο μπορεῖς». Καί ὁ φιλος του τοῦ ἀπάντησε: «᾿Εγώ δέν εἶμαι φίλος σου οὔτε καί σέ γνωρίζω. Ὅμως, σοῦ δίνω δυό παλιά φορέματα κι ἄλλη βοήθεια μήν ἐλπίζεις». Τότε πῆγε στόν ἄλλο φίλο του καί τοῦ εἶπε: «Θυμάμαι πόση ἀγάπη σοῦ δεῖξα: Τώρα ἔχω κι ἐγώ πολλή μεγάλη συμφορά καί ζητῶ τή βοήθειά σου», «Σήμερα δέν ἔχω καιρό», τοῦ ἀπάντησε καί ὁ δεύτερος φίλος, «γιατί μου συνέβηκε πολύ μεγάλη κακοτυχία κι ἔχω πολύ θλίψη, ἀλλὰ θά σέ συνοδέψω λίγο καί κατόπιν θά ἐπιστρέψω στό σπίτι μου». Read more

Πρὶν ἀπὸ εἴκοσι χρόνια· ὅταν ζοῦσε ὁ Ἰωάννης ὁ πράγματι εὐσεβέστατος καὶ ἀνώτερος στὴ φιλοθεΐα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τώρα κατέχουν τὴ ὃέση του· ὁ λεγόμενος Βοστρὴνός· ποὺ ἔγινε χαρτουλάριος στὴ Δαμασκὸ καὶ ἔφερε στὶς ἀγιες ἐκκλησίες εἰρήνη καὶ ὄχι ταραχὴ, συνέδη νὰ σταλεἷ σὲ ὑπηρεσία ἀπὸ τὸν τότε λεγόμενο σύμὃουλο στὴν περιοχὴ τῆς Ἀντιόχειας τῆς Συρίας. Εκεῖ ὺπὴρχαν τέσσερις κοπέλες δαιμονισμένες ποὺ ἔλεγαν πολλὰ μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ διαδόλου· τὶς ὁποῖες οἱ ἐντόπιοι τὶς ἔφεραν στὸν μακαριστὸ Ἰωάννη ποὺ προαναφέραμε. Read more

Ὁ ὅσιος καὶ θαυματουργὸς πατέρας μας ’Αναστάσιος ὁ Σιναΐτης μᾶς διηγήθηκε μία θαυμαστὴ καὶ παράδοξη διὴγηση λέγοντας τὰ ἑξῆς.

Κάποτε ποὺ βρέθηκα στὴ Λαοδίκεια τῆς Συρίας᾽ κοντὰ στὸ ὄρος τοῦ Λιβάνου, ἀπέναντι τῶν Γαυθισῶν, ἄκουσα ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ γέροντες ἕνα ἀξιομνημόνευτο γεγονός.

Ὑπῆρχε, λέει, έκεῖ κάποιος πρεσβύτερος ποὺ ζοῦσε μέ καί πρὶν δύο χρόνια. Μία νύχτα πῆγε σ᾽ αὐτὸν ἕνας ἄνθρωπος καὶ τοῦ ζητοῦσε μὲ πολλὴ βιασύνη νἀ σηκωθεῖ νἀ βαπτίσει τὸ παιδί του ποὺ ἦταν βρέφος καὶ κινδύνευε ἀπό στιγμὴ σὲ στιγμὴ νἀ πεθάνει. Read more

Κεφάλαιον Α΄. ΄Η προς τον Θεόν αγάπη
ΔΕΝ ΦΟΒΟΥΜΑΙ ‘τόν Θεόν έλεγε στους μαθητές του ό Καθηγητής τής έρημου Μέγας ’Αντώνιος, διότι τόν άγαπώ. Ή τελεία άγάπη «έξω βάλλει τόν φόβον».

