Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ,  ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς. Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῷ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.
Read more

Ὀσιακὴ πανήγυρις, πάντες οἱ δῆμοι τῶν Ὁσίων συνάχθητε. Μοναστῶν καὶ μιγάδων ἑορτὴ σήμερον εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν ἀνέτειλε· τὰ πλήθη τῶν μοναστῶν καὶ μιγάδων συνεορτάσατε. Καινὴ καὶ κοινὴ μνήμη πάντων των τοῦ Ὅρους Ἁγίων Πατέρων ἐξέλαμψε. Καινὰ καὶ κοινὰ ἄσματα πάντες κοινῶς οἱ ἐν τῷ Ὄρει πατέρες ψάλατε. Διατὶ κοινά; Ὅτι κοινοὶ προστᾶται καὶ εὐεργέται ὅλου κοινῶς τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ οἱ θεῖοι οὗτοι Πατέρες ἐφάνησαν. Διατὶ καινά; Ὅτι καινὴ καὶ νεοφανῆς καὶ ἡ τούτων μνήμη· εἰς μὲν τοὺς ἀνωτέρω καὶ παλαιοὺς χρόνους οὐδαμῶς τελουμένη, ἤδη δὲ εἰς τοὺς καθ’ ἠμᾶς καιροὺς δικαίως καὶ εὐλόγως ἑορταζομένη. Read more

Δέν πέρασαν ἀκόμη λίγες μέρες, ἀπό τότε πού γιορτάσαμε τήν ἱερή πανήγυρη τῆς Πεντηκοστῆς, καί πάλι μᾶς πρόφθασε χορός μαρτύρων ἤ καλύτερα στρατιά μαρτύρων καί παράταξη, πού δέν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπό τή στρατιά τῶν ἀγγέλων, τήν ὁποία εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ἀλλά εἶναι ἴδιας ἀξίας καί τάξης μέ αὐτή. Γιατί μάρτυρες καί ἄγγελοι διαφέρουν μόνο στά ὀνόματα, στά ἔργα τους ὅμως ταυτίζονται.

Στόν οὐρανό κατοικοῦν οἱ ἄγγελοι, στόν οὐρανό καί οἱ μάρτυρες. Αἰώνιοι καί ἀθάνατοι εἶναι ἐκεῖνοι, τό ἴδιο θά γίνουν καί οἱ μάρτυρες. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι ἔλαβαν καί ἀσώματη φύση; Καί τί σημασία ἔχει αὐτό; Γιατί οἱ μάρτυρες, ἄν καί ἔχουν σῶμα, ὅμως εἶναι ἀθάνατο ἤ καλύτερα καί πρίν ἀπό τήν ἀθανασία ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ στολίζει τά σώματά τους περισσότερο ἀπό τήν ἀθανασία. Read more

Ὁμιλία κε΄

Ματθ. ι΄ 32-33, 37-38· ιθ΄ 27-30

Θαυμαστὸς ὄντως ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ.

Εἶναι στ’ ἀλήθεια θαυμαστὸς ὁ Θεὸς στὰ ἔργα τῶν ἁγίων του. Ὅταν φέρη κανένας στὸ νοῦ του τοὺς ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες τῶν μαρτύρων, πῶς μὲ τὴν ἀσθενικὴ σάρκα τους ντρόπιασαν τὸν ἰσχυρὸ στὸ κακό, πῶς δὲν εἶχαν  συναίσθηση τῶν πόνων καὶ τῶν τραυμάτων καθὼς ἔρριχναν τὸ σῶμα τους σὲ ἀγῶνα μὲ τὴ φωτιά, μὲ τὸ ξίφος, μὲ τὰ διάφορα εἴδη θανατηφόρων βασανιστηρίων, ἀντιπαλεύοντας μὲ τὴν ὑπομονή. Ὅταν φέρη κανένας στὸ νοῦ ὅτι κομμάτιαζαν τὶς σάρκες τους, κι ἔσπαζαν τὶς κλειδώσεις τους, καὶ τσάκιζαν τὰ κόκκαλά τους, αὐτοὶ ὅμως φύλαγαν ἀκέραια, κι ἀπείραχτη κι ἀσάλευτη τὴ πίστη τους.  Γι’ αὐτὸ καὶ πῆραν χάρισμα τὴν ἀδιαφιλονίκητη σοφία τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ δύναμη γιὰ θαύματα.

Ὅταν ἀναλογιστῆ τὴν ὑπομονὴ τῶν ὁσίων, πῶς ὑπέφεραν θεληματικὰ σὰ νὰ ἦσαν ἀσώματοι τὶς πολυήμερες νηστεῖες, τὶς ἀγρυπνίες, τὶς διάφορες ἄλλες ταλαιπωρίες τοῦ σώματος, πῶς ἀντιστάθηκαν ὡς τὸ τέλος τὰ πονηρὰ πάθη, στὰ διάφορα εἴδη τῆς ἁμαρτίας, στὸν πόλεμο ποὺ διεξάγεται ἀοράτος μέσα μας, στὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, στὶς πνευματικὲς δυνάμεις τῆς κακίας καὶ πῶς ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος ἔλιωνε κι ἀφανιζόταν, ὁ ἐσωτερικὸς ὅμως ἄνθρωπος ἀνανεωνόταν καὶ θεοποιοῦνταν –καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς δόθηκε ἡ χάρη νὰ θεραπεύουν καὶ νὰ πραγματοποιοῦν ἔργα δυνάμεως. Ὅταν κανένας τὰ συλλογιστῆ αὐτὰ καὶ κάνη τὴ σκέψη ὅτι αὐτὰ ξεπερνοῦν τὴν ἀνθρώπινη φύση, θαυμάζει καὶ δοξολογεῖ τὸ Θεό, ποὺ τοὺς ἔδωσε τὸση χάρη καὶ δύναμη. Γιατὶ ἄν εἶχαν τὴν προαίρεση τὴν ἀγαθὴ καὶ πολὺ ὡραία, ὅμως χωρις τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ δὲ θὰ ἀποχτοῦσαν τὴ δύναμη νὰ γίνουν ὑπεράνθρωποι κι ἐνῶ ἦσαν ἄνθρωποι σωματικοὶ νὰ νικήσουν τὸν ἀσώματο ἐχθρό.

Γι’ αὐτὸ κι ὁ Προφήτης ποιητὴς τῶν ψαλμῶν εἶπε· «ἀξιοθαύμαστος εἶναι ὁ Θεὸς σήμερα στοὺς ἁγίους του» καὶ συνάμα πρόσθεσε «αὐτὸς θὰ δώση δύναμη καὶ ἀντοχὴ στὸ λαό του». Ἐξετάστε μὲ σύνεση τὴ δύναμη τῶν προφητικῶν λόγων. Σ’ ὅλο τὸ λαό του δίνει ὁ Θεὸς δύναμη καὶ ἀντοχή· δὲν κάνει ὁ Θεὸς προσωποληψία, θαυμάζεται ὅμως μόνο ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους του. Καθὼς ὁ ἥλιος ἀπὸ ψηλὰ πλούσια σ’ ὅλους σκορπᾶ τὶς ἀκτῖνες του, τὶς βλέπουν ὅμως μόνο ὅσοι ἔχουν μάτια καὶ μάλιστα ὄχι κλειστὰ καὶ χαίρονται καθαρὴ τὴ λάμψη, μόνο ἐπειδὴ μὲ καθαρὰ μάτια βλέπουν καλὰ καὶ δὲ θαμποξεχωρίζουν μονάχα ἀπὸ ἀρρώστεια ἤ ὁμίχλη ἤ κανένα ἐμπόδιο ποὺ μπῆκε μπροστά, ἔτσι κι ὁ Θεὸς πλούσια δίνει ἀπὸ ψηλὰ τὴ βοήθειά του σ’ ὅλους, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ἡ ἄπειρη σωστικὴ φωτιστικὴ πηγὴ τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τῆς καλωσύνης. Κερδίζουν τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμη ποὺ ἀκτινοβολεῖται γιὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ὁλοκλήρωση τὴς ἀρετῆς ἤ καὶ τὴν πραγματοποίηση τῶ θαυμάτων ὄχι ὅλοι γενικὰ παρὰ ὅσοι ἔχουν καλὴ προαίρεση καὶ ἐκδηλώνουν μὲ ἔργα τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό. Κι ὅσοι ἀποστρέφονται τέλεια τὴν κακία καὶ κρατοῦν μὲ ἀσφάλεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ στρέφουν τὰ νοερὰ μάτια στὸ Χριστό,  στὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ἐκεῖνος δὲν ἁπλώνει μόνο χέρι βοήθειας ἀόρατα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς προτροπὲς τοῦ Εὐαγγελίου σήμερα συνομιλεῖ αἰσθητὰ μαζί μας. Ὅποιος ὁμολογήση μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους τὸ ὄνομά μου θὰ ὁμολογήσω κι ἐγὼ μπροστὰ στὸν πατέρα μου στοὺς οὐρανούς. Βλέπετε ὅτι οὔτε ἐμεῖς μποροῦμε νὰ φανερώσωμε μὲ θάρρος τὴν πίστη μας στὸ Χριστὸ καὶ τὴν ὁμολογία μας χωρὶς τὴ δύναμη καὶ τὴ βοήθειά του, οὔτε καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ μιλήση φανερὰ γιὰ μᾶς στὴ μέλλουσα ζωή, γιὰ νὰ μᾶς συστήση καὶ νὰ μᾶς γνωρίση μὲ τὸν Πατέρα, χωρὶς νὰ πάρη ἀφορμὴ ἀπὸ μᾶς.   Αὐτὸ θέλοντας νὰ τὸ φανερώση δὲν εἶπε, καθένας ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήση μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καθένας ποὺ θὰ ὁμολογήση στ’ ὄνομά μου. Γιατὶ στ’ ὀνομά του καὶ μὲ τὴ βοήθεια ἐκείνου μπορεῖ νὰ φανερώση θαρρετὰ τὴν εὐσέβειά του. Ἔτσι πάλι δὲν εἶπε, θὰ ὁμολογήσω  κι ἐγὼ αὐτὸν ἀλλὰ στὸ ὄνομά του δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ ἐμμονὴ καὶ καρτερία ἐκείνου ποὺ ὁμολογεῖ, ποὺ ἔδειξε γιὰ χάρη τῆς εὐσέβειας. Πρόσεξε τί λέει παρακάτω γι’ αὐτοὺς ποὺ δείλιασαν καὶ πρόδωσαν τὴν εὐσέβεια. «Ὅποιος μὲ ἀρνηθῆ μπροστὰ  στοὺς ἀνθρώπους  θὰ τὸν ἀρνηθῶ κι ἐγὼ μπροστὰ  στὸν πατέρα μου στοὺς οὐρανούς». Δὲν εἶπε ἐδῶ ὅποιος ἀρνηθῆ στ’ ὄνομά μου. Γιατὶ ὅποιος ἀρνεῖται τὸ κάνει, ἀφοῦ στερηθῆ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὴ στερεῖται γιατὶ αὐτὸς πρῶτος ἐγκατέλειψε τὸ Θεό, ἐπειδὴ ἀγάπησε τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ γήϊνα περισσότερο ἀπὸ ὅσο τὰ οὐρνάνια καὶ αἰώνια ἀγαθὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Ἔτσι πάλι καὶ ὁ Χριστὸς δὲ θὰ τὸν ἀρνηθῆ στ’ ὄνομά του ἀλλὰ θὰ ἀρνηθῆ αὐτόν, γιατὶ δὲν βρῆκε τίποτα σ’ αὐτὸν νὰ τὸ χρησιμοποιήσει σὰν ἐπιχείρημα.  Γιατὶ ὅποιος ἔχει ἀγάπη στὸ Θεό, μένει στοὺς κόλπους τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς σ’ ἐκεῖνον, ὅπως λέει ὁ Θεὸς μένει σ’ ἐκεῖνον, ὅπως λέει ὁ ἀγαπητὸς στὸ Χριστὸ Θεολόγος, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μένει μέσα σ’ ἐκεῖνον, ποὺ τὸν ἀγαπᾶ, κατὰ φυσικὸ λόγο μέσα στὸ Θεὸ κινεῖ τὴν ὁμολογία του αὐτὸς ποὺ ἀληθινὰ ἀγαπᾶ τὸ Θεό. Κι ἐπειδὴ κι αὐτὸς μένει μέσα στο Θεὸ κι ὁ Θεὸς θέτει τὴν ὁμολογία του γι’ αὐτὴν μέσα σ’ αὐτόν. Ἡ φράση τέλος «γιὰ καθέναν ποὺ θὰ ὁμολογήση στ’ ὄνομά μου, θὰ ὁμολογήσω στ’ ὄνομά του κι ἐγὼ» φανερώνει τὴν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τοῦ Θεοῦ μ’ ἐκείνους ποὺ ὁμολογοῦν, ἀπὸ τὴν ὁποία μένει μακριὰ στέκεται αὐτὸς ποὺ ἀρνεῖται. Ἔτσι οἱ θεϊκὲς ἀνταποδόσεις ἔχουν μέσα τους τὴ θεία δικαιοσύνη καὶ ἐπιφέρονται κατάλληλα σύμφωνα μὲ μιὰ ἀρχὴ ὁμοιότητος.

Ἡ ὁμοιότητα λοιπὸν τῶν θείων ἐπιβραβεύσεων πρὸς αὐτὰ ποὺ τοῦ προσφέρομε εἶναι τέτοια.  Ἐξετάστε καὶ τὴ διαφορὰ πρὸς τὰ ἄνω τῆς θείας ἀμοιβῆς γιὰ κείνους ποὺ τὸν ὁμολογοῦν μέσα στὸν ἑαυτό   του. Κάθε ἅγιος σὰν δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἔκαμε φανερὰ τὴν ὁμολογία μέσα στὸν πρόσκαιρο αὐτὸν βίο καὶ μπροστὰ σὲ θνητοὺς ἀνθρώπους ἤ γιὰ νὰ πῶ καλύτερα σ’ ἕνα ἐλάχιστο σημεῖο τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ σὲ λίγους ὅπως εἶπα ἀνθρώπους. Ὁ Κύριος μας ὅμως Ἰησοῦς Χριστός, ἐπειδὴ εἶναι Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς θὰ μιλήση φανερὰ γι’ αὐτοὺς μέσα στὸν αἰώνιο καὶ ἀκατάλυτο ἐκεῖνο κόσμο μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ Πατέρα, σὲ ἀγγέλους ποὺ στέκονται ὁλόγυρα, σὲ ἀρχαγγέλους, ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ, κι ἐνῶ θὰ εἶναι παρόντες ὅλοι ἀπὸ τὸν Ἀδάμ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ σταθοῦν κοντὰ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τότε, ἐνῶ θὰ εἶναι ὅλοι μπροστὰ κι ὅλοι θὰ βλέπουν, θὰ φωνάξη τὰ ὀνόματα   καὶ θὰ δοξάση καὶ θὰ στεφανώση ἐκείνους ποὺ ἔδειξαν ὡς τὸ τέλος τὴν πίστη τους σ’ αὐτόν.  Γιατὶ πρέπει νὰ προσπαθήσω νὰ δείξω τοὺς οὐράνιους ἐκείνους στεφάνους, τὶς ὑπερβολικὲς ἐκεῖνες ἀμοιβὲς ποὺ μᾶς περιμένουν, ποὺ οὔτε μάτι σὰν τὸ δικό μας μπορεῖ νὰ δῆ, οὔτε αὐτὶ ν’ ἀκούση, οὔτε νὰ σκεφθῆ; Ἀλλὰ  καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπομε τώρα εἶναι τόσο ἀξιοθαύμαστα.  Ποιός λόγος μπορεῖ ν’ ἀποκαλύψη τὴ δόξα ποὺ παρέχει ὁ Θεὸς στὰ λείψανα καὶ τὰ ὀστὰ    τῶν ἁγίων, ποὺ παρατείνεται σ’ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ χρόνου, τὴν ἱερὴ εὐωδία ποὺ ἀναδίνεται ἀπ’  αὐτὰ τὰ μύρα ποὺ ἀναβλύζουν, τὶς δωρεὰν θεραπεῖες, τὴ διενέργεια τῶν θαυμάτων, τὶς ποικίλες καὶ σωτήριες γιὰ μᾶς ἐμφανίσεις ποὺ γίνονται σ’ αὐτά. Νὰ πῶ κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ προσφέρονται σ’ αὐτοὺς ἀπὸ μᾶς;  Λίγο χρόνο, ὅπως εἶπα, κράτησε ἡ θαρρετὴ ὁμολογία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ καθέναν ἀπὸ τοὺς ἁγίους καὶ μπροστὰ σὲ   μερικοὺς ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς·  ἀνυμνοῦν ὅμως καὶ μεγαλύνουν τιμῶντας καὶ δοξάζοντας καὶ προσκυνῶνας ὄχι αὐτοὺς μονάχα καὶ τὶς  εἰκόνες τους σὰ νὰ ἦσαν κύριοι καὶ παραπάνω ἀπὸ κύριοι καὶ βασιλεὶς οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες κι ὅλοι οἱ ὑπηκόοι προσπέφτοντας σ’ αὐτοὺς μὲ τὸση πορθυμία καὶ χαρά, ὥστε νὰ εὔχεται κανεὶς νὰ τὸ κληρονομήσουν αὐτοὸ καὶ στὰ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, σὰ μιὰ καλότυχη κληρονομία, ποὺ προξενεῖ τὴν πιὸ ψηλὴ εὐτυχία. Κι αὐτὸ εἶναι δεῖγμα καὶ ἐξοικόνιση καὶ σάμπως προανάκρουσμα τῆς δόξας ἐκείνης τῆς ἄρρητης ποὺ μᾶς περιμένει ποὺ καὶ τώρα τὴ χαίρονται τὰ πνεύματα τῶν δικαίων καὶ ποὺ θὰ τὴν ἐπιτύχουν μαζί μ’ αὐτὰ καὶ τὰ σώματα ποὺ μαζὶ μὲ τὰ πνεύματα πέρασαν ὄλο τὸν ἀγῶνα τοῦ Θεοῦ.  Γι  αὐτὴ τὴν ὑπερβολὴ τῆς δόξας καὶ τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν κάνοντας ἔνδειξη ὁ Κύριος στοὺς ἁγίους μαθητὰς καὶ ἀποστόλους ἀπὸ τὴ μιὰ εἶπε «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, σεῖς ποὺ μ’ ἀκολουθήσατε, στὴν ὥρα τοῦ ξαναγεννημοῦ, ὅταν ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου καθίση στὸν θρόνο τῆς δόξας του θὰ καθίσετε καὶ σεῖς σὲ δώδεκα θρόνους καὶ θὰ κρίνετε τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ». Καὶ σ’ ὅλους πάλι γενικὰ ποὺ πιστεύουν. «Καθένας ποὺ ἄφησε σπίτη ἤ ἀδελφὴ ἤ ἀδελφὲς ἤ πατέρα ἤ μάνα ἤ γυναῖκα ἤ παιδιὰ ἤ χωράφια γιὰ χάρη μου, θὰ λάβη ἑκατὸ φορὲς περισσότερο καὶ θὰ κληρονομήση ζωὴ παντοτινή. Κι ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν πατέρα ἤ τὴ μάνα του περισσότερο ἀπὸ μένα δὲν εἶναι ἄξιός μου». Ἐπεῖδὴ ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας ἔδωσε γιὰ χάρη μας τὸν Γιὸ του τὸν ἀγαπητὸ ( καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ὁ μονογενὴς ἔδωσε τὴν ψυχή του γιὰ χάρη μας) ζητεῖ κι ἀπὸ μᾶς δίκαια ὅλους τοὺς συγγενεῖς μας νὰ μὴν λογαριάζωμε, ὅταν μᾶς ἐμποδίζουν στὴν εὐσέβεια καὶ τὸν εὐσεβῆ βίο.  Καὶ τί λέγω τοὺς συγγενεῖς; Εἶναι δίκαιο καὶ ἀναγκαῖο νὰ προσφέρη καθένας τὴν ἴδια τὴν ψυχή του, ὅταν τὸ καλέση ἡ περίσταση, ἄν θέλη νὰ ἐπιτύχη τὴν παντοτινὴ ζωή, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ἔδωσε γιὰ  μᾶς τὴν ψυχή του. Γι’ αὐτὸ λέει καὶ «ὅποιος δὲν παίρνει τὸ σταυρό του καὶ δὲν μ’ ἀκολουθεῖ δὲν εἶναι ἄξιος μου». Σταυρὸς λοιπὸν εἶναι καὶ τὸ νὰ σταυρώση κανεὶς τὴ σάρκα μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες.

Ὅταν λοιπὸν εἶναι περίοδος εἰρήνης, νεκρώνει μὲ τὴν ἀρετὴ ὁ ἄνθρωπος τὰ κακὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες καὶ σηκώνοντας ἔτσι τὸ σταυρὸ του ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο. Ὅταν πάλι εἶναι περίοδος διωγμοῦ, περιφρονῶντας καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ καὶ παραδίδοντας τὴν ψυχὴ του γιὰ χάρη τῆς εὐσέβειας, σηκώνει ἔτσι τὸ σταυρό του καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο καὶ ἔτσι κληρονομεῖ τὴν παγντοτινὴ ζωή. Ὅποιος εὕρη τὴν ψυχὴ του λέει θὰ τὴ χάση, κι αὐτὸς ποὺ ἔχασε τὴν ψυχή του γιὰ μένα θὰ τὴν εὕρη. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅποιος ἔχασε τὴν ψυχή του θὰ τὴν εὕρη; Ὁ  ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ὁ ἔξω, δηλαδὴ τὸ σῶμα καὶ ὁ μέσα μας ἄνθρωπος δηλ. ἡ ψυχή. Ὅποιος λοιπὸν παραδώση σὲ θάνατο τὸν ἑαυτό του ὡς πρὸς τὸν ἔξω ἄνθρωπο χάνει τὴν ψυχή του ποὺ χωρίζεται ἀπ’ αὐτόν. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ χάνει τὴν ψυχή του γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὸς πραγματικὰ θὰ τὴν εὕρη, ἀφοῦ τῆς χαρίση ζωὴ οὐράνια καὶ παντοτινὴ καὶ τέτοια θὰ τὴν πάρη κατὰ τὴν ἀνάσταση καὶ τέτοιος θὰ γίνη κι αὐτὸς κατὰ τὸ σῶμα ἐξ αἰτίας της, οὐράνιος κι αἰώνιος. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὰ εἶναι δύσκολα καὶ μεγάλα καὶ γιὰ τοὺς τέλειους μόνο καὶ γιὰ νὰ πῶ ἔτσι, ἀποστολικά, νὰ σταυρώσης δηλ. τὴ σάρκα μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες, νὰ εἶσαι ἕτοιμος γιὰ τὴν ἐσχάτη περιφρόνηση καὶ τὸν πιὸ ἐπονείδιστο θάνατο γιὰ χάρη τοῦ καλοῦ, νὰ χάσης τὴν ψυχή σου γιὰ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὰ ποὺ στὴ συνέχεια λέει ὁ Κύριος εἶναι γιὰ νὰ ἐνθαρρυνθοῦν οἱ πιὸ ἀτελεῖς ποὺ τὸσο ὑπεράνθρωπα ἀγωνίζονται·  «αὐτὸς ποὺ δέχεται ἐσᾶς» δηλαδὴ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς ὕστερ’ ἀπ’ αὐτοὺς Πατέρες καὶ δασκάλους τῆς εὐσεβείας «δέχεται καὶ ἐμένα κι ὅποιος δέχεται ἐμένα, δέχεται ἐκεῖνον ποὺ μ’ ἔστειλε».

 Γιὰ τοὺς τέλειους ἐκείνους ἀπὸ δῶ ἑτοιμάζει ὑποδοχή, σ’ ὅσους δὲν εἶναι τέλειοι παρέχει τὴ σωτηρία, ἐπειδὴ ὑποδέχονται ἐκείνους.  Βλέπεις πόσο μεγάλος εἶναι κι ὁ μισθὸς γι’ αὐτοὺς ποὺ δέχονται ὅσους ζοῦν κατὰ Θεὸ κι ὅσους διδάσκουν τὴν ἀλήθεια. Γιατὶ ὅποιος τοὺς δέχεται αὐτοὺς δέχεται τὸν Πατέρα καὶ τὸ Γιό. Πῶς λοιπὸν πρέπει νὰ τοὺς δεχώμαστε αὐτούς; Ὄχι μόνο νὰ τοὺς φιλοξενοῦμε καὶ νὰ τοὺς ἀναπαύωμε ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἀκοῦμε. Γι’ αὐτὸ σ’ ἄλλο σημεῖο θέλοντας νὰ φοβίση ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀψηφοῦν, ἔλεγε στοὺς μαθητές του. «Ὅποιος σᾶς ἀψηφᾶ, ἀψηφᾶ ἐμένα κι ὅποιος ἀψηφᾶ ἐμένα ἀψηφᾶ ἐκεῖνον ποὺ μ’ἔστειλε». Ἀλλὰ κι αὐτὸς ποὺ φιλοξενεῖ μόνο κι ἀναπαύει τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ἄν αὐτὸ τὸ κάμη γιὰ τὸ Θεό, θὰ πάρη μισθὸ πολύ. Αὐτὸ φανερώνοντας ὁ Κύριος ἔλεγε· «Ὅποιος δέχεται προφήτη ὡς προφήτη θὰ πάρη μισθό προφήτου κι ὅποιος δέχεται δίκαιο ὡς δίκαιο θὰ λάβη δικαίου μισθό». Πῶς θὰ πάρη μισθὸ προφήτου καὶ μισθὸ δικαίου; Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος τὸ δικὸ τους περίσσευμα θ’ ἀναπληρώση τὸ ὑστέρημα τὸ δικό μας. Κι ὅποιος τὸν δίκαιο σὰ δίκαιο δέχεται κι ἀναπαύει κι ἄν δὲν προσφέρη μ’ ἀφθονία ἀλλὰ δώση μικροπράγματα, θὰ κερδίση τὰ μεγάλα. Ὅποιος ποτίση ἕνα ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς μικροὺς ἕνα ποτήρι νερὸ στ’ ὄνομα μαθητοῦ, σᾶς βεβαιώνω ὅτι δὲ θὰ χάση τὸ μισθό του. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ τὶς ἐντολὲς δὲν φροντίζει μόνο γιὰ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς μαθητὰς ἀλλὰ πολὺ περισσότερο γιὰ αὐτοὺς ποὺ τοὺς δέχονταν. Ἄν φρόντιζε μόνο γι’ αὐτούς, θὰ συνιστοῦσε τὴν ὑποδοχή τους μόνο καὶ θὰ ζητοῦσε τὴν ὑποδοχὴ μονάχα ἐκείνων καὶ τὴν ἀνάπαυση, ὅπως καὶ νὰ ἦταν. Τώρα ὅμως μὲ τὴν προσθήκη, σὲ ὄνομα προφήτου καὶ μαθητοῦ καὶ δικαίου δείχνει ὅτι φροντίζει περισσότερο αὐτοὺς ποὺ δέχονται θέλοντας ν’ ἀλλάξη τὴν ἀντίληψή τους στὸ καλύτερο, ὥστε μὲ τὴν ἀρετὴ ν’ ἀκολουθήση καὶ ὁ μισθός τους. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ τιμῶντας μετὰ τὸν θάνατο αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἀληθινὰ κατὰ τὸ  θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅλο τὸ χρόνο μνημονεύει κάθε μέρα αὐτοὺς ποὺ τὴ μέρα ἐκείνη ἔφυγαν ἀπὸ δῶ, καὶ τοὺς ἁγίους ποὺ ἀποδήμησαν ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ τὴ σημαδεμένη μὲ τὸ θάνατο. Καὶ φέρνει μπροστὰ στὰ μάτια μας τὴ ζωὴ καθενὸς γιὰ δική μας ὠφέλεια καὶ παρουσιάζει τὸ τέλος  τους, εἴτε ἦταν εἰρηνικὸ εἴτε ἔκλεισε ἡ ζωή του μὲ τὴ σφραγίδα  τοῦ μαρτυρίου.  Καὶ τώρα μετὰ τὴ Πεντηκοστή, ἀφοῦ ὅλους μαζί μᾶς συγκέντρωσε, τοὺς κάμνει κοινὰ ἔπαινο, ὄχι μονο ἐπειδὴ ὅλοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξὺ τους κι εἶναι ἕνας κατὰ τὴν εὐχὴ τοῦ Κυρίου. «Δῶσε σ’ αὐτοὺς, λέει πρὸς τὸν Πατέρα στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος, δῶσε τους νὰ  εἶναι ὅλοι ἕνα, ὅπως ἐγώ, Πατέρα, μὲ σένα καὶ σὺ μένα ἔτσι κι αὐτοὶ νὰ εἶναι ἑνωμένοι μαζί μας ἀληθινά».

