Ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται στις 31 Ὀκτωβρίου.

Μία ἀπὸ τὶς πλέον πρόσφορες μεθόδους ἐξισλαμισμοῦ, στὰ μαῦρα χρόνια τῆς δουλείας, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ Τοῦρκοι, ἦταν ἡ συκοφαντία. Συκοφαντοῦσαν κάποιον Χριστιανὸ ὅτι δῆθεν ἀσπάστηκε τὸ Ἰσλὰμ καὶ κατόπιν τον κατέδιναν ὡς «ἀποστάτη», πού, ἂν δὲν γινόταν μουσουλμάνος, τὸν σκότωναν! Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὀ Νεομάρτυρας Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὴ Χίο.
Γεννήθηκε στις Καρυὲς τῆς νήσου Χίου, στα 1731. Γονεῖς τοῦ ἦταν οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ καὶ ὀνομάζονταν Πετρος και Σταματου. Από μικρὸς ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, ἀλλὰ πρόκοψε σὲ εὐσέβεια καὶ ἀρετή.

Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἀποφάσισε, λόγω ἀνέχειας, νὰ περάσει στην Μ. Ἀσία, μὲ κάποιον συγχωριανό του γιὰ νὰ ἐργαστοῦν ὡς κτίστες. Ἐγκαταστάθηκαν στη Μαγνησία καὶ ἐργάζονταν τίμια. Παράλληλα ὁ Νικόλαος πρόκοβε καὶ πνευματικά, ὥστε ὅλοι τὸν ἐκτιμοῦσαν. Ὅμως ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ὑπέστη κάποιο ψυχικὸ νόσημα. Σὰν νὰ σάλεψε ὁ νοῦς του καὶ ἔκανε πράγματα περίεργα καὶ τρελά. Οἱ Χριστιανοὶ τὸν συμπονοῦσαν καὶ τοῦ παραστέκονταν, ὄχι ὅμως καὶ οἱ ἀλλόθρησκοι Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι ἐκμεταλλευόμενοι τὸ πρόβλημα ὑγείας του, ἀποπειράθηκαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν. Βρισκόμαστε ἄλλωστε στὴν ἐποχὴ κορύφωσης τοῦ ἐξισλαμισμοῦ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπιχειροῦσε ἡ ὀθωμανικὴ ἐξουσία νὰ ἐξαφανίσει τὶς διάφορες ὑπόδουλες ἐθνότητες καὶ ἰδιαίτερα τοὺς Χριστιανούς, διότι μὲ τὴν ἄρνηση τῆς πίστεώς τους, ἔχαναν καὶ τὴν ἐθνικότητά τους.