Ο ΑΒΒΑΣ Άμμούν ό Νιτριώτης έπεσκέφθη κάποτε τόν Μέγαν ’Αντώνιον καί έπειδή είχε μαζί του φιλική οικειότητα τόν έρώτησε: Read more

Διηγήθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τὴν ἀκόλουθη ἱστορία ποὺ ἄκουσε στὴν ἔρημο τῆς Θηβαϊδος. Συνέβηκε κάποτε καὶ πέρασε ἀπὸ τὴν ἔρημο ἕνας μεγάλος πνευματικὸς καὶ στὴν ἀρετὴ περιβόητος. Τότε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἔτρεχαν καὶ ἐξομολογοῦντο σ’αὐτόν, μεταξύ τους δὲ πῆγε καὶ ἕνας ἁπλὸς καὶ ἄκακος ἄνθρωπος βοσκὸς στὸ ἐπάγγελμα, ποὺ δὲν ἤξερε τί θὰ πεῖ ἁμαρτία μόνη του δὲ ἐπιθυμία ἦταν πὼς νὰ κερδίσει τὸ παράδεισο. Ὁ πνευματικὸς τότε τοῦ εἶπε νὰ κρατεῖ τὸν ἴσιο δρόμο καὶ θὰ φθάσει στὸ παράδεισο. Ἄκακος ὅπως ἦταν ἑρμήνευσε κατὰ γράμμα τὰ λόγια τοῦ πνευματικοῦ καὶ περπατώντας τρεῖς μέρες ἔφτασε σ’ ἕνα μοναστήρι καὶ στὸν ἡγούμενο τὸν πόθο του. Ἀπὸ τὰ λόγια του ὁ ἡγούμενος ἐννόησε τὴν ἁπλότητα καὶ ἀκεραιότητά του, τὸν δέχτηκε στὸ μοναστήρι καὶ ἀφοῦ τὸν ἔκαμε μοναχὸ τὸν ἔβαλε νὰ «φιλοκαλὴ» τὴν Ἐκκλησίαν, δηλαδὴ τὸν ἔκαμε νεωκόρο.
Read more

2016-11-22_184011Κάποτε ἕνας ἅγιος γέροντας προσευχόταν στὸ Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸ μυστήριο, γιατί ἄνθρωποι δίκαιοι καὶ εὐσεβεῖς εἶναι φτωχοὶ καὶ δυστυχοῦν καὶ ἀδικοῦνται, ἐνῶ πολλοὶ ἄδικοι καὶ ἁμαρτωλοὶ εἶναι πλούσιοι καὶ ἀναπαύονται καὶ πὼς ἑρμηνεύονται οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ.  Read more

μακαριοςΓιὰ τὸν Ἅγιο Μακάριο ἔλεγαν, πὼς κάποτε, καθὼς πήγαινε στὴν ἐκκλησία τῶν κελίων γιὰ τὴ συνήθη ἀκολουθία, βλέπει ἔξω ἀπ’ τὸ κελὶ ἑνὸς ἀδελφοῦ ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀπὸ δαίμονες, ποὺ ἦταν μετασχηματισμένοι, ἄλλοι σὲ γυναῖκες, ποὺ μιλοῦσαν ἀναίσχυντα, ἄλλοι σὲ νεαροὺς μὲ τὸ στόμα τοὺς ὅλο βρισιές, ἄλλοι νὰ χορεύουν κι ἄλλοι νὰ μεταλλάζουν διάφορες μορφὲς καὶ σχήματα. Read more

Πρέπει νὰ κατηγορῇ κανεὶς τὸν ἑαυτό του πάντοτε γιὰ κάθε πρᾶγμα

ikesia-151Μοῦ διηγήθηκε ἕνας Γέροντας κάτι τέτοιο:
«Κάποτε κάθισα γιὰ λίγο καιρὸ στὴν Λαύρα τοῦ ἁγίου Γερασίμου κι ἀπόκτησα κάποιο φίλο. Καθὼς καθόμασταν λοιπὸν μιὰ μέρα καὶ συζητούσαμε ὠφέλιμα, θυμήθηκα τὸ λόγο τοῦτο τοῦ ἀββᾶ Ποιμένα, τὸ νὰ κατηγορεῖ δηλαδὴ κανεὶς τὸν ἑαυτό του πάντοτε γιὰ κάθε πράγμα. Read more

