Ὁ ἐν Σμύρνη τελειωθεῖς [29.5.1802]

“Kαι Νάννος ὤφθη χαριτώνυμος νέος,
Μάρτυς Κυρίου· ὢ ἄκρας εὐδοξίας!”

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΦΑ: Ὁ Νεομάρτυς Νάννος ἢ Ἰωάννης μαρτύρησε στὴ Σμύρνη στὰ 1802 σὲ ἡλικία μόλις δεκαεπτὰ ἐτῶν. Γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ γονεῖς Μακεδόνες. Ὁ πατέρας τοῦ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀβρὲτ-Ἰσσάρ, σήμερα παλαιὸ Γυναικοκάστρο τοῦ Κιλκίς, τριάντα χιλιόμετρα βόρειά της Θεσσαλονίκης, στὴν κοιλάδα τοῦ Ἀξιοῦ, ἐνῶ ἡ μητέρα του ἀπὸ τὸ χωριὸ Λόκοβι τῆς Χαλκιδικῆς, [Ταξιάρχης]. Γνωρίστηκαν στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου κατοικοῦσαν, δημιούργησαν οἰκογένεια κι ἀπέκτησαν δύο ἀγόρια, τὸν πρωτότοκο Θεόδωρο καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ τὸν φώναζαν χαϊδευτικὰ Νάννο, γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὸν ὁμώνυμο πατέρα τοῦ Ἰωάννη1. Οἱ εὐσεβεῖς καὶ πιστοὶ στὸ Χριστὸ γονεῖς, μετέδωσαν τὴ φλόγα τῆς πίστης καὶ στὰ παιδιά τους. Ὁ Θεόδωρος ἤξερε λίγα γράμματα, ὁ Νάννος δὲν ἤξερε. Νωρὶς ὁ πατέρας πῆρε τὰ παιδιὰ στὴ δουλειά του καὶ τοὺς ἔκανε βοηθούς του στὸ τσαγκάρικό του [κάλφες].

Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Νάννος ἀρεσκόταν νὰ ἀκούει νὰ τοῦ διαβάζει ὁ Θεόδωρος βίους ἁγίων, κυρίως νεομαρτύρων, ἴσως ἀπὸ τὸ “Νέον Μαρτυρολόγιον”, ποὺ εἶχε ἐκδόσει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης το1794 τυπωμένο στὴ Βενετία.
ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ: Οἱ δουλειὲς τοῦ πατέρα στὴ Θεσσαλονίκη δὲν πήγαιναν ὅμως καλά. Ἔτσι, πῆρε τὴν ἀπόφαση κι ἔφυγε στὴ Σμύρνη μὲ τὸν μεγάλο του γιό, τὸν Θεόδωρο, κι ἄνοιξε ἐκεῖ τσαγκάρικο. Ἡ μάνα ἔμεινε μὲ τὸν Νάννο στὴ Θεσσαλονίκη, ἐνῶ κατὰ διαστήματα πατέρας καὶ μεγάλος γιὸς ἐπισκέπτονταν τὴν οἰκογένεια στὴ γενέτειρα τῶν παιδιῶν. Τελικὰ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1802 ὁ πατέρας πῆρε καὶ τὸν Νάννο στὴ Σμύρνη γιὰ νὰ δουλέψει κι’ αὐτὸς κάλφας στὸ μαγαζὶ τοῦ πατέρα του.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΦΑΣΗ: Ὁ Νάννος, μόλις 17 ἐτῶν, ὄμορφο γεροδεμένο παλικαράκι, ἀρχίζει νὰ βάζει στὸ μυαλὸ τοῦ τὴ σκέψη, τὴν ἀπόφαση καλύτερα, νὰ μαρτυρήσει. Ἔτσι, τὸ Μάιο τῆς ἴδιας χρονιᾶς, μὲ πλήρη ἄγνοια τῶν δικῶν του, ἀποφασίζει νὰ ἀσπαστεῖ τὸν ἰσλαμισμό, ἀμέσως μετὰ νὰ τὸν ἀρνηθεῖ καὶ ὡς ἀρνησίθρησκο οἱ τουρκικὲς ἀρχὲς νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ μαρτυρικὸ θάνατο, ἀφοῦ θὰ ὁμολογοῦσε πίστη στὸ Χριστὸ ὁ ὀρθόδοξος στὴν οὐσία Νάννος. Πάει λοιπὸν στὴ δουλειὰ ἑνὸς ὁμότεχνου Τούρκου καὶ τοῦ λέει ὅτι ἀρνεῖται τὸν χριστιανισμὸ καὶ ὅτι θέλει νὰ ἀσπαστεῖ τὴν ἰσλαμικὴ θρησκεία. Ἔτσι, οἱ Τοῦρκοι τὸν περιτέμνουν, δίνοντάς του τὸ ὄνομα Μεχμέτ. Ὁ Νάννος ἔπειτα ἄρχισε νὰ δουλεύει ὡς κάλφας στοῦ Τούρκου τὸ τσαγκάρικο. Οἱ δικοί του ἀγωνιοῦσαν ἀπὸ τὴν ἐξαφάνισή του, ὥσπου στὸ τέλος τὸν ἀνακάλυψαν στὸ τσαγκάρικο τοῦ Τούρκου ὁμότεχνού τους. Ὅμως οἱ Μωαμεθανοί, μὲ τὴν ἀπειλὴ ξυλοδαρμοῦ, τοὺς ἔδιωξαν δηλώνοντας πῶς τώρα εἶναι δικός τους. Ὁ Ἰωάννης, τοῦ ὁποίου ἡ σκέψη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἦταν προσηλωμένη στὸ μαρτύριο, προσπάθησε ἐπανειλημμένα νὰ γνωστοποιήσει τὴν πρόθεσή του στοὺς συγγενεῖς του, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ καταφέρει, ἀφοῦ αὐτοὶ τὸν ἀπέφευγαν πιὰ ὡς ἀρνησίθρησκο.
ΔΗΛΩΣΗ ΑΡΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ: Σὲ λίγες ἡμέρες, τὴν Κυριακὴ 25 Μαΐου τοῦ 1802, ὁ Νάννος πῆγε στὸν καδὴ τῆς Σμύρνης [ἀνώτερο δικαστὴ] καὶ τοῦ δήλωσε: “Δὲν θέλω νὰ ὀνομάζομαι Μεχμέτης, ἀλλὰ Ἰωάννης· Ἰωάννης εἶναι τὸ ὄνομα μου”. Πατέρας καὶ ἀδελφὸς μόλις ἔμαθαν τὰ νέα, ἀπὸ φόβο, δὲν τόλμησαν νὰ τὸν πλησιάσουν. Ἁπλῶς ὁ πατέρας του, ποὺ ἀντελήφθη ἐκ τῶν ὑστέρων, ὅπως φαίνεται, τὸ σχέδιο τοῦ Νάννου, τοῦ ἔστειλε κρυφὰ μήνυμα νὰ κρατήσει γερὰ τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Οἱ Τοῦρκοι, στὸ μεταξύ, τοῦ ὑπόσχονται τοῦ κόσμου τὰ ἀγαθά, ἂν μείνει πιστὸς μουσουλμάνος. Ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ τοῦ προτείνουν ἁπλῶς νὰ δηλώσει ἐνώπιόν τους πὼς παραμένει Τοῦρκος καὶ κατόπιν ἦταν ἐλεύθερος νὰ φύγει καὶ νὰ πάει ὅπου θέλει πιστεύοντας ὁτιδήποτε ἤθελε. Γι’ αὐτοὺς ἀρκοῦσε μόνο νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ δικαστηρίου ὡς Μεχμέτης καὶ ὄχι ὡς Ἰωάννης. Κάποιος ἀγάς, βλέποντας τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἰωάννου, πρότεινε μιὰ λύση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰωάννης θὰ παρέμενε Τοῦρκος εἴτε τὸ ἤθελε, εἴτε ὄχι· πρότεινε λοιπὸν νὰ τὸν στείλουν στὸ Ἀλγέρι μ’ ἕνα πλοῖο, τὸ πλήρωμα τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖτο μόνο ἀπὸ Τούρκους. Ὁ Ἰωάννης, ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν ἐκδοχὴ καὶ φοβούμενος μήπως ματαιωθεῖ τὸ μαρτύριο ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε, προφασίσθηκε ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ τοῦ δοθοῦν δύο ἡμέρες διορία, γιὰ νὰ σκεφθεῖ τὶς προτάσεις τους. Οἱ Τοῦρκοι, πιστεύοντας πὼς τελικὰ θὰ ὑποχωροῦσε ὁ Ἰωάννης, τοῦ παραχώρησαν τὴν διορία ποὺ τοὺς ζήτησε γιὰ νὰ ἀποφασίσει, χωρὶς ὅμως νὰ σκεφθοῦν ὅτι ἔτσι θὰ ἔχαναν καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν στείλουν μὲ τὸ πλοῖο στὸ Ἀλγέρι. Μετὰ τὸ τέλος τῆς δεύτερης ἡμέρας τὸν κάλεσαν νὰ παρουσιασθεῖ, γιὰ νὰ δώσει τὴν τελικὴ ἀπάντηση. Ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶχε βεβαιωθεῖ ἤδη γιὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ πλοίου, δήλωσε πὼς ὄχι μόνο δὲν εἶχε μετανιώσει, ἀλλὰ ἐπιθυμοῦσε ἀκόμα περισσότερό το μαρτύριο. Μὴ ἔχοντας πλέον ἄλλη ἐκλογὴ οἱ Τοῦρκοι, ἀποφάσισαν νὰ τὸν θανατώσουν. Πρὶν ὅμως ἀπὸ αὐτὸ θέλησαν νὰ ἐπιχειρήσουν ἄλλη μία φορὰ νὰ τὸν μεταπείσουν. Γι’ αὐτὸ κάλεσαν τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος, πιθανὸν ἐπειδὴ φοβόταν, ἀρνήθηκε νὰ παρουσιασθεῖ, λέγοντας πὼς δὲν εἶχε πλέον καμία σχέση μαζί του.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Ὁ Νάννος ἐμμένοντας στὴν ἀπόφαση νὰ ἀρνηθεῖ ὁριστικὰ τὸν Ἰσλαμισμὸ κάνει τοὺς Τούρκους νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ θάνατο. Ὁρίστηκε ἡ ἡμέρα καὶ ὁ τόπος τῆς ἐκτελέσεως. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Σμύρνης, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ Τοῦρκοι, Φράγκοι καὶ Ἀρμένιοι, μαθαίνοντας τὸ σπουδαῖο αὐτὸ γεγονός, ἔσπευσαν νὰ θαυμάσουν τὸ μαρτύριο τοῦ νέου καὶ οἱ πιστοὶ νὰ πάρουν, ἂν μπορέσουν, κάτι ἀπὸ τὸ λείψανο τοῦ μάρτυρα γιὰ φυλαχτὸ καὶ εὐλογία. Ἦταν ἡ ἀποφράδα ἡμέρα τῆς 29ης Μαΐου τοῦ 1802, ἡμέρα Πέμπτη. Ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ὁδηγήθηκε στὸ Σοᾶν Παζάρι, τόπο τῶν θανατικῶν ἐκτελέσεων. Ὁ δήμιος τὸν γονάτισε καὶ μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ πῆρε τὸ κεφάλι. Τὰ πλήθη τῶν χριστιανῶν ποὺ παρακολουθοῦσαν, ἔτρεξαν κοντὰ καὶ προσπάθησαν νὰ βάψουν, ἂν μπορέσουν, ἔστω ἕνα κομμάτι βαμβάκι στὸ αἷμα τοῦ μάρτυρα.
ΤΟ ΑΓΙΟ ΛΕΙΨΑΝΟ: Οἱ Τοῦρκοι ἄφησαν τὸν νεκρὸ νὰ κείτεται στὸ χῶμα κι ἔβαλαν φρουροὺς νὰ τὸν φυλάγουν. Καὶ βέβαια κατὰ τὴν πανάρχαιη συνήθεια τῶν Ὀθωμανῶν, οἱ φρουροὶ δωροδοκοῦνταν γιὰ νὰ παίρνουν οἱ χριστιανοὶ ὅ,τι μποροῦσαν γιὰ κειμήλιο καὶ φυλαχτό. Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο οἱ Τοῦρκοι συγκέντρωσαν πάνω ἀπὸ 3.000 γρόσια· Οἱ βάρβαροι Ἀγαρηνοὶ ἔφθασαν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ θέλουν νὰ ἀκρωτηριάσουν τὸν Μάρτυρα, γιὰ νὰ κερδίσουν περισσότερα!
Καὶ τότε, ἕνας ὁμογενὴς πλούσιος ἀπὸ τὴ Ρωσία, ὀνομαζόμενος Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, πλήρωσε ἁδρὰ τὸν Τοῦρκο διοικητὴ τῆς Σμύρνης, παρέλαβε τὸ λείψανο καὶ τὸ κήδεψε μὲ τιμές. Σὲ λίγες ἡμέρες μετὰ τὸ μαρτύριο ἔγινε τὸ πρῶτο θαῦμα μὲ τὸ ἐμποτισμένο μὲ αἷμα τοῦ νεομάρτυρα βαμβάκι ποὺ εἶχε στὴν κατοχὴ τοῦ ἕνας πιστὸς Σμυρνιώτης: μιὰ ἀσθενὴς γυναίκα βρῆκε τὴν ὑγειά της. Στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ ὁ νεομάρτυς Νάννος ἦταν ἅγιος. Ἀργότερα ἡ Ἐκκλησία ἀναγνώρισε τὴν ἁγιότητά του καὶ ἐπίσημα τὸν ἑορτάζει τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του, στὶς 29 Μαΐου. Τὸ μαρτύριό του καταγράφηκε ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του, τὸν ἅγιο Μακάριο τὸν Νοταρά, σχολάζοντα ἐπίσκοπο, τὸν Νικηφόρο τὸν Χίο καὶ τὸν Ἀθανάσιο τὸν Πάριο στὴ συλλογὴ τοὺς νεομαρτύρων “Νέον Λειμωνάριον” ποὺ ἐκδόθηκε στὰ 1819. 

Κωνσταντίνος Ἀθ. Οἰκονόμου, δάσκαλος, συγγραφέα

……………………………………………………………………………………….
1. Ἔλαβε αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι γεννήθηκε τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου του Τιμίου Προδρόμου [23.6].
……………………………………………………………………………………………
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Διμηνιαῖο Περιοδικὸ Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν καὶ Νιγρίτης «Ὁ Ἅγιος Νικήτας», Ἔτος κγ΄, Τεῦχος 241, Μάρτιος – Ἀπρίλιος 2012.
πηγή