Εὐαγγέλιο Κυριακῆς: Ματθ. (Ιε΄ 21-28).
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ. ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. τότε ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης
Λόγος τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμών Βασιλείου Ἐπισκόπου Σελευκείας,
Ἰδοὺ ὅτι ὑπῆρξε καὶ συμφορὰ ἡ ὁποία ἔγινε ἀφορμὴ μεγάλης εὐφροσύνης, καὶ πένθος ποὺ προξένησε εὐθυμία, καὶ λύπη ποὺ ἔφερε ὑπερβολικὴν χαρά. Ἐπειδὴ ὅπου παρευρίσκεται ὁ Ἰησοῦς, καὶ ὁ θρῆνος μεταβάλλεται σὲ ἡδονήν, καὶ ὁ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς μεταλλάσσεται σὲ εὐφροσύνην. Τὸ μαρτυρεῖ αὐτὸ μὲ τὰ λόγια τῆς κραυγάζοντας ἡ Χαναναία, τὴν ἱστορία τῆς ὁποίας μὲ θαυμασμὸν ἡ βίβλος τῶν Εὐαγγελίων τὴν ἐπιδεικνύει μέχρι τώρα, καὶ διατηρεῖ τὴν κραυγὴ τῆς γραμμένη σὰν σὲ στήλη, ὥστε ὁ ἐπίβουλος χρόνος νὰ μὴν παρασύρη τὴν μνήμη” Ἐπειδὴ ὁ καρπὸς τῆς πίστεως εἶναι πιὸ δυνατός. «Καὶ ἐξελθῶν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς», λέγει, «ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος». Ὁ Θεὸς παρευρίσκεται παντοῦ, καὶ κανένας τόπος δὲν ἐτόλμησε νὰ τὸν περιορίση. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι κατὰ φύσιν ἀόρατος, ἐπιβεβαιώνει τὴν παρουσία τοῦ σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν ἔβλεπαν, προβάλλοντας τὸν ναὸ ποὺ ἐνεδύθη πρὸς χάριν μας. Ἦλθε στὰ μέρη τῆς Τύρου καὶ τῆς Σιδῶνος, στὰ παλαιὰ καταγώγια τῶν δαιμόνων, στὶς περιοχὲς τῶν εἰδώλων, στὶς χῶρες τῆς εἰδωλολατρίας, στὸ ἀντικείμενο τῆς κατηγορίας τῶν Προφητῶν.
…
Πρόσεξε παρακαλῶ τὸν Εὐαγγελιστὴν πῶς κομπάζει μὲ τὴν διήγηση, καὶ ἀποκαλύπτει τὸ νόημα τῆς μεταβάσεως τοῦ Κυρίου: «Καὶ ἐξελθῶν ἐκεῖθεν, ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. Ἀπὸ ποῦ ἐκεῖθεν; Ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου θαυματουργώντας ἐδέχετο συκοφαντίες, θεραπεύοντας ἤκουεν ὕβρεις, καὶ εὐεργετώντας ἀντιμετώπιζε τὴν ἀπιστία. «Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐκ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγαζε λέγουσα: Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησον μέ». Χαναναία τὸ γυναικάριον, ἀλλὰ μὲ τὴν προαίρεσιν ἠρνήθη τὸ γένος της. Ἡ πίστις ἐνίκησε τὴν φύση. Κανείς, λέγει, πλέον ἃς μὴν κατηγορῆ τοὺς Χαναναίους. Ἡ γυναίκα αὐτὴ ἔλυσε τὰ ἐγκλήματα τῶν πατέρων της, γίνεται ἀρχὴ εὐσεβείας, κραυγάζοντας στοὺς εὐσεβεῖς: «Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησον μέ». Πόσες μυριάδες Ἰουδαίων ἐθεράπευσε ὁ Χριστὸς καὶ ἀντὶ εὐχαριστίας ἤκουσε: «Οὗτος πόθεν ἐστὶν οὐκ οἴδαμεν». Ἐνῶ μία ἄσημος γυναίκα Χαναναία καὶ πρὶν τὴν θεραπεία, μὲ ἀναπτερωμένην πίστη ἔφθασε σὲ ὕψος εὐαγγελιστού. «Κύριε, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησον μέ. Ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Πένθος ἐλεεινὸν καὶ θέαμα γιὰ τὴν μητέρα πιὸ πικρὸν καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο. Δαιμόνιον πολεμοχαρὲς παλεύει μὲ τὴν κόρη, καὶ ὁ ἐχθρὸς παραμένοντας ἀόρατος, παρατάσσεται κατὰ τοῦ παιδιοῦ.
