῾Ο ὅσιος Νεῖλος καταγόταν ἀπὸ τὴν ῎Αγκυρα τῆς μικρασιατικῆς Γαλατίας. ῾Υπῆρξε μαθητὴς τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅταν αὐτὸς ἐδίδασκε στὴν ᾽Αντιόχεια, καὶ ἔγινε ἔπαρχος Κωνσταντινουποαεως ἐπὶ Θεοδοσίου (379-395). ῏Ηταν νυμφευμένος μὲ μιὰ εὐσεβῆ καὶ εὐγενικῆς καταγωγῆς γυναίκα, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε δύο παιδιά. Μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια ὅμως, φλεγόμενος ἀπὸ ἔρωτα γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἐρημικὸ βίο, κατόρθωσε νὰ πείσει τὴ σύζυγό του νὰ χωρίσουν καὶ νὰ ἀναχωρήσουν γιὰ νὰ ζήσουν ὡς μοναχοὶ στὴν Αἴγυπτο, παίρνοντας μαζί τους ἀντιστοίχως τὸν γιό τους καὶ τὴ θυγατέρα τους. ῾Ο ὅσιος Νεῖλος καὶ ὁ γιός του Θεόδουλος ἀποσύρθηκαν στὸ ὄρος Σινᾶ, στὶς ἀπόκρημνες πλαγιὲς ὅπου φανερώθηκε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ καὶ ὅπου πλῆθος μοναχῶν ζοῦσαν ἀσκούμενοι στὴν ἡσυχία καὶ συγκεντρώνονταν μονάχα γιὰ τὴν εὐχαριστιακὴ Σύναξη καὶ τὸ ἀδελφικὸ γεῦμα τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς ἡμέρες τῶν μεγάλων ἑορτῶν. ῎Ετσι ἔζησαν οἱ δυό τους ἐπὶ μακρὸν στὴν ἡσυχία, ἀγωνιζόμενοι κατὰ τῶν ἐπιθέσων τῶν δαιμόνων μὲ τὴ νηστεία, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν ἐν καρτερίᾳ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Μία ἡμέρα ποὺ εἶχαν κατέβει, στὸν τόπο τῆς Φλεγομένης Βάτου (῎Εξ. 3) γιὰ νὰ προσευχηθοῦν και νὰ συνομιλήσουν γιὰ θέματα πνευματικὰ μὲ τοὺς μοναχοὺς ποὺ διέμεναν ἐκεῖ, ἐμφανίσθηκε μία συμμορία Σαρακηνῶν, κατέσφαξε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἅγιους Πατέρες, ἄλλους ἐγύμνωσε καὶ ἔτρεψε σὲ φυγὴ πρὸς τὸ βουνό, τοὺς δὲ νεώτερους στὴν ἡλικία συνεααβε γιὰ νὰ τοὺς πουλήσει σκλάβους. ῾Ο ὅσιος Νεῖλος βρισκόταν μεταξὺ αὐτῶν ποὺ ἔπρεπε νὰ φύγουν ἀμέσως γιὰ νὰ μὴ φονευθοῦν, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ ἀποφασίσει νὰ ἀποχωρισθεῖ τὸν Θεόδουλο, ὁ ὁποῖος ἦταν μεταξὺ τῶν αἰχμαλώτων· ἔτσι ὁ ἴδιος ὁ νέος ἔδωσε ἐντολὴ στὸν πατέρα του νὰ φύγει. ῾Ο Νεῖλος καὶ οἱ συναθλητές του ἑφθασαν ψηλὰ στὸ Σινᾶ, ὅπου οἱ βάρβαροι δὲν ἀποτολμησαν νὰ τοὺς καταδιώξουν, ἀπὸ φόβο μήπως τοὺς κάψει τὸ πῦρ τῆς Δόξης τοῦ Θεοῦ. ῎Εκτοτε ὁ ἅγιος, ξεπερνώντας τὸν πόνο του, ἀποδύθηκε μὲ ἀκόμη μεγαλύτερη φλόγα στὴν ἄσκηση. ᾽Απέκτησε μεγάλη φήμη γιὰ τὴν πνευματική του γνώση, τὴ διάκρισή του καὶ γιὰ τὸ χάρισμα τῆς προφητείας. ᾽Απὸ κάθε γωνιά, τοῦ ἀπευθύνονταν ἐρωτήματα στὰ ὁποῖα ἀπαντοῦσε μὲ πλῆθος ἐπιστολῶν ἐπὶ παντὸς θέματος. Διέπρεπε ἰδιαιτέρως στὸ νὰ ξεσκεπάζει τοὺς δόλους τῶν δαιμόνων καὶ νὰ ἐνδυναμώνει τοὺς καταβεβλημένους καὶ ἀποκαρδιωμένους πρὸς τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου. ᾽Απαντοῦσε ὅμως καὶ σὲ πολλὰ αἰνίγματα τῆς Γραφῆς, ὑπεράσπιζε τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν καὶ ἄλλων αἱρετικῶν ἢ ἔπαιρνε πάλι μὲ σθένος τὸ μέρος τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Χριστοστόμου ποὺ εἶχε ἀδίκως ἐξορισθεῖ. Συνέγραψε ἐξάλλου ἀσκητικὲς πραγματεῖες, ὅπου ἐγκωμιάζει τὴ μοναχικὴ πολιτεία ὡς τὴ μόνη «ἀληθινὴ φιλοσοφία», «τὴ φιλοσοφία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος», ἡ ὁποία μὲ τὴ διόρθωση τῶν ἠθῶν μας καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ μᾶς προσφέρει τὴν ἀληθινὴ γνώση. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια κατάφερε νὰ ξαναβρεῖ τὸν Θεόδουλο καὶ χειροτονήθηκαν καὶ οἱ δύο πρεσβύτεροι ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο ῾Ελούσης, ποὺ εἶχε διασώσει καὶ περιθάλψει τὸν Θεόδουλο. ῾Ο ὅσιος Νεῖλος ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ περὶ τὸ 430. Τὸ λείψανό του μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορος ᾽Ιουστίνου (518-527) καὶ τιμοῦνταν στὴν ᾽Εκκλησία τοῦ ᾽Ορφανοτροφείου, τὴν ἀφιερωμένη στὸν ᾽Απόστολο Παῦλο.