Ὁδηγήθηκε μπροστὰ σὲ μουλάδες καὶ ἀγάδες, οἱ ὁποῖοι μὲ ὑποκριτικὰ κομπλιμέντα καὶ ταξίματα προσπαθοῦσαν νὰ τὸν πείσουν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ὅμως ἐκεῖνος συνέχιζε νὰ μένει σκεπτικὸς καὶ σιωπηλός. Ἦταν σὰν νὰ μὴν τοὺς ἄκουγε. Ἀφοῦ διαπίστωσαν τὸ μάταιο τῶν προσπαθειῶν τους, ἀγανακτισμένοι, τὸν ἔβρισαν, τὸν κτύπησαν καὶ τὸν ἔδιωξαν σὰν τρελό.
Βλέποντας οἱ συμπατριῶτες του ὅτι ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ χειροτέρευε, τὸν πῆραν καὶ τὸν πῆγαν στὴ Χίο καὶ τὸν παρέδωσαν στὴν ἀδελφή του, ἐξιστορώντας τῆς τὰ γενόμενα καὶ τὴν κατάσταση τοῦ ἀδελφοῦ της. Τῆς ἐπισήμαναν ἰδιαίτερα τὴν ἀπόπειρα ἐξισλαμίσεώς του. Ὅμως ἡ ἀδελφή του, προφανῶς ἀπὸ ἄγνοια, φέρθηκε ἄφρονα καὶ ἐπιπόλαια. Φανέρωσε τὰ συμβάντα σὲ κάποιους συγγενεῖς της, οἱ ὁποῖοι διέδωσαν τὴ φήμη ὅτι εἶχε ἐξισλαμισθεῖ. Ἡ φήμη διαδόθηκε στὸ νησὶ καὶ ἔφτασε καὶ στοὺς ντόπιους Τούρκους ἀγάδες, οἱ ὁποῖοι βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν κατηγορήσουν ὡς ἀρνητὴ τοῦ Ἰσλὰμ καὶ νὰ τὸν πιέσουν νὰ ἐξισλαμισθεῖ στ’ ἀλήθεια. Τὸν πῆραν, τὸν μετονόμασαν σε Μεϊμέτη (Μεχμέτ), τὸν ἕντυσαν τούρκικα ροῦχα καὶ ἄφησαν τὴν περιτομὴ γιὰ ἀργότερα. Γιὰ νὰ ζήσει ἔβοσκε τὰ κοπάδια τῶν Κρεατεμπόρων τοῦ νησιοῦ.
Τόπος τῆς ἐργασίας τοῦ τὰ βουνὰ τῆς Χίου, ὅπου ἔβοσκε τὰ ζῶα. Στὸ βουνό «Ἁγία Ὑπομονή» συνάντησε ἕναν ἐνάρετο καὶ ἁπλοϊκὸ ἀρχιμανδρίτη, ὁ ὁποῖος ὀνομάζονταν Κυριλλος. Ὁ καλὸς κληρικὸς ἔπιασε συζήτηση μαζί του καὶ διέγνωσε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ καλὸ χαρακτήρα, γι’ αὐτὸ τοῦ ἔδωσε κάποιες συμβουλές. Ἡ συνάντηση αὐτὴ καὶ τὰ λόγια του ἀρχιμανδρίτη εἶχαν καταλυτικὴ σημασία γιὰ τὸν πολύπαθο νέο. Κάποια νύχτα κοιμήθηκε σὲ κάποιο ἐρειπωμένο ναὸ της Αγίας Ἄννας, βλέποντας ἕνα παράξενο ὄνειρο. Μία πανέμορφη κόρη τοῦ εἶπε: «Νὰ πᾶς στὸν ἱερέα τοῦ ναοῦ τοῦ Γιοῦ μου, νὰ σὲ λούσει, νὰ γίνεις καλά, γιὰ νὰ σὲ πάρω γαμπρό». Ὁ Νικόλαος ξύπνησε συγκλονισμένος καὶ ἔτρεξε στὴν ἀδελφή του, στὴν ὁποία διηγήθηκε τὸ ὄνειρό του. Κατόπιν πῆγαν μαζὶ στὸν ἱερέα τοῦ χωριοῦ, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν τοῦ ἔδωσε σημασία. Τότε πῆγε στο Ναὸ τοῦ Σωτῆρος, ὅπου ἐφημέρευε ὁ ἀρχιμανδρίτης Κύριλλος, ὁ ὁποῖος τὸν καλοδέχτηκε, τοῦ διάβασε εὐχὲς καὶ τὸν ράντισε μὲ Ἁγιασμό. Ὁ Νικόλαος ἔγινε πλέον καλά, ἦρθε ξανὰ στὰ λογικά του!
Ἀπὸ ἐκείνη τί στιγμὴ ἡ ζωὴ τοῦ ἄλλαξε ριζικά. Ζοῦσε ζωὴ μετάνοιας καὶ συντριβῆς. Ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὶς βιοτικὲς μέριμνες, ἀσχολοῦνταν μὲ προσευχὲς καὶ νηστεῖες. Ἀδιαφοροῦσε στὶς προτροπὲς τῆς ἀδελφῆς του νὰ χαλαρώσει τὸν ἀγώνα του. Ἔμεινε συχνὰ νηστικὸς γιὰ τρεῖς ἡμέρες! Ὅμως ἀντιμετώπιζε ἕνα μεγάλο πρόβλημα. Οἱ συγχωριανοὶ τοῦ τὸν ἀπέφευγαν καὶ δὲν τὸν δέχονταν στὴν Ἐκκλησία, διότι εἶχε ἀκουστεῖ ἡ φήμη ὅτι ἀλλαξοπίστησε, παρ’ ὅλα τὰ παρακάλια καὶ τὰ δάκρυά του, γιατί φοβοῦνταν τὴ μανία τῶν Τούρκων.
Ὅμως οἱ Τοῦρκοι τοῦ νησιοῦ ἔμαθαν ὅτι ἄφησε ξανὰ τὸ Ἰσλὰμ καὶ ἀσπάστηκε τὸν Χριστιανισμό. Τὸν συλλαμβάνουν καὶ τὸν στέλνουν στὸν δικαστή, δεμένο πισθάγκωνα. Μαζί του συνέλαβαν τὸν ἐφημέριό του χωριοῦ καὶ δυὸ πρόκριτους. Ὁ Νικόλαος ἀπολογήθηκε μὲ ἡρωισμὸ καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη τοῦ στὸ Χριστό, ἀψηφώντας τὰ ταξίματα καὶ τὶς φοβέρες τῶν ἀπίστων. Παράλληλα εἶχε ἐνοχλήσεις καὶ ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ τοὺς πρόκριτους, οἱ ὁποῖοι τὸν παρότρυναν νὰ τουρκέψει γιὰ νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴ φυλακή!
Μετὰ ἀπὸ τὴν ὁμολογία τοῦ παραδόθηκε στοὺς ἄγριους δημίους γιὰ νὰ βασανιστεῖ. Τὸν ὁδήγησαν στὴ φυλακή, ὅπου ἔχυσαν νερὰ τὸν ξάπλωσαν σὲ σανίδα μὲ καρφιὰ καὶ ἔριξαν πάνω στὸ στῆθος τοῦ ἕνα ὀγκόλιθο. Τὸ μαρτύριο ἦταν φοβερό, ὅμως ὁ Μάρτυρας τὸ ὑπέμεινε, δοξολογώντας τὸ Θεό. Ἀλλὰ τὸ θαῦμα δὲν ἄργησε νὰ γίνει. Ἕνας μεγάλος σεισμὸς τὰ μεσάνυχτα κύλησε τὴν πέτρα καὶ ὁ Νικόλαος ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸ μαρτύριο καὶ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὶς πληγές! Ἐπίσης ἡ φυλακὴ γέμισε ἀπὸ μία ἄρρητη εὐωδία! Τότε ὁ συγκρατούμενός του ἱερέας μετανόησε γιὰ τὶς προτροπὲς τοὺς πρὸς τὸν Μάρτυρα νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Μαζί τους δοξολόγησαν τὸ Θεὸ καὶ ὅλοι οἱ φυλακισμένοι.
Τὴν ἑπομένη πῆραν τὸν Μάρτυρα καὶ τὸν ἔριξαν σὲ ἕναν βρωμερὸ στάβλο ἀλόγων, δεμένο χειροπόδαρα, γιὰ νὰ μὴν ἐπηρεάζονται οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι, πιστεύοντας ὅτι θὰ τὸν ποδοπατοῦσαν τὰ ἄλογα καὶ θὰ τὸν θανάτωναν. Ὅμως τὰ ζωντανὰ δὲν τὸν ἔβλαψαν. Ἐκεῖνος προσευχόταν ἀδιάλειπτα, δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ καὶ νήστευε.