– Πώς νὰ ἀναγγείλω τὸ δεινόν, πῶς νὰ κηρύξω τὸ πάθος; Δὲν ὑποφέρω νὰ τὴν βλέπω.
Πηδᾶ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, περιφέρεται στὴν πόλιν ἐκτείνοντας τὰ χέρια στὸν ἀέρα, μὲ βλέμμα ἀπλανὲς καὶ ἀκάλυπτά τα μαλλιά.
– Φωνάζει: Γιὰ καταγώγιον τοῦ δαίμονος τὸ ἐγέννησα τὸ παιδί μου;
Παραβλέπει τὴν αἰσχύνην ἡ συμφορά, καὶ τὸ πάθος αἰχμαλώτισε τὴν φυσικὴν ἐντροπήν. Ἀφήνει κραυγὲς ποὺ προκαλοῦν τὸν φόβο. Τρέχει στὸν δρόμο, ἐλεεινῶς σιωπᾶ καὶ ἀκόμη χειρότερα ὁμιλεῖ. Δὲν ἔχει προθεσμίαν ἡ τιμωρία, καταναλώνονται οἱ νύκτες στὴν ἀγρυπνία. Εὐρίσκοντας δὲ τὶς ἡμέρες φοβερότερες ἀπὸ τὶς νύκτες, πηδᾶ ἀπὸ τὴν κλίνη καὶ ἀρχίζει νὰ διαλαλῆ τὴν συμφορά:
– Ελέησον μέ, ποὺ μαστιγώνομαι ἀπὸ τὴν θυγατέρα μου. Ἐκείνης τὸ πάθημα, ἰδικός μου ὁ πόνος, ἐκείνην διαπομπεύει τὸ δαιμόνιον, ἡ φύσις ὅμως διὰ μέσου ἐκείνης γίνεται ὅπλον ἐναντίον μου. Ὁ δαίμων εἰσῆλθε στὴν θυγατέρα πολεμώντας τὴν μητέρα, σ’ ἐμένα ρίπτει τὰ βέλη διὰ μέσου αὐτῆς. Εἴθε νὰ μὴ μοῦ γεννοῦσε αὐτὴν τὴν κυοφορίαν ἡ φύσις! Νὰ ἐτελείωνε ἡ ζωή μου μὲ τὸν τοκετό. Θὰ ἦταν παρηγορία γιὰ τὸν θάνατον ὁ νόμος τῆς φύσεως. Ἐλέησόν μας.
«Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτὴ λόγον». Ὢ φιλάνθρωπος σιωπὴ μὲ σχῆμα ἀπάνθρωπον! Ὢ σιωπὴ μεγαλόφωνος, ποῦ εἶναι κατήγορος τῶν Ἰουδαίων! Μὲ αὐτὴν ἔλεγε ὁ Σωτὴρ στοὺς Ἰουδαίους: Βλέπεις, Ἰουδαῖε, Χαναναίας εὐγένεια; Βλέπεις ἀπὸ ρίζα διαβεβλημένην καρπὸν ἐπαινετόν; Δὲν ἐδέχθη τὸν Μωυσῆ γιὰ νομοθέτη καὶ ἀνεγνώρισε τοῦ Μωυσέως τὸν Δεσπότην. Δὲν γνωρίζει Προφῆτες καὶ πιστεύει σ’ αὐτὸν ποὺ ἐπροφητεύθη. Καὶ σημεῖα δὲν εἶδε, καὶ τὸν ἀπόγονό του Δαυὶδ ὁμολόγησε. Τὸν Θεὸν τὸν ἠρνήθης ἔπειτα ἀπὸ τόσα θαύματα, καὶ αὐτὴ πρὶν ἰδεῖ θαῦμα τὸν ἐπίστευσε. Ἀλλὰ κοίτα ποὺ κλαίει καὶ ἐγὼ τὴν παραβλέπω πρὸς χάριν σου. Ἂν καὶ λυποῦμαι τὸ πένθος, ὅμως κρύβω τὸ ἔλεος. Φωνάζει σὰν ἐθνική, τὴν στέλλω σ’ ἐσὲ παίρνοντάς σου ἀπὸ πρὶν τὴν πρόφαση τῆς ἀπιστίας. Δὲν τὴν ἀπαλλάσσω ἀπὸ τὸ πάθος, γιὰ νὰ μὴ σοῦ προκαλέσω φθόνο. Συγκρατῶ τὴν θεραπεία, γιὰ νὰ μὴ σοῦ δώσω λαβὴν ἀπιστίας, γιὰ νὰ μὴ λέγω, κατηγορώντας σὰν ἄπιστος: τὴν Χαναναίαν ἐλεοῦσες; Γιατί ἐθεράπευες τοὺς ἐχθρούς του Μωυσέως; Κοίτα ποὺ τὴν ἀφήνω νὰ κλαίη, καὶ γιὰ νὰ τιμήσω ἐσὲ παραβλέπω μητέρα ποὺ τιμωρεῖται μὲ τὰ παθήματα τῆς κόρης!
«Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησον μέ. Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτὴ λόγον». Ἡ ἀναβολὴ τῆς θεραπείας, δοκιμασία τῆς πίστεως, χωνευτήριο τῆς προαιρέσεως τῆς γυναικός. Μᾶλλον ἡ σιωπὴ τοῦ Κυρίου γίνεται ἔπαινος στὴν Χαναναία. Μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ χορὸς τῶν Ἀποστόλων, μὴ γνωρίζοντας τὴν σοφία τῆς Δεσποτικῆς σιωπῆς, καὶ ἀδυνατώντας νὰ ὑποφέρη τὴν φωνὴ τῆς πονεμένης μητέρας, γίνεται μεσίτης πρὸς τὸν Σωτήρα, καὶ πρεσβεύουν γιὰ τὴν γυναίκα οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ. Δέχονται αὐτοὶ τὶς ἱκεσίες της, καὶ παρακαλοῦν τὸν Κύριον: «Ἀπολυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἠμῶν». Τί ἀπαντᾶ ἡ ἀνέκφραστος φιλανθρωπία, ἡ ἀπόρρητος σοφία;». «Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις».
Βαρυτέρα ἀπὸ τὴν σιωπὴν ἡ ἀπόκρισις. Ἀνάλογος ὅμως μὲ τὴν πίστιν τῆς Χαναναίας. Διότι ἂν δὲν ἦταν ἡ πίστις τῆς μεγάλη, θὰ κατηγοροῦσε τὸν Σωτήρα γιὰ ἀπανθρωπίαν ἢ γιὰ ἀδυναμίαν, θὰ ἀπεμακρύνετο καὶ θὰ ἔλεγε: τί φοβερὰ ἀπανθρωπία! Δὲν μὲ ἐλυπήθη ποὺ κλαίω, δὲν ἐλέησε μητέρα ποὺ πληγώνεται μὲ τὰ παθήματα τῆς κόρης, δὲν ἐλέησε τὸ δράμα τῆς φύσεως. Ἱκέτευα καὶ μὲ ἀπεστρέφετο, ἐφώναζα καὶ μὲ ἀπέφευγε. Καὶ πρῶτα μὲν ἀπέκρουσε τὶς φωνές μου μὲ τὴν σιωπήν. Οὔτε ὅταν ἐφώναζα τὴν ὥρα ποὺ σιωποῦσε τὸν συνεκίνησα, τότε ποὺ εἶχα καλὲς ἐλπίδες γιὰ τὴν θεραπείαν, ὅταν τὸ πάθημά μου εὐρῆκε συνηγόρους, ὅταν προσδοκοῦσα φιλάνθρωπο λόγον, ὅταν ὀνειροπολοῦσα πὼς μόλις ὁμιλήσει θὰ ἀπαλλαγῆ ἡ θυγατέρα μου. Μὲ ἀνοικτό το στόμα ἀνέμενα φωνὴν ποὺ θὰ φέρη τὴν ἄνεση. Καὶ τότε ὁμίλησε καὶ διέλυσε τὶς ἐλπίδες μου. Φορτωμένη μὲ λύπη φεύγω. Μοῦ πρόσθεσε συμφορὲς μὲ τὶς ὕβρεις του. Κυνάριο μὲ εἶπε μέσα σὲ τόσον κόσμο. Φαίνεται κι αὐτὸς δικαιώνει τὸν δαίμονα. Φαίνεται τῆς κόρης μου ἡ συμφορὰ ἐνίκησε κι αὐτοῦ τὴν δύναμη. Ἴσως μὲ τὶς ὕβρεις ἔκρυψε τὴν ὁμολογία τῆς ἥττας του. Ἕνα μόνον ἐκέρδισα ἀπὸ τὴν ἱκεσία μου. Ηὔξησα τοῦ δημίου της κόρης μου τὴν ἀγανάκτησιν, ἄναψα τὸν θυμόν του μὲ τὰ λόγια ἐκείνου, ἔκαμα ἀγριότερον τoν ἐχθρόν του παιδιοῦ μου.