Νέος συναξαριστής Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου
Συγγραφικόν ἔργον τοῦ Ὁσίου
Ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητὴς εἶναι μία ἀπὸ τὶς πλέον γνωστὲς μορφὲς στὴ σειρὰ τῶν ἀσκητικῶν συγγραφέων. Σ’ αὐτὸ πολὺ συνετέλεσε ἡ εὐγενὴς καταγωγή του καὶ ἡ πρώην ὑψηλὴ διοικητικὴ θέση του ὡς ἔπαρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν κάτοχος μεγάλης θύραθεν παιδείας… Ὁ ὅσιος Νεῖλος συνέγραψε πολλὰ ἀσκητικὰ ἔργα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα οἱ ἀνθολόγοι τῆς Φιλοκαλίας ἐνσωμάτωσαν δύο μόνο: τὸν «λόγο περὶ προσευχῆς» καὶ τὸν «ἀσκητικὸ λόγο». Ὅπως ὅμως ἤδη σημειώσαμε στὸ σχόλιο γιὰ τὸν Εὐάγριο, ὁ περὶ προσευχῆς λόγος μὲ τὰ 153 κεφάλαια ἀνήκει σ’ αὐτὸν μᾶλλον παρὰ στὸν ὅσιο Νεῖλο, ὅπως μέχρι τώρα ἀπαιτεῖ ἡ κριτικὴ βάσανος τοῦ κειμένου αὐτοῦ. Εἶναι πολὺ πιθανὸ νὰ ἀντικαταστάθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Εὐαγρίου μὲ τὸ τοῦ ὁσίου Νείλου πρὶν ἀπὸ τὸν 9ο αἰώνα, ἐπειδὴ τὸ ὄνομα τοῦ πρώτου δὲν ἠχοῦσε εὐάρεστα στοὺς Βυζαντινοὺς ὕστερα ἀπὸ τὴν καταδίκη του ὡς ὠριγενιστῆ.
Ἀνεξαρτήτως πάντως τῆς πατρότητας τοῦ περὶ προσευχῆς λόγου, πρόκειται γιὰ ἕνα ἔργο ἀξιόλογο, ποὺ προῆλθε ἀπὸ μακρὰ ἀσκητικὴ καὶ πνευματικὴ πείρα καὶ διατυπώθηκε ἀπὸ ἕνα ρωμαλέο νοῦ, ποὺ γεύτηκε τὴν γλυκύτητα τῆς προσευχῆς καὶ ἀντιμετώπισε μὲ σοφία τὶς μεθοδεῖες τῶν δαιμόνων. Τὰ 153 κεφάλαια ἀγνοοῦν μὲν τὴν ψυχοτεχνικὴ μέθοδο τῆς νοερῆς προσευχῆς, ποὺ διαμορφώθηκε μεταγενέστερα, ἀλλὰ βρίσκονται μέσα στὴν πείρα τῶν ἀσκητῶν τῆς Ἐρήμου, ἀποκαλύπτουν τὶς μεθοδεῖες τῶν δαιμόνων γιὰ νὰ ματαιώσουν τὴν προσευχὴ καὶ διδάσκουν τὰ στάδια καὶ τὸ ἦθος τῆς προσευχῆς.
Τὰ 153 κεφάλαια ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ μεγάλο καὶ καθαρὸ νοῦ, ποὺ δοκίμασε τὴν γλυκύτητα τῆς καθαρῆς προσευχῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν κοινωνία τῶν δύο «νόων», τοῦ Θεοῦ μετὰ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως λέει καὶ ὁ ὑμνογράφος στὸ κοντάκιο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «… ὡς νοῦς Νοΐ τῷ πρώτω παριστάμενος…». Σὲ τελευταία ἀνάλυση, τὰ 153 κεφάλαια ἐπισημαίνουν τὶς προϋποθέσεις τῆς προσευχῆς, τὰ αἴτια ποὺ ἐμποδίζουν τὴν προσευχή, τοὺς ὅρους ποὺ τὴν εὐνοοῦν, τὶς ἐνέργειες τῆς χάρης, τοὺς πολέμους τοῦ σατανᾶ καὶ τὶς πνευματικὲς καταστάσεις ποὺ γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν καθαρὴ προσευχή.
Ὅσο γιὰ τὸν γνήσιο καρπὸ τῆς ἐμπειρίας τοῦ ὁσίου Νείλου, τὸν Ἀσκητικὸ Λόγο, θὰ πρέπει νὰ λεχθεῖ ὅτι ἀποτελεῖ μία ἐκτενῆ πραγματεία ποὺ συγκεφαλαιώνει τὶς διάφορες φάσεις τοῦ ἀσκητισμοῦ μὲ πυκνὲς ἀναφορὲς στὶς θεῖες Γραφές, τῶν ὁποίων ἀποδεικνύεται ἐγκρατέστατος μύστης. Καταπληκτικὸς δὲ εἶναι στὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου μὲ προσφυέστατους παραλληλισμοὺς διαφόρων χωρίων μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀρετές, ἀναπτύσσει τὸ ἀσκητικό, πνευματικὸ καὶ θεολογικὸ θέμα του.
Κάτοχος μεγάλης παιδείας, εὐφυὴς ἐκ καταβολῆς καὶ δεκτικός των ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γνωρίζει μὲ σαφήνεια τὰ πνευματικὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, τὶς ἀδυναμίες του, τὶς πλάνες, τὴν ἐμπάθειά του, ἀλλὰ καὶ τὶς δυνατότητες ποὺ ἔχει ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ Αὐτὸν κατὰ χάρη, ἀφοῦ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη του. Γι’ αὐτὸ ὑποδεικνύει σὰν ἄριστη ὁδὸ ὑψώσεως στὰ ἐπίπεδά της θεώσεως, τὴ σωστὴ ἄσκηση στὰ πλαίσια τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως.
Ὁ Ἀσκητικὸς Λόγος, ἐπειδὴ ἀποβλέπει στὴ διδαχὴ τῶν νεοτέρων νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ὑψηλὴ πολιτεία τοῦ μοναχισμοῦ, προβαίνει σὲ συγκρίσεις μεταξύ των Ἑλλήνων, τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν χριστιανῶν, ποὺ ἐπιχείρησαν νὰ βιώσουν τὴν πρακτικὴ φιλοσοφία, καταλήγοντας στὸ συμπέρασμα, ὅτι μονάχα οἱ τελευταῖοι πέτυχαν νὰ φιλοσοφήσουν ἀληθινὰ ζωντας κατὰ Χριστὸν ἀσκητικά.
Πραγματικά, οἱ μὲν Ἰουδαῖοι, μὲ τοὺς Ἐσσαίους, ἀστόχησαν τοῦ σκοποῦ, ἀφοῦ ἀποδοκίμασαν τὴν αὐτοσοφία, τὸν Χριστό. Οἱ δὲ Ἕλληνες ἀπέτυχαν λόγω τῆς κενοδοξίας καὶ τῶν ἄλλων παθῶν τους, περιφερόμενοι καὶ ἐπιδεικνύοντας τὸ φιλοσοφικὸ τριβώνιο, τὴν ἀτημέλητη γενειάδα τους καὶ τὴν «ἀσκητική» τους βακτηρία.
Ἀληθινοὶ φιλόσοφοι ἀποδείχθηκαν οἱ χριστιανοὶ μοναχοὶ – ἂν καὶ λίγοι – ποὺ ἀκολούθησαν τὰ ἴχνη τοῦ Διδασκάλου, ζωντας μὲ ἑκούσια πτωχεία καὶ γενόμενοι ἀνώτεροι ἀπὸ ἡδονές, φιλοδοξίες καὶ φιλαργυρία. Ὁ ὅσιος Νεῖλος, ἐπάνω στὸ θέμα τοῦ μοναχισμοῦ, ἀναλύει τὶς διάφορες ἐκδοχές, ὑποδεικνύει τὰ ἀληθινὰ πρότυπα πνευματικῆς ζωῆς, στηλιτεύει τὶς νοθεῖες καὶ παραχαράξεις τοῦ μοναχικοῦ βίου καὶ γενικῶς στηλογραφεῖ τὸν γνήσιο τύπο τοῦ μοναχοῦ.
(πηγή: Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, μεταφρ. Ἀντώνιος Γαλίτης, ἔκδ. Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας, 1986, α΄τόμος, σελ. 216-218).