Σὲ μερικὲς ἡμέρες, ἀφοῦ εἶδαν οἱ Τοῦρκοι ὅτι δὲν εἶχε πεθάνει, ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Τὸν ὁδήγησαν στὴ θέσηΒουνακι, ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Σούδας τοῦ Κάστρου. Συγκεντρώθηκε πολὺ κόσμος καὶ οἱ ἀγάδες τὸν ρώτησαν γιὰ τελευταῖα φορᾶ ἂν θέλει νὰ γίνει μουσουλμάνος γιὰ νὰ σωθεῖ. Αὐτὸς κούνησε τὸ κεφάλι τοῦ ἀρνητικὰ καὶ τότε ἄρχισαν νὰ τοῦ μπήγουν μαχαίρια στὸ κορμί. Ἐκεῖνος, μὲ ὅση δύναμη τοῦ εἶχε ἀπομείνει φώναζε: «Παναγία βόηθα μέ»! Στὸ τέλος τοῦ ἔκοψαν τὸ κεφάλι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ φτερούγησε στὸν οὐρανό. Ἤταν 31 Ὀκτωβρίου 1754, ἐτῶν 23! Τὸ σῶμα τοῦ τὸ κρέμασαν γιὰ παραδειγματισμό. Τότε συνέβη τὸ ἀπροσδόκητο: ἕνα ἀνεξήγητο θάμπωμα κατάλαβε ὅλο τὸ νησὶ καὶ τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρα λαμποκοποῦσε! Τρία ἡμερονύχτια ἔλαμπε τὸ τίμιο λείψανο. Οἱ Τοῦρκοι θέλησαν νὰ τὸ καταστρέψουν καὶ ἔβαλαν φωτιὰ νὰ τὸ κάψουν. Ἀλλὰ δὲν τὸ κατάφεραν καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα καὶ ἔγινε ἄφαντο! 

Λάμπρος Κ. Σκόντζος, Θεολόγου – Καθηγητοῦ

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *