Εὐαγγέλιο Κυριακῆς Κατὰ Ματθαῖον (ιη΄ 23-35)

saint-chrisostomosΔιὰ τοῦτο ὠμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπω βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνάραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. 24 ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῶ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25 μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναίκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. 26 πεσῶν οὒν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῶ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἒπ ἐμοὶ καὶ πάντα σοὶ ἀποδώσω. 27 σπλαγχνισθεῖς δὲ ὁ κύριος του δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῶ. 28 ἐξελθῶν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὖρεν ἕνα των συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῶ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοὶ εἰ τί ὀφείλεις. 29 πεσῶν οὒν ὁ συνδοῦλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἒπ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοί. 30 ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθῶν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῶ το ὀφειλόμενον. 31 ἰδόντες δὲ οἱ συνδοῦλοι αὐτοῦ τα γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίω ἑαυτῶν πάντα τα γενόμενα. 32 τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῶ· δοῦλε πονηρέ, πάσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφήκα σοί, ἐπεῖ παρεκάλεσας μέ. 33 οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν συνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; 34 καὶ ὀργισθεῖς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῶ πᾶν το ὀφειλόμενον αὐτῶ. 35 Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμίν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῶ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.

ΑΠΟΔΟΣΗ
Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μοιάζει σὰν ἄνθρωπο βασιλιά, ποὺ θέλησε νὰ λογαριασθεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δούλευαν στὴν περιουσία του. Καὶ ὅταν ἄρχισε νὰ λογαριάζεται, τοῦ ἔφεραν ἕναν ποὺ χρωστοῦσε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἐξοφλήσει, ὁ κύριος διέταξε νὰ πουληθεῖ αὐτὸς καὶ ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του καὶ ὅλα ὅσα εἶχε γιὰ νὰ ἐξοφληθεῖ τὸ χρέος. Τότε ἔπεσε ὁ δοῦλος στὰ πόδια τοῦ κυρίου του καὶ τοῦ ἔλεγε: Κύριε, κᾶνε ὑπομονὴ καὶ ὅλα θὰ σοῦ τὰ ἐξοφλήσω. Ὁ Κύριος ἐκείνου τοῦ δούλου τὸν λυπήθηκε, τὸν ἄφησε ἐλεύθερο καὶ τοῦ χάρισε τὸ χρέος. Αὐτὸς ὁ δοῦλος μόλις ἔλαβε χάρη καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ βασιλιά, βρῆκε ἕναν ἀπὸ τοὺς συνδούλους του, ποὺ τοῦ χρωστοῦσε ἑκατὸ δηνάρια· τὸν ἐπίασε λοιπὸν ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ τοῦ ἔλεγε: «Δός μου ὅσα μου χρωστᾶς». Καὶ ὁ συνδουλὸς τοῦ ἔπεσε στὰ πόδια, τὸν παρακαλοῦσε καὶ τοῦ ἔλεγε: «Κάμε ὑπομονὴ καὶ θὰ σὲ ξοφλήσω». Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελε, ἀλλὰ πῆγε καὶ τὸν ἔβαλε στὴ φυλακή, ὥσπου νὰ τοῦ ξοφλήσει τὸ χρέος. Ὅταν τὸν εἶδαν οἱ συνδουλοί του, καταλυπήθηκαν καὶ πῆγαν κι ἐξήγησαν στὸν κύριό τους ὅσα ἔγιναν. Τότε τὸν κάλεσε ὁ κύριος καὶ τοῦ λέγει: «Δοῦλε πονηρέ, ὅλο ἐκεῖνο τὸ χρέος σου τὸ χάρισα, ἐπειδὴ μὲ παρεκάλεσες. Δὲν ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ λυπηθεῖς τὸν συνδουλό σου, καθὼς καὶ ἐγὼ σὲ λυπήθηκα; Ὀργίσθηκε ὁ κύριός του καὶ τὸν παρέδωσε στοὺς βασανιστές, ὥσπου νὰ τοῦ ξοφλήσει ὁλόκληρό το χρέος. Ἔτσι θὰ κάμει σὲ σᾶς ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μου, ἂν δὲν συγχωρεῖτε ὁ καθένας στὸν ἀδελφό του μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ σᾶς τὰ παραπτώματά τους.

Ὁμιλία εἰς τὴν Παραβολὴν τοῦ τὰ μύρια τάλαντα ὀφείλοντος
καὶ τὰ ἑκατὸ δηνάρια ἀπαιτοῦντος.
Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου

Ὡσὰν νὰ ἔχω ἐπιστρέψει κοντά σας ἀπὸ μακρινὸ ταξίδι ἔτσι αἰσθάνομαι σήμερα· διότι γὶ΄ αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν, ὅταν δὲν μποροῦν νὰ εὑρίσκονται μαζὶ μὲ τοὺς ἀγαπωμένους δὲν ἔχουν κανένα ὄφελος, ἔστω καὶ ἂν μένουν σὲ γειτονικὴ οἰκία. Γι’ αὐτὸ κι ἐγώ, μολονότι δὲν ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ τὴν πόλη, δὲν αἰσθάνομαι καλλίτερα ἀπὸ ὅσον ἐὰν ἀπουσίαζα, ἐπειδὴ τὸν τελευταῖον καιρὸ δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ σᾶς ὁμιλήσω. Συγχωρῆστε μὲ ὅμως, ἡ σιωπὴ δὲν ὠφείλετο σὲ ραθυμία, ἀλλὰ σὲ ἀσθένεια. Ἐσεῖς τώρα χαίρεσθε, ἐπειδὴ ἀπαλλάχθηκα ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, κι ἐγὼ ἐπειδὴ ἀπήλαυσα τὴν ἀγάπη σας. Διότι καὶ ὅταν ἀσθενοῦσα, ὀδυνηρότερον ἀπὸ τὴν ἀρρώστια μου ἦταν το ὅτι δὲν ἠμποροῦσα νὰ μετέχω στὴν ἀγαπημένη αὐτὴ σύναξη· καὶ τώρα ποὺ ἔγινα καλά, πιὸ ποθητό μου ἔγινέ το νὰ ἀπολαμβάνω ἄνετα τὴν ἀγάπη σας. Διότι ὁ πυρετὸς τοῦ σώματος δὲν κατακαίει τόσο τοὺς ἀσθενεῖς, ὅσο κατακαίει τὶς ἰδικὲς μᾶς ψυχὲς ὁ ἀποχωρισμὸς ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους μας· καὶ ὅπως ἐκεῖνοι ἐπιζητοῦν φιάλες καὶ ποτήρια καὶ κρύα νερά, ἔτσι αὐτοὶ ἐπιζητοῦν τὰ ἀγαπημένα τοὺς πρόσωπα. Αὐτὰ τὰ γνωρίζουν καλὰ ὅσοι ἔχουν συνηθίσει νὰ ἀγαποῦν…

Μὴ δυσανασχετήσετε ὅμως γιὰ τὸ μῆκος αὐτῶν ποὺ πρόκειται νὰ λεχθοῦν· διότι θέλω νὰ σᾶς διδάξω κάποια θαυμαστὴ κιθαρωδία, μεταχειριζόμενος ὄχι λύραν ἄψυχον, ἀλλὰ τείνοντας ἀντὶ χορδῶν τὶς ἱστορίες τῶν Γραφῶν καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ὅπως στὴν περίπτωση τῆς κιθάρας δὲν ἀρκεῖ μόνον μιὰ χορδὴ γιὰ νὰ προκληθεῖ μελωδία, ἀλλὰ πρέπει ὅλες νὰ κτυπηθοῦν μὲ τὸν ρυθμὸ ποὺ ταιριάζει, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τῆς ψυχικῆς ἀρετῆς δὲν ἀρκεῖ γιὰ τὴν σωτηρία μᾶς μόνον ἕνας νόμος, ἀλλὰ πρέπει νὰ τοὺς τηροῦμε ὅλους μὲ ἀκρίβεια, ἐὰν βέβαια ἔχομε διάθεση νὰ ἐπιτύχουμε πραγματικὴ μελωδία.