askitesἘρώτηση: Μὲ ποιὸν τρόπο θὰ μπορέσουμε νὰ μὴν κρίνουμε αὐτὸν πού ἁμαρτάνει φανερά;
Ἀπάντηση: Ἂν θυμόμαστε τὸν Κύριο ποὺ ἔλεγε: «Μὴν κρίνετε, γιὰ νὰ μὴν κριθεῖτε· μὴν καταδικάζετε, γιὰ νὰ μὴν καταδικαστεῖτε» (Λουκ. 6:37) καὶ τὸν ἀπόστολο ποὺ συμβούλευε: «Ὅποιος νομίζει ὅτι στέκεται καλὰ στὰ πόδια του, ἃς προσέχει νὰ μὴν πέσει» (Α Κορ. 10:12), καὶ ποὺ ἐπίσης ἔλεγε: «Ἐσὺ ποὺ κρίνεις τὸν ἄλλο, καταδικάζεις τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου» (Ρωμ. 2:1). Γιατί τὰ μυστικά τοῦ ἀνθρώπου κανεὶς δὲν τὰ ξέρει, παρὰ μόνο τό πνεῦμα ποὺ κατοικεῖ μέσα του (Α’ Κορ. 2:11), σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Σωτήρος μας. Read more

«Πρέπει νά ὑπακοῦμε μέχρι θανάτου σέ αὐτούς πού μᾶς καθοδηγοῦν στό ὄνομα τοῦ Κυρίου, καί νά τούς ἀγαποῦμε καί νά τούς σεβόμαστε»

Ὑπόθεση ΛΔ΄(34)

 «ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»

 Ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάχη

 Ὁ μέγας Θεοδόσιος, ἐπειδή ἤξερε ὅτι γι᾿ αὐτούς πού διάλεξαν νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τίποτε ἄλλο δέν βοηθᾶ τόσο πολύ στήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς καί στή διατήρησή της ὅσο ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, τί σκέφτηκε νά κάνει; Ἔδωσε ἐντολή στούς μαθητές του νά φτιάξουν ἕναν τάφο, ἀπό τή μιά γιά νά φέρνει στή μνήμη τό τέλος –γι᾿ αὐτό ἄλλωστε λέγεται “μνημεῖο”– καί ἔτσι νά τούς κάνει πιό ἐπίμονους στόν ἀγώνα καί νά τούς κεντρίζει νά κοπιάζουν περισσότερο γιά τήν ἀρετή, καί ἀπό τήν ἄλλη γιά νά θάβονται σέ αὐτόν ὅταν πεθαίνουν. Ἐπιπλέον ὅμως καί γιατί κάτι μελλοντικό ἔβλεπε καί πληροφοροῦνταν ἀπό πρίν.

Read more

Ὑπόθεση ΛΘ΄(39)
Ἀπό τόν Ἅγιο Βαρσανούφιο

Ἕνας ἀδελφός ρώτησε κάποιον γέροντα:
«Ὅταν ἔχω λάβει παράθεση1 τῶν ἁγίων γερόντων καί συμβαίνει, γιά κάποια ἀπαραίτητη ὑπόθεση, ὑλική ἤ πνευματική, νά περνῶ ἀπό δρόμο ὅπου συχνάζουν ληστές, πῶς πρέπει, πάτερ, νά περάσω τόν δρόμο; Read more


ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗὉ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, ποὺ ἔγραψε τοὺς βίους τῶν ἁγίων τῆς Ἰταλίας σὲ μορφὴ διαλόγου κι ἔγινε πάπας καὶ πατριάρχης τῆς Ρώμης, πρὶν χειροτονηθεῖ ἀρχιερέας ἦταν μοναχὸς καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ποὺ εἶχε τὴν ἐπωνυμία Κλιοσκαίρη.