Ἀλλὰ δὲν ὀλίσθησε σὲ παρομοίους λόγους, οὔτε μὲ τὶς ὕβρεις ἡ πίστις ἀτόνησε. Μεγάλη ἡ πίστις τῆς γυναικός, γι’ αὐτὸ καὶ ἐθησαυρίσθη στὰ Εὐαγγέλια. «Οὐκ ἔξεστιν βαλεῖν τoν ἄρτον τῶν τέκνων τοῖς κυναρίοις». Αὐτὴ δὲ προσπαθώντας νὰ μεταπείση τoν Δεσπότην ἔλεγε: Ναὶ Κύριε, παίρνω τὴν ὕβρη σὰν ὑπόσχεση θεραπείας. «Καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν». Μοῦ ἐγγυᾶται τὴν σωτηρίαν ἡ προσφώνησις τοῦ ζώου αὐτοῦ. Ἃς γίνη τὸ μέγεθος τῆς ὕβρεως μέτρον γι’ αὐτὸ ποὺ θὰ μοῦ δώσης. Κυνάριο μὲ ὀνόμασες. Σὰν κατοικίδιο θὰ ἀπολαύσω τὴν τράπεζα τοῦ Κυρίου μου. Ἔχει μερίδιον ἀπὸ τὰ ψίχουλα τῶν τέκνων καὶ τὸ κυνάριο. Δὲν ἁρπάζω τὸν ἄρτο, τὰ ψίχουλα ζητῶ. Δὲν πηδῶ ἐπάνω στὴν τράπεζα, αὐτά μου φθάνουν. Δὲν ὁμιλῶ γιὰ ἀπόλαυσιν. Ἃς ἀπολαύση ὁ κληρονόμος σου ἐκεῖνο τὸ τραπέζι, ἃς πέση ὅμως ἀπὸ τὸ χέρι σου κάποιο ψίχουλο καὶ γιὰ ἐμᾶς.
Ὢ πίστις! Ὢ σύνεσις! Ὢ εὐλάβεια Χαναναίας! Τί κάνει λοιπὸν ὁ Σωτήρ; Ἀποκαλύπτει τί ἔκρυβε ἡ σιωπή: «Ὢ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις»! Γι’ αὐτὸ ἀνέβαλα τὴν χάρη, γιὰ νὰ δείξω τὴν πίστη σου. Δὲν σιωποῦσα ὡς ἀπάνθρωπος, ἀλλὰ ἡσύχαζα ὡς προγνώστης. Περίμενα νὰ φανεῖ ὅλη σου ἡ πίστις. Ἤθελα νὰ διδαχθοῦν οἱ παρόντες τί μαργαρίτης ἐκρύπτετο σὲ γυναίκα Χαναναία. Σοῦ ἀνοίγω ὅλο το τραπέζι τῆς θεραπείας, καὶ σοῦ χαρίζω ὄχι σὰν σὲ κυνάριο τὰ ψίχουλα, ἀλλὰ ὡς θυγατέρα τὸν ἄρτον. Ἐσὺ μὲν ἐνίκησες μὲ τὴν πίστη τοὺς Ἰουδαίους, ἐγὼ δὲ μὲ τὴν δωρεὰ τὸ αἴτημά σου. «Γενηθήτω σοὶ ὡς θέλεις». Γίνε σὺ ἰατρὸς τῆς κόρης σου, μέσα σου ἔχεις τῆς θεραπείας τὸ φάρμακο. Βάδιζε νικήτρια κατὰ τῶν Ἰουδαίων καὶ τοῦ δαίμονος. Λάβε ἔπαθλο τῆς πίστεως, τὴν θεραπεία τῆς φύσεως.
Ἃς ἀναζητήσωμε τὴν πίστη, τὸν στέφανον τῆς Ἐκκλησίας. Ἃς ἀγαπήσωμε τὴν πίστη, τὴν ἀστραπὴ τῆς ὁποίας δὲν ὑποφέρουν οἱ δαίμονες. Τὴν πίστη, τὸ κεφάλαιον τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἃς ἀκούσωμε τὸν Παῦλο ποὺ φωνάζει: «Στήκετε ἐν τῇ πίστει». «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε», ὥστε νὰ ἀκόυσωμε καὶ ἐμεῖς τὸν Δεσπότη νὰ μᾶς λέγη: «Γεννηθήτω ὑμὶν ὡς θέλετε». Αὐτῶ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(5ος αἰὼν – Migne, P.G. τ. 85, στ. 245. Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, σελὶς 295 καὶ ἑξῆς. Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς)