Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Θείας Λειτουργίας.
Κατὰ Ματθαῖον, (Κεφ. στ΄ 22 – 33.)

Ὁ λύχνος τοῦ σώματος ἐστιν ὁ ὀφθαλμός, ἐὰν οὒν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοὺς ἤ, ὅλον το σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται, ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ἤ, ὅλον το σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὒν τὸ φῶς τὸ ἐν σοῖ σκότος ἐστι, τὸ σκότος πόσον; Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν, ἡ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἡ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῶ δουλεύειν καὶ μαμωνά.

Διὰ τοῦτο λέγω ὑμίν, μὴ μεριμνᾶτε τὴ ψυχὴ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε, οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς, καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτὰ’ οὒχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; Τὶς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; Καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; Καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει, οὐ κοπιὰ οὐδὲ νήθει, λέγω δὲ ὑμὶν ὅτι οὐδὲ Σολομῶν ἐν πάση τὴ δόξη αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων.Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῶ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μὴ οὒν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; Πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ’ οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρώτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμίν.

Ἀπόδοση.
Εἶπε ὁ Κύριος: « Τὸ λυχνάρι τοῦ σώματος εἶναι τὰ μάτια. Ἂν λοιπὸν τὰ μάτια σου εἶναι γερά, ὅλο σου τὸ σῶμα θὰ εἶναι στὸ φῶς. Ἂν ὅμως τὰ μάτια σου εἶναι χαλασμένα, ὅλο σου τὸ σῶμα θὰ εἶναι στὸ σκοτάδι. Κι ἂν τὸ φῶς ποὺ ἔχεις, μεταβληθεῖ σὲ σκοτάδι, σκέψου πόσο θὰ ’ναι τὸ σκοτάδι! Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δοῦλος σὲ δύο κυρίους• γιατί ἢ θὰ μισήσει τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσει τὸν ἄλλο, ἢ θὰ στηριχτεῖ στὸν ἕνα καὶ θὰ περιφρονήσει τὸν ἄλλο. Δὲν μπορεῖτε νὰ εἶστε δοῦλοι κι στὸ Θεὸ καὶ στὸ χρῆμα. Γι’ αὐτό, λοιπόν, σᾶς λέω: Μὴ μεριμνᾶτε γιὰ τὴ ζωή σας, τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιεῖτε, οὔτε γιὰ τὸ σῶμα σας, τί θὰ ντυθεῖτε. Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι σπουδαιότερη ἀπὸ τὴν τροφή; Καὶ τὸ σῶμα δὲν εἶναι σπουδαιότερο ἀπὸ τὸ ντύσιμο; Κοιτάξτε τὰ πουλιὰ ποῦ δὲν σπέρνουν οὔτε θερίζουν οὔτε συνάζουν ἀγαθὰ σὲ ἀποθῆκες, κι ὅμως ὁ οὐράνιος Πατέρας σᾶς τὰ τρέφει• ἐσεῖς δὲν ἀξίζετε πολὺ περισσότερο ἀπ’ αὐτά; Κι ἔπειτα, ποιὸς ἀπὸ σᾶς μπορεῖ μὲ τὸ ἄγχος του νὰ προσθέσει ἕναν πῆχυ στὸ ἀνάστημά του; Καὶ γιατί τόσο ἄγχος γιὰ τὸ ντύσιμό σας; Ἃς σᾶς διδάξουν τὰ ἀγριόκρινα, πῶς μεγαλώνουν: δὲν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν• κι ὅμως σᾶς βεβαιώνω πὼς οὔτε ὁ Σολομῶν σ’ ὅλη του τὴ μεγαλοπρέπεια δὲν ντυνόταν ὅπως ἕνα ἀπὸ αὐτά. Ἂν ὅμως ὁ Θεὸς ντύνει ἔτσι τὸ ἀγριόχορτο, ποῦ σήμερα ὑπάρχει κι αὔριο θὰ τὸ ρίξουν στὴ φωτιά, δὲ θὰ φροντίσει πολὺ περισσότερο γιὰ σᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μὴν ἔχετε, λοιπόν, ἄγχος καὶ μὴν ἀρχίσετε νὰ λέτε: ‘‘ τί θὰ φᾶμε;’’ ἤ: ‘‘ τί θὰ πιοῦμε;’’ ἤ: ‘‘ τί θὰ ντυθοῦμε;’’ γιατί γιὰ ὅλα αὐτὰ ἀγωνιοῦν ὅσοι δὲν ἐμπιστεύονται τὸ Θεὸ• ὁ οὐράνιος ὅμως Πατέρας σᾶς ξέρει καλὰ ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπ’ ὅλα αὐτά. Γι’ αὐτὸ πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ ἐπιζητεῖτε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπικράτηση τοῦ θελήματός του, κι ὅλα αὐτὰ θὰ ἀκολουθήσουν.»
Ἐπιμέλεια, Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.


Ὁμιλία ΙΗ – 18η, τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, εἰς τὸ «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν».

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς δὲν εἶναι λιγότερο ἀπὸ τοὺς ἀπίστους προσκολλημένοι στὴν κακία. Μερικοὶ μάλιστα πολὺ περισσότερο ἀπὸ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ ἐκείνους εἶναι ἀναγκαῖο νὰ εἰποῦμε: «Ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοὶ (θὰ σὲ φωτίσει δηλαδὴ) ὁ Χριστός». Πρὸς αὐτοὺς ἁρμόζει νὰ εἰποῦμε καὶ τοῦτο: «Ὁ Θεὸς οὐκ ἐστὶ νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων». Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν, ἃς ζήσουμε.

Ὡστόσο μερικοὶ λέγουν ὅτι εἶναι ὑπερβολὴ αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος, ὅτι ὁ πλεονέκτης εἶναι εἰδωλολάτρης. Δὲν εἶναι ὅμως ὑπερβολικὸς ὁ λόγος, ἀλλὰ ἀληθινός. Γιατί καὶ μὲ ποιὸ τρόπο; Διότι ὁ πλεονέκτης ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως ἀκριβῶς ὁ εἰδωλολάτρης. Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσεις ὅτι ἔτσι ἁπλῶς τὸ εἶπε, εἶναι ἀπόφασις τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος λέγει: «Οὐ δύνασθε Θεῶ δουλεύειν καὶ μαμμωνά». Ὅποιοι ὑπηρετοῦν τὸν μαμμωνά, ἔχουν ἐκβάλει τοὺς ἑαυτούς των ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ ἀρνήθηκαν τὴν ἐξουσία του καὶ ἔγιναν δοῦλοι στὸν ἄψυχο χρυσό, βεβαίως εἶναι εἰδωλολάτρες.
Ἀλλὰ θὰ εἰπεῖς, δὲν ἔκαμα εἴδωλο οὔτε ἔστησα βωμό, οὔτε ἐθυσίασα πρόβατο, οὔτε προσέφερα οἶνον ὡς σπονδή, ἀλλὰ στὴν ἐκκλησία ἦλθα, καὶ ὕψωσα τὰ χέρια μου στὸν μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ μετέχω τῶν μυστηρίων, καὶ λαμβάνω μέρος στὴν προσευχὴ καὶ σὲ ὅλα τα ἄλλα, τὰ ὁποῖα ἁρμόζουν στὸν χριστιανό. Πῶς, λοιπόν, προσκυνῶ τὰ εἴδωλα;

Αὐτό, μάλιστα, εἶναι καὶ τὸ πλέον θαυμαστό, ὅτι ἐνῶ ἔχεις λάβει πείρα καὶ ἐγεύθεις τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶδες ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἀγαθός, ἐγκατέλειψες τὸν ἀγαθὸν καὶ ἀπεδέχθεις τὸν ὠμὸ τύραννο, καὶ προσποιεῖσαι μὲν ὅτι ὑπηρετεῖς αὐτόν, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ὑπέταξες τὸν ἑαυτό σου στὸν σκληρὸ καὶ φοβερὸ τύραννό της φιλαργυρίας. Καὶ δὲν μοῦ ἀνέφερες ἀκόμη κάποιο ἰδικό σου κατόρθωμα, ἀλλὰ τὰ δῶρα τοῦ Δεσπότου. Εἰπέ μου, σὲ παρακαλῶ, ἀπὸ τί κρίνουμε τὸν στρατιώτη, ὅταν ἀνήκει στὴ σωματοφυλακὴ τοῦ βασιλέως, καὶ τρέφεται ἀπὸ αὐτόν, καὶ ἀποκαλεῖται ἄνθρωπος ἰδικός του, ἢ ὅταν δὲν ἔχει τὰ ἴδια μὲ ἐκεῖνον φρονήματα, καὶ προσποιεῖται μὲν ὅτι εἶναι μὲ τὸ μέρος του καὶ τὸν ὑπηρετεῖ, προτιμᾶ ὅμως τὰ ἔργα τῶν ἐχθρῶν; Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι τὸν ἐκτιμοῦμε ὅταν ἀνήκει στὴ σωματοφυλακὴ τοῦ βασιλέως. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἄξιος σκληροτέρας τιμωρίας ἀπὸ ὅ,τι θὰ ἦταν ἐὰν ἀποχωροῦσε ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ βασιλέως, καὶ προσχωροῦσε στοὺς ἐχθρούς. Καὶ σὺ λοιπὸν ὑβρίζεις τὸν Θεὸ σὰν εἰδωλολάτρης, ὄχι μὲ ἕνα στόμα, τὸ ἰδικό σου, ἀλλὰ μὲ τὰ μύρια των ἀδικημένων.