Μιὰ μέρα λοιπόν, ἐνῶ καθόταν στὸ κελλί του καὶ καλλιγραφοῦσε, ἦρθε ἕνα φτωχός. Ὁ ἅγιος, σὰν ἀληθινὸς δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, κάλεσε τὸ διακονητή του καὶ τὸν πρόσταξε νὰ τοῦ δώσει ἕξι νομίσματα. Ἐκεῖνος ἐκπλήρωσε τὴν ἐντολή του. Read more

pray1ΤΟΜΟΣ Γ´
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι´
Περὶ διακρίσεως
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ´
Εἶναι ἀνάγκη πάντοτε νὰ εἴμαστε νηφάλιοι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ´
Γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη καὶ νηφάλια προσευχή
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ´
Εἶναι ἀνάγκη νὰ φιλοξενοῦμε καὶ νὰ ἐλεοῦμε μὲ ἱλαρότητα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ´
Περὶ ὑπακοῆς Read more

Ἀρχὴ τοῦ στοιχείου Ζ.

Περὶ τοῦ ἀββᾶ Ζήνωνος.

αʹ. Εἶπεν ὁ ἀββᾶς Ζήνων ὁ μαθητὴς τοῦ μακαρίου Σιλουανοῦ· Μὴ οἰκήσῃς ἐν τόπῳ ὀνομαστῷ, μηδὲ καθίσῃς μετὰ ἀνθρώπου ἔχοντος μέγα ὄνομα, μηδὲ βάλῃς θεμέλιον τοῦ οἰκοδομῆσαι ἑαυτῷ κελλίον πώποτε.

βʹ. Ἔλεγον περὶ τοῦ ἀββᾶ Ζήνωνος, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς οὐκ ἤθελε λαβεῖν παρά τινός τίποτε. Καὶ ἐντεῦθεν οἱ φέροντες ἀπήρχοντο λυπούμενοι, ὅτι οὐκ ἐλάμβανε. Καὶ ἄλλοι ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν, λαβεῖν θέλοντες ὡς παρὰ μεγάλου γέροντος, καὶ οὐκ εἶχέ τι δοῦναι αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ὑπῆγον λυπούμενοι. Λέγει ὁ γέρων· Τί ποιήσω, ὅτι καὶ οἱ φέροντες λυποῦνται, καὶ οἱ λαβεῖν θέλοντες; Τοῦτο μᾶλλον συμφέρει· εἴ τις φέρει, λαμβάνω, καὶ εἴ τις αἰτεῖ παρέχω αὐτῷ. Καὶ οὕτως ποιήσας ἀνεπαύετο, καὶ πάντας ἐπληροφόρει. Read more

4_1_-1Ἀρχὴ τοῦ Α στοιχείου.

Περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου.

αʹ. Ὁ ἅγιος ἀββᾶς Ἀντώνιος, καθεζόμενός ποτε ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐν ἀκηδίᾳ γέγονε καὶ πολλῇ σκοτώσει λογισμῶν· καὶ ἕλεγε πρὸς τὸν Θεόν· Κύριε, θέλω σωθῆναι, καὶ οὐκ ἐῶσί με οἱ λογισμοί· τί ποιήσω ἐν τῇ θλίψει μου; πῶς σωθῶ; Καὶ μικρὸν διαναστὰς ἐπὶ τὰ ἔξω, θεωρεῖ τινα ὁ Ἀντώνιος ὡς ἑαυτὸν, καθεζόμενον καὶ ἐργαζόμενον, εἶτα ἀνιστάμενον ἀπὸ τοῦ ἔργου καὶ προσευχόμενον, καὶ πάλιν καθεζόμενον καὶ τὴν σειρὰν πλέκοντα, εἶτα πάλιν εἰς προσευχὴν ἀνιστάμενον· ἦν δὲ ἄγγελος Κυρίου, ἀποσταλεὶς πρὸς διόρθωσιν καὶ ἀσφάλειαν Ἀντωνίου. Καὶ ἤκουσε τοῦ ἀγγέλου λέγοντος· Οὕτως ποίει, καὶ σώζῃ. Ὁ δὲ τοῦτο ἀκούσας, πολλὴν χαρὰν ἔσχε καὶ θάρσος, καὶ οὔτως ποιῶν ἐσώζετο. Read more