Ἔμαθε τὸ στόμα σου νὰ μὴν ὁρκίζεται; ἔχει ἀσκηθεῖ ἡ γλώσσα σου νὰ λέγει σὲ κάθε περίσταση «ναὶ» καὶ «οὒ» (Ματθ. ἐ΄ 37); Ἃς μάθη νὰ ἀποφεύγει καὶ κάθε κακολογία καὶ νὰ δείχνει περισσότερο ἐνδιαφέρον γὶ΄ αὐτὴ τὴν ἐντολή, ἐπειδὴ χρειάζεται καὶ περισσότερο ἐνδιαφέρον γὶ΄ αὐτὴ τὴν ἐντολή, ἐπειδὴ χρειάζεται καὶ περισσότερο κόπο ἐκ μέρους μας. καὶ αὐτὸ διότι ἐκεῖ εἶχε νὰ νικήσει ἁπλῶς μία συνήθεια, ἐνῶ στὴν περίπτωση τῆς ὀργῆς χρειάζεται μεγαλύτερο ἀγώνα, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι πάθος τυραννικὸ καὶ πολλὲς φορὲς παρασύρει ὅσους δὲν ἔχουν νήψι καὶ τοὺς γκρεμίζει στὸ βάραθρο τῆς ἀπώλειας.

Ποῦ λοιπὸν ὁμίλησε ὁ Κύριος γιὰ την οργὴ καὶ την μνησικακία; Καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως στὴν παραβολὴ αὐτὴ ποὺ εἶπε στοὺς μαθητές, ἀρχίζοντας κάπως ἔτσι: «Δία τοῦτο ὠμοιώθη ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀνθρώπω βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνάραι λόγον (νὰ λογαριασθεῖ) μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. Ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῶ εἰς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων…»· πρέπει ὅμως νὰ ποῦμε γιὰ ποιὸ λόγο ἄρχισε μὲ τὴν αἰτιολογία· πράγματι δὲν εἶπε ἁπλῶς «ὠμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» ἀλλὰ «διὰ τοῦτο ὠμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Γιὰ ποιὸ λόγο λοιπὸν προηγεῖται ἡ αἰτία; Στοὺς μαθητὲς τοῦ μιλοῦσε περὶ ἀνεξικακίας καὶ τοὺς δίδασκε ὄτι πρεπει νὰ συγκρατοῦμε τὴν ὀργὴ καὶ νὰ μὴν δίδουμε πολλὴ σημασία στὶς ἀδικίες ποὺ μᾶς γίνονται ἀπὸ ἄλλους, λέγοντας ἔτσι: «ἐὰν ἁμάρτη εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε καὶ ἔλεγξον αὐτὸν μεταξύ σου καὶ αὐτοῦ μόνου· ἐάν σου ἀκούση, ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου» (Ματθ. ἰη΄15).
Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια ἔλεγε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς δίδασκε νὰ φιλοσοφοῦν τὰ πράγματα, ὅταν ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος του χοροῦ τῶν Ἀποστόλων, τὸ στόμα τῶν μαθητῶν, ὁ στύλος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ στερέωμα τῆς πίστεως, τὸ θεμέλιό της ὁμολογίας, ὁ ἁλιεὺς τῆς οἰκουμένης, αὐτὸς ποὺ ἀνέβασε τὸ γένος μας ἀπὸ τὸ βυθὸ τῆς πλάνης στὸν οὐρανό, ὁ πάντοτε θερμὸς καὶ γεμάτος ἀπὸ παρρησία, ἢ μᾶλλον ἀπὸ ἀγάπη καὶ ὄχι ἀπὸ παρρησία, ἐνῶ ὅλοι σιωποῦσαν προσῆλθε στὸν διδάσκαλο καὶ λέγει: «ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἀφήσω αὐτῶ; ἕως ἑπτάκις;» (Ματθ. ἰη΄ 21). Ἐρωτᾶ μαζὶ καὶ ὑπόσχεται, καὶ πρὶν μάθει ἐκδηλώνει τὴν φιλοτιμία του. Διότι γνωρίζοντας σαφῶς τὴν διάθεση τοῦ διδασκάλου, ὅτι πάντα ρέπει πρὸς φιλανθρωπία, καὶ μάλιστα ὅτι χαρίζεται πιὸ πολὺ σ΄ αὐτὸν ποὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους παραβλέπει τὰ ἁμαρτήματα τῶν συνανθρώπων του καὶ δὲν τὰ ἐξετάζει μὲ κακὴ διάθεση, θέλοντας νὰ ἀρέσει στὸ νομοθέτη, λέγει, «ἕως ἑπτάκις;».

Ἔπειτα γιὰ νὰ μάθεις τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ τί ὁ Θεὸς καὶ πὼς ἡ γενναιοδωρία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου καὶ ἂν φθάσει, συγκρινόμενη μὲ τὸν πλοῦτο τοῦ Θεοῦ εἶναι πιὸ ἀσήμαντη ἀπὸ κάθε πτωχεία, καὶ ὅτι ὅσον ἀπέχει μία σταγόνα ἀπὸ τὸ ἀπέραντο πέλαγος, τόσον ἀπέχει ἡ ἰδικὴ μᾶς ἀγαθότητα ἀπὸ τὴν ἀνέκφραστο φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ Πέτρος εἶπε «ἕως ἑπτάκις» καὶ νόμισε πὼς ἔδειξε μεγάλη φιλοτιμία καὶ γενναιοδωρία, ἄκουσε τί τοῦ λέγει: «οὐ λέγω σοί, ἕως ἑπτάκις, ἀλλ’ ἕως ἐβδομηκοντάκις ἑπτά»· μερικοὶ νομίζουν ὅτι ἐννοοῦσε ἑβδομῆντα ἑπτὰ φορές, δὲν εἶναι ὅμως τόσες, ἀλλὰ παρ’ ὀλίγον πεντακόσιες· διότι εβδομηντα φορὲς τὸ ἑπτᾶ ειναι τετρακόσια ἐνενῆντα.

Καὶ μὴ νομίσεις ὅτι εἶναι δύσκολη ἡ προσταγή, ἀγαπητέ. Ἐπειδὴ ἐὰν συγχωρήσεις μία καὶ δύο φορὲς τὴν ἡμέρα αὐτὸν ποὺ ἁμάρτησε, καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι σκληρὸς σὰν πέτρα, καὶ ἂν ἀκόμη αὐτὸς ποὺ σὲ λύπησε εἶναι ἀγριότερος ἀπὸ τοὺς δαίμονες, δὲν θὰ εἶναι τόσον ἀναίσθητος ὥστε νὰ πέσει πάλι στὰ ἴδια, ὅμως ἀπὸ τὴν συχνότητα τῆς συγχωρήσεως θὰ συνετισθεῖ καὶ θὰ γίνει καλύτερος καὶ πιὸ ἐπιεικής. Καὶ σὺ πάλιν, ἐὰν εἶσαι προετοιμασμένος νὰ περιφρονεῖς τόσες φορὲς τὰ ἁμαρτήματα ποὺ γίνονται ἐναντίον σου, ἀφοῦ ἐξασκηθεῖς ἀπὸ τὴν πρώτη καὶ δεύτερη καὶ τρίτη συγχώρηση, δὲν θὰ σοῦ εἶναι κοπιαστικὴ πλέον αὐτὴ ἡ φιλοσοφία, ἀφοῦ μιὰ γιὰ πάντα ἐκπαιδεύθηκες ἀπὸ τὴν συχνότητα τῆς συγχωρήσεως νὰ μὴ βλάπτεσαι καθόλου ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον σου.