Ἀλλὰ δὲν εἶναι, λέγει, εἰδωλολάτρης.

Ὅταν λοιπὸν λέγουν οἱ ἐθνικοί, «ὁ χριστιανὸς ὁ πλεονέκτης», τότε δὲν ὑβρίζει μόνον αὐτὸς μὲ ὅσα πράττει, ἀλλὰ ἀναγκάζει καὶ τοὺς ἀδικημένους νὰ τὸ λέγουν, καὶ μάλιστα πολλὲς φορές. Καὶ ἂν δὲν τὸ λέγουν αὐτό, πρέπει νὰ καταλογισθεῖ στὴν εὐλάβειά τους. Ἢ μήπως δὲν βλέπουμε ἔτσι νὰ γίνονται τὰ πράγματα; Τί ἄλλο κάνει ὁ εἰδωλολάτρης; Δὲν προσκυνᾶ κι αὐτὸς πολλὲς φορὲς τὰ πάθη, ἀφοῦ εἶναι ὑποδουλωμένος σ’ αὐτά; Ἐξηγῶ τί ἐννοῶ. Ἐὰν εἰποῦμε ὅτι προσκυνᾶ εἴδωλα, αὐτὸς λέγει: ὄχι, τὴν ‘Ἀφροδίτη προσκυνῶ καὶ τὸν Ἄρη. Καὶ ἂν εἰποῦμε «ποία εἶναι αὐτὴ ἡ ‘Ἀφροδίτη;» οἱ συνετότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ἀπαντοῦν: ἡ ἡδονή. Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ Ἄρης; Ὁ Θυμός. Ἔτσι καὶ σὺ μὲ τὸν μαμμωνά. Ἐὰν ρωτήσουμε ποιὸς εἶναι ὁ μαμμωνάς; Ἡ πλεονεξία. Καὶ σὺ τὴν προσκυνᾶς; Δὲν τὴν προσκυνῶ, λέγει. Γιατί, ἐπειδὴ δὲν γονυπετεῖς ἐμπρός της; Ἀλλὰ τώρα πολὺ περισσότερο τὴν προσκυνᾶς, μὲ τὰ ἔργα καὶ τὰ πράγματα. Διότι αὐτὴ ἡ προσκύνησις εἶναι μεγαλυτέρα. Καὶ γιὰ νὰ μάθεις, κοίτα τί συμβαίνει μὲ τὰ τοῦ Θεοῦ, ποιοὶ τὸν προσκυνοῦν περισσότερο, ἐκεῖνοι ποῦ ἁπλῶς παρίστανται στὶς προσευχές, ἢ ἐκεῖνοι ποῦ πράττουν τὸ θέλημά του; Βεβαίως αὐτοὶ ποὺ πράττουν τὸ θέλημά του. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὸν μαμμωνά. Τὸν προσκυνοῦν κυρίως, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν τὸ θέλημά του. Ἂν καὶ πολλὲς φορὲς συμβαίνει, ἐκεῖνοι οἱ ὅποιοι προσκυνοῦν τὰ προσωποποιημένα πάθη, νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ αὐτά. Θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἰδεῖ κάποιος πολλὲς φορὲς τὸν ὑπηρέτη τοῦ Ἄρη νὰ εἶναι κύριος του θυμοῦ, ἐνῶ μὲ σένα δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο, καθὼς εἶσαι ὑποδουλωμένος στὸ πάθος.