Δὲν ἀποδίδει λοιπὸν σ’ ὅλους αὐτοὺς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τὸν κοινὸ ὕμνο μόνο γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀλλὰ καὶ γιατὶ σπεύδει ἔτσι μὲ τὴν ἁγία Τεσσαρακοστὴ κι ἔπειτα τὴν Πεντηκοστὴ νὰ φανέρωση καὶ ν’ ἀνυμνήση ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλα τὰ ἐφανέρωσε, ὅπως   γνωρίζετε, πῶς στὴν ἀρχὴ ἔγινε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος· πῶς  ὁ Ἀδὰμ διώχτηκε ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ τὸ Θεό·  πῶς ὁ παλαιὸς λαὸς δέχτηκε τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ· πῶς  κι αὐτοὶ μὲ τὶς παραβάσεις τους ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν οἰκειότητα τους μὲ τὸ Θεό· πῶς ὁ μονογενὴς Γιὸς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς κατέβηκε σ’ ἐμᾶς κι ἀφοῦ ἔπραξε θαυμάσια, καὶ ἐδίδαξε κήρυγμα  σωτηρίας, ἔπαθε καὶ πέθανε γιὰ μᾶς σὰν ἄνθρωπος θάφτηκε ἀλλὰ καὶ σὰ Θεὸς ἀναστήθηκε σὲ τρεῖς μέρες καὶ στοὺς οὐρανοὺς ἀπ’ ὅπου κατέβηκε ὕστερα ξαναγύρισε καὶ καθίζοντας στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα ἔστειλε ἀπὸ κεῖ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ ὕμνησε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τώρα κι ἐκεῖνο ποὺ ἔλειπε προσθέτοντας καὶ παρουσιάζοντας, πόσο πολλοὺς δηλαδὴ καὶ ὡραίους καρποὺς μάζεψε γιὰ νὰ ζήσουν αἰώνια ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου μας καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὅλων μαζί τῶν ἁγίων κάμνει τὸ μνημόσυνο καὶ σ’ ὅλους τὸν ὕμνο καὶ τὴν τιμὴ ἀποδίδει σήμερα.

Ἄς τιμήσωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ τοὺς τιμήσωμε πῶς; Ἄν κατὰ τὸ παράδειγμα ἐκείνων καθαρίσωμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε μόλυσμα σαρκικὸ καὶ πνευματικὸ κι ἄς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὶς κακίες προχωρῶντας πρὸς τὴν ἁγιότητα μὲ τὴν ἀποχὴ ἀπ’ αὐτές. Ἄν ἐμποδίσωμε τὴ γλῶσσα μας ἀπὸ τὸν ὅρκο καὶ τὴν ἐπιορκία, ἀπὸ τὴ φλυαρία καὶ ὑβρεολογία καὶ τὰ χείλη μας ἀπὸ τὸ ψεῦδος καὶ τὴ συκοφαντία κι ἔτσι τοὺς προσφέρομε τὸν ἔπαινο. Ἄν δὲν καθαρίσωμε ἔτσι τὸν ἑαυτό μας, δίκαια θ’ ἀκούσωμε ὁ καθένας μας ἀπ’ αὐτοὺς ἐκεῖνα τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἁμαρτωλό. Πῶς τολμᾶς νὰ φέρνης στὴ μνήμη σου καὶ νὰ ἀναφέρης μὲ τὴ γλῶσσα σου ἀκόμα κι αὐτὰ τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων καὶ νὰ διηγῆσαι τὴ συμπεριφορά τους γεμάτη ἀπὸ κάθε ἀρετὴ καὶ καθαρότητα. Ἐνῶ ἐσὺ ἐμίσησες τὸν ἐνάρετο βίο καὶ πέταξες μακρυά σου τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἄν ἔβλεπες κλέφτη, τὸν βοηθοῦσες καὶ ἔπαιρνες τὸ μερίδιο μὲ τὸ μοιχό. Τὸ στόμα σου ξεχείλισε ἀπὸ κακία κι ἡ γλῶσσα ὕφανε δολιότητες. Καθόσουν κάπου καὶ καταλαλοῦσες τὸν ἀδελφό σου, ἔστηνες παγίδα στὸν γιὸ τῆς μητέρας σου. Ἀπὸ τέτοια στόματα, ἀδελφοί μου, οὔτε ὁ Θεὸς οὔτε οἱ ἅγιοί του δέχονται ὕμνο. Ἄν καθένας ἀπὸ μᾶς, ἄν ἀγγίξη κάτι ἀκάθαρτο μὲ τὸ χέρι του, δὲ θέλη νὰ τὸ χρησιμοποιήση, ἄν δὲν τὸ πλύνη πρῶτα, πῶς ὁ Θεὸς θὰ δεχτῆ ὅ,τι προσφέρωμε ἀπὸ σῶμα καὶ στόμα ἀκάθαρτα, ἄν δὲν καθαρίσωμε πρῶτα τὸν ἑαυτό μας; Πολὺ πιὸ σχαμένη ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία ἡ ἁμαρτία, ὁ δόλος, τὸ ψεῦδος, ὁ φθόνος, τὸ μῖσος, ἡ πλεονεξία, ἡ προδοσία, οἱ αἰσχροὶ διαλογισμοὶ καὶ λόγοι καὶ οἱ ἀκαθάρατες πράξεις ποὺ τὰ ἀκολουθοῦν. Καὶ πῶς καθαρίζεται πάλι ἐκεῖνος ποὺ πέφτει σ’ αὐτά; Μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν ἀγαθοεργία, μὲ τὴ συνεχῆ δέηση πρὸς τὸ   Θεό.

 Ὅταν λοιπὸν στὶς μνῆμες τῶν ἁγίων ποὺ ἑορτάζομε, σχολάζομε ἀπὸ τὴν τέχνη καὶ τὸ ἐπάγγλεμά μας καθένας, αὐτὰ ἄς εἶναι ἡ σκέψη μας, πῶς νὰ ἀπομακρυνθοῦμε καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἄν ὅμως καὶ τότε ἀκόμη περιπαίζωμε τὶς ψυχές μας κι ἀδιαφοροῦμε καὶ μεθοῦμε, πῶς λέμε ὅτι ἑορτάζουμε τοὺς ἁγίους, ἀφοῦ διώχνουμε ἀπὸ τὴν ἡμέρα τὴν ἁγιότητα; Ἀλλα ἄς μὴ γιορτάζωμε ἔτσι, ἀδελφοί μου, παρακαλῶ. Ἄς φέρνωμε τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς στὸ Θεὸ ἔτσι ὅπως τὰ θέλει καὶ μάλιστα τὶς γιορτινὲς αὐτὲς ἡμέρες κι ἔτσι μὲ τὴ μεσίτευση τῶν ἁγίων νὰ λάβωμε μέρος κι ἐμεῖς στὴν πανήγυρη καὶ στὴν ἀπέραντη ἐκείνη εὐφορσύνη. Μακάρι ὅλοι μας νὰ τὴν ἀπολαύσωμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀξίζει ἡ δόξα μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα καὶ τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου

Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον

Τόμος Δεύτερος

Ἀθῆναι 1969

σελ.104-113

Πηγή:

 

 

Α´.Μεταβολήν τοῦ νοῦ.

Β´. Μεταβολήν τῆς καρδίας.

Γ´. Μεταβολήν τῆς γλώσσης.

Συλλογίσου ἀγαπητέ, πῶς τό Πανάγιον Πνεῦμα ὅταν κατέβη εἰς τό ὑπερῷον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ὡσάν ἕνας σφοδρότατος ἄνεμος καί βροντή, ἐγέμισεν ὅλον τόν οἶκον, εἰς τόν ὁποῖον ἦσαν καθήμενοι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καί ἐπροσηύχοντο· «καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι» (Πραξ. β´. 2)· καί τόν ἔκαμεν ὡσάν μίαν κολυμβήθραν, ὡς λέγει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, διά νά βαπτίσῃ τούς Ἀποστόλους μέ τήν θείαν χάριν του, περί τοῦ ὁποίου τούτου βαπτίσματος προεῖπεν εἰς αὐτούς ὁ Κύριος· «ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετά πολλάς ταύτας ἡμέρας (Πράξ. α´ 5).
Ἐπλήρωσε δέ τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι, κολυμβήθραν αὐτόν ἀπεργαζομένη πνευματικήν, καί πληροῦσα τήν τοῦ Σωτῆρος ἐπαγγελίαν, ἥν καί αὐτήν ἀναλαμβανόμενος πρός αὐτούς ἔλεγεν, ὅτι Ἰωάννης μέν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ…ἀλλά καί τήν κλῆσιν ἥν αὐτοῖς ἐπέθηκεν, ἐπαληθεύουσαν ἔδειξε· διά γάρ τοῦ ἐξ οὐρανοῦ τούτου ἤχου, ὄντως υἱοί βροντῆς γεγόνασιν οἱ Ἀπόστολοι» (Λόγος εἰς τήν Πεντηκ.) Τότε δή τότε αὐτό τό Πανάγιον Πνεῦμα ἐνήργησεν εἰς τούς Ἀποστόλους τρεῖς μεταβολάς (καί αὐταί αἱ μεταβολαί εἶναι κυρίως ὁ καρπός καί τῶν παρόντων πνευματικῶν γυμνασμάτων).
Ἡ α´ μεταβολή ἦτο τοῦ νοός τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία μετέβαλεν εἰς αὐτούς ἐκείνας τάς πρώτας ἰδέας ὅπου εἶχον περί τῶν πράγματων τοῦ κόσμου τούτου καί τούς ἔκαμε νά γνωρίσουν καθαρά τό ταπεινόν καί μάταιον τῶν παρόντων ἀγαθῶν, καί ἐξεναντίας νά γνωρίσουν τό μεγαλεῖον καί αἰώνιον τῶν μελλόντων, ὥστε ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὅπου ὀλίγον προτήτερα φιλονικοῦσαν ἀναμεταξύ τους ποῖος ἀπό αὐτούς νά ἦτο ὁ πρῶτος καί μεγαλύτερος· «ἐγένετο δέ καί φιλονικία ἐν αὐτοῖς τό τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων» (Λουκ. κβ´ 24). Ὕστερα ἀφ᾿ οὗ ἔλαβαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐμετροῦσαν διά μεγάλην εὐτυχίαν, τό νά εἶναι μικρότεροι ἀπό ὅλους· τό νά καταφρονοῦνται ἀπό ὅλους διά τόν Χριστόν καί τό νά λογίζωνται ἀσθενεῖς, μωροί, ἄτιμοι, ὄνειδος, σκύβαλα καί σκουπίδια τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων· «ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν, ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ἡμεῖς ἄτιμοι, ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α´ Κορ. δ´ 10).
Τώρα ἀδελφέ στοχάσου ἀνίσως ἔγινε καί εἰς ἐσέ αὐτή ἡ μεταβολή τοῦ νοός διά μέσου τούτων τῶν πνευματικῶν γυμνασμάτων ὅπου ἀνάγνωσες καί ἕως εἰς ποῖον βαθμόν ἔφθασες, διότι ἀνίσως καί ἕως τώρα ἐνόμισες ἕνα μεγάλον καλόν, τό νά σέ τιμοῦν καί νά σέ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἰς ὑπόληψιν, τό νά ζῇς εἰς τήν καρδίαν πάντων, ἤγουν τό νά σέ ἀγαποῦν ὅλοι, τό νά γυρεύης πάντοτε καινούργιαις ἡδοναῖς καί νά ἐξοδεύης εἰς αὐταῖς τόν καιρόν ὅπου σοῦ ἐδόθη διά νά κερδίσης τά αἰώνια ἀγαθά καί τό νά ζῇς μέ τέλη καί ἀντιρρήσεις κοσμικάς, φανερόν εἶναι ὅτι ὁ νοῦς σου ὡδηγεῖτο ἕως τώρα ἀπό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί ὄχι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί πρέπει διά τοῦτο νά λυπῆσαι καί νά μετανοῇς διότι ἀπέθανεν ὁ Χριστός καί ἀνέστη καί ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ὄχι διά νά σοῦ δώσῃ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου.’Aλλά διά νά σοῦ δώσῃ τό Πνεῦμα τό ἰδικόν του καί ἐσύ μέ τήν κακήν ζωήν ὅπου ἔζησες δέν ἔγινες δεκτικός τοῦ θείου του Πνεύματος· «ἡμεῖς δέ οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. β´ 12).
Πρέπει ὅμως ἀπό τώρα καί ὕστερα νά εἶσαι ἀποφασισμένος νά κάμνης ὅλα τά ἐναντία, ἤγουν νά ὁδηγῆσαι μέ τάς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά μή λογιάζῃς ἄλλην τιμήν, παρά ἐκείνην ὅπου σέ μεγαλύνει ἐμπρός εἰς τόν Θεόν καί νά μή ψηφᾷς ἄλλο καλόν, παρά ἐκεῖνο ὅπου σοῦ προξενεῖ τήν ἀπόλαυσιν τοῦ Παραδείσου.
Εἶναι καλόν σημάδι πῶς ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἄρχισε νά φωτίζῃ τόν νοῦν σου καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό ἐκεῖνον ὅπου ἤσουν εἰς ἄνδρα ἄλλον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ· «καί ἐφαλεῖται ἐπί σέ Πνεῦμα Κυρίου, καί στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον» (Α´. Βασιλ. ι´. 6) καί πρέπει διά τοῦτο νά χαίρῃς καί νά εὐχαριστῇς τόν Κύριον ὅπου σέ ἐφώτισε μέ τό Ἅγιόν του Πνεῦμα, διά νά μή περιπατῇς πλέον ὡσάν νήπιος, ἀλλά ὡσάν ἄνδρας τέλειος· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐφρόνουν ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δέ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου» (Α´. Κορ. ιγ´ 11)· καί διά νά μή ἀκολουθῇς πλέον τό φρόνημα τῆς σαρκός ὅπου εἶναι θάνατος ἀλλά τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος ὅπου εἶναι ζωή· «τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος· τό δέ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ζωή καί εἰρήνη» (Ρωμ. η´. 6).
Αἰσχύνθητι λοιπόν διά τήν περασμένην ζωήν ὅπου ἔζησες ὄχι ὡσάν οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὡσάν ξένος καί ἀλλότριος, μέ τό νά μή εἶχες τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή κατά τόν Ἀπόστολον· «εἴ τις Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἔχει οὗτος, οὐκ ἔστιν αὐτοῦ» (Ρωμ. η´ 9). Καί παρακάλεσαι ταπεινῶς τό Ἅγιον Πνεῦμα νά μεταβάλη τελείως τόν νοῦν σου εἰς τό θεῖον του θέλημα, φωτίζωντάς τον μέ τήν χάριν του. Ὄχι κατά τήν ἐπιφάνειαν ἀλλά κατά βάθος διά νά μή ὑστερηθῇς καί ἐσύ τόν φωτισμόν καί τήν χάριν του καί νά λέγῃς μέ τόν Δαβίδ· «καί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί αὐτό οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ» (Ψαλμ. λζ´ 10)· ἀλλά μᾶλλον νά λαμβάνης ἐπάνω εἰς τόν ἁμυδρότερον φωτισμόν, ἄλλον καθαρώτερον καί λαμπρότερον φωτισμόν καί νά λέγῃς· «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. λε´ 10).

Πῶς δέ νά συγκρατῇς τόν φωτισμόν τοῦτον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τόν νοῦν σου καί πῶς νά μή τόν ἀφήσῃς νά σβύσῃ; Ἄκουσον τί σοῦ λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος· καθώς τό φῶς τοῦ λύχνου μέ τό λάδι ἀνάπτει καί συγκρατεῖται, καί ὅταν σωθῇ τό λάδι τότε σβύνει καί αὐτό, ἔτσι καί ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνάπτει καί μᾶς φωτίζει, ὅταν ἔχωμεν καλά ἔργα, καί ἐλεημοσύνην εἰς τήν ψυχήν μας. Ὅταν δέ τά καλά ἔργα λείψουν καί ἡ ἐλεημοσύνη, ἀναχωρεῖ ἀπό ἡμᾶς καί τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· «καθάπερ γάρ τό λυχνιαῖον φῶς ἐλαίῳ κατέχεται καί ἀναλωθέντος τούτου, κᾀκεῖνο σβέννυται, οὕτω δή καί ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις, παρόντων μέν ἡμῖν ἔργων ἀγαθῶν, καί ἐλεημοσύνης πολλῆς ἐπιχεομένης τῇ ψυχῇ, μένει καθάπερ ἐλαίῳκατεχομένη ἡ φλόξ· ταύτης δέ οὐκ οὔσης, ἄπεισι καί ἀναχωρεῖ» (Τόμ. Θ´ λόγος 55). Καθώς καί τό Πνεῦμα Κυρίου ὅπου ἐδόθη εἰς τόν Σαούλ, ἀνεχώρησεν ἀπό λόγου του μέ τό νά μή εἶχε γνώμην ὀρθήν καί ἔργα θεάρεστα· «Πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπό Σαούλ» (Α´. Βασιλ. ις´ 14· διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος παραγγέλει γράφων· «τό Πνεῦμα μή σβέννυτε» (Α´. Θεσσ. ε´ 19).
Λέγει γάρ ὁ μέγας Βασίλειος καί καθώς ἄλλη μέν θερμότης εὑρίσκεται εἰς τά σώματα καθ᾿ ἕξιν πολυχρόνιος, ἄλλη δέ κατά διάθεσιν ὀλιγοχρόνιος, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, εἰς ἄλλους μέν παραμένει καθ᾿ ἕξιν διά τήν στρεότητα τῆς καλῆς των γνώμης, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Ἐλδάδ καί Μωδάδ, περί τῶν ὁποίων γράφουσιν οἱ ἀριθμοί, ὅτι ἐπροφήτευον πάντοτε· εἰς ἄλλους δέ μόνον εὑρίσκεται ὡς διάθεσις, καί γρήγορα ἀναχωρεῖ διά τό ἀστερέωτον τῆς γνώμης των, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Σαούλ καί εἰς τούς ἑβδομήκοντα πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι μίαν φοράν μόνον ἐπροφήτευσαν, καί ὕστερον ἔχασαν τῆς προφητείας τό χάρισμα. Ὡς ἐν σώμασιν ὑγίεια, ἤ θερμότης, ἤ ὅλως εὐκίνητοι διαθέσεις, οὕτω καί ἐν ψυχῇ πολλάκις ὑπάρχει τό πνεῦμα, τοῖς διά τό τῆς γνώμης ἀνίδρυτον εὐκόλως ἥν ἐδέξατο χάριν ἀπωθουμένοις οἷος ὁ Σαούλ καί οἱ πρεσβύτεροι οἱ ἑβδομήκοντα τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, πλήν τοῦ Ἐλδάδ καί Μωδάδ· «τούτοις γάρ μόνοις ἐκ πάντων φαίνεται παραμεῖναν τό Πνεῦμα· καί ὅλως εἴ τις τούτοις τήν προαίρεσιν παραπλήσιος» (Κεφ. κς´. Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).
Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν β´. μεταβολήν ὅπου ἔκαμε τό Πανάγιον Πνεῦμα εἰς τήν καρδίαν τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι εἰς τήν ἀρχήν ἦσαν τόσον φιλόζωοι, τόσον φιλόσαρκοι, τόσον δειλοί, ὅπου διά νά φυλάξουν τήν ζωήν τους, ὁ ἕνας ἄφησε τόν διδάσκαλόν του εἰς τό πάθος καί ἔφυγε γυμνός· «καί εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθει αὐτῷ περιβεβλημένος σινδόνα ἐπί γυμνοῦ… ὁ δέ καταλιπών τήν συνδόνα γυμνός ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν» (Μαρκ. Ιδ´ 51. (Οὗτος ἦτο ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὅστις ἐφόρει ἕνα μόνον ἱμάτιον εἰς ὅλην του τήν ζωήν, ὡς λέγει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος), ὁ ἄλλος τόν ἠρνήθη καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀνεχώρησαν· «καί ἀφέντες αὐτόν πάντες ἔφυγον». (Μαρκ. ιδ´. 51). Καί τόσον ἦσαν τρομαγμένοι ὡσάν λαγωοί ὅπου ἔστεκαν κεκλεισμένοι ἀπό τόν φόβον τους μέσα εἰς τό ὑπερῶον καί δέν ἐτόλμων νά εὔγουν ἔξω σχεδόν εἰς ὅλον τό διάστημα τῶν πεντήκοντα ἡμερῶν ὅπου ἐπέρασαν μετά τήν Ἀνάστασιν ἀλλ᾿ ἀφ᾿ οὗ κατέβη εἰς αὐτούς τό Ἅγιον Πνεῦμα, μετέβαλε τήν ἀσθένειαν τῆς καρδίας των εἰς ἀνδρείαν καί γενναιότητα.
Ὅθεν εὐγῆκαν ἔξω ὡσάν τόσοι ἄφοβοι λέοντες καί ἐκήρυττον τόν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν ἐμπρός εἰς ὅλον τό πλῆθος τοῦ λαοῦ μέ μέτωπον ἀνοικτόν, μέ στῆθος ἀνδρειωμένον καί μέ τόλμην καί παρρησίαν χωρίς νά δειλιάσουν οὔτε ἀπό φοβερισμούς, οὔτε ἀπό δαρμούς, οὔτε ἀπό βάσανα καί μαρτύρια, οὔτε ἀπό τόν ἴδιον θάνατον· ἀλλ᾿ ἐπεθύμουν ταῦτα πάντα ὡς τρυφάς καί ξεφαντώματα καί ἔχαιρον ὑπερβολικά ὅταν τά ἐλάμβανον· «οἱ μέν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦσυνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πραξ. ε´. 41).
Τότε ἤθελες ἰδεῖ ἐκεῖνον τόν δειλότατον καί φιλόζωον Πέτρον, ὅπου πρότερον δέν ἠδυνήθη νά ἀκούσῃ χωρίς φόβον οὔτε ἕνα ψιλόν λόγον ἑνός δυστυχισμένου κορασίου, πῶς ἐστάθη μέ τόσην ἀφοβίαν καί τόλμην καί ἐδημηγόρησε μεγαλοφώνως ἔμπροσθεν εἰς ἕνα μυριάριθμον πλῆθος ἀνθρώπων, χωρίς νά στοχάζεται πῶς εἶναι ὁλότελα ἄνθρωποι ἀλλά πῶς εἶναι κνώδαλα καί φυτά ἤ λίθοι, καί μέ τήν δημηγορίαν του εἵλκυσεν εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τρεῖς χιλιάδας λαοῦ· «σταθείς δέ Πέτρος σύν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τήν φωνήν αὐτοῦ, καί ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς» (Πράξ. β´. 14).
Τότε ἤθελες ἰδῇ ἐκείνους τούς ἁλιεῖς καί ἀγραμμάτους πλουτισμένους ἀπό τόσην σοφίαν καί σύνεσιν, ὥστε νά κάμνουν τούς σοφούς καί γραμματισμένους νά ἐξίστανται καί νά ἀποροῦν· «καί καταλαβόμενοι, ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καί ἰδιῶται ἐθαύμαζον». (Πράξ. δ´ 13). Καί τοῦτο διατί; διότι ἔδωκεν εἰς τήν καρδίαν αὐτῶν χῦμα γνώσεως τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σολομῶντος· «καί ἔδωκε Κύριος φρόνησιν τῷ Σολομών καί χῦμα καρδίας» (Γ´ Βασιλ. δ´ 29)· καί διότι ” ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν ὡς γέγραπται» (Α´ Βασιλ. ι´ 26).
Ὤ χάρις! ὤ ἐνέργεια! ὤ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον ὅταν μίαν φοράν ἀνάψῃ τήν καρδίαν, τούς λαγῳούς κάμνει λέοντας, τούς ἀδυνάτους δυνατούς, τούς ἀσόφους σοφούς, τούς πηλίνους κατασκευάζει πυρίνους καί τούς πρῴην ἀνδριάντας μεταβάλλει εἰς ἄνδρας τελείους. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεός ὑπεσχέθη νά δώσῃ διά τοῦ Προφήτου Μιχαίου λέγων· «οὐκ ἔσται ὁ ἐπακούων αὐτῶν, ἐάν μή ἐγώ ἐμπλήσω ἰσχύν ἐκ Πνεύματος Κυρίου» (Μιχ. γ´ 8).
Τώρα καί ἐσύ ἀδελφέ ὅπου ἀναγινώκεις ταῦτα, στοχάσου, ἐάν ἔλαβες αὐτήν τήν γενναιότητα καί θέρμην εἰς τήν καρδίαν σου διά νά μή φοβῆσαι σάρκα, κόσμον καί κοσμοκράτορα, τοῦτο εἶναι σημεῖον πῶς μετεβλήθης ἀπό τό Πνεῦμα Κυρίου, καθώς εἶναι γεγραμμένον· «τότε μεταβαλεῖ τό Πνεῦμα καί διελεύσεται, καί ἐξιλάσεται· αὕτη ἡ ἰσχύς τῷ Θεῷ μου» (Ἀββακ. α´ 11).
Στοχάσου, καί ἐάν ἐσύ προτήτερα ἐγύρευες μέ ὅλην τήν ὁρμήν τῶν ἐπιθυμιῶν σου τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, τά πλούτη, τάς δόξας, τάς ἡδονάς καί ἐλόγιαζες ὅτι ἦτο μακαριώτερος ὅποιος εἶχεν ἀπό αὐτά τά ἀγαθά περισσότερα, ἤξευρε ὅτι ἕως τώρα ἦτο ἡ καρδία σου πεπαλαιωμένη, ἀναίσθητος καί πεπωρωμένη ὡσάν πέτρα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τῆς σαρκός. Καί λυπήσου διά τοῦτο καί μετανόησον, πώς εἰς τόσους χρόνους τῆς ζωῆς σου, δέν ἔγινες ἄξιος νά λάβῃς διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μίαν καινούργιαν καρδίαν αἰσθητικήν τοῦ συμφέροντός σου, τήν ὁποίαν ὑπεσχέθη νά σοῦ δώσῃ ὁ Θεός· «καί δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν καί πνεῦμα καινόν δώσω ὑμῖν· καί ἀφελῶ τήν καρδίαν τήν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκός ὑμῶν καί δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην καί τό πνεῦμά μου δώσω ἐν ὑμῖν» (Ἰεζεκ. λς´. 26).
Ἐάν δέ τώρα γυρεύῃς ὅλα τά ἐναντία καί ἀντί νά ὑπερηφανεύεσαι διά τά πλούτη, ἐσύ περισσότερον ταπεινώνεσαι καί χαίρεις εἰς τήν πτωχείαν· ἀντί νά θέλῃς τάς τρυφάς καί τά ξεφαντώματα, ἐσύ ἀγαπᾷς τήν ὀλιγάρκειαν καί ἐγκράτειαν, ἤξευρε, ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἄρχισε νά μεταβάλῃ τήν καρδίαν σου εἰς ἄλλην καρδίαν, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ. «Καί ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι τῷ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν ἀπό Σαμουήλ, μετέστρεψεν αὐτῷ ὁ Θεός καρδίαν ἄλλην». (Α´. Βασίλ. ι´. 9)
Ὅθεν εὐφράνθητι καί εὐχαρίστησαι τόν Κύριον, ὅπου διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνο σοῦ ἐκαθάρισε τόν νοῦν, ἀλλά καί σοῦ ἐθέρμανε τήν καρδίαν καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό σαρκικόν εἰς πνευματικόν· ἀπό νήπιον μωρόν, εἰς ἄνδρα σοφόν· καί ἀπό κοσμικόν καί ἐθνικόν, εἰς ἀληθινόν χριστιανόν. Τοιαύτας γάρ θεοπρεπεῖς καί παραδόξους μεταβολάς συνειθίζει νά ἐνεργῇ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς θεολογεῖ περί αὐτοῦ ὁ Μέγας Θεολόγος Γρηγόριος· «τοῦτο τό Πνεῦμα (σοφώτατον γάρ καί φιλανθρωπότατον) ἄν ποιμένα λάβῃ, ψάλτην ποιεῖ πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδοντα καί βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ ἀναδείκνυσιν· ἐάν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην ἐργάζεται· τόν Δαβίδ καί τόν Ἀμώς ἐνθυμήθητι· ἐάν μειράκιον εὐφυές λάβῃπρεσβυτέρων ποιεῖ κριτήν καί παρ᾿ ἡλικίαν· μαρτυρεῖ Δανιήλ ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας· ἐάν ἁλιέας εὕρῃ, σαγηνεύει Χριστῷ, κόσμον ὅλον τῇ τοῦ λόγου πλοκῇ συλλαμβάνοντας. Πέτρον λάβε μοι καί Ἀνδρέαν καί τούς τῆς βροντῆς υἱούς τά πνευματικά βροντήσαντας· ἐάν τελώνας, εἰς μαθητείαν κερδαίνει καί ψυχῶν ἐμπόρους δημιουργεῖ· φησί Ματθαῖος, ὁ χθές τελώνης, καί σήμερον εὐαγγελιστής· ἐάν διώκτας θερμούς, τόν ζῆλον μετατίθησι, καί ποιεῖ Παύλους ἀντί Σαύλων καί τοσοῦτον εἰς εὐσέβειαν, ὅσον εἰς κακίαν κατέλαβε». (λογ. Εἰς τήν Πεντηκοστήν).
Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, διότι ἕως τώρα ἤσουν μακράν ἀπό τέτοιους συλλογισμούς, πορευόμενος ἐν τοῖς κακοῖς θελήμασι τῆς καρδίας σου καί μή δίδωντας τόπον εἰς αὐτήν, διά νά κατοικήσῃ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· καί συντόμως εἰπεῖν, διότι ἔζησες ὡσάν ἕνας ψυχικός μόνον ἄνθρωπος, ὅς οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος· «μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι καί οὐ δύναται γνῶναι» (Α´. Κορ. β´ 14). Κάμε ἀπόφασιν εἰς τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς σου, νά μή λυπήσης πλέον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ καμμίαν ἄτακτον καί κακήν ὄρεξιν τῆς καρδίας σου, κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος· «καί μή λυπῆτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. δ´. 30)· μηδέ νά ἐναντιωθῇς ὡς σκληροκάρδιος εἰς τό Ἅγιον αὐτοῦ θέλημα, κατά τούς σκληροκαρδίους ἐκείνουςἙβραίους, πρός τούς ὁποίους εἶπεν ὁ Στέφανος· «σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καί τοῖς ὠσίν· ὑμεῖς ᾀεί τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε» (Πράξ. ζ´. 51)· ἀλλά νά δώσῃς ὅλην τήν καρδίαν σου εἰς αὐτό μέ ὅλας της τάς ἐπιθυμίας διά νά ἐνοικήσῃ καθώς αὐτό τό ἴδιον πνεῦμα σέ προστάζει λέγον· «υἱέ δός μοι τήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´. 26).
Θέλεις δέ δώσει τήν καρδίαν σου εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐάν μελετᾷς πάντοτε εἰς αὐτήν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ μίαν ἀδιάλειπτον προσευχήν. Ἐπειδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μολονότι καί ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὅμως εἶναι καί λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ διά τήν ὁμοουσιότητα καί ἐν τῷ Υἱῷ ἀναπαύεται καί χαίρει ὅταν αὐτός ὀνομάζεται· «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις, κράζον ἀββᾶ ὁ Πατήρ»· (Γαλ. δ´. 6)·” ἵνα διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς καί πνευματικῆς προσευχῆς , ἐν μέν τῷ Πνεύματι θεωρῇς τόν Υἱόν, ἐν δέ τῷ Υἱῳ θεωρῇς τόν Πατέρα”, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· καί ἵνα καταξιωθῇς διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς ἐργασίας, νά εὕρῃς καί νά ἰδῇς νοερῶς τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποίαν ἔλαβες μέν διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τήν ἔχωσες δέ ὡσάν σπινθῆρα μέσα εἰς τά πάθη καί ἁμαρτίας.
Καί τέλος πάντων, ἐπειδή καί τό Πανάγιον Πνεῦμα· ὁ ἄλλος παράκλητος, τό συμπληρωτικόν πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος· ὁ χορηγός πάντων τῶν χαρισμάτων ἡ ζωή τῶν ζώντων· ἡ κίνησις τῶν κινουμένων· καί ἡ τελειότης ἁπάντων τῶν ὄντων,ἠθέλησεν ἐκ μόνης τῆς φιλανθρωπίας του νά εἰδοποιήσῃ εἰς τήν καρδίαν σου τάς πρώτας γραμμάς καί τό πρῶτον σχέδιον τῆς χάριτός του, παρακάλεσαί τον νά μή σέ ἀφήσῃ ἀτελῆ ἀλλά νά φέρῃ εἰς τελειότητα αὐτήν τήν εἰδοποίησιν καί τό ἔργον ὅπου ἄρχισεν εἰς ἐσέ, χαρίζωντάς σου τό χάρισμα τῆς διαμονῆς καί τῆς μέχρι τέλους ὑπομονῆς ἐν τῇ αὐτοῦ χάριτι, τό ὁποῖον χάρισμα εἶναι τό μεγαλύτερον ἀπό ὅλα τά χαρίσματα καί αὐτό μόνον συνιστᾷ καί ἐπισφραγίζει τόν ἑκάστου προορισμόν κατά τούς θεολόγους καί διά τοῦ χαρίσματος τούτου νά σέ ἀξιώσῃ ἀπό ἐδῶ ἀκόμη, νά γίνῃς ὅλος πνευματικός, ὅλος ἀγγελοειδής, ὅλος ἅγιος καί υἱός Θεοῦ, καί Θεός κατά χάριν, ἀπ᾿ ἐκεῖ ὅπου εἶσαι τώρα γῆ καί σποδός· καθώς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελθόν εἰς ψυχήν ἀνθρώπου, ἔδωκε μέν ζωήν, ἔδωκε δέ ἀθανασίαν· ἤγειρε κείμενον· τό δέ κινηθέν κίνησιν ἀΐδιον ὑπό Πνεύματος Ἁγίον, ζῶον ἅγιου ἐγένετο· ἔσχε δέ ἄνθρωπος ἀξίαν πνεύματος εἰσοικισθέντος ἐν αὐτῷ προφήτου, ἀποστόλου, ἀγγέλου Θεοῦ, ὤν πρό τοῦ, γῆ καί σποδός»· (ὁμιλ. Περί τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, ἧς ἡ ἀρχή, ἐνθυμηθῶμεν πᾶσα ψυχή).
Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν γ´. μεταβολήν ὅπου ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰς τήν γλῶσσαν τῶν Ἀποστόλων· διότι ἐκεῖνοι ὅπου προτήτερα δέν ἐλαλοῦσαν ἄλλο παρά γήϊνα καί χαμερπῆ διά δόξας καί τιμάς προσωρινάς καί ματαίας· «δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μάρκ. ι´. 37)· ἐκεῖνοι ὅπου ἐλάλουν περί τοῦ Χριστοῦ ταπεινά καί εὐτελῆ· «ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὦδε εἶναι καί ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, μίαν σοί καί Μωσεῖ μίαν καί μίαν Ἠλίᾳ» (Λουκ. θ´. 33).
Ἐκεῖνοι ὅπου πρότερον ἔφθασαν ἕως καί νά συμφωνήσουν μέ τόν Ἰούδαν καί νά κατηγορήσουν τήν εὐλογημένην ἐκείνην Μαρίαν καί νά θυμωθοῦν καταπάνω της, διότι ἄλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ μέ τόσον πολυέξοδον μῦρον, λέγοντες μέ ἀγανάκτησιν· «εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γάρ τοῦτο πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καί δοθῆναι πτωχοῖς καί ἐνεβριμῶντο αὐτῇ» (Μάρκ. ιδ´. 4) Αὐτοί λέγω οἱ ἴδιοι, ὕστερα ἀπό τόν ἐρχομόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ἐλαλοῦσαν πλέον δι᾿ ἄλλο, παρά διά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, διά ὑψηλά καί μεγάλα πράγματα διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, διά τήν θεολογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά τό ἀκατανόητον μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας· διότι εἶναι Θεός ἀληθινός ὁΧριστός· μέ ρητορικήν ἀνήκουστον, μέ ἐλευθεροστομίαν ἀσύγκριτον καί μέ γλῶσσας διαφόρους· «ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ”. (Πράξ. β´ 11).
Τώρα στοχάσου ἐσύ ἀγαπητέ τά λόγια ὅπου ὡμιλοῦσες προτήτερα ἀπό τά παρόντα γυμνάσματα, καί τά λόγια ὅπου πρέπει τώρα νά λαλῇς, διά νά λάβῃς καί ἐσύ τήν μεταβολήν αὐτήν τῆς γλώσσης ἀπό τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τήν γλῶσσαν σοῦ τήν ἔδωκεν ὁ Θεός ἀδελφέ ὄργανον διά νά λαλῇς ὅλα τά καλά ὄχι τά κακά. Ὅθεν πρέπει νά τήν μεταχειρίζεσαι καί ἐσύ κατά τόν σκοπόν ὅπου ὁ Θεός σοῦ τήν ἔδωκεν· ἤγουν εἰς τό νά δοξολογῇς καί νά αἰνῇς μέ αὐτήν πάντοτε τόν Θεόν, καί νά μελετᾷς τά θεῖα του λόγια καθώς γέγραπται· «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιπ. β´ 11).
Καί πάλιν «καί ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τήν δικαιοσύνην σου, ὅλην τήν ἡμέραν τόν ἔπαινόν σου»· (Ψαλμ. λδ´. 32)· καί ὄχι εἰς τό νά λαλῇς λόγια ἀνευλαβῆ κατά τοῦ Θεοῦ καί εἰς τό νά ὀνομάζῃς τό θεῖον του ὄνομα εἰς πράγματα μάταια· «οὐ λήψῃγάρ φησι τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ» (Ἐξοδ. κ´. 7) εἰς τό νά κατηγορῇς καί νά μέμφεσαι τόν ἑαυτόν σου καί ὄχι εἰς τό νά τόν ἐπαινῇς μόνος σου «ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καί μή τό σόν στόμα· ἀλλότριος, καί μή τά σά χείλη» (Παροιμ. κζ´. 2).
Εἰς τό νά συμβουλεύῃς τόν ἀδελφόν σου ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶναι συμφέροντα εἰς τήν σωτηρίαν του καί νά στερεώνῃς εἰς τό καλόν καί τήν ἀρετήν, καί ὄχι εἰς τό νά ἀκονᾷς ὡς μάχαιραν τήν γλῶσσάν σου κατ᾿ αὐτοῦ περιπαίζωντάς τον, κατηγορῶντάς τον καί ὑβρίζωντάς τον καταφρονητικῶς μέ θυμόν· «ἠκόνησαν ὡς ραμφαίαν τήν γλῶσσαν αὐτῶν» (Ψαλμ. ξγ´. 30) ἤ καί δίδωντάς του κακάς συμβουλάς μέ λόγια ἁπαλά μέν καί φιλικά, ἐπίβουλα δέ καί ἐχθρικά, διά νά τόν κακοποιήσῃς καί νά τόν βλάψῃς· «ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτῶν ὑπέρ ἔλαιον καί αὐτοί εἰσι βολίδες» (Ψαλμ. νδ´. 24).
Καί διά νά εἰπῶ μέ ἕνα λόγον, εἰς τήν γλῶσσάν σου πρέπει νά ἔχῃς τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τά λόγια τῆς παλαιᾶς καί νέας Γραφῆς· τά περί τῆς θείας προνοίας· τά περί τῆς κρίσεως· καί τά περί τῆς ἀγαθότητός του· καί ὅλαι αἱ συνομιλίαι σου νά ᾖναι περί πνευματικῶν καί θείων πραγμάτων καί περί ὠφελείας ψυχικῆς. Ἐάν περί τοιούτων μεταχειρίζεσαι τήν γλῶσσάν σου, ἤξευρε, ὅτι ὁ Κύριος ἔπλασε νοερῶς τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καθώς ἔπλασε ποτέ καί τοῦ κωφοῦ καί μογιλάλου· «καί πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ… καί ἐλύθη ὁ δεσμός τῆς γλώσσης αὐτοῦ». (Μάρκ. ζ´ 33). Καί εἶναι καλόν σημάδι, ὅτι ἄρχισε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά μεταβάλῃ καί τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καί νά λαλῇ αὐτό δι᾿ αὐτῆς, ὡς ποτέ ἐλάλει καί διά τῶν Ἀποστόλων καί διά τοῦ Δαβίδ «Πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί καί ὁ λόγος αὐτοῦ ἐπί γλώσσης μου» (Β´. Βασιλ. κγ´. 2).
Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, πῶς ἕως τώρα ἐλάλεις ὡσάν ἕνας σαρκικός καί νήπιος καί ὄχι ὡσάν πνευματικός καί τέλειος ἄνδρας· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν» (Α´. Κορ. ιγ´ 11) καί ἡ γλῶσσά σου ἐμελέτα τήν ἀδικίαν, καθώς λέγει ὁ Ἡσαΐας· «ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀδικίαν μελετᾷ» (νθ´. 3).
Ἀποφάσισαι εἰς τό ἑξῆς νά μή ἀφήνῃς νά εὔγουν ἀπό τό στόμα σου λόγια σαπρά, λόγια γελοιώδη καί μάταια, ἀλλά ὠφέλιμα καί σωτηριώδη πρός οἰκοδομήν τῶν ἀκουόντων, καθώς σοῦ παραγγέλει ὁ Ἀπόστολος· «πᾶς λόγος σαπρός ἐκ τοῦστόματος ἡμῶν μή ἐκπορευέσθω, ἀλλ᾿ εἴτις ἀγαθός πρός οἰκοδομήν ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσιν» (Ἐφέσ. δ´ 29)· διότι ὁ λόγος εἶναι σκιά τοῦ ἔργου, καθώς εἶπεν ἕνας σοφός (Οὗτος ἐστίν ὁ Δημόκριτος εἰπών· «λόγος ἔργου σκιή»)· καί οἱ λόγοι οἱ κακοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά κακά, καθώς καί ἐκ τοῦ ἐναντίου οἱ λόγοι οἱ καλοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά καλά. Διά τοῦτο εἶπε καί ὁ Σολομῶν, ὅτι εἰς τό χέρι τῆς γλώσσης στέκεται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος· «θάνατος καί ζωή ἐν χειρί γλώσσης» (Παροιμ. ιη´. 21). Καί καθώς ὅποιος βαστᾷ μυρωδικά καί τόν ἑαυτόν του εὐωδιάζει καί τούς ἄλλους ὁμοίως καί ὅποιος βαστᾷ βρωμερά καί τόν ἑαυτόν βρωμίζει καί τούς ἄλλους· τοιουτοτρόπως καί ὅποιος λαλεῖ τά καλά λόγια, ἤ τά κακά καί τόν ἑαυτόν του ὠφελεῖ, ἤβλάπτει καί τούς ἀκούοντάς του.

Καί τέλος πάντων, παρακάλεσαι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά δυναμώσῃ τοῦτο ὅπου ἄρχισε νά ἐνεργῇ εἰς ἐσέ· «δυνάμωσον ὁ Θεός τοῦτο, ὅ κατειργάσω ἐν ἡμῖν» (Ψαλμ. ξζ´. 31)· καί νά δείξῃς μίαν τελείαν μεταβολήν εἰς τήν γλῶσσάν σου διά τῆς χάριτός του, ὥστε νά μή σέ ἀφήσῃ νά σφάλῃς πλέον μέ αὐτήν εἰς κανένα λόγον ἄπρεπον· «εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ (Ἰακώβ. γ´. 2)· ἀλλά νά μεταχειρισθῇ τήν γλῶσσάν σου ὡσάν ἕνα κονδύλι, διά νά τήν κινῇ μέ τήν δεξιάν του εἰς τό νά λαλῇς ἐκεῖνα μόνον ὅπου αὐτό θέλει καί βούλεται· ὥστε ὅπου, σύ μέν νά λέγῃς· «ἡ γλῶσσά μου κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου» (Ψαλμ. μδ´ 2)· ἐκεῖνοι δέ ὅπου σέ βλέπουν καί σοῦ ἀκούουν, νά λέγουν· «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου». (Ψαλμ. ος´10).
Πηγή

Εις την Πεντηκοστήν

Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Α´. Μεταβολήν τοῦ νοῦ.

Β´. Μεταβολήν τῆς καρδίας.

Γ´. Μεταβολήν τῆς γλώσσης.

Συλλογίσου ἀγαπητέ, πῶς τό Πανάγιον Πνεῦμα ὅταν κατέβη εἰς τό ὑπερῷον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ὡσάν ἕνας σφοδρότατος ἄνεμος καί βροντή, ἐγέμισεν ὅλον τόν οἶκον, εἰς τόν ὁποῖον ἦσαν καθήμενοι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καί ἐπροσηύχοντο· «καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι» (Πραξ. β´. 2)· καί τόν ἔκαμεν ὡσάν μίαν κολυμβήθραν, ὡς λέγει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, διά νά βαπτίσῃ τούς Ἀποστόλους μέ τήν θείαν χάριν του, περί τοῦ ὁποίου τούτου βαπτίσματος προεῖπεν εἰς αὐτούς ὁ Κύριος· «ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετά πολλάς ταύτας ἡμέρας (Πράξ. α´ 5).
Ἐπλήρωσε δέ τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι, κολυμβήθραν αὐτόν ἀπεργαζομένη πνευματικήν, καί πληροῦσα τήν τοῦ Σωτῆρος ἐπαγγελίαν, ἥν καί αὐτήν ἀναλαμβανόμενος πρός αὐτούς ἔλεγεν, ὅτι Ἰωάννης μέν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ…ἀλλά καί τήν κλῆσιν ἥν αὐτοῖς ἐπέθηκεν, ἐπαληθεύουσαν ἔδειξε· διά γάρ τοῦ ἐξ οὐρανοῦ τούτου ἤχου, ὄντως υἱοί βροντῆς γεγόνασιν οἱ Ἀπόστολοι» (Λόγος εἰς τήν Πεντηκ.) Τότε δή τότε αὐτό τό Πανάγιον Πνεῦμα ἐνήργησεν εἰς τούς Ἀποστόλους τρεῖς μεταβολάς (καί αὐταί αἱ μεταβολαί εἶναι κυρίως ὁ καρπός καί τῶν παρόντων πνευματικῶν γυμνασμάτων).
Ἡ α´ μεταβολή ἦτο τοῦ νοός τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία μετέβαλεν εἰς αὐτούς ἐκείνας τάς πρώτας ἰδέας ὅπου εἶχον περί τῶν πράγματων τοῦ κόσμου τούτου καί τούς ἔκαμε νά γνωρίσουν καθαρά τό ταπεινόν καί μάταιον τῶν παρόντων ἀγαθῶν, καί ἐξεναντίας νά γνωρίσουν τό μεγαλεῖον καί αἰώνιον τῶν μελλόντων, ὥστε ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὅπου ὀλίγον προτήτερα φιλονικοῦσαν ἀναμεταξύ τους ποῖος ἀπό αὐτούς νά ἦτο ὁ πρῶτος καί μεγαλύτερος· «ἐγένετο δέ καί φιλονικία ἐν αὐτοῖς τό τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων» (Λουκ. κβ´ 24). Ὕστερα ἀφ᾿ οὗ ἔλαβαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐμετροῦσαν διά μεγάλην εὐτυχίαν, τό νά εἶναι μικρότεροι ἀπό ὅλους· τό νά καταφρονοῦνται ἀπό ὅλους διά τόν Χριστόν καί τό νά λογίζωνται ἀσθενεῖς, μωροί, ἄτιμοι, ὄνειδος, σκύβαλα καί σκουπίδια τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων· «ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν, ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ἡμεῖς ἄτιμοι, ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α´ Κορ. δ´ 10).
Τώρα ἀδελφέ στοχάσου ἀνίσως ἔγινε καί εἰς ἐσέ αὐτή ἡ μεταβολή τοῦ νοός διά μέσου τούτων τῶν πνευματικῶν γυμνασμάτων ὅπου ἀνάγνωσες καί ἕως εἰς ποῖον βαθμόν ἔφθασες, διότι ἀνίσως καί ἕως τώρα ἐνόμισες ἕνα μεγάλον καλόν, τό νά σέ τιμοῦν καί νά σέ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἰς ὑπόληψιν, τό νά ζῇς εἰς τήν καρδίαν πάντων, ἤγουν τό νά σέ ἀγαποῦν ὅλοι, τό νά γυρεύης πάντοτε καινούργιαις ἡδοναῖς καί νά ἐξοδεύης εἰς αὐταῖς τόν καιρόν ὅπου σοῦ ἐδόθη διά νά κερδίσης τά αἰώνια ἀγαθά καί τό νά ζῇς μέ τέλη καί ἀντιρρήσεις κοσμικάς, φανερόν εἶναι ὅτι ὁ νοῦς σου ὡδηγεῖτο ἕως τώρα ἀπό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί ὄχι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί πρέπει διά τοῦτο νά λυπῆσαι καί νά μετανοῇς διότι ἀπέθανεν ὁ Χριστός καί ἀνέστη καί ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ὄχι διά νά σοῦ δώσῃ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου.’Aλλά διά νά σοῦ δώσῃ τό Πνεῦμα τό ἰδικόν του καί ἐσύ μέ τήν κακήν ζωήν ὅπου ἔζησες δέν ἔγινες δεκτικός τοῦ θείου του Πνεύματος· «ἡμεῖς δέ οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. β´ 12).
Πρέπει ὅμως ἀπό τώρα καί ὕστερα νά εἶσαι ἀποφασισμένος νά κάμνης ὅλα τά ἐναντία, ἤγουν νά ὁδηγῆσαι μέ τάς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά μή λογιάζῃς ἄλλην τιμήν, παρά ἐκείνην ὅπου σέ μεγαλύνει ἐμπρός εἰς τόν Θεόν καί νά μή ψηφᾷς ἄλλο καλόν, παρά ἐκεῖνο ὅπου σοῦ προξενεῖ τήν ἀπόλαυσιν τοῦ Παραδείσου.
Εἶναι καλόν σημάδι πῶς ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἄρχισε νά φωτίζῃ τόν νοῦν σου καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό ἐκεῖνον ὅπου ἤσουν εἰς ἄνδρα ἄλλον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ· «καί ἐφαλεῖται ἐπί σέ Πνεῦμα Κυρίου, καί στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον» (Α´. Βασιλ. ι´. 6) καί πρέπει διά τοῦτο νά χαίρῃς καί νά εὐχαριστῇς τόν Κύριον ὅπου σέ ἐφώτισε μέ τό Ἅγιόν του Πνεῦμα, διά νά μή περιπατῇς πλέον ὡσάν νήπιος, ἀλλά ὡσάν ἄνδρας τέλειος· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐφρόνουν ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δέ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου» (Α´. Κορ. ιγ´ 11)· καί διά νά μή ἀκολουθῇς πλέον τό φρόνημα τῆς σαρκός ὅπου εἶναι θάνατος ἀλλά τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος ὅπου εἶναι ζωή· «τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος· τό δέ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ζωή καί εἰρήνη» (Ρωμ. η´. 6).
Αἰσχύνθητι λοιπόν διά τήν περασμένην ζωήν ὅπου ἔζησες ὄχι ὡσάν οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὡσάν ξένος καί ἀλλότριος, μέ τό νά μή εἶχες τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή κατά τόν Ἀπόστολον· «εἴ τις Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἔχει οὗτος, οὐκ ἔστιν αὐτοῦ» (Ρωμ. η´ 9). Καί παρακάλεσαι ταπεινῶς τό Ἅγιον Πνεῦμα νά μεταβάλη τελείως τόν νοῦν σου εἰς τό θεῖον του θέλημα, φωτίζωντάς τον μέ τήν χάριν του. Ὄχι κατά τήν ἐπιφάνειαν ἀλλά κατά βάθος διά νά μή ὑστερηθῇς καί ἐσύ τόν φωτισμόν καί τήν χάριν του καί νά λέγῃς μέ τόν Δαβίδ· «καί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί αὐτό οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ» (Ψαλμ. λζ´ 10)· ἀλλά μᾶλλον νά λαμβάνης ἐπάνω εἰς τόν ἁμυδρότερον φωτισμόν, ἄλλον καθαρώτερον καί λαμπρότερον φωτισμόν καί νά λέγῃς· «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. λε´ 10).

Πῶς δέ νά συγκρατῇς τόν φωτισμόν τοῦτον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τόν νοῦν σου καί πῶς νά μή τόν ἀφήσῃς νά σβύσῃ; Ἄκουσον τί σοῦ λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος· καθώς τό φῶς τοῦ λύχνου μέ τό λάδι ἀνάπτει καί συγκρατεῖται, καί ὅταν σωθῇ τό λάδι τότε σβύνει καί αὐτό, ἔτσι καί ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνάπτει καί μᾶς φωτίζει, ὅταν ἔχωμεν καλά ἔργα, καί ἐλεημοσύνην εἰς τήν ψυχήν μας. Ὅταν δέ τά καλά ἔργα λείψουν καί ἡ ἐλεημοσύνη, ἀναχωρεῖ ἀπό ἡμᾶς καί τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· «καθάπερ γάρ τό λυχνιαῖον φῶς ἐλαίῳ κατέχεται καί ἀναλωθέντος τούτου, κᾀκεῖνο σβέννυται, οὕτω δή καί ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις, παρόντων μέν ἡμῖν ἔργων ἀγαθῶν, καί ἐλεημοσύνης πολλῆς ἐπιχεομένης τῇ ψυχῇ, μένει καθάπερ ἐλαίῳκατεχομένη ἡ φλόξ· ταύτης δέ οὐκ οὔσης, ἄπεισι καί ἀναχωρεῖ» (Τόμ. Θ´ λόγος 55). Καθώς καί τό Πνεῦμα Κυρίου ὅπου ἐδόθη εἰς τόν Σαούλ, ἀνεχώρησεν ἀπό λόγου του μέ τό νά μή εἶχε γνώμην ὀρθήν καί ἔργα θεάρεστα· «Πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπό Σαούλ» (Α´. Βασιλ. ις´ 14· διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος παραγγέλει γράφων· «τό Πνεῦμα μή σβέννυτε» (Α´. Θεσσ. ε´ 19).
Λέγει γάρ ὁ μέγας Βασίλειος καί καθώς ἄλλη μέν θερμότης εὑρίσκεται εἰς τά σώματα καθ᾿ ἕξιν πολυχρόνιος, ἄλλη δέ κατά διάθεσιν ὀλιγοχρόνιος, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, εἰς ἄλλους μέν παραμένει καθ᾿ ἕξιν διά τήν στρεότητα τῆς καλῆς των γνώμης, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Ἐλδάδ καί Μωδάδ, περί τῶν ὁποίων γράφουσιν οἱ ἀριθμοί, ὅτι ἐπροφήτευον πάντοτε· εἰς ἄλλους δέ μόνον εὑρίσκεται ὡς διάθεσις, καί γρήγορα ἀναχωρεῖ διά τό ἀστερέωτον τῆς γνώμης των, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Σαούλ καί εἰς τούς ἑβδομήκοντα πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι μίαν φοράν μόνον ἐπροφήτευσαν, καί ὕστερον ἔχασαν τῆς προφητείας τό χάρισμα. Ὡς ἐν σώμασιν ὑγίεια, ἤ θερμότης, ἤ ὅλως εὐκίνητοι διαθέσεις, οὕτω καί ἐν ψυχῇ πολλάκις ὑπάρχει τό πνεῦμα, τοῖς διά τό τῆς γνώμης ἀνίδρυτον εὐκόλως ἥν ἐδέξατο χάριν ἀπωθουμένοις οἷος ὁ Σαούλ καί οἱ πρεσβύτεροι οἱ ἑβδομήκοντα τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, πλήν τοῦ Ἐλδάδ καί Μωδάδ· «τούτοις γάρ μόνοις ἐκ πάντων φαίνεται παραμεῖναν τό Πνεῦμα· καί ὅλως εἴ τις τούτοις τήν προαίρεσιν παραπλήσιος» (Κεφ. κς´. Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).
Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν β´. μεταβολήν ὅπου ἔκαμε τό Πανάγιον Πνεῦμα εἰς τήν καρδίαν τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι εἰς τήν ἀρχήν ἦσαν τόσον φιλόζωοι, τόσον φιλόσαρκοι, τόσον δειλοί, ὅπου διά νά φυλάξουν τήν ζωήν τους, ὁ ἕνας ἄφησε τόν διδάσκαλόν του εἰς τό πάθος καί ἔφυγε γυμνός· «καί εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθει αὐτῷ περιβεβλημένος σινδόνα ἐπί γυμνοῦ… ὁ δέ καταλιπών τήν συνδόνα γυμνός ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν» (Μαρκ. Ιδ´ 51. (Οὗτος ἦτο ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὅστις ἐφόρει ἕνα μόνον ἱμάτιον εἰς ὅλην του τήν ζωήν, ὡς λέγει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος), ὁ ἄλλος τόν ἠρνήθη καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀνεχώρησαν· «καί ἀφέντες αὐτόν πάντες ἔφυγον». (Μαρκ. ιδ´. 51). Καί τόσον ἦσαν τρομαγμένοι ὡσάν λαγωοί ὅπου ἔστεκαν κεκλεισμένοι ἀπό τόν φόβον τους μέσα εἰς τό ὑπερῶον καί δέν ἐτόλμων νά εὔγουν ἔξω σχεδόν εἰς ὅλον τό διάστημα τῶν πεντήκοντα ἡμερῶν ὅπου ἐπέρασαν μετά τήν Ἀνάστασιν ἀλλ᾿ ἀφ᾿ οὗ κατέβη εἰς αὐτούς τό Ἅγιον Πνεῦμα, μετέβαλε τήν ἀσθένειαν τῆς καρδίας των εἰς ἀνδρείαν καί γενναιότητα.
Ὅθεν εὐγῆκαν ἔξω ὡσάν τόσοι ἄφοβοι λέοντες καί ἐκήρυττον τόν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν ἐμπρός εἰς ὅλον τό πλῆθος τοῦ λαοῦ μέ μέτωπον ἀνοικτόν, μέ στῆθος ἀνδρειωμένον καί μέ τόλμην καί παρρησίαν χωρίς νά δειλιάσουν οὔτε ἀπό φοβερισμούς, οὔτε ἀπό δαρμούς, οὔτε ἀπό βάσανα καί μαρτύρια, οὔτε ἀπό τόν ἴδιον θάνατον· ἀλλ᾿ ἐπεθύμουν ταῦτα πάντα ὡς τρυφάς καί ξεφαντώματα καί ἔχαιρον ὑπερβολικά ὅταν τά ἐλάμβανον· «οἱ μέν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦσυνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πραξ. ε´. 41).
Τότε ἤθελες ἰδεῖ ἐκεῖνον τόν δειλότατον καί φιλόζωον Πέτρον, ὅπου πρότερον δέν ἠδυνήθη νά ἀκούσῃ χωρίς φόβον οὔτε ἕνα ψιλόν λόγον ἑνός δυστυχισμένου κορασίου, πῶς ἐστάθη μέ τόσην ἀφοβίαν καί τόλμην καί ἐδημηγόρησε μεγαλοφώνως ἔμπροσθεν εἰς ἕνα μυριάριθμον πλῆθος ἀνθρώπων, χωρίς νά στοχάζεται πῶς εἶναι ὁλότελα ἄνθρωποι ἀλλά πῶς εἶναι κνώδαλα καί φυτά ἤ λίθοι, καί μέ τήν δημηγορίαν του εἵλκυσεν εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τρεῖς χιλιάδας λαοῦ· «σταθείς δέ Πέτρος σύν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τήν φωνήν αὐτοῦ, καί ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς» (Πράξ. β´. 14).
Τότε ἤθελες ἰδῇ ἐκείνους τούς ἁλιεῖς καί ἀγραμμάτους πλουτισμένους ἀπό τόσην σοφίαν καί σύνεσιν, ὥστε νά κάμνουν τούς σοφούς καί γραμματισμένους νά ἐξίστανται καί νά ἀποροῦν· «καί καταλαβόμενοι, ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καί ἰδιῶται ἐθαύμαζον». (Πράξ. δ´ 13). Καί τοῦτο διατί; διότι ἔδωκεν εἰς τήν καρδίαν αὐτῶν χῦμα γνώσεως τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σολομῶντος· «καί ἔδωκε Κύριος φρόνησιν τῷ Σολομών καί χῦμα καρδίας» (Γ´ Βασιλ. δ´ 29)· καί διότι ” ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν ὡς γέγραπται» (Α´ Βασιλ. ι´ 26).
Ὤ χάρις! ὤ ἐνέργεια! ὤ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον ὅταν μίαν φοράν ἀνάψῃ τήν καρδίαν, τούς λαγῳούς κάμνει λέοντας, τούς ἀδυνάτους δυνατούς, τούς ἀσόφους σοφούς, τούς πηλίνους κατασκευάζει πυρίνους καί τούς πρῴην ἀνδριάντας μεταβάλλει εἰς ἄνδρας τελείους. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεός ὑπεσχέθη νά δώσῃ διά τοῦ Προφήτου Μιχαίου λέγων· «οὐκ ἔσται ὁ ἐπακούων αὐτῶν, ἐάν μή ἐγώ ἐμπλήσω ἰσχύν ἐκ Πνεύματος Κυρίου» (Μιχ. γ´ 8).
Τώρα καί ἐσύ ἀδελφέ ὅπου ἀναγινώκεις ταῦτα, στοχάσου, ἐάν ἔλαβες αὐτήν τήν γενναιότητα καί θέρμην εἰς τήν καρδίαν σου διά νά μή φοβῆσαι σάρκα, κόσμον καί κοσμοκράτορα, τοῦτο εἶναι σημεῖον πῶς μετεβλήθης ἀπό τό Πνεῦμα Κυρίου, καθώς εἶναι γεγραμμένον· «τότε μεταβαλεῖ τό Πνεῦμα καί διελεύσεται, καί ἐξιλάσεται· αὕτη ἡ ἰσχύς τῷ Θεῷ μου» (Ἀββακ. α´ 11).
Στοχάσου, καί ἐάν ἐσύ προτήτερα ἐγύρευες μέ ὅλην τήν ὁρμήν τῶν ἐπιθυμιῶν σου τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, τά πλούτη, τάς δόξας, τάς ἡδονάς καί ἐλόγιαζες ὅτι ἦτο μακαριώτερος ὅποιος εἶχεν ἀπό αὐτά τά ἀγαθά περισσότερα, ἤξευρε ὅτι ἕως τώρα ἦτο ἡ καρδία σου πεπαλαιωμένη, ἀναίσθητος καί πεπωρωμένη ὡσάν πέτρα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τῆς σαρκός. Καί λυπήσου διά τοῦτο καί μετανόησον, πώς εἰς τόσους χρόνους τῆς ζωῆς σου, δέν ἔγινες ἄξιος νά λάβῃς διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μίαν καινούργιαν καρδίαν αἰσθητικήν τοῦ συμφέροντός σου, τήν ὁποίαν ὑπεσχέθη νά σοῦ δώσῃ ὁ Θεός· «καί δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν καί πνεῦμα καινόν δώσω ὑμῖν· καί ἀφελῶ τήν καρδίαν τήν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκός ὑμῶν καί δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην καί τό πνεῦμά μου δώσω ἐν ὑμῖν» (Ἰεζεκ. λς´. 26).
Ἐάν δέ τώρα γυρεύῃς ὅλα τά ἐναντία καί ἀντί νά ὑπερηφανεύεσαι διά τά πλούτη, ἐσύ περισσότερον ταπεινώνεσαι καί χαίρεις εἰς τήν πτωχείαν· ἀντί νά θέλῃς τάς τρυφάς καί τά ξεφαντώματα, ἐσύ ἀγαπᾷς τήν ὀλιγάρκειαν καί ἐγκράτειαν, ἤξευρε, ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἄρχισε νά μεταβάλῃ τήν καρδίαν σου εἰς ἄλλην καρδίαν, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ. «Καί ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι τῷ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν ἀπό Σαμουήλ, μετέστρεψεν αὐτῷ ὁ Θεός καρδίαν ἄλλην». (Α´. Βασίλ. ι´. 9)
Ὅθεν εὐφράνθητι καί εὐχαρίστησαι τόν Κύριον, ὅπου διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνο σοῦ ἐκαθάρισε τόν νοῦν, ἀλλά καί σοῦ ἐθέρμανε τήν καρδίαν καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό σαρκικόν εἰς πνευματικόν· ἀπό νήπιον μωρόν, εἰς ἄνδρα σοφόν· καί ἀπό κοσμικόν καί ἐθνικόν, εἰς ἀληθινόν χριστιανόν. Τοιαύτας γάρ θεοπρεπεῖς καί παραδόξους μεταβολάς συνειθίζει νά ἐνεργῇ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς θεολογεῖ περί αὐτοῦ ὁ Μέγας Θεολόγος Γρηγόριος· «τοῦτο τό Πνεῦμα (σοφώτατον γάρ καί φιλανθρωπότατον) ἄν ποιμένα λάβῃ, ψάλτην ποιεῖ πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδοντα καί βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ ἀναδείκνυσιν· ἐάν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην ἐργάζεται· τόν Δαβίδ καί τόν Ἀμώς ἐνθυμήθητι· ἐάν μειράκιον εὐφυές λάβῃπρεσβυτέρων ποιεῖ κριτήν καί παρ᾿ ἡλικίαν· μαρτυρεῖ Δανιήλ ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας· ἐάν ἁλιέας εὕρῃ, σαγηνεύει Χριστῷ, κόσμον ὅλον τῇ τοῦ λόγου πλοκῇ συλλαμβάνοντας. Πέτρον λάβε μοι καί Ἀνδρέαν καί τούς τῆς βροντῆς υἱούς τά πνευματικά βροντήσαντας· ἐάν τελώνας, εἰς μαθητείαν κερδαίνει καί ψυχῶν ἐμπόρους δημιουργεῖ· φησί Ματθαῖος, ὁ χθές τελώνης, καί σήμερον εὐαγγελιστής· ἐάν διώκτας θερμούς, τόν ζῆλον μετατίθησι, καί ποιεῖ Παύλους ἀντί Σαύλων καί τοσοῦτον εἰς εὐσέβειαν, ὅσον εἰς κακίαν κατέλαβε». (λογ. Εἰς τήν Πεντηκοστήν).
Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, διότι ἕως τώρα ἤσουν μακράν ἀπό τέτοιους συλλογισμούς, πορευόμενος ἐν τοῖς κακοῖς θελήμασι τῆς καρδίας σου καί μή δίδωντας τόπον εἰς αὐτήν, διά νά κατοικήσῃ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· καί συντόμως εἰπεῖν, διότι ἔζησες ὡσάν ἕνας ψυχικός μόνον ἄνθρωπος, ὅς οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος· «μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι καί οὐ δύναται γνῶναι» (Α´. Κορ. β´ 14). Κάμε ἀπόφασιν εἰς τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς σου, νά μή λυπήσης πλέον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ καμμίαν ἄτακτον καί κακήν ὄρεξιν τῆς καρδίας σου, κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος· «καί μή λυπῆτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. δ´. 30)· μηδέ νά ἐναντιωθῇς ὡς σκληροκάρδιος εἰς τό Ἅγιον αὐτοῦ θέλημα, κατά τούς σκληροκαρδίους ἐκείνουςἙβραίους, πρός τούς ὁποίους εἶπεν ὁ Στέφανος· «σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καί τοῖς ὠσίν· ὑμεῖς ᾀεί τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε» (Πράξ. ζ´. 51)· ἀλλά νά δώσῃς ὅλην τήν καρδίαν σου εἰς αὐτό μέ ὅλας της τάς ἐπιθυμίας διά νά ἐνοικήσῃ καθώς αὐτό τό ἴδιον πνεῦμα σέ προστάζει λέγον· «υἱέ δός μοι τήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´. 26).
Θέλεις δέ δώσει τήν καρδίαν σου εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐάν μελετᾷς πάντοτε εἰς αὐτήν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ μίαν ἀδιάλειπτον προσευχήν. Ἐπειδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μολονότι καί ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὅμως εἶναι καί λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ διά τήν ὁμοουσιότητα καί ἐν τῷ Υἱῷ ἀναπαύεται καί χαίρει ὅταν αὐτός ὀνομάζεται· «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις, κράζον ἀββᾶ ὁ Πατήρ»· (Γαλ. δ´. 6)·” ἵνα διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς καί πνευματικῆς προσευχῆς , ἐν μέν τῷ Πνεύματι θεωρῇς τόν Υἱόν, ἐν δέ τῷ Υἱῳ θεωρῇς τόν Πατέρα”, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· καί ἵνα καταξιωθῇς διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς ἐργασίας, νά εὕρῃς καί νά ἰδῇς νοερῶς τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποίαν ἔλαβες μέν διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τήν ἔχωσες δέ ὡσάν σπινθῆρα μέσα εἰς τά πάθη καί ἁμαρτίας.
Καί τέλος πάντων, ἐπειδή καί τό Πανάγιον Πνεῦμα· ὁ ἄλλος παράκλητος, τό συμπληρωτικόν πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος· ὁ χορηγός πάντων τῶν χαρισμάτων ἡ ζωή τῶν ζώντων· ἡ κίνησις τῶν κινουμένων· καί ἡ τελειότης ἁπάντων τῶν ὄντων,ἠθέλησεν ἐκ μόνης τῆς φιλανθρωπίας του νά εἰδοποιήσῃ εἰς τήν καρδίαν σου τάς πρώτας γραμμάς καί τό πρῶτον σχέδιον τῆς χάριτός του, παρακάλεσαί τον νά μή σέ ἀφήσῃ ἀτελῆ ἀλλά νά φέρῃ εἰς τελειότητα αὐτήν τήν εἰδοποίησιν καί τό ἔργον ὅπου ἄρχισεν εἰς ἐσέ, χαρίζωντάς σου τό χάρισμα τῆς διαμονῆς καί τῆς μέχρι τέλους ὑπομονῆς ἐν τῇ αὐτοῦ χάριτι, τό ὁποῖον χάρισμα εἶναι τό μεγαλύτερον ἀπό ὅλα τά χαρίσματα καί αὐτό μόνον συνιστᾷ καί ἐπισφραγίζει τόν ἑκάστου προορισμόν κατά τούς θεολόγους καί διά τοῦ χαρίσματος τούτου νά σέ ἀξιώσῃ ἀπό ἐδῶ ἀκόμη, νά γίνῃς ὅλος πνευματικός, ὅλος ἀγγελοειδής, ὅλος ἅγιος καί υἱός Θεοῦ, καί Θεός κατά χάριν, ἀπ᾿ ἐκεῖ ὅπου εἶσαι τώρα γῆ καί σποδός· καθώς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελθόν εἰς ψυχήν ἀνθρώπου, ἔδωκε μέν ζωήν, ἔδωκε δέ ἀθανασίαν· ἤγειρε κείμενον· τό δέ κινηθέν κίνησιν ἀΐδιον ὑπό Πνεύματος Ἁγίον, ζῶον ἅγιου ἐγένετο· ἔσχε δέ ἄνθρωπος ἀξίαν πνεύματος εἰσοικισθέντος ἐν αὐτῷ προφήτου, ἀποστόλου, ἀγγέλου Θεοῦ, ὤν πρό τοῦ, γῆ καί σποδός»· (ὁμιλ. Περί τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, ἧς ἡ ἀρχή, ἐνθυμηθῶμεν πᾶσα ψυχή).
Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν γ´. μεταβολήν ὅπου ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰς τήν γλῶσσαν τῶν Ἀποστόλων· διότι ἐκεῖνοι ὅπου προτήτερα δέν ἐλαλοῦσαν ἄλλο παρά γήϊνα καί χαμερπῆ διά δόξας καί τιμάς προσωρινάς καί ματαίας· «δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μάρκ. ι´. 37)· ἐκεῖνοι ὅπου ἐλάλουν περί τοῦ Χριστοῦ ταπεινά καί εὐτελῆ· «ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὦδε εἶναι καί ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, μίαν σοί καί Μωσεῖ μίαν καί μίαν Ἠλίᾳ» (Λουκ. θ´. 33).
Ἐκεῖνοι ὅπου πρότερον ἔφθασαν ἕως καί νά συμφωνήσουν μέ τόν Ἰούδαν καί νά κατηγορήσουν τήν εὐλογημένην ἐκείνην Μαρίαν καί νά θυμωθοῦν καταπάνω της, διότι ἄλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ μέ τόσον πολυέξοδον μῦρον, λέγοντες μέ ἀγανάκτησιν· «εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γάρ τοῦτο πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καί δοθῆναι πτωχοῖς καί ἐνεβριμῶντο αὐτῇ» (Μάρκ. ιδ´. 4) Αὐτοί λέγω οἱ ἴδιοι, ὕστερα ἀπό τόν ἐρχομόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ἐλαλοῦσαν πλέον δι᾿ ἄλλο, παρά διά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, διά ὑψηλά καί μεγάλα πράγματα διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, διά τήν θεολογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά τό ἀκατανόητον μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας· διότι εἶναι Θεός ἀληθινός ὁΧριστός· μέ ρητορικήν ἀνήκουστον, μέ ἐλευθεροστομίαν ἀσύγκριτον καί μέ γλῶσσας διαφόρους· «ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ”. (Πράξ. β´ 11).
Τώρα στοχάσου ἐσύ ἀγαπητέ τά λόγια ὅπου ὡμιλοῦσες προτήτερα ἀπό τά παρόντα γυμνάσματα, καί τά λόγια ὅπου πρέπει τώρα νά λαλῇς, διά νά λάβῃς καί ἐσύ τήν μεταβολήν αὐτήν τῆς γλώσσης ἀπό τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τήν γλῶσσαν σοῦ τήν ἔδωκεν ὁ Θεός ἀδελφέ ὄργανον διά νά λαλῇς ὅλα τά καλά ὄχι τά κακά. Ὅθεν πρέπει νά τήν μεταχειρίζεσαι καί ἐσύ κατά τόν σκοπόν ὅπου ὁ Θεός σοῦ τήν ἔδωκεν· ἤγουν εἰς τό νά δοξολογῇς καί νά αἰνῇς μέ αὐτήν πάντοτε τόν Θεόν, καί νά μελετᾷς τά θεῖα του λόγια καθώς γέγραπται· «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιπ. β´ 11).
Καί πάλιν «καί ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τήν δικαιοσύνην σου, ὅλην τήν ἡμέραν τόν ἔπαινόν σου»· (Ψαλμ. λδ´. 32)· καί ὄχι εἰς τό νά λαλῇς λόγια ἀνευλαβῆ κατά τοῦ Θεοῦ καί εἰς τό νά ὀνομάζῃς τό θεῖον του ὄνομα εἰς πράγματα μάταια· «οὐ λήψῃγάρ φησι τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ» (Ἐξοδ. κ´. 7) εἰς τό νά κατηγορῇς καί νά μέμφεσαι τόν ἑαυτόν σου καί ὄχι εἰς τό νά τόν ἐπαινῇς μόνος σου «ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καί μή τό σόν στόμα· ἀλλότριος, καί μή τά σά χείλη» (Παροιμ. κζ´. 2).
Εἰς τό νά συμβουλεύῃς τόν ἀδελφόν σου ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶναι συμφέροντα εἰς τήν σωτηρίαν του καί νά στερεώνῃς εἰς τό καλόν καί τήν ἀρετήν, καί ὄχι εἰς τό νά ἀκονᾷς ὡς μάχαιραν τήν γλῶσσάν σου κατ᾿ αὐτοῦ περιπαίζωντάς τον, κατηγορῶντάς τον καί ὑβρίζωντάς τον καταφρονητικῶς μέ θυμόν· «ἠκόνησαν ὡς ραμφαίαν τήν γλῶσσαν αὐτῶν» (Ψαλμ. ξγ´. 30) ἤ καί δίδωντάς του κακάς συμβουλάς μέ λόγια ἁπαλά μέν καί φιλικά, ἐπίβουλα δέ καί ἐχθρικά, διά νά τόν κακοποιήσῃς καί νά τόν βλάψῃς· «ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτῶν ὑπέρ ἔλαιον καί αὐτοί εἰσι βολίδες» (Ψαλμ. νδ´. 24).
Καί διά νά εἰπῶ μέ ἕνα λόγον, εἰς τήν γλῶσσάν σου πρέπει νά ἔχῃς τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τά λόγια τῆς παλαιᾶς καί νέας Γραφῆς· τά περί τῆς θείας προνοίας· τά περί τῆς κρίσεως· καί τά περί τῆς ἀγαθότητός του· καί ὅλαι αἱ συνομιλίαι σου νά ᾖναι περί πνευματικῶν καί θείων πραγμάτων καί περί ὠφελείας ψυχικῆς. Ἐάν περί τοιούτων μεταχειρίζεσαι τήν γλῶσσάν σου, ἤξευρε, ὅτι ὁ Κύριος ἔπλασε νοερῶς τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καθώς ἔπλασε ποτέ καί τοῦ κωφοῦ καί μογιλάλου· «καί πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ… καί ἐλύθη ὁ δεσμός τῆς γλώσσης αὐτοῦ». (Μάρκ. ζ´ 33). Καί εἶναι καλόν σημάδι, ὅτι ἄρχισε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά μεταβάλῃ καί τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καί νά λαλῇ αὐτό δι᾿ αὐτῆς, ὡς ποτέ ἐλάλει καί διά τῶν Ἀποστόλων καί διά τοῦ Δαβίδ «Πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί καί ὁ λόγος αὐτοῦ ἐπί γλώσσης μου» (Β´. Βασιλ. κγ´. 2).
Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, πῶς ἕως τώρα ἐλάλεις ὡσάν ἕνας σαρκικός καί νήπιος καί ὄχι ὡσάν πνευματικός καί τέλειος ἄνδρας· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν» (Α´. Κορ. ιγ´ 11) καί ἡ γλῶσσά σου ἐμελέτα τήν ἀδικίαν, καθώς λέγει ὁ Ἡσαΐας· «ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀδικίαν μελετᾷ» (νθ´. 3).
Ἀποφάσισαι εἰς τό ἑξῆς νά μή ἀφήνῃς νά εὔγουν ἀπό τό στόμα σου λόγια σαπρά, λόγια γελοιώδη καί μάταια, ἀλλά ὠφέλιμα καί σωτηριώδη πρός οἰκοδομήν τῶν ἀκουόντων, καθώς σοῦ παραγγέλει ὁ Ἀπόστολος· «πᾶς λόγος σαπρός ἐκ τοῦστόματος ἡμῶν μή ἐκπορευέσθω, ἀλλ᾿ εἴτις ἀγαθός πρός οἰκοδομήν ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσιν» (Ἐφέσ. δ´ 29)· διότι ὁ λόγος εἶναι σκιά τοῦ ἔργου, καθώς εἶπεν ἕνας σοφός (Οὗτος ἐστίν ὁ Δημόκριτος εἰπών· «λόγος ἔργου σκιή»)· καί οἱ λόγοι οἱ κακοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά κακά, καθώς καί ἐκ τοῦ ἐναντίου οἱ λόγοι οἱ καλοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά καλά. Διά τοῦτο εἶπε καί ὁ Σολομῶν, ὅτι εἰς τό χέρι τῆς γλώσσης στέκεται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος· «θάνατος καί ζωή ἐν χειρί γλώσσης» (Παροιμ. ιη´. 21). Καί καθώς ὅποιος βαστᾷ μυρωδικά καί τόν ἑαυτόν του εὐωδιάζει καί τούς ἄλλους ὁμοίως καί ὅποιος βαστᾷ βρωμερά καί τόν ἑαυτόν βρωμίζει καί τούς ἄλλους· τοιουτοτρόπως καί ὅποιος λαλεῖ τά καλά λόγια, ἤ τά κακά καί τόν ἑαυτόν του ὠφελεῖ, ἤβλάπτει καί τούς ἀκούοντάς του.

Καί τέλος πάντων, παρακάλεσαι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά δυναμώσῃ τοῦτο ὅπου ἄρχισε νά ἐνεργῇ εἰς ἐσέ· «δυνάμωσον ὁ Θεός τοῦτο, ὅ κατειργάσω ἐν ἡμῖν» (Ψαλμ. ξζ´. 31)· καί νά δείξῃς μίαν τελείαν μεταβολήν εἰς τήν γλῶσσάν σου διά τῆς χάριτός του, ὥστε νά μή σέ ἀφήσῃ νά σφάλῃς πλέον μέ αὐτήν εἰς κανένα λόγον ἄπρεπον· «εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ (Ἰακώβ. γ´. 2)· ἀλλά νά μεταχειρισθῇ τήν γλῶσσάν σου ὡσάν ἕνα κονδύλι, διά νά τήν κινῇ μέ τήν δεξιάν του εἰς τό νά λαλῇς ἐκεῖνα μόνον ὅπου αὐτό θέλει καί βούλεται· ὥστε ὅπου, σύ μέν νά λέγῃς· «ἡ γλῶσσά μου κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου» (Ψαλμ. μδ´ 2)· ἐκεῖνοι δέ ὅπου σέ βλέπουν καί σοῦ ἀκούουν, νά λέγουν· «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου». (Ψαλμ. ος´10).
Πηγή

Ὅταν συμπληρωνόταν ἡ πεντηκοστὴ ἡμέρα μετὰ τὴν Ἀνάσταση, τῆς ὁποίας ἔφθασε τώρα ἡ μνήμη, ἐνῶ ὅλοι οἱ μαθητὲς ἤσαν συγκεντρωμένοι μαζὶ καὶ εὑρίσκονταν ὁμόψυχοι στὸ ὑπερῶο (οἶκος) ἐκείνου τοῦ ἱεροῦ, ἀλλὰ καὶ στὸ προσωπικό του ὑπερῶο, στὸ νοῦ του, συναγμένος ὁ καθένας τοὺς (διότι ἤσαν σὲ ἡσυχία καὶ ἀφιερωμένοι στὴ δέηση καὶ στοὺς ὕμνους πρὸς τὸ Θεό), ξαφνικά, λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ἀκούσθηκε ἦχος ἀπὸ τὸν οὐρανό, σὰν ἀπὸ ὁρμὴ βιαίου ἀνέμου καὶ ἐγέμισε τὸν οἶκο ὅπου κάθονταν».(Πράξ.2, 1-11). Εἶναι βίαιος γιατί νικᾶ τὰ πάντα καὶ ξεπερνᾶ τὰ τείχη τοῦ πονηροῦ, γκρεμίζει κάθε ὀχύρωμα τοῦ ἐχθροῦ, ταπεινώνει τοὺς ὑπερήφανους, ἀνυψώνει τοὺς ταπεινοὺς στὴ καρδιὰ καὶ διασπᾶ τοὺς συνδέσμους τῶν ἁμαρτημάτων. Γέμισε δὲ ὁ οἶκος ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο κάθονταν, καθιστώντας τὸν, κολυμβήθρα πνευματικὴ καὶ ἐκπληρώνοντας τὴν ἐπαγγελία τοῦ Σωτήρα, ποὺ τοὺς ἔλεγε, πρὶν ἀναληφθεῖ: «Ὁ μὲν Ἰωάννης βάπτισε μὲ νερό, ἐσεῖς δὲ θὰ βαπτισθῆτε μὲ ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς μέρες». Ἀλλὰ καὶ τὸ ὄνομα ποὺ ἔδωσε σ’ αὐτοὺς τὸ ἔδειξε νὰ ἀληθεύει. Διότι διὰ τοῦ ἤχου αὐτοῦ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν πραγματικὰ υἱοὶ βροντῆς. «Καὶ φάνηκαν σ’ αὐτοὺς γλῶσσες διαμεριζόμενες ὡσὰν πυρὸς καὶ στὸν καθένα τοὺς κάθισε ἀπὸ μιὰ κι’ ἐγέμισαν ὅλοι ἅγιο Πνεῦμα καὶ μιλοῦσαν ἄλλες γλῶσσες, ὅπως τοὺς ἔδιδε τὸ Πνεῦμα νὰ μιλοῦν». Read more

Ὁ Δαβὶδ κάνει πιὸ χαρμόσυνό το νόημα κάθε ἑορτῆς, προσαρμόζοντας πάντοτε κατάλληλα στὴν ἀπαίτηση τῆς ἑορτῆς τὴν παναρμόνια ἐκείνη κιθάρα του. Ἃς μᾶς φαιδρύνει λοιπὸν ὁ ἴδιος προφήτης καὶ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ἀνακρούοντας μὲ τὸ πλῆκτρο τοῦ Πνεύματος στὶς χορδὲς τοῦ τὴ μελωδία τῆς σοφίας. Ἃς μᾶς πεῖ ἀπὸ τὴν ἔνθεη ἐκείνη μελωδία, τὸ κατάλληλο στὴ χάρη τῆς ἑορτῆς αὐτῆς· «ἐλᾶτε νὰ ὑψώσομε στὸν Κύριο φωνὲς ἀγαλλίασης»· Πρῶτα πρέπει νὰ ἐννοήσομε ποιὰ εἶναι ἡ σημερινὴ δωρεά, κι ἔτσι ἔπειτα νὰ χρησιμοποιήσομε τὸν κατάλληλο στίχο ἀπὸ τὴν προφητεία γιὰ τὸ λόγο μας. Καὶ δῶστε μου τὴν ἄδεια νὰ διασαφηνίσω, ὅσο μου εἶναι δυνατό, τὸ λόγο μου γι’ αὐτὰ μὲ μιὰ σειρὰ καὶ τάξη. Read more

«Αὐτά εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καί ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν καί εἶπε.Πάτερ, ἦλθεν ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

αρχείο λήψης (2)«Αὐτός πού ἐφαρμόζει τάς ἐντολάς σου καί τάς διδάσκει», λέγει, «αὐτός θά ὀνομασθῇ μέγας εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,19). Καί πολύ εὔλογα.διότι τό νά φιλοσοφῇ κανείς μέ λόγια εἶναι εὔκολον, ἐνῷ τό νά παρουσιάζῃ μέ ἔργα αὐτά πού λέγει, εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου γενναίου καί μεγάλου. Διά τοῦτο καί ὁ Χριστός, ὁμιλῶν περί ἀνεξικακίας, ἀναφέρει τόν ἑαυτόν του, προτρέπων ἀπό αὐτόν νά λαμβάνωμεν τά παραδείγματα. Διά τοῦτο καί μετά ἀπό αὐτήν τήν παραίνεσιν, ἔρχεται εἰς τήν προσευχήν, διδάσκων ἡμᾶς κατά τάς δοκιμασίας, ἀφήνοντες κατά μέρος ὅλα, νά καταφεύγωμεν εἰς τόν Θεόν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Εἰς τόν κόσμον θά ἔχετε θλῖψιν» (Ἰω. 16,33), καί ἐνέβαλεν ἀνησυχίαν εἰς τάς ψυχάς των, μέ τήν προσευχήν ἀνιστᾷ πάλιν τό φρόνημά των.διότι μέχρι τότε τόν ἐπρόσεχαν ὡσάν ἄνθρωπον. Καί δι̉ ἐκείνους κάμνει τά ἴδια, ὅπως ἀκριβῶς καί εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Λαζάρου, καί λέγει τήν αἰτίαν, ὅτι δηλαδή «Τό εἶπα διά τό παρευρισκόμενον πλῆθος, διά νά πιστεύσουν ὅτι σύ μέ ἀπέστειλες» (Ἰω. 11,42). Read more

(Ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα γιὰ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο,
ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου
«Αἱ οἰκουμενικαὶ σύνοδοι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐκδοθὲν τὸ πρῶτον τὸ 1892)

Ὁ Ἄρειος
Ὁ Ἄρειος ἐγεννήθη ἐν Λιβύῃ περὶ τὰ μέσα τῆς γ´ μ.Χ. ἑκατονταετηρίδος, ἐσπούδασε δὲ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καὶ ἐγένετο ὀπαδὸς τοῦ Ὠριγένους, τοῦ Μελετίου καὶ τοῦ προϊσταμένου τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς Λουκιανοῦ τοῦ πρεσβυτέρου. Ἡ εὐρεία αὐτοῦ παιδεία, ἡ φιλοσοφικὴ αὐτοῦ μόρφωσις, καὶ ἡ περὶ τὴν ἐπιστήμην τῶν θείων Γραφῶν δεινότης, κατέστησαν αὐτὸν γνωστότατον, τὸ δὲ ἐμβριθὲς αὐτοῦ σχῆμα, οἱ ὁπωσοῦν ἀγέρωχοι τρόποι, τὸ μεγαλοπρεπὲς ἀνάστημα, καὶ ἡ εὐειδὴς αὐτοῦ ὄψις, ἐνέπνεον πᾶσι τὸν σεβασμὸν καὶ συμπάθειαν. Καὶ κατ᾿ ἀρχὰς μὲν καταλιπὼν τὸν Μελέτιον προεχειρίσθη διάκονος τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου αὐτῆς Πέτρου. Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς δ᾿ αὐτῆς παρουσιάζεται ἡ τοῦ χαρακτῆρος αὐτοῦ ἰσχὺς καὶ ἡ ἐμμονὴ εἰς τὰς πεποιθήσεις του. Εἶτα δέ, ὅταν ὁ Πέτρος Ἀλεξανδρείας ἀπεκήρυξε τοὺς συμμετόχους τοῦ Μελετίου, καὶ δὲν ἀπεδέχετο τὸ βάπτισμα αὐτῶν, ὁ Ἄρειος ἐξανέστη τὸ πρῶτον, μεμφόμενος τὰ γενόμενα καὶ διεμαρτύρετο κατὰ τοῦ μέτρου τούτου τοῦ Ἐπισκόπου του. Καὶ κατ᾿ ἀκολουθίαν τούτου ἀπεπέμφθη ἀπὸ τῆς Ἀλεξανδρείας. Ὅτε δὲ μετὰ ταῦτα τὸν Πέτρον ἀποβιώσαντα διεδέξατο ὁ πραῢς τοὺς τρόπους Ἀχιλλᾶς, ὁ Ἄρειος αἰτήσας συγγνώμην ἐγένετο δεκτὸς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ τῷ 312ῳ ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος. Τὸ περὶ τριαδικοῦ Θεοῦ δόγμα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπερ ἀπὸ τῆς αὐτοῦ ἐμφανίσεως ἐσκανδάλισεν Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας, ἀπὸ δὲ τῶν μέσων τοῦ β´ αἰῶνος παρουσίασε τὴν αἵρεσιν τῶν Μοναρχιανῶν καὶ προεκάλεσε πολλὰς ἔριδας, παρέσυρε καὶ τὸ ἀκάθεκτον πνεῦμα τοῦ Ἀρείου, τὸ ὁποῖον δυσφόρως ἔχον πρὸς τὸν ἀνυπέρβλητον τοῦ δόγματος φραγμόν, καὶ ζητοῦν τὴν τοῦ πνεύματος φίλην ἐλευθερίαν τὴν ὑπερπηδώσαν τὰ πάντα καὶ τὰ πάντα ὑποτάσσουσαν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, διέσπασε τοῦ δόγματος τὰ δεσμά, ἵνα ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ αὐτοῦ εἰσδύσῃ εἰς τὰ βασίλεια τῶν μυστηρίων καὶ ἐρευνήσῃ αὐτὰ καί, εἰ δυνατόν, ψηλαφήσῃ καὶ ὑπαγάγῃ αὐτὰ ὑπὸ τὴν ἰδίαν ἀντίληψιν. Ὁ Ἄρειος μελετήσας καλῶς τὰς θεωρίας τῆς Ἀλεξανδρινῆς καὶ τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς προσέλαβεν ἐξ αὐτῶν τὰ προσφυῆ ταῖς ἀρχαῖς αὐτοῦ καὶ διεμόρφωσεν ἰδίαν θεωρίαν, λαβὼν παρὰ μὲν τοῦ Ὠριγένους τὴν ὑπόταξιν τοῦ λόγου, παρὰ δὲ τοῦ Λουκιανοῦ τὴν ἄρνησιν τῆς Ὁμοουσιότητος. Πρὸς διάδοσιν δὲ τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ καὶ ἐπικράτησιν συνέταξε διάφορα ᾄσματα καὶ ποιήματα καὶ διεμοίρασεν αὐτὰ εἰς τὸν λαόν. Καὶ ἡ διδασκαλία αὐτοῦ εὗρε πολλοὺς ὀπαδοὺς παρά τε τῷ Κλήρῳ καὶ τῷ λαῷ, ἐξ ὧν οἱ μὲν ἠσπάζοντο αὐτὴν ὡς ὀρθήν, οἱ δὲ ἐθεώρουν αὐτὴν ὡς ἀκίνδυνον.

Read more

Η Ανάληψη

Βλέπετε αὐτὴ τὴ κοινὴ γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐχάρισε μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή του στοὺς πιστούς; Ἐπήγασε ἀπὸ θλίψη.

Βλέπετε αὐτὴ τὴ ζωή, μᾶλλον δὲ τὴν ἀθανασία; Ἐπιφάνηκε σὲ μᾶς ἀπὸ θάνατο.

Βλέπετε τὸ οὐράνιο ὕψος, στὸ ὁποῖο ἀνέβηκε κατὰ τὴν ἀνύψωσή του ὁ Κύριος καὶ τὴν ὑπερδεδοξασμένη δόξα ποῦ δοξάσθηκε κατὰ σάρκα; Τὸ πέτυχε μὲ τὴ ταπείνωση καὶ τὴν ἀδοξία. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος γι᾿ αὐτόν, «ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτό του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου, γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ὄνομα, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ νὰ διακηρύξει κάθε γλώσσα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος σὲ δόξα Θεοῦ Πατρός».(Φιλ. β´ 8-11). Read more

 

ΔΕΥΤΕ ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ, διὰ νὰ γίνωμεν καὶ ἡμεῖς ἐπόπται τῆς ἐνδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἀναλήψεως. Ἀναβῶμεν, μὲ εὐλαβητικὴν θεωρίαν, εἰς τὸ τρισμακάριστον ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἐκεῖ ὅπου σήμερον ἀνοίγεται πανθαύμαστον θέατρον δόξης θεοπρεποῦς, καὶ ὁ τροπαιοφόρος ἀναστὰς Ἰησοῦς, ὁ ἀήττητος καθαιρέτης τοῦ ᾍδου, παρρησιάζει τὸν κατὰ τοῦ θανάτου περιφανέστατον θρίαμβον. Read more


1. Σαν γλυκὺς συνοδοιπόρος τοῦ ἀνθρώπινου βίου ὁ προφήτης Δαβὶδ βρίσκεται σὲ ὅλους τους δρόμους τῆς ζωῆς καὶ ἀναστρέφεται πρόσφορα μὲ ὅλες τὶς πνευματικὲς ἡλικίες καὶ εἶναι κοντὰ σὲ κάθε παράταξη ποῦ προκόβει. Παίζει μὲ ὅσους νηπιάζουν, ὅπως θέλει ὁ Θεός, μὲ τοὺς ἄνδρες συναγωνίζεται, παιδαγωγεῖ τὴ νεότητα, ὑποστηρίζει τὰ γηρατειά, γίνεται στοὺς πάντες τα πάντα. Γίνεται τὸ ὅπλο τῶν στρατιωτῶν, ὁ προπονητὴς τῶν ἀθλητῶν, ἡ παλαίστρα ὅσων γυμνάζονται, τὸ στεφάνι τῶν νικητῶν, ἡ χαρὰ τοῦ τραπεζιοῦ, ἡ παρηγοριὰ στὶς κηδεῖες. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀπὸ τὴ ζωή μας ποῦ νὰ εἶναι ἀμέτοχο ἀπὸ αὐτὴ τὴ χάρη. Ποιὰ δυνατὴ προσευχὴ γίνεται, ποῦ δὲν ἔχει σχέση μ αὐτὴ ὁ Δαβίδ; Ποιὰ εὐφροσύνη γιορτῆς δοκιμάζομε χωρὶς νὰ τὴ χαροποιεῖ ὁ Δαβίδ; Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ διαπιστώσομε καὶ τώρα· ὅτι δηλαδή, ἐνῶ καὶ γὶ ἄλλους λόγους εἶναι μεγάλη ἡ ἑορτή, ὁ προφήτης μὲ τὴ συνεισφορὰ τοῦ τὴν ἔκανε μεγαλύτερη, συνεισφέροντας πρόσφορα σ αὐτὴν τὴν εὐφροσύνη ἀπὸ τοὺς ψαλμούς. Στὸν ἕνα ψαλμὸ σὲ προτρέπει νὰ γίνεις πρόβατο ποῦ τὸ ποιμαίνει ὁ Θεὸς καὶ δὲ στερεῖται ἀπὸ κανένα ἀγαθό· καὶ χόρτο νὰ βοσκήσει καὶ νερὸ νὰ πιεῖ καὶ τροφὴ καὶ μάντρα καὶ δρόμος καὶ ὁδηγία καὶ τὰ πάντα γίνεται ὁ καλὸς ποιμένας (Ἰω. 10, 2-4· 11), ἐπιμερίζοντας κατάλληλα τὴ χάρη του σὲ κάθε ἀνάγκη.
Read more

 

Ποιὰ εἶναι ἡ σημερινὴ ἑορτή; Εἶναι σεπτὴ καὶ μεγάλη, ἀγαπητέ, καὶ ὑπερβαίνει τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ εἶναι ἀντάξια τῆς γενναιοδωρίας τοῦ Θεοῦ πού τὴν καθιέρωσε.

 Γιατί σήμερα ἔγινε συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Σήμερα διαλύθηκε ἡ παλιὰ ἔχθρα καὶ τελείωσε ὁ μακροχρόνιος πόλεμος.

Σήμερα ἐπανῆλθε κάποια θαυμάσια εἰρήνη πού ποτὲ δὲν τὴν περίμεναν προηγουμένως οἱ ἄνθρωποι. Γιατί ποιὸς θὰ ἔλπιζε ὅτι ὁ Θεὸς ἐπρόκειτο νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν ἄνθρωπο; Read more

Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Ἰωαν. Εὐαγγέλιον Κεφ. θ΄

Καὶ προχωρῶντας εἶδε κάποιον τυφλὸ ἐκ γενετῆς· τὸν ρώτησαν οἱ μαθηταὶ του καὶ τοῦ εἶπαν· «Δάσκαλε, ποιὸς ἁμάρτησε αὐτὸς ἤ οἱ γονεῖς του γιὰ νὰ γεννηθῆ τυφλός;» Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ ἱερὸ ὁ Κύριος μηχανεύεται τρόπο νὰ διασκεδάση τὸν θυμὸ τῶν Ἰουδαίων καὶ βαδίζει γιὰ νὰ θεραπεύση τὸν τυφλό. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο θέλει νὰ μαλακώση τὴν σκληρότητα καὶ τὴν ἀπείθειά τους, ἄν καὶ δὲν ἐδέχοντο αὐτοὶ καμμιὰ ἐπίδραση. Συνάμα τοὺς ἔδειχνε ὅτι δὲν εἶπε μάταια καὶ κομπαστικά «Πρὶν γίνη ὁ Ἀβραάμ, ἐγὼ ὑπῆρχα».
Νὰ ποὺ κάνει ἕνα θαῦμα ποὺ δὲν τὸ ἔκανε κανένας πρωτύτερα. Μπορεῖ ν’ ἄνοιξε κάποιος τὰ μάτια ἑνὸς τυφλοῦ· ὄχι ὅμως τυφλοῦ γεννημένου. Εἶναι φανερὸ λοιπὸν ὅτι σὰν Θεὸς ποὺ ὑπῆρχε καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ κάνει αὐτὸ τὸ θαῦμα, ποὺ δὲν εἶχε γίνει ὡς τότε. Ἐπίτηδες πῆγε καὶ στὸν τυφλό· δὲν πῆγε ὁ τυφλός σ’ ἐκεῖνον. Ἔτσι λοιπὸν κι οἱ μαθητὲς ὅταν τὸν εἶδαν ποὺ παρατήρησε προσεκτικὰ τὸν τυφλό, τὸν ρώτησαν· «ποιὸς ἁμάρτησε αὐτὸς ἤ οἱ γονεῖς του, γιὰ νὰ γεννηθῆ τυφλός»; Φαίνεται ὅμως ἡ ἐρώτηση ἄστοχη. Πῶς θὰ μποροῦσε ν’ ἁμαρτήση αὐτὸς πρὶν γεννηθῆ; Γιατὶ βέβαια οἱ ἀπόστολοι δὲν παραδέχτηκαν τὶς ἑλληνικὲς φλυαρίες, ὅτι ἡ ψυχὴ πρὶν μπῆ στὸ σῶμα ζῆ σ’ ἄλλο κόσμο, ὅπου ἁμαρτάνει κι ἔπειτα ἡ εἴσοδός της στὸ σῶμα εἶναι σὰν τιμωρία γι’ αὐτό. Γιατὶ σὰν ψαράδες ποὺ ἦσαν οὔτε ποὺ θὰ εἶχαν ἀκούσει κάτι τέτοιο· αὐτὰ εἶναι τῶν φιλοσόφων σοφίες. Οἱ ἀπόστολοι ἄκουσαν τὸ Χριστὸ νὰ λέη πρὸς τὸν παράλυτο «Ἔγινες καλά, μὴν ξαναμαρτήσεις πιά, μὴ πάθης τίποτα χειρότερο». Ἀφοῦ εἶδαν τὸν τυλφὸ ἀποροῦν καὶ κάτι τέτοια σὰ νὰ συλλογίστηκαν. Καλὰ ἐκεῖνος ἔγινε παράλυτος ἀπὸ ἁμαρτήματα; Δὲν ὑπάρχει ἀντίρρηση γι’ αὐτό. Ἀπὸ ἁμαρτήματα δικά του; Δὲν μπορεῖς νὰ τὸ πῆς ἀφοῦ εἶναι τυφλὸς ἐκ γενετῆς. Ἀπὸ ἁμαρτήματα γονέων; οὔτε αὐτὸ λέγεται γιατὶ δὲν τιμωρεῖται γυιὸς γιὰ τὸν πατέρα. Δὲν διατυπώνουν λοιπὸν αὐτὲς τὶς σκέψεις σὰν ἐρωτήσεις ἀλλὰ ἐκφράζουν τὴν ἀπορία τους. Κι ὁ Κύριος ἀπαντῶντας στὴν ἀπορία τοὺς λέει· Οὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε (πῶς θὰ γίνονταν αὐτὸ πρὶν γεννηθῆ;) οὔτε οἱ γονεῖς του. Δὲν τὸ εἶπε ἐπειδὴ τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ ἁμαρτήματα. Γιατὶ δὲν εἶπε μόνο ὅτι «δὲν ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς» ἀλλὰ συμπλήρωσε «γιὰ νὰ γεννηθῆ τυφλός». Ἁμάρτησαν βέβαια οἱ γονεῖς του ἀλλὰ δὲν ἦταν συνέπεια τῆς ἁμαρτίας ἡ ἀναπηρία. Γιατὶ δὲν εἶναι σωστὸ οἱ ἁμαρτίες τῶν πατέρων νὰ φορτώνωνται στὰ παιδιὰ ποὺ δὲν ἀδίκησαν τίποτα. Αὐτὸ διδάσκει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στὸμα τοῦ Ἰεζεκιὴλ λέγοντας ὅτι «Δὲν ἰσχύει πιὰ ἡ μεταφορὰ ποὺ λέγεται: Οἱ πατέρες ἔφαγαν ἀγουρίδες καὶ μούδιασαν τὰ δόντια τῶν παιδιῶν». Καὶ μὲ τὸ χέρι τοῦ Μωυσῆ γράφει «Δὲν θὰ πεθάνει ὁ πατέρας γιὰ χάρη τοῦ παιδιοῦ». Πῶς ὅμως ἔχει γραφῆ «Ἀφίνει νὰ ξεσπάσουν στὰ παιδιὰ οἱ ἁμαρτίες τῶν γονέων ὡς τὴν Τρίτη καὶ τέταρτη γενεά;». Μπορεῖ κανένας νὰ πῆ πρῶτα ὅτι μήτε καθολικὸ κῦρος ἔχει αὐτὴ ἡ ἀπόφαση, μήτε ἔχει λεχθῆ γιὰ ὅλους παρὰ μόνο γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Ὕστερα λογάριασε καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἀποφάσεως. Δὲ λέγει ὅτι γι’ αὐτό, ποὺ ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς, τιμωροῦνται τὰ παιδιὰ, ἀλλὰ ὅτι οἱ ἁμαρτίες τῶν πατέρων, δηλαδὴ οἱ τιμωρίες γιὰ τὶς ἁμαρτίες θὰ ξεσπάσουν καὶ στὰ παιδιὰ τους σὰ νὰ ἔχουν πέσει στὰ ἴδια παραπτώματα. Γιὰ νὰ μὴ νομίσουν αὐτοὶ ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ὅτι δὲ θὰ ὑποστοῦν τὶς ἴδιες τιμωρίες, ἀκόμα κι ἄν λιγώτερο ἀπὸ τοὺς γονεῖς ἁμαρτήσουν, τοὺς λέει ὅτι δὲ θὰ γίνη ἔτσι ἀλλὰ οἱ ἁμαρτίες τῶν πατέρων σας, δηλαδὴ οἱ τιμωρίες θὰ ξεσπάσουν καὶ σὲ σᾶς ἐπειδὴ δὲν γίνατε καλύτεροι ἀλλὰ πέσατε στὰ ἴδια ἤ καὶ χειρότερα παραπτώματα. Κι ἄν βλέπης, πολλὲς φορὲς ἀκόμα καὶ νήπια νὰ ἁρπάζωνται, γιὰ τιμωρία τάχα τῶν γονέων, νὰ ξέρης καλά, ὅτι ἀπὸ φιλανθρωπία, ὁ Θεὸς τὰ ἁρπάζει προτοῦ ζήσουν. Αὐτὸ συμβαίνει γιὰ νὰ μὴν γίνουν χειρότερα ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ νὰ μὴ ζήσουν γιὰ κακὸ τῆς ψυχῆς τους καὶ πολλῶν ἄλλων. Ἀλλὰ αὐτὰ μένουν κρυμμένα στῶν θείων βουλῶν τὴν ἄβυσσο. Ἐμεῖς ἄς προχωρήσωμε.
Ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς· οὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε οὔτε οἱ γονεῖς του, γιὰ νὰ γεννηθῆ τυφλὸς ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουν φανερὰ στὴν περίπτωσή του τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἐγὼ πρέπει νὰ ἐκτελῶ τὰ ἔργα ἐκείνου ποὺ μὲ ἔστειλε, ὅσο εἶναι μέρα. Ἔρχεται νύχτα, ὁπότε κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῆ. Ὅσο βρίσκομαι στὸν κόσμο, «εἶμαι τὸ κόσμου τὸ φῶς». Αὐτὸ ἀποτελεῖ δεύτερη ἀπορία. Θὰ ρωτοῦσε κανένας, πῶς τὸ εἶπε αὐτό; Ἀδικήθηκε ὁ ἄνθρωπος μὲ στέρηση τοῦ φωτὸς «γιὰ νὰ γίνουν φανερὰ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ»; Δὲν μποροῦσε νὰ φανερωθοῦν μ’ ἄλλο τρόπο; Σὲ τὶ ἀδικήθηκες; στερήθηκα τὸ φῶς, ἀπαντᾶ καὶ τί βλάβη προέρχεται ἀπ’ τὴ στέρηση τοῦ αἰσθητοῦ φωτός; τὸ ἀντίθετο, ἔχει εὐεργετηθῆ. Γιατὶ μαζὶ μὲ τὰ σωματικὰ μάτια φωτίστηκαν καὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς· ὥστε ἡ ἀναπηρία τὸν ὠφέλησε, ἀφοῦ μὲ τὴ θεραπεία γνώρισε τὸν ἀληθινὸ Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Δὲν ἀδικήθηκε λοιπὸν ὁ τυφλὸς ἀλλὰ ἔχει εὐεργετηθῆ. Ἔπειτα κάθε μελετητὴς τῶν θείων ἄς γνωρίζη ὅτι τὸ «ἵνα» καὶ «ὅπως» πολλὲς φορὲς στὴ Γραφὴ δὲν ἀπαντοῦν αἰτιολογικὰ ἀλλὰ ἀποτελεσματικά. Παράδειγμα τὸ χωρίο τοῦ Δαυίδ «ὅπως ἄν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου» (Μέ ἀποτέλεσμα νὰ δικαιωθῆς στοὺς λόγους σου). Δὲν ἁμάρτησε ὁ Δαυίδ μὲ σκοπὸ νὰ δικαιωθῆ ὁ Θεός, ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα. Μὲ τὴν ἁμαρτία τοῦ Δαυίδ πραγματοποιεῖται ἡ δικαίωση τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τόσα ὅσα δὲν ἦταν ἄξιος νὰ λάβη κι αὐτὸς ἐπάτησε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ κοντὰ στὴ μοιχεία διέπραξε φόνο καὶ ἔκαμε χρήση τῆς βασιλείας του ἀθετῶντας τὸ Θεό, τί ἄλλο ἀκολουθεῖ σὰν ἀποτέλεσμα παρὰ νὰ δικαιωθῆ ὁ Θεός στὴν κρίση του καὶ τὸ διάλογο πρὸς τὸν Δαυίδ καὶ νὰ πάρη τὴ νικῶσα ψῆφο καὶ νὰ καταδικασθῆ ὁ βασιλεύς; Γιατὶ ἐκείνου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε τὴ βασιλεία, τοὺς νόμους ἀψήφησε ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἦταν βασιλεύς. Γιατὶ ἄν ἦταν ἰδιώτης δὲ θὰ μποροῦσε τόσο εὔκολα νὰ διαπράξη δύο τέτοια μεγάλα κακουργήματα. Καταλαβαίνεις ὅτι τὸ «ὅπως ἄν δικαιωθῆς» δὲν ἔχει σημασία αἰτιολογική (τελικοῦ αἰτίου) ἀλλὰ ἀποτελεσματική. Ἄπειρα παρόμοια συνατοῦμε καὶ στὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅπως τὸ χωρίο τῆς ἐπιστολῆς πρὸς Ρωμαίους. «Γιατὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀποδεδειγμένη στοὺς Ἕλληνες ὥστε νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι». Δὲν ἔδωσε βέβαια ὁ Θεὸς στοὺς Ἕλληνες τὴ γνώση μὲ τὸ σκοπὸ νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι στὰ σφάλματά τους. Τοὺς τὴν ἔδωσε γιὰ νὰ μὴ σφάλουν· κι ἔπειτα ἀφοῦ ἔσφαλαν, ἡ γνώση εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν ἀδυναμία τῆς ἀπολογίας. Καὶ τὸ ἄλλο χωρίο. «Ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ νόμου ἔγινε γιὰ νὰ περισσέψη ἡ καταδίκη». Δὲν ἔγινε βέβαια γι’ αὐτὸ ἀλλὰ μᾶλλον γιὰ νὰ σταματήση ἡ ἁμαρτία. Κι ἐπειδὴ δὲ θέλησαν ἐκεῖνοι ποὺ δέχτηκαν τὸ νόμον νὰ τὴ σταματήσουν, ὁ νόμος ἔγινε αἰτία νὰ περισέψη ἡ ἁμαρτία. Γιατὶ περισσότεροι καὶ βαθύτερη γι’ αὐτοὺς λογαριάστηκε ἡ ἁμαρτία, ἐπειδὴ ἁμάρταναν μόλο ποὺ εἶχαν τὸ νόμο. Ἔτσι κι ἐδῶ ἡ φράση «ἵνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ» δὲν ἔχει νόημα αἰτιολογικὸ ἀλλὰ ἀποτελεσματικό. Σὰν ἀποτέλεσμα τῆς θεραπείας του τυφλοῦ προέκυψε ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι κι ὁ οἰκοδόμος πολλὲς φορὲς ἄλλα μέρη τῆς οἰκοδομῆς τὰ τελειώνει κι ἄλλα τ’ ἀφήνει ἀτελειοποίητα. Κι ἔτσι, ἄν κάποτε δυσπιστήση κάποιος ὅτι δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὸ τέλειο, κατασκευάζοντας κι ἐκεῖνο τὸ ἀτελείωτο, μπορεῖ ν’ ἀποδείξη ὅτι αὐτὸς εἶναι καὶ τοῦ τελειωμένου τεχνίτης. Ὅμοια καὶ ὁ Θεός μας Ἰησοῦς θεραπεύοντας τὰ ἀνάπηρα μέλη μας καὶ ἀποκαθιστῶντας τὴν ὑγεία τους ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ τῶν ἄλλων μελῶν μας. Κι ὅταν εἶπε «γιὰ νὰ φανερωθῆ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ» μίλησε γιὰ τὸν ἑαυτό του κι ὄχι γιὰ τὸν Πατέρα. Γιατὶ ἡ δόξα ἐκείνου ἦταν φανερή, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ φανερωθῆ κι ἡ δική του κι ἀκόμη ὅτι αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εἶχε πλάσει τὸν ἄνθρωπο. Κι ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι μικρὴ δόξα νὰ ἀποδειχθῆ ὅτι αὐτὸς ποὺ παρουσιάστηκε σὰν ἄνθρωπος τώρα, ἔχει δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο, Θεὸς στὴν ἀρχή. Ὅτι αὐτὸ τὸ λέει γιὰ τὸν ἑαυτό του ἄκουσε τὰ παρακάτω. Προσθέτει «Ἐγὼ πρέπει νὰ πραγματοποιῶ τὰ ἔργα ἐκείνου ποὺ μ’ ἔστειλε». Ἐγὼ πρέπει νὰ φανερώσω, λέει, τὸν ἑαυτὸ μου καὶ νὰ κάνω ἔργα, ποὺ ν’ ἀποδείξουν ὅτι κάνω τὰ ἴδια μὲ τὸν Πατέρα. Πρόσεξε ὅτι δὲν εἶπε τέτοια ἔργα ποὺ κάνει ὁ Πατέρας πρέπει νὰ παραγματοποιῶ κι ἐγώ. Ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ κάνει ὁ Πατέρας. Πρέπει, λέγει, νὰ πραγματοποιῶ ἐκεῖνα τὰ ἴδια ἔργα ποὺ κάνει ἐκεῖνος ποὺ μ’ ἔστειλε κι αὐτὰ πρέπει καὶ νὰ ἐκτελῶ «ὅσο εἶναι ἡμέρα» δηλαδὴ ὅσο διαρκεῖ αὐτὴ ἡ ζωὴ καὶ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ πιστεύουν σὲ μένα. Γιατὶ ἔρχεται νύχτα, ὁπότε κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῆ, δηλαδὴ νὰ πιστέψη. Ἔργο ὀνομάζει τὴν πίστη. Στὴ μέλλουσα ζωὴ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πιστέψει. Ἡ μέρα εἶναι ἡ παροῦσα ζωή, γιατὶ μποροῦμε νὰ ἐργασθοῦμε ὅπως ὅταν εἶναι ἡμέρα (Ὁ Παῦλος ὅμως τὴ ζωὴ αὐτὴ τὴν ἀποκαλεῖ νύχτα γιατὶ ἐδῶ ἁγνοοῦνται ποιοὶ πράττουν τὴν ἀρετὴ καὶ ποιοὶ τὴν κακία. Κι ἀκόμα γιατὶ συγκρίνει μ’ αὐτὴ τὸ φῶς ποὺ μέλλει νὰ περιλάμψη τοὺς δικαίους). Νύχτα εἶναι ἡ μέλλουσα ζωή, γιατὶ ἐκεὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῆ (Αὐτὴν ὁ Παῦλος τὴν ἀποκαλεῖ ἡμέρα γιὰ τὴ λαμπρότητα τῶν δικαίων καὶ τὴν παρουσίαση τῶν πράξεων τοῦ καθενός). Στὴ μέλλουσα ζωὴ λοιπὸν δὲν ὑπάρχει πίστη ἀλλὰ θέλοντας μὴ θέλοντας θὰ ὑπακούσουν ὅλοι «Ὅταν λοιπὸν βρίσκωμαι στὸν κόσμο, εἶμαι φῶς τοῦ κόσμου». Γιατὶ μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ θαύματα φωτίζω τὶς ψυχές. Ὥστε πρέπει καὶ τώρα νὰ φωτίσω τὶς ψυχὲς πολλῶν θεραπεύοντας τὸν τυφλό καὶ φωτίζοντας τὶς κόρες τῶν ματιῶν. Ἀφοῦ εἶμαι φῶς πρέπει νὰ φωτίζω καὶ αἰσθητὰ καὶ πνευματικά.
«Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε ἔφτυσε, ἔκαμε πηλὸ ἀπὸ τὸ πτύσμα κι ἀλείβοντας τὸν πηλὸ στὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ τοῦ εἶπε· πήγαινε καὶ πλύσου στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, ποὺ θὰ πῆ ἀπεσταλμένος. Ἔφυγε, πλύθηκε κι ἦρθε βλέποντας».
Ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔμεινε στὰ λόγια ἀλλὰ ἔφερε σὰν συμπλήρωμα καὶ τὸ ἔργο. Ἔφτυσε κάτω, καὶ ἀφοῦ ἔκαμε πηλό, ἅλλειψε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ἔδειξε μὲ τὸν πηλό ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ ἔπλασε ἀπὸ πηλὸ τὸν Ἀδάμ. Γιατὶ τὸ νὰ πῆ ὅτι «Ἐγὼ εἶμαι ποὺ ἔπλασα τὸν Ἀδάμ» φαινόταν δύσκολο στοὺς ἀκροατάς του. Φανερωμένο μὲ τὰ ἔργα δὲ χτυποῦσε πιά. Γι’ αὐτὸ δημιουργεῖ τὰ μάτια, ἀπὸ πηλὸ μὲ τὸν ἴδιο δημιουργικὸ τρόπο ποὺ δημιούργησε καὶ τὸν Ἀδάμ. Καὶ δὲν ἔπλασε μονάχα τὰ μάτια, οὔτε τ’ ἄνοιξε μόνο, ἀλλὰ τοὺς χάρισε τὴν ὅραση. Αὐτὸ εἶναι τεκμήριο ὅτι ἐμφύσησε στὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν ψυχή. Γιατί, ἄν αὐτὴ δὲ λειτουργῆ, κι ἄν ἀκόμα τὸ μάτι εἶναι συγκροτημένο, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ δῆ. Ἀλλὰ χρησιμοποίησε τὸ πτύσμα γιὰ νὰ ξαναβρεθῆ τὸ φῶς. Αὐτὸ ἐπειδὴ ἦταν νὰ τὸν στείλη στὸ Σιλωάμ, γιὰ νὰ μὴν καταλογιστῆ τὸ θαῦμα στὴν δύναμιν τοῦ νεροῦ ἀλλὰ νὰ μάθωμε ὅτι ἡ δύναμη ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ διαμόρφωσε καὶ τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Γι’ αὐτὸ ἔφτυσε κάτω κι ἔκαμε πηλό. Καὶ πάλι γιὰ νὰ μὴ νομίσης ὅτι τὸ θαῦμα ἦταν τῆς γῆς τοῦ λέει νὰ νιφτῆ γιὰ ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸν πηλό. Μερικοὶ ἔχουν τὴ γνώμη ὅτι δὲν ἔβγαλε τὸν πηλὸ ἀλλὰ μεταβλήθηκε σὲ μάτια καὶ τοῦ λέει νὰ πάη στὸ Σιλωὰμ γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους. Πρῶτα γιὰ νὰ δοῦμε τὴν πίστη τοῦ τυφλοῦ καὶ πὼς ἦταν ὑπάκουος. Δὲ σκέφτηκε ἄν ἦταν ὁ πηλὸς ὅλο κι ὅλο καὶ τὸ φτύμα ποὺ τοῦ ἔδωσε τὰ μάτια, τί τοῦ χρειαζόταν ὁ Σιλωάμ ἤ τὸ νίψιμο; Ἀλλὰ ὑπάκουσε σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν διέταξε. Κι ἔπειτα γιὰ νὰ ἀποστομώση τοὺς ἀχαρίστους Ἰουδαίους . Γιατὶ εἶναι φυσικὸ ὅτι τὸν εἶδαν πολλοὶ νὰ ἁλείφη στὰ μάτια τὸν πηλὸ καὶ θὰ παρακολουθοῦσαν μὲ προσοχή, γιὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ποῦν ὕστερα αὐτὸς εἶναι καὶ δὲν εἶναι αὐτός. Καὶ τρίτο, παρουσιάζεται ὅτι δὲν ἦταν ἐχθρὸς τοῦ Νόμου καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφοῦ, ἔστειλε στὸ Σιλωάμ. Καὶ γιατὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς πρόσθεσε καὶ τὴν ἐξήγηση τοῦ Σιλωάμ; Γιὰ νὰ μάθωμε ὅτι κι ἐκεῖ ὁ Χριστὸς ἦταν ποὺ τὸν ἐθεράπευσε, καὶ ὅτι ὁ Σιλωάμ εἶναι τύπος τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ὁ Χριστὸς εἶναι πνευματικὴ πέτρα, ἔτσι κι ὁ Σιλωάμ εἶναι πνευματικός. Καὶ καθὼς ὁ χείμαρρος αὐτὸς τοῦ Σιλωάμ ἔμοιαζε μ’ ἕνα φοβερὸ ρεῦμα, ἔτσι κι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου, κρυφὴ καὶ ἄγνωστη στοὺς ἀγγέλους ὄλη τὴν ἁμαρτία κατακλύζει μὲ τὴ δύναμή της.
«Οἱ γείτονες ποὺ τὸν ἔβλεπαν ἀπὸ πρῶτα ὅτι ἦταν τυφλὸς ἔλεγαν· δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ καθισμένος ζητιάνευε; Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς εἶναι· κι ἄλλοι πὼς εἶναι κάποιος ποὺ τοῦ μοιάζει. Κι ἐκεῖνος ἔλεγε ὅτι ἐγὼ εἶμαι. Πῶς λοιπὸν ἄνοιξαν τὰ μάτια σου; τοῦ παρατηροῦσαν. Κι αὐτὸς ἀποκρίθηκε. Κάποιος λεγόμενος Ἰησοῦς ἔκαμε πηλό, μοῦ ἔλειψε τὰ μάτια καὶ μοῦ εἶπε: Πήγαινε νίψου στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Πῆγα κι ἀφοῦ νίφτηκα ξαναεῖδα». Ξαφνιασμένοι ἀπὸ τὸ παράδοξο θαῦμα οἱ γείτονες δυσπιστοῦσαν. Κι ὅμως εἶχε ἔρθει στοῦ Σιλωὰμ μὲ ἀλειμμένα μὲ πηλὸ τὰ μάτια, γιὰ νὰ τὸν δοῦνε πολλοὶ καὶ νὰ μὴν ἀρνοῦνται ἔπειτα, ἐπειδὴ τάχα δὲν ἤξεραν. Ἀπιστοῦν ὅμως ἀκόμη. Καὶ δὲ σημειώνει τυχαῖα ὁ Εὑαγγελιστὴς ὅτι ἦταν ἐπαίτης, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀνείπωτη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου, πῶς συγκατέβαινε ὡς τοὺς ἀσήμαντους τῆς ζωῆς, ὥστε μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον νὰ θεραπεύη καὶ τοὺς ζητιάνους καὶ νὰ μάθωμε καὶ μεῖς νὰ μὴν καταφρονοῦμε τοὺς ἐλαχίστους. Κι ὁ τυφλὸς χωρὶς νὰ ντρέπεται οὔτε γιὰ τὴν προηγούμενη ἀναπηρία του, οὔτε τὸ λαὸ νὰ φοβᾶται ὀμολογεῖ, ὅτι «ἐγὼ εἶμαι» διαλαλῶντας τὸν εὐεργέτη του· Ἕνας ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς. Ὀνομάζει ἄνθρωπο τὸν Κύριο, γιατὶ τίποτε ὡς τότε δὲν ἤξερε γι’ αὐτόν. Αὑτὸ ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο ἔμαθε, αὐτὸ ὁμολογεῖ. Καὶ πῶς ἤξερε, ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς; Ἀπὸ τὴ συνομιλία μὲ τοὺς μαθητάς. Ρώτησαν οἱ μαθηταὶ τὸν Κύριο γι’ αὐτὸν κι αὐτὸς παρέτεινε τὸ λόγο του. «Ὅτι πρέπει νὰ πραγματοποιῶ τὰ ἔργα ἐκείνου ποὺ μ’ ἔστειλε κι ὅτι εἶμαι φῶς τοῦ κόσμου». Τέτοια κανένας ἄλλος δὲν ἐδίδασκε παρὰ μονάχα ὁ Ἰησοῦς καὶ αὐτὰ τὰ ἔλεγε συχνά. Ἀπ’ αὐτὰ κατάλαβε ὁ τυφλὸς ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Τὸ ὅτι ἔκανε πηλὸ καὶ τοῦ ἄλειψε τὰ μάτια τὸ κατάλαβε ἀπὸ τὸ ἄγγιμα. Τὸ ὅτι ὅμως ἔφτυσε δὲν τὸ ἤξερε ἀκόμα, γιατὶ δὲν τὸ εἶχε δεῖ. Αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε ἀντιληφθῆ, οὔτε τὸ προσθέτει· ἔλεγε τὴν ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος.
«Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος; τὸν ρώτησαν. Δὲν ξέρω, τοὺς λέει. Τὸν δείχνουν στοὺς Φαρισαίους αὐτὸν ποὺ ἦταν κάποτε τυφλός. Ἦταν Σάββατο τότε ποὺ ὁ Ἰησοῦς ἔκαμε τὸν πηλὸ καὶ τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Τὸν ξαναρώτησαν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ξαναβρῆκε τὸ φῶς του. Καὶ τοὺς εἶπε· ἔβαλε πηλὸ στὰ μάτια μου, νίφτηκα καὶ βλέπω. Μερικοὶ Φαρισαῖοι ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔρχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ, γιατὶ δὲν κρατεῖ τὸ Σάββατο. Κι ἄλλοι ἔλεγαν, πῶς μπορεῖ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάμη τέτοια σημαντικὰ πράγματα; Χωρίστηκαν μεταξύ τους». Ἐπειδὴ ὁ Κύριος, ὅταν ἔκανε θεραπεῖες καὶ θαύματα, συνήθιζε νὰ διαφεύγη ἀπὸ τὸ πλῆθος, γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ κομπάζη, ὅταν ρώτησαν τὸν τυφλὸ «ποὺ εἶναι ἐκεῖνος;» ἀπάντησε δὲν ξέρω. Κι εἶπε τότε τὴν ἀλήθεια. Τὸν ὁδηγοῦν στοὺς Φαρισαίους, γιὰ νὰ τοῦ γίνουν περισσότερες καὶ δυσκολώτερες ἐρωτήσεις. Ὁ Εὐαγγελιστὴς σημειώνει, «ἦταν Σάββατο», γιὰ νὰ φανερώση τὴν πονηρία τους, ὅτι ἔβρισκαν προφάσεις γιὰ νὰ ὑποτιμήσουν τὸ Χριστὸ καὶ ὅτι τὸν κατηγοροῦσαν γιὰ τὴν παράβαση τοῦ Σαββάτου κι ὅτι προσπαθοῦσαν νὰ ξεχαστῆ τὸ θαῦμα. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὸν ρώτησαν πῶς βρῆκες τὸ φῶς σου ἀλλὰ πῶς σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; Ἐκτοξεύοντας στὸν Κύριον ἀποκλειστικὰ τὴν διαβολὴ ὅτι τάχα ἐργάστηκε τὸ Σάββατο τὸν πηλό. Κι αὐτὸς σὰ νὰ μιλοῦσε σ’ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν ἤδη ἀκούσει, δὲν ἀναφέρει οὐτε τ’ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε τί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος παρὰ μόνο ὅτι «ἔβαλε στὰ μάτια μου πηλό, νίφτηκα καὶ βλέπω». Γιατὶ ἦταν φυσικὸ ὅτι οἱ Φαρισαῖοι θὰ εἶχαν ἀκούσει πιὸ μπροστὰ κι ἀπὸ κείνους ποὺ εἶχαν ὁδηγήσει τὸν τυφλό, σ’ αὐτοὺς καὶ εἶχαν ἴσως διατυπώσει τὴ διαβολὴ κατὰ τοῦ Κυρίου. «Κοιτάξτε τί κάνει τὸ Σάββατο ὁ Ἰησοῦς». Ἀξίζει νὰ προσέξωμε τὸ θάρρος τοῦ τυφλοῦ, πῶς μιλᾶ χωρὶς νὰ ξαφνιαστῆ μὲ τοὺς Φαρισαίους. Αὐτοὶ τὸν ἔφεραν γιὰ νὰ τρομάξη καὶ ν’ ἀρνηθῆ τὴ θεραπεία του. Κι αὐτὸς πιό δυνατά φωνάζει «Βλέπω». Μερικοὶ Φαρισαῖοι ἔλεγαν -ὄχι ὅλοι, οἱ πιὸ θρασεῖς- αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό. Κι ἄλλοι ἔλεγαν πῶς μπορεῖ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάμη τέτοια μεγάλα; Βλέπεις ὅτι οἱ πολλοὶ μαλακώνουν ἀπὸ τὸ θαῦμα. Εἶναι Φαρισαῖοι κι ἄρχοντες· τοὺς συγκλονίζει ὅμως τὸ θαῦμα καὶ τὸ ὑπερασπίζουν. Χωρίστηκαν μεταξύ τους. Αὐτὴ ἡ διαίρεση πρῶτα γεννήθηκε στὸ λαό. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ἐξαπατᾶ τὸ λαό, καὶ ἄλλοι ὄχι. Τώρα παρουσιάζεται κι ἀνάμεσα στοὺς ἄρχοντες καὶ βλέπομε πολλοὺς Φαρισαίους νὰ χωρίζονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ὑπερασπίζουν τὸ θαῦμα. Μόλο ποὺ χωρίστηκαν ὅμως, ἡ ἔνστασή τους γιὰ τὸ Χριστὸ ἦταν ἄτονη δὲν εἶχαν βεβαιότητα, ἀμφέβαλλαν μᾶλλον καὶ διχογνωμοῦσαν. Πῶς μπορεῖ, εἶπαν, ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάμη τέτοια; Αὐτὴ δὲν εἶναι μία ἄτονη ἔνστανση; Προσέξετε καὶ τὴν κακότητα ἐκείνων ποὺ ἔκαμαν τὴ διαβολή. Δὲν λένε ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό, ἐπειδὴ θεραπεύει τὸ Σάββατο, ἀλλὰ ὅτι δὲν κρατεῖ τὸ Σάββατο, προβάλλοντας μὲ σκόπιμη ἀντιστροφὴ ὄχι τὴν εὐεργεσία ἀλλὰ τὴν παράβαση τῆς ἡμέρας. Προσέξετε καὶ τοῦτο· οἱ ἄρχοντες εἶναι πιὸ διστακτικοὶ στὸ καλὸ ἀπὸ ὅ,τι τὸ πλῆθος. Τὸ πλῆθος προηγήθηκε στὴ διχογνωμία καὶ δὲν συμφωνοῦσαν ὅλοι κατὰ τοῦ Χριστοῦ· οἱ ἄρχοντες ἔπαθαν ἀργότερα τὴν ἐπαινετὴ αὐτὴ διαίρεση. Γιατὶ ὑπάρχει καὶ καλὸ σχίσμα· ὅπως λέει ὁ Κύριος· «Ἦρθα νὰ φέρω μαχαίρι στὴ γῆ», τὴ διαίρεση ποὺ ὁδηγεῖ στὸ καλὸ ὁπωσδήποτε καὶ τὴν εὐσέβεια.
Εἶπαν ξανὰ στὸν τυφλό· Σὺ τί ἔχεις νὰ πῆς γιὰ τὸ ὅτι σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; Κι αὐτὸς εἶπε, ὅτι εἶναι προφήτης. Δὲν πίστεψαν ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι ἦταν τυφλὸς καὶ βρῆκε τὸ φῶς του, ὥσπου φώναξαν τοὺς γονεὶς του καὶ τοὺς ρώτησαν· τοῦτος εἶναι ὁ γιός σας ποὺ λέτε ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς τώρα βλέπει; Ποιοὶ ἦσαν αὐτοὶ ποὺ ρώτησαν τὸν τυφλό· σὺ τί ἔχεις νὰ πῆς γι’ αὐτό; Ἦσαν ἀπὸ τὴν μερίδα τῶν καλοδιάθετων. Εἶχαν παρατηρήσει, πῶς μπορεῖ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάμη τέτοια; Γιὰ νὰ μὴ φανῆ ὅτι συνηγοροῦσαν μάταια, φέρνουν σὰν μάρτυρα τὸν ἴδιο ποὺ εὐεργετήθηκε κι εἶχε νιώσει τὴ δύναμη, γιὰ νὰ ἀποστομώση τοὺς συκοφάντες. Πρόσεξε πόσα καλόβολα ρωτοῦν. Δὲν τοῦ εἶπαν· Τί ἔχεις νὰ πῆς ἐσὺ γιὰ τὸ ὅτι ἔκαμε τὸν πηλό; Καὶ ὅτι δὲν ἐκράτησε τὸ Σάββατο; Ἀλλὰ ἀναφέρουν τὸ θαῦμα, ὅτι σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Καὶ μόνο δὲν παρακινοῦν· κι αὐτὸν ποὺ θεραπεύτηκε νὰ κάμη τὴ συνηγορία ποὺ ἔπρεπε γιὰ τὸ Χριστό. Τοῦ κάνουν ὑπομνήσεις καὶ τὸν ἐρεθίζουν. «Σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια». Σ’ εὐεργέτησε, τοῦ λένε, ὥστε χρωστᾶς νὰ μιλήσης γι’ αὐτόν. Γι’ αὐτὸ κι ὁ τυφλὸς ὁμολογεῖ αὐτὸ ποὺ μποροῦσε ὅτι «Δὲν εἶναι ἁμαρτωλὸς ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Θεό». Εἶναι προφήτης. Κι ἄς λένε ἄλλοι ὅτι δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό, γιατὶ δὲν κρατᾶ τὸ Σάββατο. Νόμιζαν ὅτι ὁ Χριστὸς καταπατοῦσε τὸ Σάββατο ἐπειδὴ μὲ τὸ ἕνα δάχτυλο ἅλειψε τὸ πηλό. Αὐτοὶ ποὺ μὲ ὅλο τὸ χέρι τους ἔλυναν τὸ Σάββατο τὰ ζῶα τους γιὰ νὰ τὰ ποτίσουν, νόμιζαν πῶς ἦσαν εὐσεβεῖς. Φωνάζουν λοιπόν οἱ σκληροί καὶ ἀνυπάκουοι τοὺς γονεῖς, θέλοντας νὰ τοὺς βάλουν σὲ ἀμηχανία κι ἔτσι νὰ τοὺς κάνουν ν’ ἀρνηθοῦν τὴν ἀναπηρία τοῦ παιδιοῦ τους. Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι δὲν μπόρεσαν νὰ κλείσουν τὸ στόμα ποὺ εὐγνωμονεῖ, φοβερίζουν τοὺς γονεῖς, περιμένοντας ὅτι ἔτσι θὰ χτυπήσουν τὸ θαῦμα. Τοὺς βάζουν στὴ μέση μὲ πολὺ θυμό τοὺς ἐρωτοῦν, καλύτερα, μὲ πολλὴ κακότητα. Δὲν τοὺς εἶπαν «τοῦτος εἶναι ὁ γιός σας ποὺ ἦταν τυφλός;» ἀλλὰ «αὐτὸς ποὺ σεῖς λέγατε». Μόνο ποὺ δὲν εἶπαν, αὐτὸς ποὺ σεῖς τὸν κάνατε τυφλό, καὶ διαλαλήσατε τὸ λόγο παντοῦ, διαδίδοντας πλαστὰ καὶ ψεύτικα πράγματα. Ὦ μιαροὶ Φαρισαῖοι! Ποιὸς πατέρας μποροῦσε νὰ πῆ τέτοια ψέματα γιὰ τὸ παιδί του; Μὲ τὰ δύο τοῦτα τοὺς στενοχωροῦν καὶ τοὺς πιέζουν, ν’ ἀρνηθοῦν τὸ γιό τους μὲ τὴ φράση «αὐτὸς ποὺ σεῖς λέγατε» καὶ μὲ τὴν ἄλλη «πῶς λοιπὸν τώρα βλέπει». Βλέπεις ὅτι σὰν ἀπόδειξη, τῆς πρώτης ψευτιᾶς τους, ὅτι τὸ παιδὶ εἶναι τυφλό, προσκομίζουν τὸ γεγονὸς ὅτι ἔπειτα αὐτὸς βλέπει. Ἤ τοῦτο εἶναι ψέμα, ὅτι τώρα βλέπει, ἤ ἐκεῖνο, ὅτι ἦταν τυφλός. Ὅμως τὸ πρῶτο εἶναι ἀληθινό, γιατὶ βλέπει· εἶναι ψέμα ἑπομένως αὐτὸ ποὺ διαδώσατε, ὅτι ἦταν πρῶτα τυφλός.
Τοῦ ἀπάντησαν οἱ γονεῖς του· Ξέρομε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ γιὸς μας καὶ ὅτι γεννήθηκε τυφλός, πῶς ὅμως τώρα βλέπει, δὲν ξέρομε, οὔτε ξέρομε ποιός τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Ὁ ἴδιος εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος καὶ ρωτῆστε τον. Ἄς μιλήση ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτὸ του. Αὐτὰ εἶπαν οἱ γονεῖς του γιατὶ φοβοῦνταν τοὺς Ἰουδαίους. Γιατὶ εἶχαν ἤδη συμφωνήσει οἱ Ἰουδαῖοι, ἄν κάποιος ὁμολογήση ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστὸς νὰ γίνη ἀποσυνάγωγος. Γι’ αὐτὸ οἱ γονεῖς του εἶπαν· Ὁ ἴδιος εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος καὶ ρωτῆστε τον. Τρεῖς ἐρωτήσεις ἀπηύθυναν οἱ Φαρισαῖοι στοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, ἄν ἦταν γιὸς τους, ἄν γεννήθηκε τυφλὸς καὶ πῶς βρήκε τὸ φῶς του. Κι ἐκεῖνοι ἀπαντοῦν στὰ δύο ὅτι εἶναι γιός τους κι ὅτι γεννήθηκε τυφλός. Δὲν προσθέτουν καὶ τὸν τρόπο τῆς θεραπείας, γιατὶ δὲν τὸν ξέρουν. Καὶ τοῦτο ὅμως γίνεται γιὰ νὰ ὁμολογηθῆ πιὸ βέβαια ἡ ἀλήθεια. Μαρτυρεῖ γι’ αὐτὸ ὁ ἴδιος ποὺ δέχτηκε τὴν εὐεργεσία καὶ εἶναι καὶ πιὸ ἀξιόπιστος. Τὸ λένε κι οἰ γονεῖς του. Εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος ὁ ἴδιος. Μήπως εἶναι νήπιο ἤ ἀνώριμος, ὥστε νὰ μὴν καταλαβαίνη πῶς ἔχει θεραπευτῆ; Τέτοια εἶπαν οἱ γονεῖς του, ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς Φαρισαίους. Τόσο ἀνώριμοι ἦσαν ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸ παιδὶ χειρότεροι. Αὐτὸς στέκεται μάρτυρας τῆς ἀλήθειας ἀτρόμητος. Ἔτσι δέχτηκε φῶς καὶ στὰ μάτια τῆς ψυχῆς.
Φώναξαν γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν τυφλὸς καὶ τοῦ εἶπαν· Δόξασε τὸ Θεό. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός. Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε· Ἄν εἶναι ἁμαρτωλὸς δὲν γνωρίζω. Ἕνα γνωρίζω ὅτι βλέπω ἐνῶ ἥμουν τυφλός. Τοῦ ξαναεῖπαν· τί σοῦ ἔκανε; πῶς σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; Τοὺς ἀπάντησε· Σᾶς τὸ εἶπα κιόλας καὶ δὲν τὸ ἀκούσατε· γιατὶ θέλετε νὰ τὸ ἀκούσετε πάλι; Μήπως θέλετε νὰ γίνετε καὶ σεῖς μαθηταί του; Τὸν μάλλωσαν καὶ τοῦ εἶπαν· Σὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου· ἐμεῖς εἴμαστε μαθηταὶ τοῦ Μωυσῆ. Ἐμεῖς ξέρομε ὅτι ὁ Θεὸς μίλησε στὸ Μωυσῆ, αὐτὸς δὲν ξέρομε ἀπὸ ποῦ εἶναι. Ἐπειδὴ οἱ γονεῖς ὑπέδειξαν ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐρωτηθῆ ὁ γιός τους αὐτὸ κάνουν οἱ κακόβουλοι· τὸν φέρνουν λοιπὸν ὄχι γιὰ νὰ τὸν ρωτήσουν ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ὑποβάλουν, ὥστε νὰ κατηγορήσει τὸ θεραπευτή του. Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ «δόξασε τὸ Θεό» αὐτὸ σημαίνει. Ὁμολόγησε ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν μοῦ ἔκανε τίποτε (αὐτὸ δόξα Θεοῦ· νὰ μὴ μαρτυρηθῆ κανένα καλὸ γιὰ τὸν Ἰησοῦ). Ἐμεῖς γνωρίζομε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, πῶς λοιπὸν δὲν τὸν ἐξετάζετε ὅταν σᾶς προκαλοῦσε λέγοντας, ποιὸς ἀπὸ σᾶς μὲ ἐξετάζει γιὰ ἁμαρτία; Κι ὁ τυφλὸς λέει· ἄν εἶναι ἁμαρτωλὸς δὲν τὸ γνωρίζω, δηλαδὴ δὲν τὸ ἐξετάζω τώρα οὔτε ἔχω γνώμη. Γνωρίζω ὅμως φανερὰ ὅτι ἔκαμε σὲ μένα θαῦμα. Ἄς ἐξετάση καθένας τὴν πραγματικότητα κι ἄς ρίξη τὴν ψῆφο του. Κι ἔπειτα πάλι τὸν ρωτοῦσαν «τί σοῦ ἔκανε» θέλοντας νὰ κατηγορήσουν τὸ Σωτῆρα, ἐπειδὴ ἅλειψε τὸν πηλὸ. Κατάλαβε ὁ ἄνθρωπος ὅτι ρωτοῦσαν ὄχι γιὰ νὰ μάθουν ἀλλὰ γιὰ νὰ κατηγορήσουν καὶ τοὺς ἀπαντοῦσε πιὸ προκλητικά. «Μήτε νὰ σᾶς μιλήσω πιὰ δὲν σᾶς ἔχω ἄξιους. Πολλὲς φορὲς σᾶς εἶπα καὶ δὲν προσέξατε». Καὶ προσθέτει αὐτὸ ποὺ περισσότερο μπορεῖ νὰ τοὺς ἐρεθίση· Μήπως θέλετε νὰ γίνετε καὶ σεῖς μαθηταί του; Φανερώνει ὅτι αὐτὸς θέλει νὰ εἶναι μαθητής του. Τοὺς περιπαίζει καὶ τοὺς διακωμωδεῖ -ἤρεμα μιλῶντας- αὐτὸς ποὺ διαθέτει φρόνημα θαρραλέο καὶ ἄφοβο, ποὺ δὲν δειλιάζει γιὰ τὴ μανία τους. Ἔκεῖνοι τοῦ λένε ὑβριστικά· Σὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου· ἐμεῖς εἴμαστε μαθηταὶ τοῦ Μωυσῆ. Σ’ αὐτὸ ψεύδονται φανερά. Ἄν ἦσαν μαθηταὶ τοῦ Μωυσῆ θὰ ἦσαν καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως τοὺς ἔλεγε ὁ ἴδιος. «Ἄν πιστεύατε στὸ Μωυσῆ, θὰ πιστεύατε καὶ σ’ ἐμένα» καὶ δὲν εἶπαν ὅτι «ἐμεῖς ἀκούσαμε» ἀλλὰ «ἐμεῖς γνωρίζουμε» ὅτι ὁ Θεὸς μίλησε στὸ Μωυσῆ. Μολονότι οἱ πρόγονοί τους τοὺς ἄφησαν παράδοση, αὐτοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἔχουν ἀκριβῆ γνώση γι’ αὐτὰ ποὺ παρέλαβαν μὲ τὴν ἀκοή. Ἐνῶ αὐτὸν ποὺ ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τους νὰ θαυματουργῆ καὶ τὸν ἄκουαν νὰ λέγη θείους λόγους καὶ οὐράνιους, αὐτὸν τὸν ἀποκαλοῦσαν πλάνο. Βλέπετε ἀνοησία ποὺ προκαλεῖ ἡ κακία;
Τοὺς ἀπάντησε ὁ ἄνθρωπος· Σ’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ ἀπορία· ὅτι σεῖς δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ γνωρίζομε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ ἄν εἶναι κανένας θεοφοβούμενος καὶ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸν ἀκούει. Ὡς τώρα ποτὲ δὲν ἔχει ἀκουσθῆ ὅτι ἄνοιξε κάποιος τὰ μάτια ἑνὸς γεννημένου τυφλοῦ. Ἄν αὐτὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲ θὰ κατόρθωνε τίποτα. Σεῖς, τοὺς λέει, Ἰουδαῖοι, ἀποκρούετε ἐκεῖνον ποὺ μὲ θεράπευσε, γιατὶ τάχα δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ εἶναι. Κι ἐγὼ σᾶς λέγω ὅτι γι’ αὐτὸ εἶναι πιὸ θαυμαστός. Γιατὶ κάποιος ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ σᾶς τοὺς ἐπίσημους, οὔτε ἀπὸ τοὺς δοξασμένους, κατορθώνει τόσο μεγάλα. Εἶναι λοιπὸν ἀπ’ ὅλα φανερό, ὅτι προέρχεται ἀπὸ μιὰ ἀνώτερη δύναμη, καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ καμμιὰ ἀνθρώπινη βοήθεια. Ἔπειτα ἐπειδὴ μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς εἶχαν πεῖ «πῶς μπορεῖ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάνη τέτοια θαύματα;» παίρνει καὶ αὐτῶν τὴ σκέψη καὶ τοὺς ὑπενθυμίζει τὰ ἴδια τὰ λόγια τους. Γνωρίζομε ὅλοι, τοὺς λέει, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει ἁματωλοὺς ἀλλὰ ἄν εἶναι κανένας θεοσεβούμενος καὶ κάνη τὸ θέλημά του, αὐτὸν ἀκούει. Πρόσεξε πὼς μ’ αὐτὰ ὄχι μόνο ἀπάλλαξε τὸν Κύριο ἀπὸ ἁμαρτίες ἀλλὰ τὸν παρουσιάζει ἀκόμα πὼς ἀρέσει πάρα πολὺ στὸ Θεὸ κι ὅτι κάνει πάντα τὸ θέλημά του. Ἀλλὰ ἄν εἶναι κάποιος θεοσεβούμενος καὶ κάνη τὸ θέλημά του. Κι ἐπειδὴ καταλάβαινε ὅτι αὐτοὶ ἤθελαν νὰ συσκιάσουν τὸ θαῦμα, γεμᾶτος ἀπὸ σύνεση πολλή, διαλαλεῖ τὴν εὐεργεσία. «Ἄν δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό», δὲ θὰ πραγματοποιοῦσε τέτοιο θαῦμα. Ὅπως κανεὶς ὡς τώρα. Ἄνοιξαν ἴσως μάτια τυφλοῦ, ὄχι ὄμως χαλασμένα ἐκ γενετῆς ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα πάθημα. Τὸ παράξενο εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔγινε τώρα. Εἶναι ὁλοφάνερο λοιπὸν ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔκανε τέτοιο θαῦμα εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἄνθρωπο. Ἀλλὰ μερικοὶ προβάλλουν τὴν ψυχρὴ καὶ σοφιστικὴ ἀπορία τους: «πῶς εἶπε ὅτι δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀφοῦ ὅταν προσεύχωνται νὰ τοὺς συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες τοὺς ἀκούει, ἐπειδὴ εἶναι φιλάνθρωπος. Τί σημαίνει λοιπὸν αὐτὸ ποὺ λέει ἐδῶ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρταλωλούς; θὰ ἔπρεπε σ’ αὐτὸ νὰ μὴ δώσωμε καμμιὰ ἀπόκριση. Ὅμως πρέπει νὰ λεχτῆ ὅτι τὸ «ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλοῦς» σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν παραχωρεῖ στοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ πραγματοποιοῦν θαύματα. Γιατὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δὲν εἰσέρχεται σὲ σῶμα καταχρεωμένο ἀπὸ ἁμαρτίες. Ὅταν ὅμως ζητοῦν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους ἀληθινὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά τους, τοὺς ἀκούει ὄχι σὰν ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ σὰν ἀνθρώπους ποὺ μετανοοῦν. Εὔλογα λοιπὸν ἔχει λεχθῆ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλούς. Γιατὶ δὲν δίνει στοὺς ἁμαρτωλοὺς μήτε τὴ χάρη τῶν θαυμάτων. Πῶς βέβαια ἐκείνους ποὺ καὶ νὰ ζητήσουν κάτι τέτοιο τοὺς μισεῖ, γιατὶ θέλουν νὰ οἰκειοποιηθοῦν πράγματα ποὺ καθόλου δὲν τοὺς ἀνήκουν, αὐτοὺς ὅταν ζητοῦν ἄφεση ὄχι σὰν ἁμαρτωλοὶ ἀλλὰ σὰν μετανοημένοι τοὺς ἀκούει; Πρόσεξε ὅτι εἶπε «ὅταν εἶναι θεοφοβούμενοι» καὶ πρόσθεσε «καὶ κάνουν τὸ θέλημά του». Ὑπάρχουν πολλοὶ θεοφοβούμενοι ποὺ δὲν κάνουν ὅμως τὸ θέλημά του. Πρέπει ὅμως νὰ ὑπάρχουν καὶ τὰ δύο καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐκτέλεση τοῦ θελήματός του, δηλαδὴ καὶ ἡ πίστη καὶ τὰ ἔργα, ἤ, ὅπως λέει ὁ Παῦλος, πίστη καὶ ἀγαθὴ συνείδηση. Γενικώτερα ἡ θεωρία καὶ ἡ πράξη. Τότε εἶναι ζωντανὴ ἡ πίστη, ὅταν συνοδεύεται κι ἀπὸ θεάρεστα ἔργα, τὰ ὁποῖα φέρνουν τὴν ἀγαθὴ συνείδηση ὅπως τὰ πονηρὰ ἔργα τὴν πονηρὴ συνείδηση. Καὶ τὰ ἔργα πάλι τότε εἶναι ζωντανά, ὅταν τὰ θερμαίνει ἡ πίστη. Χωρισμένα μεταξὺ τους εἶναι νεκρά. Ὅπως ἔχει λεχθῆ «πίστη χωρὶς ἔργα εἶναι νεκρή» καὶ τὰ ἔργα χωρὶς τὴν πίστη. Πρόσεξε πῶς ἡ ἀλήθεια δίδει τὴ δύναμη στὸν ἀσήματνο ζητιάνο νὰ μιλᾶ μὲ θάρρος, νὰ ἐλέγχη αὐτοὺς ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι θεωροῦσαν μεγάλους καὶ ἐκτιμοῦσαν. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμή της καθὼς καὶ τοῦ ψεύδους ὁ δισταγμὸς καὶ ἡ δειλία.
Τοῦ ἀπάντησαν καὶ τοῦ εἶπαν· Ἐσὺ γεννήθηκες ὁλόκληρος μέσα στὴν ἁμαρτία καὶ θέλεις νὰ διδάξης ἐμᾶς; Τὸν πέταξαν ἔξω ἀπὸ τὴ συναγωγή. Ἔμαθε ὁ Ἰησοῦς ὅτι τὸν ἔβγαλαν ἔξω· τὸν ηὗρε καὶ τοῦ εἶπε. Σὺ πιστεύεις στὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ; Ἀποκριθηκε ἐκεῖνος. Ποιός εἶναι, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν; Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, τὸν ἔχεις δεῖ κι αὐτὸς ποὺ μιλᾶ μαζί σου, ἐκεῖνος εἶναι. Πιστεύω Κύριε, εἶπε αὐτός, κι ἔπεσε στὰ πόδια του. Ὥσπου περίμεναν ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ μιλοῦσε ὅπως ἤθελαν, τὸν καλοῦσαν καὶ τὸν ρωτοῦσαν καὶ μάλιστα ὄχι μιὰ φορὰ μόνο. Ὅταν ὅμως διαπίστωσαν ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις του ὅτι δὲν συμμεριζόταν τὴ γνώμη τους ἀλλὰ προτιμοῦσε τὴν ἀλήθεια, τὸν ἐξευτελίζουν πρῶτα ὅτι γεννήθηκε μέσα στὴν ἁμαρτία. Προβάλλουν ἀνόητα τὴν τύφλωσή του καὶ νομίζουν ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή του καταδικάστηκε νὰ γεννηθῆ τυφλός. Εἶναι ὁλότελα παράλογο. Κι’ ἔπειτα τὸν βγάζουν ἔξω ἀπὸ τὸ ναό, κήρυκα τῆς ἀλήθειας οἱ γιοὶ τοῦ ψεύδους. Προσέξετε τὸ κέρδος. Τὸν βγάζουν ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ τὸν βρίσκει ἀμέσως ὁ Κύριος τοῦ ναοῦ. Τὸν ἀτίμασαν γιὰ τὴν ἰδέα ποὺ εἶχε γιά τὸ Χριστὸ καὶ τιμήθηκε μὲ πλήρη ἐπίγνωση τοῦ Γιοῦ τοῦ Θεοῦ. Τὸν βρῆκε ὁ Ἰησοῦς σὰ νὰ πῆγε ἐπίτηδες γι’ αὐτό, γιὰ νὰ τὸν παρηγορήση, ὅπως ἕνας ἀγωνοθέτης δέχεται τὸν ἀθλητὴ πού πολὺ κοπίασε καὶ στεφανώθηκε, καὶ τὶ τοῦ λέει; «Πιστεύεις στὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ;» Γιατὶ τὸ ρωτᾶ αὐτό; Ὕστερ’ ἀπὸ τόση ἀπολογία πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ τόσους λόγους ρωτᾶ ἄν πιστεύη; Δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ἐπειδὴ δὲν ξέρει, ἀλλὰ θέλει νὰ γνωρίση τὸν ἑαυτὸ του στὸν τυφλό. Δὲν τὸν εἶχε δεῖ καθόλου μετὰ τὴ θεραπεία. Πῶς μποροῦσε, ἀφοῦ τὸν τραβοῦσαν ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ τὰ πάγκακα σκυλιὰ τῶν Ἰουδαίων. Γι’ αὐτὸ τὸν ρωτᾶ τώρα, ὥστε νὰ ρωτήση κι ἐκεῖνος ποιός εἶναι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοῦ παρουσιάση ἔπειτα τὸν ἑαυτό του. Συνάμα τοῦ δείχνει ὅτι δίνει μεγάλη ἀξία στὴν πίστη του, σὰ νὰ λέη τέτοια· Μὲ ὕβρισε τόσος κόσμος, ἀλλὰ δὲν τοὺς ὑπολογίζω καθόλου· ἕνα μ’ ἐνδιαφέρει, ἡ πίστη. Κι ἐκεῖνος ρωτᾶ «ποιός εἶναι, Κύριε ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ;» Ὁ λόγος του βγῆκε ἀπὸ τὸν πόθο τῆς ψυχῆς του. Καὶ ἡ ἀπάντηση· Τὸν εἶδες κι αὐτὸς ποὺ μιλάει μαζί σου, ἐκεῖνος εἶναι. Δὲν τοῦ εἶπε. Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σὲ θεράπευσα, αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε πήγαινε, νίψου. Τοῦ μίλησε πρῶτα συγκεκαλυμμένα κι ἀόριστα. Τὸν ἔχεις δεῖ τοῦ εἶπε κι ὕστερα πιὸ φανερά· Αὐτὸς ποὺ μιλάει μαζί σου, ἐκεῖνος εἶναι. Φαίνεται ὅτι ὁ Κύριος εἶπε ἐπίτηδες τὸν ἔχεις δεῖ, γιὰ νὰ τὸν κάνη ὁπωσδήποτε νὰ θυμηθῆ τὴ θεραπεία κι ὅτι ἔλαβε ἀπ’ αὐτὸν τὴν ἰκανότητα νὰ βλέπη. Καὶ ὅπως πιστεύει εὐθὺς ὁ ἄνθρωπος, δείχνει εὐθὺς ἔμπρακτα τὴ θερμὴ κι ἀληθινὴ πίστη του, προσκυνῶντας καὶ ἐπιβεβαιώνοντας τὸ λόγο μὲ τὸ ἔργο καὶ δοξάζοντάς τον σὰν Θεό. Γιατὶ ἔχει καθιερωθῆ μόνο στὸ Θεὸ ν’ ἀποδίδεται προσκύνηση.
Ὑποθέσετε τώρα ὅτι τὸ θαῦμα τοῦτο πραγματοποιήθηκε μεταφορικά. Ἀφότου καταδικαστήκαμε σὲ θάνατο κι ἀποφασίστηκε νὰ μεγαλώνωμε μέσα στοὺς πόνους, κάτι σὰν πηχτὸ νέφος καὶ δεμάτινο ροῦχο, ὅπως λένε τὰ ἱερὰ Λόγια ἁπλώθηκε στὰ πνευματικά μας μάτια. Ἔτσι τυφλὸς ἦταν εἴτε κάθε ἄνθρωπος ἐκ γενετῆς, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ὅτι ἦταν ὑποκείμενος σὲ γένεση, μὲ τὴν ὁποία ἦταν συνδεδεμένη ἡ φθορὰ, εἴτε καὶ τὰ πλήθη τῶν ἐθνικῶν. Κι αὐτοὶ ἐκ γενετῆς τυφλοὶ ἦσαν, ὅπως οἱ Ἕλληνες. Ἐπειδὴ θεοποίησαν ὅσα ἦταν ὑποκείμενα στὴ γένεση καὶ στὴ φθορά, τυφλώθηκαν σύμφωνα μὲ τὴ ρήση «Σκοτίσθηκε ἡ ἀσύνετη καρδιά τους». Τέτοιοι ἦσαν κι οἱ μάγοι τῶν Περσῶν ποὺ δαπάνησαν τὴ ζωὴ τους σὲ φλυαρίες γιὰ τὴ γένεση καὶ τὰ γενέθλια. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν τυφλό, σὰν ἐκπρόσωπο ἤ τοῦ ἀνθρώπου γενικά ἤ τοῦ ἐθνικοῦ ἀνθρώπου –εἶδε ὁ Ἰησοῦς. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ δῆ τὸ Δημιουργὸ μᾶς ἐπισκέφτηκε ὁ ἴδιος ἀπὸ εὐσπλαχνία, σὰν ἀνατολὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Καὶ πῶς τὸν εἶδε; Περνῶντας, ὄχι μένοντας δηλ. στὸν οὐρανό ἀλλὰ ἀφοῦ κατέβηκε ἀδειάζοντας ἀπὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο κι ἀφοῦ, κατὰ τὸν Προφήτη ἔσκυψε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι εἶδε τοὺς ἐθνικούς, δὲν εἶχε δηλ. ἔρθει σ’ αὐτοὺς πιὸ μπροστά. Ἦρθε γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τῆς μάντρας τοῦ Ἰσραήλ. Ὕστερα σὰν παρέκκλιση ἀπὸ τὸ δρόμο του ἐπισκέφτηκε τὸ λαὸ ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι τῆς ὁλικῆς ἄγνοιας. Καὶ πῶς θεραπεύει τὴν τύφλωση; Φτύνοντας στὴ γῆ καὶ κάνοντας πηλό. Ὅποιος δηλαδὴ πιστέψη, ὅτι σὰ σταγόνα βροχῆς ποὺ πέφτει στὴ γῆ, κατέβηκε στὴν ἁγνὴ Παρθένο ὁ Λόγος, αὐτὸς θ’ ἁλείψη τὰ πνευματικὰ μάτια μὲ τὸν πηλὸ ἀπὸ τὸ φτύμα καὶ τὴ γῆ, δηλαδὴ μὲ ἕνα Χριστὸ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ θεία οὐσία, σύμβολό της τὸ φτύμα, καὶ τὴν ἀνθρώπινη, ποὺ τὴ συμβολίζει ἡ γῆ, ἀπ’τὴν ὁποία προέρχεται τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἇραγε θὰ σταματήση τὴ θεραπεία ὡς τὸ σημεῖο ποὺ θὰ πιστέψη κανείς; Ὄχι βέβαια ἀλλὰ πρέπει νὰ πάη καὶ στὸ Σιλωὰμ, τὴν πηγὴ τοῦ Βαπτίσματος καὶ νὰ βαπτιστῆ στ’ ὄνομα τοῦ ἀπεσταλμένου δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ὅσοι βαφτιστήκαμε πνευματικά, βαφτιστήκαμε στ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κι ἀφοῦ βαφτιστῆ καθένας θὰ πέση καὶ σὲ πειρασμοὺς. Θὰ τὸν ὁδηγήσουν ἴσως δὲ βασιλιάδες κι ἄρχοντες, ἐξ αἰτίας τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὸν ἐθεράπευσε. Πρέπει λοιπὸν νὰ εἴμασατε σταθεροὶ καὶ νὰ στεκώμαστε ἀκλόνητα στὴν ὁμολογία μας, νὰ μὴ μᾶς ὁδηγῆ ὁ φόβος στὴν ἄρνηση ἀλλὰ νὰ γίνωμε, ἄν χρειαστῆ ἀποδιωγμένοι κι ἀποσυγάγωγοι κατὰ τὸ λόγο «θὰ σᾶς μισήσουν ὅλοι γιὰ τὄνομά του καὶ θὰ σᾶς κάνουν ἀποσυνάγωγους». Κι ἄν βγάλουν ἔξω οἱ ἄνθρωποι αὐτὸν ποὺ θὰ ὁμολογήση, μισῶντας τον ἐξ αἰτίας τῆς ἀληθειας καὶ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ἀκριβὰ τους, τὸν πλοῦτο καὶ τὴν δόξα, θὰ τὸν εὕρη ὁ Ἰησοῦς καὶ πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι τὸν ἀτίμησαν οἱ ἐχθροὶ του, θὰ τὸν τιμήση ὁ Χριστὸς μὲ βαθύτερη ἐπίγνωση καὶ καθαρώτερη πίστη. Θὰ προσκυνήση τότε περισσότερο τὸ Χριστό, ποὺ φαίνεται σὰν ἄνθρωπος, εἶναι ὅμως καὶ γιὸς τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ δὲν εἶναι διαφορετικὸς ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ Γιὸ τῆς Μαρίας, αὐτὴ εἷναι ἡ ἀσέβεια τοῦ Νεστορίου, ἀλλὰ ἕνας κι ὁ ἴδιος ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Πρόσεξε πῶς ὁ Κύριος, ὅταν ὀ τυφλὸς ρώτησε· ποιός εἶναι ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν, του ἀπάντησε· Καὶ τὸν ἔχεις δεῖ καὶ αὐτὸς ποὺ σοῦ μιλᾶ ἐκεῖνος εἶναι. Ποιὸς ὅμως μιλοῦσε; Ὄχι αὐτὸς ποὺ γέννησε ἡ Μαρία; Ὁ ἴδιος ἦταν ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ, διαφορὰ δὲν ὑπάρχει. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἁγία Μαρία εἶναι κυριολεκτικὰ Θεοτόκος, ἀφοῦ γἐννησε κατὰ σάρκα Γιὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἀδιαίρετος καὶ ἕνας, ἄν καὶ διπλός, καὶ εἶναι ὁ Κύριος ὁ Χριστός.
Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε. Ἐγὼ ἦρθα στὸν κόσμο τοῦτο γιὰ νὰ γίνη ξεχώρισμα, ὥστε αὐτοὶ ποὺ δὲ βλέπουν νὰ δοῦν κι αὐτοὶ ποὺ βλέπουν νὰ γίνουν τυφλοί. Τ’ ἄκουσαν αὐτὰ μερικοὶ Φαρισαῖοι, ποὺ ἦσαν μαζί του καὶ τοῦ εἶπαν μήπως εἴμαστε καὶ μεῖς τυφλοί; Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· Ἄν ἤσαστε τυφλοὶ δὲ θὰ εἴχατε ἁμαρτία. Τώρα ὅμως ἰσχυρίζοντες ὅτι βλέπετε· ἡ ἁμαρτία σας λοιπὸν μένει. Ἐπειδὴ εἶδε ὁ Κύριος ὅτι οἱ Φαρισαῖοι πιὸ πολὺ ζημιώθηκαν ἀπὸ τὸ θαῦμα καὶ δὲν ὠφελήθηκαν καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς ἄξιζε μεγαλύτερη καταδίκη, παρατηρεῖ ὅτι «ὅπως φαίνεται κι ὅπως καταντοῦν τὰ πράγματα» ἐγὼ ἦρθα γιὰ ξεχώρισα, ἀντὶ νὰ πῆ γιὰ μεγαλύτερη τιμωρία καὶ καταδίκη, γιὰ νὰ βλέπουν αὐτοὶ ποὺ δὲν βλέπουν κι αὐτοὶ ποὺ βλέπουν –οἱ Φαρισαῖοι- νὰ γίνουν τυφλοί, στὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὴ γέννησή του δὲν ἔβλεπε τώρα βλέπει καὶ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ νομίζουν ὅτι βλέπουν, ἔπαθαν τύφλωση τοῦ νοῦ. Δυὸ ἀναβλέψεις ἀναφέρει ἐδῶ καὶ δυὸ τυφλότητες. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ποὺ στέκουν μ’ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα πάντα μπροστὰ στὰ αἰσθητά, ἐπειδὴ νόμισαν ὅτι μιλοῦσε γιὰ ἀναπηρία τῆς αἰσθήσεως, ρωτοῦν μήπως εἴμαστε καὶ μεῖς τυφλοί; Τὴ σωματικὴ μόνο τύφλωση ὑπολόγιζαν. Ὁ Κύριος θέλοντας νὰ τοὺς δείξη ὅτι εἶναι καλύτερο νὰ εἶναι τυφλοὶ στὸ σῶμα παρὰ ἄπιστοι τοὺς λέει· ἄν ἤσατε τυφλοὶ, δὲ θὰ εἴχατε ἁμαρτία. Ἄν εἴχατε πάθε ἀναπηρία ἀπὸ φυσικὸ λόγο, θὰ δινόταν κάποια συγγνώμη γιὰ τὴ νόσο τῆς ἀπιστίας. Τώρα ὅμως ποὺ λέτε ὅτι βλέπετε καὶ μάλιστα ποὺ γίνατε αὐτόπτες τοῦ θαύματος μὲ τὸν τυφλό, ἀφοῦ ἐξακολουθῆτε νὰ ἔχετε ἀκόμα τὴ νόσο τῆς ἀπιστίας, δὲ εἶστε ἄξιοι γιὰ συγγνώμη. Ἡ ἁμαρτία σας ἔμεινε ἀνεξάλειπτη καὶ θὰ τιμωρηθῆτε περισσότερο, ἐπειδὴ δὲν ὁδηγεῖσθε στὴν πίστη ὕστερα ἀπὸ τὸσα θαύματα ποὺ βλέπετε. Ἴσως μποροῦσε κι ἔτσι νὰ ἐννοήση κανένας τὴ φράση «ἄν ἤσαστε τυφλοὶ δὲ θὰ εἴχατε ἁμαρτία». Σεῖς μὲ ρωτᾶτε τοὺς λέει γιὰ σωμτικὴ τύφλωση, ἐπειδὴ αὐτὴν μόνο ντρέπεσθε. Ἐγὼ ὅμως ἐννοῶ τὴν ψυχικὴ σας τύφλωση. Ἄν ἤσαστε τυφλοί, δηλαδὴ δὲν γνωρίζετε τὶς Γραφές, δὲ θὰ εἴχατε τόσο μεγάλη ἁμαρτία, ἀφοῦ θὰ ἁμαρτάνατε χωρὶς νὰ ξέρετε. Τώρα ὅμως λέτε ὅτι βλέπετε καὶ προβάλλετε τοὺς ἑαυτοὺς σας σὰν φρόνιμους καὶ νομομαθεῖς· ὥστε αὐτοκατδικάζεστε καὶ ἡ ἁμαρτία σας εἶναι μεγαλύτερη γιατὶ ἁμαρτάνετε ἐνῶ γνωρίζετε.

(Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου, “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, Τόμος Δεύτερος, Ἀθῆναι 1969)
Πηγή

ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥΜόλις ἀκούσαμε τὸν «υἱὸ τῆς βροντῆς», τὸν Ἰωάννη, ἢ μᾶλλον τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἀπὸ ἁλιέα καὶ χειροτέχνη τὸν ἔκαμε συγγραφέα καὶ κήρυκα Θείων ὄντως καὶ ὑψηλῶν ὑποθέσεων, νὰ μᾶς ἐκθέτει τὸ θαῦμα τῆς σωματικῆς καὶ πνευματικῆς ἀναβλέψεως τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Στὸ προηγούμενο κεφάλαιο ἀνέλυσε τὴν πολλὴ καὶ ἐκτεταμένη διάλεξη τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία καθωδηγοῦσε τὸν ἀπειθῆ καὶ δύστροπο ἑβραϊκὸ λαὸ στὴ θεογνωσία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, ἀπομακρύνοντας τὸν νοῦ τους ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς μοναρχίας· τοὺς ἄνοιγε τὴν πόρτα γιὰ νὰ περάσουν ἀπὸ τὴν νομικὴ παράδοση στὴ Χάρη, ὁδηγώντας τους ὁμαλά ἀπὸ τὴν Παλαιὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως κάποτε ἀπὸ τὴν ἔρημο πρὸς τὴν πλούσια καὶ εὔφορη γῆ. Read more


Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ ενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί του, λέγοντες· Διδάσκαλε, ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του, ὥστε νά γεννηθῇ τυφλός;»


1. «Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς». Ἐπειδή εἶναι πάρα πολύ φιλάνθρωπος καί φροντίζει διά τήν σωτηρίαν μας καί θέλων νά κλείσῃ τά στόματα τῶν ἀχαρίστων, δέν παραλείπει νά κάνῃ ἀπό ἐκεῖνα πού ἔπρεπε νά κάνῃ καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν ἐπρόσεχεν. Αὐτό λοιπόν γνωρίζων καλά καί ὁ προφήτης ἔλεγεν· «Διά νά δικαιωθῇς μέ τούς λόγους σου καί νά νικήσῃς μέ τήν κρίσιν σου» (Ψαλμ. 50, 6). Read more

Τοῦ ἐν Ἁγίοις ἡμῶν πατρὸς ἡμῶν Ἀνδρέου Κρήτης τοῦ Ἱεροσολυμίτου,
μεταφρασθὲν εἰς κοινὴν διάλεκτον (ὑπὸ Νικοδήμου Ἁγιορείτου)

Εὐλόγησον Πάτερ.

Πάντοτε μέν, καὶ πάντων τῶν ἄλλων ἁγίων μαρτύρων αἱ ἑορταὶ εἶναι λαμπραὶ καὶ ἐπίσημαι λαμπροτέρα ὅμως καὶ ἐπισημοτέρα εἶναι ἡ σήμερον ἑορταζομένη ἑορτή, Γεωργίου τοῦ ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος διότι ἡ τούτου παροῦσα πανήγυρις, ὄχι μόνον φέρει εἰς τὸν ἑαυτόν της τὴν μίμησιν τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, καὶ στολίζεται μὲ τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας τοῦ μάρτυρος, καὶ λαμρύνεται μὲ τῆς Ἀνοίξεως τὰ κάλλη καὶ χάριτας. Read more

Σήμερα ὁ Χριστὸς διαλαλεῖ σὲ μᾶς τοὺς ἄθλους τῆς Σαμαρείτιδος καὶ πρέπει τὸ φτωχὸ πλοιάριο τοῦ λόγου μου νὰ διαπλεύση τὸ πέλαγος τῶν κατορθωμάτων της. Βλέπω τὴν πίστη της καὶ θέλω νὰ φτιάξω τὸ ἐγκώμιό της καὶ μαζί σας νὰ ἐπαινέσω τὴν φτωχιὰ καὶ τὴν πλούσια, τὴν πόρνη καὶ τὴν ἀπόστολο, τὴν ἄσωτη καὶ τὴν πιστή, τὴν πολύγαμο καὶ πολυδύναμη, αὐτὴ ποὺ πολλοὺς ἐμόλυνε καὶ ποὺ τὸν μονογενῆ γιὸ τοῦ Θεοῦ ὑπηρέτησε. Αὐτὴ ποὺ μολύνθηκε καὶ καθαρίστηκε, ποὺ δίψασε κι ἐπιθύμησε νερὸ ζωντανό, καὶ κληρονόμησε τὰ νάματα τῆς χάρης τοὐρανοῦ. Read more

Ὁ ἄνθρωπος κλίνει φυσικὰ στό νά λυπῆται καὶ νά πονᾶ στίς δυστυχίες καὶ συμφορὲς τῶν ἄλλων. Ἴσως ἐπειδὴ εἶναι κοινὲς ἢ ἐπειδὴ ὅλοι εἴμεθα ἀπὸ τὸ ἴδιο φύραμα, ἢ ἐπειδὴ δεν γνωρίζει ὁ ἄνθρωπός «τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα». Δέν εἶναι βέβαιος ὅτι ἀργότερα δέν θὰ φυτρώσουν στόν ἴδιον οἱ ἄκανθες τῶν πόνων τίς ὁποῖες βλέπει σὲ ἄλλους. Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους δικαίως σύρεται κανεὶς σὲ συμπαθῆ διάθεση, ὅταν θεωρεῖ τίς ἀσθένειες καὶ τοὺς πόνους τῶν συνανθρώπων του. Ποῖος, λοιπόν, θὰ ἤταν τόσο σκληρὸς στήν καρδία, τόσο θηριογνώμων στήν διάθεση ὥστε να μὴ συλλυπηθεῖ καὶ νά μὴ συμπονέση σήμερα, ἀκούγοντας ἀπὸ τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον τοὺς πολλοὺς ἐκείνους χρόνους, τοὺς ὁποίους ἐπέρασεν ὁ σημερινὸς παράλυτος κατάκοιτος, σὰν ἀναίσθητος λίθος, ἐπάνω σὲ ἕνα κρεββάτι; Ποίου ἡ ψυχὴ δέν θὰ πονοῦσε ἀκούγοντάς πῶς αὐτὸς ὁ ταλαίπωρος ἤταν ὄχι μόνον παράλυτος ἀλλὰ καὶ εὑρίσκετο σὲ ἐσχάτην πτωχεία, καὶ γι’ αὐτὸ ἤταν ἔρημος ἀπὸ φίλους, γυμνὸς ἀπὸ συγγενεῖς; Ποῖος νά μὴ συλλυπηθεῖ, ὅταν συλλογισθὴ ὄχι μόνον τοὺς πόνους πού τοῦ προκαλοῦσε ἡ βαρυτάτη ἀσθένεια τῆς παραλυσίας, ἀλλὰ ἀκόμη τὴν λύπη καὶ τὸ παράπονο πού ᾐσθάνετο ὅταν ἔβλεπε τὸν Ἄγγελο νά ταράσσει τὸ ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας, νά ἰατρεύεται ἄλλος καὶ νά φεύγει, καὶ ὁ ἴδιος να κείτεται πάντοτε ἐκεῖ; Μοῦ φαίνεται, λοιπόν, πὼς ὅσοι χρόνοι ἐπερνούσαν καὶ ὅσοι ἀσθενεῖς ἰατρεύοντο, τόσες πληγὲς ἐδέχετο ὁ δυστυχισμένος αὐτὸς παράλυτος, συλλογιζόμενος πῶς οἱ ἄλλοι ὅλοι εἶχαν συγγενεῖς καὶ φίλους, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐβοηθούσαν στήν θεραπείαν τους, ἐνῶ γι’ αὐτὸν δέν εὑρέθη ποτὲ σὲ τόσους χρόνους οὔτε φίλος οὔτε συγγενὴς νά τὸν βοηθήσῃ γιά νά ἰατρευθεῖ. Ποῖος, λοιπόν, εἶναί πού θὰ συλλογισθεῖ τὴν ἐσχάτην αὐτὴν πτωχεία τοῦ παραλύτου καὶ δέν θὰ λυπηθεῖ μαζὶ του; Καὶ καθὼς δεν ὑπάρχει κανείς πού νά μὴν παρακινηθεῖ σὲ συμπάθεια ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐσχάτη δυστυχία τοῦ παραλύτου, ὁμοίως δέν εὑρίσκεται κανείς πού νά μὴν ἀγανακτήσει καὶ να μὴν παρασυρθεῖ σὲ θυμὸν καὶ ὀργὴν ὅταν ἴδῃ ὅτι κάποιος ἄλλος παρόμοιος παράλυτος, ἔχοντας ἄνθρωπόν πού στέκεται πάντοτε πρόθυμος, ἕτοιμος νά τοῦ δώσει τὴν θεραπείαν, αὐτὸς παρακινημένος ἀπὸ τὴν ἰδικὴν του ἐθελοκακίαν καὶ ἀγνωσίαν, ἀναβάλλει τὸν χρόνον τῆς θεραπείας του, ἠμπορεῖ καὶ δεν θέλει νά σηκωθεῖ μέσα ἀπὸ τὸν τάφον ἐκεῖνον τῆς ἀσθενείας; Τοιοῦτον παράλυτον, τοιοῦτον ἀσθενή, ποῖος θὰ τὸν ἀκούσῃ καὶ δέν θὰ ἀγανακτήσῃ; Ποῖος θὰ τὸν ἴδη καὶ δέν θὰ ὀργισθεῖ ἐναντίον του; Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νά εὑρεθεῖ, θά μοῦ εἴπη κάποιος, τοιοῦτος ἀνόητος ἀσθενής, τοιοῦτος ἀναίσθητος παράλυτος, ποῦ νά ἀποστρέφεται τὸν ἰατρὸν του; Νά μὴ θέλῃ τὴν ὑγείαν του, ἀλλὰ νά προτιμᾶ νά εἶναι λεπρωμένος παρὰ καθαρός, νά εἶναι συζώντανος ἐνταφιασμένος μέσα στούς πόνους, μέσα στήν δυσωδία τῆς ἀσθενείας; Ναί, εἶναι πολλοί. Τόσοι, ὅσοι καὶ οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, οἱ ὁποῖοι μένουν κατάκοιτοι, παράλυτοι, ἀκίνητοι στήν ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὅλους αὐτοὺς εἰκονίζει ὁ παράλυτος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποστρέφεται τὸν ἰατρὸν του, ἐκεῖνος πού εἶχε ἄνθρωπον, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ νά τὸν ἰατρεύση σὲ μία στιγμή, χωρὶς νά χρειάζεται ἄγγελο νά ταράξῃ τὸ ὕδωρ μίαν φορὰ τὸν χρόνο, ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι «ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος», καὶ μάλιστα ἔχει στήσει πολλὲς φορὲς κολυμβῆθρες ἐμπρὸς στούς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ὅσα μυστήρια, ὅσοι σταλαγμοὶ δακρύων τῆς μετανοίας, τόσες καὶ οἱ θεραπευτικὲς ἀναταραχές. Ὄσες στιγμὲς ἔχει ἡ ὥρα, τόσες φορὲς καὶ ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος εἶναι ἕτοιμος να δώσῃ τὴν συγχωρήση γιά νά ἰατρεύση τὴν λέπραν τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅμως ὁ ἁμαρτωλός, ὁ πνευματικὼς παράλυτος, σφαλίζει τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ να μὴν ἴδῃ τὸν ἰατρόν, προτιμᾶ νά εἶναι νεκρός, κατάκοιτος στήν ἁμαρτία παρὰ ζωντανὸς στήν ἀρετή.

Read more

«Ἴδε ὑγιὴς γέγονας• μηκέτι ἁμάρτανε, ἴνα μὴ χεῖρον σοὶ τί γένηται» (Ἰω. 5, 14)

«ΠΡΟΣΕΞΕ, ἔχεις γίνει καλά• ἀπὸ δῶ καὶ πέρα μὴν ἁμαρτάνεις, γιὰ νὰ μὴν πάθεις τίποτα χειρότερο». Αὐτὴ τὴ συμβουλὴ ἔδωσε ὁ Κύριος στὸν παράλυτο ποὺ θεράπευσε, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί! Ἡ συμβουλὴ τοῦ Κυρίου ἔχει καὶ γιὰ μᾶς πολὺ μεγάλη σημασία. Κι αὐτό, γιατί μας πληροφορεῖ ὅτι γιὰ τὶς ἀσθένειες καὶ τὰ ἄλλα δεινά της ἐπίγειας ζωῆς μας εὐθύνονται οἱ ἁμαρτίες μας. Καὶ ὅταν ὁ Θεός μας ἀπάλλαξει ἀπὸ μίαν ἀσθένεια ἢ ἄλλη δυστυχία, τότε, ἂν ἀρχίσουμε πάλι νὰ ζοῦμε ἁμαρτωλά, θὰ μᾶς βροῦν νέα δεινά, χειρότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα, ποὺ ἦταν παιδαγωγικὲς καὶ σωφρονιστικὲς θεῖες τιμωρίες. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν θλίψεων τοῦ ἀνθρώπου στὸν χρόνο καὶ στὴν αἰωνιότητα. Read more