Δὲν σφάζεις πρόβατα, λέγεις. Φονεύεις ὅμως ἀνθρώπους καὶ ψυχὲς λογικές, ἄλλες μὲ λιμό, ἄλλες μὲ βλασφημίες. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ὀργιαστικότερο ἀπὸ τὴ θυσία αὐτή. Ποιὸς εἶδε ποτὲ ψυχὲς νὰ σφάζονται; Εἶναι καταραμένος ὁ βωμὸς τῆς πλεονεξίας. Διότι, ἐὰν ἔλθεις σὲ τοῦτο τὸν βωμὸ τῶν εἰδώλων, θὰ αἰσθανθεῖς δυσάρεστη ὀσμὴ αἱμάτων αἰγῶν καὶ βοδιῶν, ἐνῶ ἂν ἔλθεις στὸν βωμὸ τῆς πλεονεξίας, θὰ ἰδεῖς τὴ φοβερὰ δυσωδία ποὺ ἀποπνέουν τὰ ἀνθρώπινα αἵματα. Ἐὰν σταθεῖς ἐδῶ, δὲν θὰ ἰδεῖς νὰ καίγονται πτερὰ ὀρνίθων οὔτε νὰ ἀναδίδεται κνίσα καὶ καπνός, ἀλλὰ νὰ καταστρέφονται σώματα ἀνθρώπων. Διότι ἄλλοι μὲν ἔρριψαν τοὺς ἑαυτούς των σὲ κρημνούς, ἄλλοι ἔδεσαν βρόχο, καὶ ἄλλοι διαπέρασαν ξίφος στὸν λαιμό. Εἶδες θυσίες ὠμὲς καὶ ἀπάνθρωπες; Θέλεις νὰ ἰδεῖς καὶ φοβερότερες ἀπὸ αὐτές; Ἐγὼ θὰ σοῦ δείξω ἐκεῖ ὄχι πλέον σώματα ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ψυχὲς ἀνθρώπων νὰ κατασφάζονται. Διότι εἶναι δυνατὸν νὰ σφάζεται καὶ ἡ ψυχή. Μὲ τὴ σφαγὴ ποὺ ἁρμόζει σ’ αὐτή. Ὅπως ὑπάρχει θάνατος σώματος, ἔτσι ὑπάρχει καὶ ψυχῆς. «Ψυχὴ γὰρ ἡ ἁμαρτάνουσα», λέγει, «αὐτὴ καὶ ἀποθανεῖται». Δὲν εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς ὅπως τοῦ σώματος, ἀλλὰ πολὺ φοβερότερος. Διότι αὐτὸς μέν, ὁ σωματικὸς θάνατος, διαχωρίζοντας τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, τὸ ἕνα το ἀναπαύει ἀπὸ τὶς πολλὲς φροντίδες καὶ τοὺς κόπους, τὴν ἄλλη τὴν ἀποστέλλει σὲ χῶρο φανερό. Ἔπειτα, ἀφοῦ τὸ σῶμα διαλυθεῖ καὶ φθαρεῖ μὲ τὸν χρόνο, συναρμολογεῖται πάλι ἐν ἀφθαρσία, καὶ ἀπολαμβάνει τὴν ψυχή του.

Τέτοιος εἶναι ὁ σωματικὸς θάνατος. Ὁ ψυχικὸς ὅμως εἶναι φριχτὸς καὶ φοβερός. Διότι, ἐὰν ἡ ψυχὴ διαλυθεῖ, δὲν παραπέμπει τὸ σῶμα ἀμέσως στὴ γῆ, ὅπως κάνει στὸν σωματικὸ θάνατο, ἀλλὰ ὅταν συνδεθεῖ πάλι μὲ τὸ ἀφθαρτοποιημένο σῶμα, τὸ καταποντίζει στὸ πῦρ τὸ ἄσβεστο. Ὅπως λοιπὸν ὑπάρχει θάνατος ψυχῆς, ἔτσι ὑπάρχει καὶ σφαγὴ ψυχῆς. Τί εἶναι σφαγὴ σώματος; Τὸ νὰ νεκρωθεῖ καὶ νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν ἐπενέργεια τῆς ψυχῆς. Τί εἶναι σφαγὴ τῆς ψυχῆς; Καὶ αὐτὴ νέκρωσις εἶναι.
Τί ὅμως εἶναι νέκρωσις τῆς ψυχῆς; Ὅπως τὸ σῶμα νεκρώνεται ὅταν τὸ ἐγκαταλείπει ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ νεκρώνεται ὅταν τὴν ἐγκαταλείψει ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὲς οἱ σφαγὲς γίνονται κυρίως στὸν βωμὸ τῆς πλεονεξίας. Δὲν χορταίνουν οὔτε ἀρκοῦνται στὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά, ἐὰν δὲν προσφέρεις ὡς θυσία καὶ τὴν ἴδια τὴν ψυχή, δὲν ἱκανοποιεῖται ὁ βωμὸς τῆς πλεονεξίας, ἐὰν δηλαδὴ δὲν δεχθεῖ καὶ τῶν δύο τὶς ψυχές, τοῦ θύτη καὶ τοῦ θύματος. Διότι πρέπει νὰ θυσιάσει ὁ νεκρὸς τὸν μέχρι τώρα ζωντανό. Πράγματι, ὅταν βλασφημεῖ, ὅταν κακολογεῖ, ὅταν δυσανασχετεῖ, δὲν εἶναι αὐτὲς οἱ πληγὲς τῆς ψυχῆς ἀνίατες; Εἶδες ὅτι δὲν εἶναι ὑπερβολικὸς ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου;
Ἄκου λοιπὸν κι ἄλλο γιὰ νὰ μάθεις πὼς ἡ πλεονεξία εἶναι εἰδωλολατρία, καὶ φοβεροτέρα ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Οἱ εἰδωλολάτρες προσκυνοῦν τὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐσεβάσθησαν, λέγει, καὶ ἐλάτρευσαν τὴν κτίση μᾶλλον παρὰ τὸν κτίσαντα. Καὶ σὺ προσκυνᾶς τὸ κτίσμα τὸ ἰδικό σου. Διότι τὴν πλεονεξία δὲν τὴν ἐδημιούργησε ὁ Θεός, ἀλλὰ τὴν ἐφεῦρε ἡ ἄμετρος ἀπληστία σου. Καὶ κοίτα τὸ κωμικοτραγικό. Ἐκεῖνοι ποὺ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα, τιμοῦν αὐτὰ τὰ ὅποια προσκυνοῦν, καὶ ἐὰν κάποιος τὰ κακολογήσει ἢ τὰ ὑβρίσει, ἐξανίστανται. Ἐσὺ ὅμως, σὰν νὰ ἔχεις καταληφθεῖ ἀπὸ κάποια μέθη, προσκυνᾶς κάτι τὸ ὁποῖο ὄχι μόνον δὲν εἶναι ἀπηλλαγμένο ἀπὸ κατηγορία, ἀλλὰ εἶναι καὶ γεμάτο ἀπὸ ἀσέβεια. Ὥστε εἶσαι μᾶλλον πολὺ χειρότερος ἀπὸ αὐτούς, διότι δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἀπολογηθεῖς ὅτι δὲν εἶναι κακό. Καὶ ἐκεῖνοι βέβαια εἶναι ἐντελῶς ἀναπολόγητοι, ἐσὺ ὅμως εἶσαι πολὺ περισσότερο, ἐπειδὴ συνεχῶς κατηγορεῖς τὴν πλεονεξία καὶ κακίζεις ὅλους ἐκείνους ποὺ τὴν ὑπηρετοῦν, καὶ εἶναι δοῦλοι της, καὶ τὴν ἀκολουθοῦν.
Ἀλλὰ ἐὰν θέλετε, ἃς ἐξετάσουμε ἀπὸ ποῦ εἰσῆλθε ἡ εἰδωλολατρία. Λέγει ἕνας σοφὸς ὅτι κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος, βασανιζόμενος ἀπὸ τὸ πένθος γιὰ τὸν πρόωρο θάνατο τοῦ υἱοῦ του, μὴν ἔχοντας καμία παρηγορία, ἐπινόησε τὸ ἀκόλουθο τέχνασμα γιὰ νὰ τὸν παρηγορήσει στὸν πόνο του. Ἔκανε μιὰ ἄψυχη εἰκόνα τοῦ ἀποθανόντος υἱοῦ του, καὶ βλέποντας τὴν ἐνόμιζε ὅτι διὰ μέσου αὐτῆς ἔχει κοντά του ἐκεῖνον. Κάποιοι δὲ ἄνθρωποι κόλακες, τῶν ὁποίων θεὸς ἦταν ἡ κοιλία, λατρεύοντας τὴν εἰκόνα γιὰ νὰ τιμήσουν ἐκεῖνον, προήγαγαν τὴ συνήθεια σὲ εἰδωλολατρία. Ἑπομένως, ἀπὸ ἀσθένεια ψυχῆς εἰσήχθη ἡ εἰδωλολατρία, ἀπὸ παράλογη συνήθεια, ἀπὸ ὑπερβολή. Ἡ πλεονεξία ὅμως δὲν εἰσήχθη μὲ τὸν ἴδιον τρόπο, ἀλλὰ ἀπὸ ἀσθενῆ μὲν ψυχή, πλὴν ὅμως χειροτέρα. Διότι δὲν τὴν εἰσήγαγε κάποιος ποὺ ἔχασε τὸν υἱό του, οὔτε ζητώντας παρηγορία οὔτε παρασυρόμενος ἀπὸ κόλακες. Ἀλλὰ πῶς; Ἐγὼ θὰ σᾶς εἰπῶ. Ὁ Κάιν φέρθηκε μὲ πλεονεξία στὸν Θεό, διότι αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ δοθοῦν σ’ ἐκεῖνον τὰ κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ μείνουν σ’ αὐτόν, τὰ προσέφερε σ’ ἐκεῖνον, καὶ ἔτσι τὸ κακὸ ἄρχισε ὡς προσβολὴ τοῦ Θεοῦ. Διότι ἐὰν ἐμεῖς εἴμεθα τοῦ Θεοῦ, πολὺ περισσότερο εἶναι οἱ ἀπαρχὲς τῶν κτημάτων μας.

Ἡ σαρκικὴ ὁρμὴ ἐπίσης πρὸς τὶς γυναῖκες, ἀπὸ τὴν πλεονεξία προῆλθε. «Εἶδον τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐξεκυλίσθησαν πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν».
Ἀπὸ αὐτὰ πάλι προῆλθε ἡ ἐπιθυμία πρὸς τὰ χρήματα. Διότι τὸ νὰ θέλει κάποιος νὰ ἔχει περισσότερα ἀπὸ τὸν πλησίον του στὰ βιοτικά, ἀπὸ τίποτε ἄλλο δὲν προκαλεῖται, παρὰ ἀπὸ τὸ ὅτι ἐψυχράνθη ἡ ἀγάπη. Τὸ νὰ θέλει κανεὶς νὰ ἔχει περισσότερα, δὲν προέρχεται ἀπὸ τίποτε ἄλλο παρὰ ἀπὸ ἀπελπισία καὶ μισανθρωπία καὶ ὑπεροψία. Δὲν βλέπεις πόσο μεγάλη εἶναι ἡ γῆ, πόσο πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅσο χρειάζεσαι εἶναι ὁ οὐρανός; Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Θεὸς ἔδωσε τόσο μεγάλο μέγεθος στὰ κτίσματα, γιὰ νὰ σβήσει τὴν πλεονεξία σου. Ἐσὺ δέ, παρ’ ὅλα αὐτά, ἁρπάζεις, καὶ μάλιστα ἀκούγοντας ὅτι ἡ πλεονεξία εἶναι εἰδωλολατρία, οὔτε ἔτσι φρίττεις; Τὴ γῆ θέλεις νὰ κληρονομήσεις; Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅμως θὰ στερήσεις τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὴν οὐράνια κληρονομία, ἀφοῦ ἤδη τὴν ἀγνοεῖς. Εἰπέ μου, ἐὰν κάποιος σου ἔδιδε τὴν ἐξουσία νὰ τὰ πάρεις ὅλα, ἄραγε δὲν θὰ τὸ ἤθελες; Ἔχεις τώρα αὐτὴ τὴ δυνατότητα, ἂν θέλεις. Ἂν καὶ μερικοὶ λέγουν ὅτι μὲ πολὺ πόνο μεταβιβάζουν σὲ ἄλλους τὴν περιουσία τους, καὶ θὰ προτιμοῦσαν νὰ τὴν εἶχαν καταφάγει οἱ ἴδιοι παρὰ νὰ βλέπουν ἄλλους νὰ γίνονται κύριοι αὐτῆς.

Οὔτε ἐγὼ σὲ ἀπαλλάσσω ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀσθένεια, διότι καὶ αὐτὸ εἶναι γνώρισμα ἀσθενοῦς ψυχῆς. Πλὴν ὅμως, καὶ ἂν ἀκόμη γίνει τοῦτο, στὴν διαθήκη σου ασε κληρονόμο τὸν Χριστό. Διότι ἔπρεπε ἤδη νὰ τὸν εἶχες ἀφήσει κληρονόμο ὅσο ἤσουν στὴν ζωή. Ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι γνώρισμα ὀρθῆς προαιρέσεως. Ἀλλὰ ὅμως, ἔστω κατ’ ἀνάγκην, γίνε φιλοτιμότερος. Διότι ὁ Θεὸς γι’ αὐτὸν τὸν λόγο πρόσταξε νὰ δίδουμε στοὺς πτωχούς, γιὰ νὰ μᾶς καταστήσει ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ φιλοσόφους, γιὰ νὰ μᾶς πείσει νὰ καταφρονοῦμε τὰ χρήματα, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει νὰ περιφρονοῦμε τὰ γήινα. Αὐτὸ δὲν εἶναι περιφρόνησις τῶν χρημάτων, νὰ τὰ διαθέτη κάποιος στὸν τάδε ἢ στὸν δείνα μετὰ τὸν θάνατό του. Τότε πλέον αὐτὰ ποὺ δίδεις δὲν εἶναι ἰδικά σου, ἀλλὰ τῆς ἀνάγκης. Δὲν γίνεσαι σὺ εὐεργέτης, ἀλλὰ ὁ θάνατος. Αὐτὸ δὲν εἶναι φιλοστοργία, ἀλλὰ καταναγκασμός. Ἀλλὰ ἃς γίνει κι ἔτσι. Ἔστω καὶ τότε ἀπάλλαξε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸ πάθος. ‘Ενθυμήσου πόσα ἔχεις ἁρπάξει, πόση πλεονεξία ἔχεις δείξει, καὶ ἀποδοσε τὰ τετραπλάσια. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπολογήσου στὸν Θεό.
Ἀλλὰ ὑπάρχουν μερικοὶ οἱ ὁποῖοι φθάνουν σὲ τέτοιο σημεῖο παραφροσύνης, ποὺ οὔτε τότε διακρίνουν τὸ ὀρθότερο, καὶ ἐνεργοῦν τὰ πάντα σὰν νὰ προσπαθοῦν νὰ καταστήσουν φοβεροτέρα γι’ αὐτοὺς τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ μακάριος Παῦλος λέγει στὴ συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς ἐκείνης: «Ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε». Ὁ δὲ πλεονέκτης εἶναι αὐτὸς ποὺ κατ’ ἐξοχὴν ζεῖ στὸ σκοτάδι καὶ διασκορπίζει πολὺ σκοτάδι σὲ ὅλα γύρω του. «Καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε», λέγει, «τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε».

Ἀκοῦστε, παρακαλῶ, ὅλοι ὅσοι δὲν θέλετε νὰ μισεῖσθε χωρὶς λόγο. Ἁρπάζει καὶ δὲν τὸν ἐλέγχεις; Φοβεῖσαι τὸ μίσος του, θὰ εἰπεῖς. Ἀφοῦ ὅμως δὲν διακινδυνεύεις χωρὶς λόγο, ἀλλὰ ἐλέγχεις δικαίως, γιατί φοβεῖσαι τὸ μίσος; Ἔλεγξε τὸν ἀδελφό, δέξου αὐτὴν τὴν ἔχθρα γιὰ τὴν πρὸς τὸν Χριστὸν ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπη. Ἐμπόδισε τὸν, ἀφοῦ βλέπεις ὅτι βαδίζει ὁλοταχῶς πρὸς τὸ βάραθρο. Διότι δὲν εἶναι γνώρισμα ἰδιαιτέρας φιλίας ἡ συμμετοχή μας σὲ κοινὸ γεῦμα, τὰ ὡραῖα λόγια, οἱ προσφωνήσεις καὶ ἡ κοινὴ ἀπόλαυση. Ἃς χαρίζουμε τέτοια δῶρα στοὺς φίλους μας ποὺ νὰ ἀπομακρύνουμε τὴν ψυχή τους ἀπὸ τὴν ὀργή. Βλέποντάς τους μέσα στὴν κάμινο τῆς κακίας, νὰ τοὺς ἀναστήσουμε.
Ἀλλὰ δὲν διορθώνεται, λέγεις. Κάμε ὅμως ἐσὺ ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐσένα, καὶ ἔτσι ἀπολογήσου στὸν Θεό. Μὴν κρύψεις τὸ τάλαντο. Γι’ αὐτὸ διαθέτεις λόγο καὶ γλώσσα καὶ στόμα, γιὰ νὰ διορθώνεις τὸν πλησίον. Μόνο τα ἄλογα ὄντα δὲν φροντίζουν γιὰ τὸν πλησίον, οὔτε εἶναι σὲ θέση νὰ εἰποῦν κάποιον λόγο γιὰ τὸν ἄλλο. Σὺ ὅμως ποὺ ἀποκαλεῖς τὸν Θεὸ πατέρα σου καὶ βλέπεις τὸν πλησίον σου, τὸν ἀδελφό σου, νὰ κάμει ἀμέτρητα κακά, προτιμᾶς τὴν εὐμένειά του ἀπὸ τὴν ὠφέλειά του; Μή, σὲ παρακαλῶ, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο τεκμήριο φιλίας ἀπὸ τὸ νὰ μὴν ἐγκαταλείπουμε στὴν ἁμαρτία τοὺς ἀδελφούς μας.

Εἶδες μισουμένους; Συμφιλίωσέ τους. Εἶδες πλεονέκτες; Ἐμπόδισέ τους. Εἶδες ἀδικουμένους; Ὑπεράσπισέ τους. Ὄχι ἐκείνους, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό σου πρῶτα εὐεργέτησες. Γι’ αὐτὸ εἴμεθα φίλοι, γιὰ νὰ ὠφελοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ἀλλιῶς θὰ ἀκούσει κανεὶς τὸν φίλο καὶ ἀλλιῶς τὸν τυχόντα. Τὸν τυχόντα ἴσως θὰ τὸν ὑποπτευθεῖ, ὁμοίως καὶ τὸν διδάσκαλο, τὸν φίλο ὅμως ὄχι. Γι’ αὐτό, παρακαλῶ, οὔτε σεῖς νὰ διστάζετε νὰ ἐλέγχετε, οὔτε νὰ δυσανασχετεῖτε, ὅταν σᾶς ἐλέγχουν. Διότι ὅσο διαπράττεται κάτι στὸ σκοτάδι, γίνεται μὲ μεγαλυτέρα εὐκολία, ὅταν ὅμως ὑπάρχουν πολλοὶ μάρτυρες, φωτίζεται.
Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἃς κάνουμε τὰ πάντα ὥστε νὰ ἀποτρέπουμε τὴ νέκρωση τῶν ἀδελφῶν μας, γιὰ νὰ διασκορπίσουμε τὸ σκότος, καὶ νὰ προσελκύσουμε τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Διότι ἐὰν εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐκπέμπουν τὸ φῶς, καὶ γι’ αὐτοὺς θὰ εἶναι εὔκολος ἡ ὁδὸς τῆς ἀρετῆς, καὶ οἱ εὑρισκόμενοι στὸ σκότος εὐκολότερα θὰ ἀποκαλύπτονται, ἀφοῦ ὅσο ἐντονότερο γίνεται τὸ φῶς, τόσο τὸ σκότος θὰ ἐξαφανίζεται. Ἐὰν ὅμως γίνεται τὸ ἀντίθετο, ὑπάρχει φόβος μὴ σβησθοῦν καὶ αὐτοί, ἀφοῦ ἡ πυκνότης, ποὺ δημιουργοῦν τὸ σκοτάδι καὶ οἱ ἁμαρτίες, θὰ ὑπερισχύει τοῦ φωτὸς καὶ θὰ καταργεῖ τὴ λάμψη του. Ἃς ἀντιληφθοῦμε λοιπὸν ὅτι τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς ὠφελοῦμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὥστε μὲ ὅλη μας τὴ βιοτὴ νὰ ἀναπέμπουμε δόξαν πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Θεό, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὢ πρέπει δόξα σὺν τῷ Παναγίω Πνεύματι εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων».
Ἐπιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλᾶς.

Πηγή