Μόλις τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Πέτρος ἔμεινε ἐμβρόντητος, ἐπειδὴ φρόντιζε ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ ὁ Κύριος ἐπρόκειτο νὰ τοῦ ἐμπιστευθεῖ. Γιὰ νὰ μὴ κάνει λοιπὸν τὸ ἴδιο ποὺ εἶχε κάνει καὶ σὲ ἄλλες ἐντολές, τοῦ ἀπέκλεισε προκαταβολικῶς κάθε ἐρώτηση. Καὶ τί ἔκανε στὶς ἄλλες ἐντολές; Ἂν κάποτε πρόσταζε ὁ Χριστὸς κάτι ποὺ φαινόταν δύσκολο, ἔσπευδε καὶ ρωτοῦσε πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ μάθει περὶ τῆς ἐντολῆς. Πράγματι, ὅταν πλησίασε ὁ πλούσιος καὶ τὸν ρώτησε περὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ ἔμαθε πὼς ἀποκτᾶται ἡ τελειότητα, «ἀπῆλθε λυπούμενος» ἐξ αἰτίας τῶν χρημάτων, ὁ δὲ Χριστὸς εἶπε «εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος διελθεῖν, ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν εἰσελθεῖν» (Μάρκ. ἰ΄ 25). Τότε ὁ Πέτρος, ἂν καὶ εἶχε ἀπογυμνώσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα καὶ δὲν τοῦ εἶχε μείνει πλέον οὔτε ἀγκίστρι, ἀφοῦ εἶχε ἐγκαταλείψει καὶ τὴν τέχνη καὶ τὸ πλοιάριό του, παρ’ ὅλα ταῦτα πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ρώτησε: «Καὶ τὶς δύναται σωθῆναι»;

Πρόσεχε τὴν μετριοφροσύνη ἀλλὰ καὶ τὴ θέρμη τοῦ μαθητοῦ· διότι δὲν εἶπε «ἀδύνατα πράγματα προστάζεις, δύσκολη ἡ προσταγή, φοβερὸς ὁ νόμος», οὔτε σιώπησε, ἀλλὰ ἔδειξε καὶ τὴ στοργή του γιὰ τοὺς ἄλλους, καὶ συγχρόνως ἀπένειμε τὴν ὀφειλομένη τιμὴ πρὸς τὸ διδάσκαλο, λέγοντας· «Καὶ τὶς δύναται σωθῆναι»; Ἐνῶ ἀκόμη δὲν εἶχε γίνει ποιμένας, εἶχε ψυχὴ ποιμένος, καὶ ἐνῶ ἀκόμη δὲν τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ ἡ ἐξουσία ἔδειχνε τὴν μέριμνα ποὺ ἁρμόζει σὲ ἄρχοντα, φροντίζοντας γιὰ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἐὰν ἦταν πλούσιος καὶ διέθετε πολλὰ χρήματα, ἴσως θὰ ἔλεγε κάποιος ὅτι ἔκαμνε τὴν ἐρώτηση αὐτὴ μεριμνώντας ὄχι γιὰ τοὺς ἄλλους ἀλλὰ γιὰ τὸν ἐαυτόν του καὶ φροντίζοντας γιὰ τὰ ἰδικά του. Τώρα ὅμως ἡ πενία τοῦ τὸν ἀπαλλάσσει ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὑποψία, καὶ ἀποδεικνύει ὅτι μεριμνοῦσε καὶ ἤθελε νὰ μάθει τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας ἀπὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἐνθαρρύνοντας τὸν τοῦ εἶπε: «τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις, παρὰ τῷ Θεῶ δυνατά ἐστι». Μὴ νομίσεις, ὅτι ἐγκαταλείπεσθε ἔρημοι· ἐγὼ συμπαρίσταμαι στὴν προσπάθειά σας αὐτὴν καὶ κάνω τὰ ἀκατόρθωτα κατορθωτὰ καὶ μάλιστα εὔκολα. Ὅταν πάλιν ὁ Χριστὸς ὁμιλοῦσε γιὰ τὸ γάμο καὶ τὴ γυναίκα καὶ ἔλεγε «ὁ ἀπολύων γυναίκα παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχάσθαι» (Ματθ. ἐ΄ 32) καὶ συνεβούλευε νὰ ὑπομένει κανεὶς κάθε κακία τῆς γυναικὸς ἐκτὸς μόνον ἀπὸ τὴν πορνεία, ὁ Πέτρος, ἐνῶ οἱ ἄλλοι σιωποῦσαν, πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ τοῦ εἶπε: «εἰ οὗτος ἔστιν ἡ αἰτία (σχέσις) τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῆς γυναικός, οὐ συμφέρει γαμῆσαι (νὰ ἔλθη κανεὶς σὲ γάμο)». Πρόσεχε καὶ ἐδῶ πὼς καὶ τὴ τιμὴ ποὺ ἁρμόζει σὲ διδάσκαλο ἀπέδωσε, καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων φρόντισε, χωρὶς καὶ ἐδῶ νὰ μεριμνᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Γιὰ νὰ μὴν εἰπεῖ λοιπὸν καὶ τώρα κάτι παρόμοιο, ἀνέτρεψε μὲ τὴν παραβολὴ ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἀντίρρησή του. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ Εὐαγγελιστὴς εἶπε: «διὰ τοῦτο ὠμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπω βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνάραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ», δείχνοντας ὅτι γι’ αὐτὸ λέγει τὴν παραβολὴν αὐτή, γιὰ νὰ μάθεις ὅτι καὶ ἂν «ἐβδομηκοντάκις ἑπτὰ» τὴν ἡμέρα συγχωρεῖς στὸν ἀδελφό σου τὰ ἁμαρτήματά του, δὲν ἔκαμες ἀκόμη τίποτε μεγάλο, ἀλλὰ ὑστερεῖς πολύ, ἀπερίγραπτα ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καὶ δὲν δίδεις τόσον ὅσο λαμβάνεις.

Ἃς ἀκούσουμε λοιπὸν μὲ προσοχὴ τὴν παραβολή· διότι ἂν καὶ φαίνεται πὼς ἀπὸ μόνη της εἶναι σαφής, ἔχει ὅμως κρυμμένο μέσα της καὶ κάποιον ἀνέκφραστο θησαυρὸ νοημάτων. «Ὠμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπω βασιλεῖ, ὅστις ἠθέλησε συνάραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ». Μὴ προσπεράσεις ἐπιπόλαια τὴν φράση, ἀλλὰ ἀνάπτυξε παρακαλῶ τὸ δικαστήριο ἐκεῖνο καί, εἰσερχόμενος στὴ συνείδησή σου, ἀναλογίσου ὅσα ἔχεις πράξει σὲ ὅλη σου τὴν ζωή· καὶ ὅταν ἀκούσης ὅτι λογαριάζεται μὲ τοὺς δούλους του, νὰ σκεφθεῖς ὅτι ἐννοεῖ καὶ βασιλεῖς, καὶ στρατηγούς, καὶ ἐπάρχους, καὶ πλουσίους καὶ πτωχούς, καὶ δούλους καὶ ἐλευθέρους: «Πάντας γὰρ ἠμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθέν του βήματος τοῦ Χριστοῦ»… (Β΄ Κορ. ἐ΄ 10) Βάλε μὲ τὸν νοῦ σου πῶς θὰ εἶναι τότε τὸ δικαστήριο, ἀναλογίσου ὅλα τα ἁμαρτήματα ποὺ ἔχεις κάμει. Καὶ ἂν μάλιστα ἐσὺ λησμονήσεις ὅσα ἐπλημέλησες, ὁ Θεὸς δὲ θὰ τὰ λησμονήσει ποτέ, ἀλλὰ θὰ τὰ στήση ὅλα ἐνώπιόν των ὀφθαλμῶν μας, ἐὰν δὲν προλάβομε νὰ τὰ ἐξαλείψομε τώρα μὲ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση και μέ τὸ νὰ μὴ μνησικακοῦμε ποτὲ πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας. Γιὰ ποιὸ λόγο ὅμως κάμει τὸ λογοθέσιον; Ὄχι ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἀγνοεῖ (πῶς θὰ ἀγνοοῦσε αὐτὸς ποῦ γνωρίζει τὰ πάντα πρὶν γίνουν;), ἀλλὰ γιὰ νὰ πείσει ἐσὲ τὸν δοῦλο του ὅτι δικαίως ὀφείλεις αὐτὸ ποὺ ὀφείλεις. Ἢ καλλίτερα ὄχι μόνον γιὰ νὰ μάθεις, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ καθαριστεῖς τελείως· ἐπειδὴ καὶ τὸν προφήτη γι’ αὐτὸ τὸν πρόσταξε νὰ λέγει τὰ ἁμαρτήματα τῶν Ἰουδαίων: Διότι λέγει «λέγε τὰς ἀνομίας αὐτῶν τῷ οἴκω Ἰακὼβ καὶ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν τῷ οἴκω Ἰσραὴλ» (Ἡσ. νὴ΄ 1) ὄχι μόνον γιὰ νὰ ἀκούσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ διορθωθοῦν.

«Ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν, προσηνέχθη αὐτω εἰς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων» [Ἡ ἀνωτάτη νομισματικὴ μονάς. Ἕνα τάλαντο στὴν Ἑλλάδα τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνος ἰσοδυναμοῦσε μὲ 42,5 κιλὰ χρυσοῦ]. Ἄραγε πόσα τοῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ, ἀφοῦ κατέφαγε τόσα πολλά; Μεγάλος ὁ ὄγκος τοῦ χρέους· καὶ δὲν ἦταν μόνον αὐτὸ τὸ φοβερό, ἀλλὰ τὸ ὅτι τὸν ἔφεραν καὶ πρῶτο στὸν Κύριό του. Ἐπειδὴ ἐὰν μὲν τὸν ἔφερναν ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους ποὺ φάνηκαν εὐγνώμονες, δὲν θὰ ἦταν τόσο θαυμαστό το νὰ μὴ ἐξοργισθεῖ ὁ Κύριος, ἐπειδὴ ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν προηγουμένων θὰ τὸν εἶχε κάνει ἡμερότερο πρὸς τοὺς ἀγνώμονες ποὺ ἠκολούθησαν· τὸ νὰ φανεῖ ὅμως ἀχάριστος αὐτὸς ποὺ εἰσῆλθε πρῶτος καὶ μολονότι φάνηκε τόσο ἀγνώμων νὰ ἀντιμετωπιστεῖ μὲ τόση φιλανθρωπία ἀπὸ τὸν Κύριό του, αὐτὸ εἶναι τὸ ἰδιαιτέρως θαυμαστὸ καὶ παράδοξο.

Οἱ ἄνθρωποι λοιπόν, ὅταν εὕρουν τοὺς ὀφειλέτες τους, χαίρονται σὰν νὰ εὐρήκαν κυνήγι καὶ θήραμα καὶ κάνουν τὰ πάντα γιὰ νὰ ἀπαιτήσουν ὅλο το χρέος. Καὶ ἂν δὲ τὸ κατορθώσουν ἐξ’ αἰτίας τῆς πτωχείας τῶν ὀφειλετῶν, ἐκδηλώνουν τὴν ὀργή τους γιὰ τὰ χρήματα στὸ ταλαίπωρο σῶμα τῶν δυστυχῶν ἐκείνων, βασανίζοντας καὶ κτυπώντας καὶ προξενώντας σ’ αὐτὸ μύρια κακά. Ὁ Θεὸς ὅμως ἀντιθέτως, ἐπενόησε καὶ μετεχειρίσθη ὅλα τα μέσα γιὰ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ χρέη. Διότι σέ μᾶς, ὁ πλοῦτος εἶναι το νὰ ἀπαιτήσομε τὰ ὀφειλόμενα, ἐνῶ γιὰ τὸ Θεό, εἶναι πλοῦτος το νὰ συγχωρήσει. Ἐμεῖς, ὅταν λάβομε τὰ ὀφειλόμενα, τότε γινόμεθα εὐπορώτεροι· ἐνῶ ὁ Θεὸς ὅταν συγχωρήσει τὰ ἁμαρτήματα, τότε κυρίως πλουτίζει. Ἐπειδή πλουτός του Θεοῦ εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος: «ὁ πλουτῶν εἰς πάντας, καὶ ἐπὶ πάντας τους ἐπικαλουμένους αὐτὸν» (Ρωμ. ἰ΄ 12).

Ἀλλὰ ἴσως κάποιος εἰπεῖ: και πως αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ χαρίσει καὶ νὰ συγχωρήσει τὰ ἀνομήματα διέταξε νὰ τὸν πωλήσουν; Αυτό ἀκριβῶς εἶναι ποὺ φανερώνει πάρα πολὺ τὴν φιλανθρωπία του. Ὅμως ἃς μὴ βιαζόμεθα, ἀλλὰ ἃς προχωροῦμε μὲ τὴν σειρὰ στὴν διήγηση τῆς παραβολῆς: «Μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι» λέγει. Τί σημαίνει «μὴ ἔχοντος αὐτοῦ ἀποδοῦναι». Πάλιν ἐπίτασιν ἀγνωμοσύνης· ἐπειδὴ ὅταν λέγει ὅτι δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ ἐπιστρέψει, δὲν ἐννοεῖ τίποτε ἄλλο παρὰ ὅτι ἦταν στερημένος κατορθωμάτων καὶ δὲν εἶχε κανένα ἔργον ἀγαθόν, γιὰ νὰ λογαριασθεῖ στὴν ἀπαλλαγὴ τῶν ἁμαρτημάτων του. Διότι λογαριάζονται,ὁπωσδήποτε λογαριάζονται τὰ κατορθώματα γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τῶν ἁμαρτημάτων μας, ὅπως καὶ ἡ πίστη λογαριάζεται γιὰ δικαιοσύνη. «Τῷ γὰρ μὴ ἐργαζομένω, πιστεύοντι δὲ ἐπὶ τὸν (Θεὸν τὸν) δικαιοῦντα τὸν ἀσεβῆ, λογίζεται ἡ πίστις αὐτοῦ εἰς δικαιοσύνην» (Ρωμ. δ΄ 5). Καὶ τί λέγω γιὰ πίστη καὶ κατορθώματα, ἀφοὺ καὶ οἱ θλίψεις μᾶς λογαριάζονται γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῶν ἁμαρτημάτων; Καὶ αὐτὸ τὸ φανερώνει ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Λαζάρου, παρουσιάζοντας τὸν Ἀβραὰμ νὰ λέγει πρὸς τὸν πλούσιο, ὅτι ὁ Λάζαρος ἀπήλαυσε στὴν ζωὴ τοῦ τὰ κακὰ καὶ γι’ αὐτὸ ἐδῶ ηὖρε παρηγορία. Τὸ φανερώνει καὶ ὁ Παῦλος γράφοντας στοὺς Κορινθίους γιὰ ἐκεῖνο ποὺ πόρνευσε, πρὸς τοὺς ὁποίους λέγει τὰ ἑξῆς: «παραδοτὲ τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾶ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἴνα τὸ πνεῦμα σωθῆ» (Ἃ΄ Κορ. ἐ΄ 5). Καὶ ἄλλους ἐπίσης ποὺ ἠμάρτησαν τοὺς παρηγορεῖ λέγοντας «διὰ τοῦτο ἐν ὑμὶν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι (ἐλαφρὰ καὶ βαρειὰ) καὶ κοιμῶνται ἱκανοί. Εἰ γὰρ ἑαυτοὺς ἐκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα· κρινόμενοι δὲ ὑπὸ Κυρίου, παιδευόμεθα, ἴνα μὴ σὺν τῷ κόσμω κατακριθῶμεν» (Ἃ΄ Κορ. ἴα΄ 30-32). Ἐὰν δηλαδὴ κρίναμε ἐμεῖς τοὺς ἑαυτούς μας, δὲν θὰ ἐκρινόμεθα· γι’ αὐτο κρινόμενοι ἀπὸ τὸν Κύριο παιδευόμεθα (ἐδῶ), γιὰ νὰ μὴ καταδικασθοῦμε μαζὶ μὲ τὸν κόσμο. Καὶ ἐὰν ὁ πειρασμὸς καὶ ἡ νόσος καὶ ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ ἀφανισμὸς τοῦ σώματος, τὰ ὁποῖα ὑπομένουμε ἀκουσίως, χωρὶς νὰ τὰ δημιουργοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, μᾶς λογαριάζονται στὴν ἐξάλειψη τῆς ἁμαρτίας, πολὺ περισσότερό τα κατορθώματα, τὰ ὁποῖα πραγματοποιοῦμε ἑκουσίως καὶ μὲ τὴν ἰδικὴ μᾶς προσπάθεια.

Αὐτὸς ὅμως καὶ στερημένος ἀπὸ κάθε ἀγαθὸν ἦταν, καὶ ἀφόρητο φορτίο ἁμαρτημάτων εἶχε· γι’ αὐτὸ λέγει «μὴ ἔχοντος αὐτοῦ ἀποδοῦναι, ἐκέλευσεν αὐτὸν πραθῆναι»· αὐτὸ μας φανερώνει περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο τὴν φιλανθρωπία τοῦ Δεσπότου, ὅτι καὶ τὸν κάλεσε νὰ λογοδοτήσει καὶ νὰ πωληθεῖ διέταξε. Ἐπειδὴ καὶ τὰ δύο τα ἔκαμε ὥστε αὐτὸς νὰ μὴ πωληθεῖ. Ἀπὸ ποῦ γίνεται αὐτὸ φανερό; Ἀπὸ τὸ τέλος· διότι ἂν ἤθελε νὰ πωληθεῖ αὐτός, ποῖος τοῦ τὸ ἀπαγόρευε; ποῖος τὸν ἐμπόδιζε;

Γιατί λοιπὸν διέταξε νὰ πωληθεῖ, ἀφοῦ δὲν ἐπρόκειτο νὰ τὸ κάνει; Με τὴν ἀπειλὴ του αύξησε τὸ φόβο γιὰ νὰ τὸν παρακινήσει σὲ ἱκεσία· τὸν παρεκίνησε δὲ σὲ ἱκεσία, γιὰ νὰ λάβει ἀπὸ αὐτο αφορμὴ συγχωρήσεως. Βεβαίως ἠμποροῦσε καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν παράκληση νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ χρέος, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔπραξε γιὰ νὰ μὴ πέσει σὲ χειρότερα. Ἠμποροῦσε καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ λογοθέσιο νὰ δώσει τὴ συγχώρηση, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ γίνει ἀπανθρωπότερος καὶ ὠμότερος πρὸς τοὺς συνανθρώπους τοῦ ἀγνοώντας τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων του, γι’ αὐτο τον βοήθησε πρῶτα νὰ συνειδητοποιήσει τὸ μέγεθος τοῦ χρέους του, καὶ τότε τοῦ τὸ χάρισε ὅλο. Διότι ἐὰν ἀφοῦ πρῶτα ἔγινε ἡ λογοδοσία καὶ ἀπεκαλύφθη τὸ χρέος καὶ ἄκουσε τὴν ἀπειλή, καὶ ἔγινε φανερὰ ἡ καταδίκη της ὁποίας ἦταν ἄξιος, φάνηκε τόσον ἄγριος καὶ σκληρὸς πρὸς τὸν συνδουλό του, σὲ πόση ἀγριότητα θὰ εἶχε φθάσει, ἂν τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶχε συμβεῖ;

Γι’ αὐτὸ τὰ ἔκαμνε ὅλα αὐτὰ ὁ Θεὸς καὶ τὰ ἐπιχειροῦσε, γιὰ νὰ συγκρατήσει ἐκ τῶν προτέρων ἐκείνη τὴ σκληρότητα. Ἐὰν ὅμως μὲ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲ διορθώθηκε, αἴτιος δὲν εἶναι ὁ διδάσκαλος, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐδέχθη τὴν διόρθωση.

Ἃς ἰδοῦμε ὅμως πῶς προσπαθεῖ νὰ θεραπεύσει τὴν πληγή. «Πεσῶν οὔν», λέγει, «παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ, παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἒπ ἐμοί, καὶ πάντα σοὶ ἀποδώσω». Καὶ μάλιστα δὲν εἶπε ὅτι δὲν εἶχε νὰ τοῦ τὰ ἐπιστρέψει· ἔτσι ὅμως συνηθίζουν νὰ κάνουν ὅσοι χρεωστοῦν· καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἠμποροῦν νὰ ἐπιστρέψουν τίποτε, ὑπόσχονται, ὥστε νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ παρόντα δεινά. Ας ἀκούσομε ὅσοι ραθυμοῦμε στὴν προσευχή, πόση εἶναι ἡ δύναμη τῶν παρακλήσεων. Αὐτὸς δὲν ἐπέδειξε νηστεία, οὔτε ἀκτημοσύνη, οὔτε τίποτε παρόμοιο, ἀλλὰ ἂν καὶ ἦταν ἔρημος καὶ γυμνὸς ἀπὸ κάθε ἀρετή, ἐπειδὴ μόνο παρεκάλεσε τὸν Κύριο, κατόρθωσε νὰ τὸ παρακινήσει σὲ εὐσπλαχνία. Ἃς μὴν ἀποκάμνομε λοιπὸν στὶς παρακλήσεις. Διότι ποῖος θὰ ἠμποροῦσε νὰ γίνει ἁμαρτωλότερος ἀπὸ αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τόσα ἀνομήματα, ἐνῶ κατόρθωμα δὲν εἶχε κανένα, οὔτε μικρόν, οὔτε μεγάλο; Δὲν εἶπε ὅμως μέσα του «δὲν ἔχω παρρησία, εἶμαι γεμάτος ἐντροπή, πῶς ἠμπορῶ νὰ τὸν πλησιάσω; πῶς ἠμπορῶ νὰ παρακαλέσω;», πράγμα ποὺ πολλοὶ ἐπιβαρημένοι μὲ ἁμαρτίες τὸ λέγουν, πάσχοντες ἀπὸ διαβολικὴ εὐλάβεια. Σοῦ λείπει ἡ παρρησία; Γι’ αὐτὸ πλησίασε, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις παρρησία πολλή. Μῆπως ειναι ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί σου, γιὰ νὰ ἐντραπεῖς καὶ νὰ κοκκινίσεις; Εἶναι ὁ Θεός, ποὺ περισσότερο ἀπὸ ἐσένα θέλει νὰ σὲ ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ ἀνομήματα. Δὲν ἐπιθυμεῖς ἐσὺ τόσον τὴν ἀσφάλειά σου, ὅσον ἐκεῖνος ποθεῖ τὴν σωτηρία σου. Καὶ αὐτὸ μας τὸ δίδαξε μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ ἔργα.
Δὲν ἔχεις παρρησία; Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ ἠμπορέσεις νὰ ἀποκτήσεις παρρησία, ἐπειδὴ ἔχεις αὐτὴν τὴν αἴσθησι· διότι ἡ μεγαλυτέρα παρρησία εἶναι το νὰ μὴ νομίζεις ὅτι ἔχεις παρρησία. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ μεγαλυτέρα καταισχύνη εἶναι το νὰ δικαιώνει κανεὶς τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἐνώπιόν του Κυρίου· ἐκεῖνος εἶναι ἀκάθαρτος, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὁ ἁγιώτερος ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους· ὅπως ἀκριβῶς δίκαιος γίνεται ἐκεῖνος ποὺ ἔπεισε τὸν ἐαυτόν του ὅτι εἶναι ὁ τελευταῖος ἀπὸ ὅλους. Καὶ μάρτυρες γιὰ τὰ λεγόμενα εἶναι ὁ Φαρισαῖος καὶ ὁ Τελώνης. Μην ἀπελπιζόμεθα λοιπὸν γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, οὔτε νὰ ἀπογοητευόμεθα, ἀλλὰ ἃς προσερχώμεθα στὸ Θεό, ἃς γονατίζομε ἐνώπιόν του, ἃς παρακαλοῦμε, καθὼς ἔκαμε καὶ αὐτός, ἀφοῦ μέχρι τὸ σημεῖο αὐτὸ ἔδειξε τὴ καλή του διάθεση. Και το ὅτι δὲν ἔχασε τὸ θάρρος του, καὶ τὸ ὅτι δὲν ἀπελπίσθηκε, καὶ τὸ ὅτι ὁμολόγησε τὶς ἁμαρτίες του, καὶ τὸ ὅτι ζήτησε κάποια ἀναβολὴ καὶ παράταση, ὅλα αὐτὰ εἶναι καλὰ καὶ φανερώνουν συντριβὴ διανοίας καὶ ψυχὴ ταπεινωμένη. Αὐτὰ ποὺ ἀκολούθησαν ὅμως δὲν εἶναι ὅμοια μὲ τὰ προηγούμενα. Διότι οσα συγκέντρωσε μὲ τὴν ἱκεσία, αὐτὰ τὰ σκόρπισε ὅλα σὲ μία στιγμὴ μὲ τὴν ὀργὴ κατὰ τοῦ πλησίον.

Ἀλλὰ ἃς ἔλθομε πρῶτα στον τρόπον τῆς συγχωρήσεως· ἃς ἰδούμε πως τον ἀπήλλαξαν ἀπὸ τὸ χρέος και απὸ ποιὰ αἰτία οδηγηθηκε ὁ Κύριος σ’ αὐτό. «Σπλαγχνισθεῖς ὁ Κύριος αὐτοῦ», λέγει, «ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῶ». Εκείνος ἐζήτησε ἀναβολήν, αὐτὸς ἔδωσε συγχώρησι δηλαδὴ ἔλαβε περισσότερον ἀπὸ αὐτὸ ποῦ ἐζήτησε. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος λέγει: «τῷ δυναμένω πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοὺ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν». Διότι ουτε νὰ φανταστεῖς δὲν ἠμπορεῖς τόσα πολλά, ὅσα ἐκεῖνος εἶναι ἕτοιμος νὰ σοῦ δώσει. Μὴν ἐντραπεῖς λοιπόν, μὴ κοκκινήσης· ἢ μάλλον να ἐντρέπεσαι γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, νὰ μὴν ἀπελπίζεσαι ὅμως, οὔτε νὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τὴν προσευχή, ἀλλὰ πλησίασε, ἔστω καὶ νὰ τοῦ δώσεις τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιδείξει τὴν φιλανθρωπία του με τὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν σου. Εάν ὅμως φοβηθεῖς νὰ τὸν πλησιάσεις, τότε ἐμπόδισες τὴν ἀγαθότητά του, συνεκράτησες τὴν ἀφθονία τῆς καλοσύνης του, ὅσον βεβαίως ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐσένα.

Ἃς μὴ δειλιάζομε λοιπόν, οὔτε νὰ διστάζομε στὶς προσευχές. Επειδή, καὶ ἂν ἀκόμη πέσομε σ’ αὐτὸ τὸ ἴδιο το βάραθρο τῆς κακίας, ἔχει τὴ δυνατότητα γρήγορα νὰ μᾶς ἀνασύρει ἀπὸ ἐκεῖ. Κανεὶς δὲν ἔκαμε τόσες ἁμαρτίες, ὅσες αὐτός· διότι πράγματι διέπραξε κάθε εἶδος πονηρίας· αὐτὸ φανερώνουν τὰ μύρια τάλαντα. Κανεὶς δὲν ἦταν τόσον ἔρημος ὅσον αὐτός, δὲν εἶχε νὰ πληρώσει τὸ χρέος του. Ἀλλ’ ὅμως αὐτὸν ποὺ εἶχε προδοθεῖ ἀπὸ παντοῦ, ἠμπόρεσε νὰ τὸν σώσει ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς. Και έχει τόσο μεγάλες δυνατότητες ἡ προσευχή, θὰ εἰπεῖ κάποιος, ὥστε νὰ ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ποινὴ καὶ τὴν τιμωρία αὐτὸν ποὺ μὲ ἔργα καὶ μὲ μύριους τρόπους ἦλθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Κύριο; Ναί, ἄνθρωπε, τόσο μεγάλες δυνατότητες ἔχει. Διότι δὲν κατορθώνει αὐτὴ μόνη της τὰ πάντα, ἀλλ’ ἔχει σύμμαχο καὶ πολὺ μεγάλο βοηθὸ τὴν φιλανθρωπία τοῦ δεχομένου τὴν προσευχὴ Θεοῦ, ἡ ὁποία καὶ τὰ κατόρθωσε ὅλα στὴν περίπτωσιν αὐτήν, καὶ κατέστησε ἰσχυρὰ τὴν προσευχή. Αὐτὸ λοιπὸν ὑπονοοῦσε ὅταν ἔλεγε «σπλαγχνισθεῖς ὁ Κύριος αὐτοῦ ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῶ», γιὰ νὰ μάθεις ὅτι μαζὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν προσευχή ολά τα ἔκαμνε ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου. «Ἐξελθῶν δὲ ἐκεῖνος εὗρε ἕνα των συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὄφειλε αὐτῶ ἑκατὸν δηνάρια· καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοί, εἰ τί (ὅτι) ὀφείλεις». Ἄραγε τί θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὑπάρξει αἰσχρότερο ἀπὸ αὐτό; ενῶ ἡ εὐεργεσία ἠχοῦσε ἀκόμη στὴν ἀκοή του, λησμόνησε τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου.

Βλέπεις πόσον μεγαλο ἀγαθὸν εἶναι το νὰ ἐνθυμεῖτε κανεὶς τὶς ἁμαρτίες του; Διότι καὶ αὐτός, ἐὰν τὶς εἶχε διαρκῶς στὴ μνήμη του, δὲν θὰ γινόταν τόσον σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος. Γι’ αὐτὸ συνεχῶς λέγω, καὶ δὲν θὰ παύσω νὰ τὸ λέγω, ὅτι εἶναι πάρα πολὺ χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖο το νὰ κρατοῦμε διαρκῶς στὴ μνήμη μᾶς ὅλα μας τὰ πταίσματα· διότι τίποτε δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταστήσει τὴν ψυχὴ τόσον φιλόσοφο καιεπιεικὴ καὶ ἤπια, ὅσον ἡ διαρκὴς μνήμη τῶν ἁμαρτημάτων. Γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος κρατοῦσε στὴ μνήμη τοῦ ὄχι μόνον τὰ μετὰ τὸ λουτρὸ τοῦ βαπτίσματος ἁμαρτήματα, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ποὺ προηγήθησαν ἀπὸ αὐτό, μολονότι βεβαίως εἶχαν ἐξαφανισθεῖ ὁλοτελῶς. Ἐὰν δὲ ἐκεῖνος κρατοῦσε στὴ μνήμη τοῦ τὰ πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς πρέπει νὰ μὴ λησμονοῦμε τὰ μετὰ τὸ βάπτισμα· διότι μὲ τὴν ἀνάμνηση ὄχι μόνον τὰ ἐξαφανίζουμε, ἀλλὰ καὶ πρὸς ὅλους τους ἀνθρώπους θα συμπεριφερόμεθα μὲ περισσότερη ἐπιείκεια, καὶ τὸ Θεὸ θὰ τὸν ὑπηρετήσομε μὲ μεγαλύτερη ἀφοσίωση, ἀφοῦ μαθαίνουμε πολὺ καλὰ μὲ τὴν ἀνάμνησή τους τὴν ἀνέκφραστο φιλανθρωπία του.

Αὐτὸ τὸ πράγμα ὅμως ἐκεῖνος δὲν τὸ ἔκαμε, ἀλλά ξεχνωντάς το μέγεθος τῶν ὀφειλῶν τοῦ λησμόνησε καὶ τὴν εὐεργεσία. Καὶ ἀφοῦ λησμόνησε τὴν εὐεργεσία, ἔγινε κακὸς μὲ τὸν συνδουλὸ τοῦ και με τὴν κακία ποὺ ἔδειξε σ’ ἐκεῖνον ἔχασε ὅλα ὅσα κέρδισε ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. «Κρατήσας γὰρ αὐτὸν ἔπνιγε λέγων, ἀπόδος μοί, εἰ τί ὀφείλεις». Δεν εἶπε «δῶσε μου πίσω τα ἑκατὸ δηνάρια», ἐπειδὴ ντρεπόταν τὸ ἀσήμαντόν του χρέους, ἀλλὰ «ὅτι ὀφείλεις». «Ὁ δὲ πεσῶν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ, παρεκάλει αὐτόν, λέγων· μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ πάντα σοὶ ἀποδώσω». Με τὰ ἴδια λόγια, ποὺ ηὖρε καὶ ἐκεῖνος τὴν συγχώρηση, μὲ τὰ ἴδια καὶ αὐτὸς ἀξιώνει νὰ σωθεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπὸ τὴν ὑπερβολική του σκληρότητα οὔτε μὲ αὐτὰ τὰ λόγια κάμφθηκε, οὔτε σκέφθηκε ὅτι ὁ ἴδιος μὲ τὰ λόγια αὐτὰ σώθηκε. Καὶ ἂν ἀκόμη τὸν συγχωροῦσε, οὔτε ἔτσι θὰ ἦταν φιλανθρωπία ἀλλὰ ὀφειλὴ καὶ χρέος. Διότι ἐὰν τὸ ἔκαμνε αὐτὸ πρὶν γίνει ἡ λογοδοσία καὶ πρὶν ληφθεῖ ἐκείνη ἡ ἀπόφαση καὶ ἀπολαύσει τόσο μεγάλη εὐεργεσία, τὸ γεγονὸς θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδοθεῖ στὴν ἰδικὴ τοῦ μεγαλοψυχία. Τώρα ὅμως, μετὰ ἀπὸ τόσον μεγάλη δωρεὰ καὶ ἄφεση τόσων πολλῶν ἁμαρτημάτων, ἦταν πλέον ὑποχρεωμένος νὰ φερθεῖ στὸν συνδουλό του μὲ ἀνεξικακία, σὰν κάποια ἀναγκαία ὀφειλή. Ἀλλ’ ὅμως οὔτε αὐτὸ ἔκαμε, οὔτε σκέφθηκε πόση ἤταν η διαφορὰ τῆς ἀφέσεως την ὁποίαν καὶ αὐτὸς ἀπήλαυσε καὶ ποὺ ἔπρεπε νὰ δείξει στὸ συνδουλό του. Διότι ὄχι μόνον στὸ ποσὸ τῶν ὀφειλῶν, οὔτε στο ἀξίωμα τῶν προσώπων, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιον τὸν τρόπο θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ ἰδεῖ μεγάλη διαφορά. Ἐπειδὴ ἐκεῖνα μὲν ἤσαν μύρια τάλαντα, ἐνῶ αὐτὰ ἑκατὸ δηνάρια [Ρωμαϊκὸν ἀργυροῦν νόμισμα βάρους περίπου 4,5 γραμμαρίων]. Καὶ αὐτὸς μὲν προσέβαλε τὸν Κύριό του, ἐνῶ ὁ ὀφειλέτης τὸν συνδουλό του· αὐτὸς ἑπομένως, ἀφοῦ εἶχε εὐεργετηθεῖ εἶχε ὑποχρέωση νὰ τοῦ χαρισθεῖ· ἐνῶ ὁ Κύριος τὸν εἶχε ἀπαλλάξει ἀπὸ ὅλο το χρέος χωρις νὰ ἰδεῖ νὰ γίνεται ἐκ μέρους τοῦ κάποιο μικρὸ ἢ μεγάλο ἀγαθό.

Δὲν ἔβαλε ὅμως τίποτε ἀπὸ αὐτὰ στὸ νοῦ του, ἀλλὰ ἐντελώς τυφλωμενος ἀπὸ τὴν ὀργή τον ἐπίασε ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ τὸν ἔκλεισε στὴν φυλακή. Βλέποντας ὅμως οἱ συνδουλοί του, λέγει, ἀγανάκτησαν· και τον καταδικάζουν πρὶν ἀπὸ τὸν Κύριο οἱ συνδοῦλοι, γιὰ νὰ μάθεις πόσον ἥμερος εἶναι ὁ Κύριος. Ὅταν ὁ Κύριός του τὰ ἄκουσε αὐτὰ τὸν κάλεσε καὶ λογαριάζεται πάλι μαζί του, καὶ δὲν ἀποφασίζει ἔτσι ἁπλῶς τὴν καταδίκη, ἀλλά προηγουμενως δικαιολογεῖται. Καὶ τί λέγει «Δοῦλε πονηρέ, πάσαν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφήκα σοί». Ποῖος θὰ ἠμποροῦσε νὰ δείξει μεγαλύτερη καλοσύνη ἀπὸ αὐτὴν τοῦ Κυρίου; Όταν τοῦ ὄφειλε τὰ μύρια τάλαντα, οὔτε καν μὲ λόγο τὸν ἐλύπησε, οὔτε πονηρὸν τὸν ἀπεκάλεσε, ἀλλὰ μόνον διέταξε νὰ πωληθῆ· καὶ αὐτό, γιὰ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ χρέη. Όταν ὅμως ἔγινε κακὸς στὸν συνδουλό του, τότε ὀργίζεται καὶ θυμώνει· γιὰ νὰ μάθεις ὅτι εὐκολότερα συγχωρεῖ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἔγιναν σ’ αὐτὸν παρὰ αὐτὰ ποὺ ἔγιναν στοὺς συνανθρώπους μας. Και δὲν τὸ κάνει μόνον ἐδῶ αὐτὸ ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση. «Ἐὰν γὰρ προσφέρεις τὸ δῶρο σου», λέγει, «ἐπὶ τὸ θυσιαστήριο, κακεῖ μνησθῆς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τί κατά σου, ὕπαγε, πρώτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῶ σου, καὶ τότε ἐλθῶν πρόσφερε τὸ δῶρον σου» (Ματθ. ἐ΄ 23-24). Βλέπεις πὼς προτιμᾶ παντοῦ τα ἰδικά μας ἀπὸ τὰ ἰδικά του καὶ δὲν θεωρεῖ τίποτε ἀνώτερο ἀπὸ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο; και ἀλλοῦ πάλιν· «ὁ ἀπολύων τὴν γυναίκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχευθῆναι» (Ματθ. ἐ΄ 32). Καὶ μὲ τὸν Παῦλο νομοθέτησε ἔτσι· «εἰ τὶς ἀνὴρ γυναίκα ἔχει ἄπιστον, καὶ αὐτὴ συνευδόκει οἰκεῖν μετ’ αὐτοῦ, μὴ ἀφιέτω αὐτὴν» (Ἃ΄ Κορ. ζ΄ 12). Ἐὰν πορνεύσει, λέγει νὰ τὴν διώξεις, ἐὰν ὅμως εἶναι ἄπιστος, μὴ τὴν διώξεις· ἐὰν δηλαδὴ ἁμαρτήσει σὲ σένα, χώρισε τὴν· ἐὰν ἁμαρτήσει σὲ μένα, κράτησε τὴν. Ἔτσι καὶ ἐδώ οταν ἁμάρτησε τόσον πολὺ σ’ αὐτόν, τὸν συνεχώρησε· ὅταν ἁμάρτησε στὸν συνδουλό του μὲ λιγότερα καὶ μικρότερα ἁμαρτήματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἁμάρτησε στὸν Κύριό του, δὲν τὸν συγχώρησε, ἀλλὰ τὸν τιμώρησε αὐστηρά. Και ἐδῶ μὲν τὸν ἀπεκάλεσε πονηρό, ἐνῶ ἐκεῖ οὔτε καν μὲ λόγια δὲν τὸν λύπησε. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐδῶ προστίθεται καὶ τοῦτο, ὅτι ὠργίσθη καὶ τὸν παρέδωσε στοὺς βασανιστᾶς· ἐνῶ ὅταν τοῦ ζητοῦσε νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὰ μύρια τάλαντα, τίποτε παρόμοιο δὲν προσέθεσε, γιὰ νὰ μάθεις ὄτιεκεινη μὲν ἡ ἀπόφαση δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα ὀργῆς, ἀλλὰ φροντίδας ποὺ ἀπέβλεπε στὴν συγχώρησιν· αὐτὴ λοιπόν, ἡ πρὸς τὸν συνδουλὸ τοῦ ἁμαρτία ἦταν ποὺ τὸν ἐξόργισε τόσον πολύ.

Ἀραγε τὶ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει χειρότερο ἀπὸ τὴν μνησικακία, ἀφοῦ ἀνακαλεῖ καὶ τὴν ἤδη ἀποφασισμένη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὰ ποῦ δὲν κατόρθωσαν νὰ τοῦ τὰ προξενήσουν τὰ ἁμαρτήματα, αὐτὰ κατορθώνει νὰ τοῦ τὰ προξενήσει ἡ κατὰ τοῦ πλησίον ὀργή; Μολονότι ἔχει γραφὴ ὅτι «ἀμεταμέλητά τα χαρίσματα τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. ἴα΄ 29). Πώς λοιπὸν ἐδῶ μετὰ τὴν ἀνακοίνωση τῆς δωρεᾶς, μετὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς φιλανθρωπίας, ἀνεκλήθη πάλιν ἡ ἀπόφαση; Ἐξ’ αἰτίας τῆς μνησικακίας· ὥστε δὲ θὰ ἔσφαλλε κάποιος ἂν ὀνόμαζε αὐτὴ πιὸ φοβερὰ ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν· διότι ὅλες οἱ ἄλλες κατέστη δυνατὸν νὰ βροῦν συγχώρηση, ἐνῶ αὐτὴ ὄχι μόνον δὲν μπόρεσε νὰ ἐπιτύχει συγνώμη, ἀλλὰ καὶ τὶς ἄλλες, ποὺ εἶχαν ἀφανισθεῖ ὁλοτελῶς, τὶς ἀνανέωσε πάλι.
Ὥστε ἡ μνησικακία εἶναι διπλὸ κακό, διότι καὶ καμία ἀπολογία δὲν ἔχει ἐνώπιόν του Θεοῦ, καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἁμαρτήματά μας, καὶ ἂν ἀκόμη συγχωρηθοῦν, πάλι τὰ ἀνακαλεῖ καὶ τὰ στρέφει ἐναντίον μας· πράγμα τὸ ὁποῖον ἔκαμε καὶ ἐδῶ. Ἐπειδή τιποτε, τίποτε δὲν μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται ὁ Θεός, ὅσον ἄνθρωπο ποὺ εἶναι μνησίκακος καὶ διατηρεῖ τὴν ὀργή του. Αὐτὸ μας τὸ ἔδειξε ἐδῶ ἰδιαιτέρως, ἀλλὰ καὶ στὴν προσευχὴ ποὺ μᾶς παρέδωσε παρήγγειλε νὰ λέγομε ἔτσι: «ἅφες ἠμὶν τὰ ὀφειλήματα ἠμῶν, ὡς καὶ ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν».

Γνωρίζοντας λοιπὸν ὅλα αὐτά, καὶ ἀφοῦ γράψουμε τὴν παραβολὴ αὐτὴ στὶς καρδιές μας, ὅταν ἔλθουν στὸν νοῦ μᾶς ὅσα ἔχουμε πάθει ἀπὸ τοὺς συνδούλους μας, ἃς ἀναλογισθοῦμε καὶ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε κάνει στὸν Κύριον· και με τὸν φόβο τῶν ἰδικῶν μᾶς ἁμαρτημάτων θὰ μπορέσουμε νὰ ἀπομακρύνομε γρήγορα τὸν θυμὸ γιὰ τὰ ξένα παραπτώματα. Εάν πρέπει νὰ ἐνθυμούμεθα ἁμαρτήματα, μόνον τὰ ἰδικὰ μᾶς πρέπει νὰ ἐνθυμούμεθα. Διότι ἐὰν κρατήσομε στὴ μνήμη τὰ ἰδικά μας, ποτὲ δὲν θὰ δώσομε σημασία στὰ ξένα· ὅπως ἀκριβώς εαν λησμονήσομε τὰ ἰδικά μας, εὔκολα ἐκεῖνα θὰ εἰσχωρήσουν στοὺς λογισμούς μας. Πράγματι, καὶ αὐτὸς ἐὰν εἶχε κρατήσει στὴ μνήμην τοῦ τὰ μύρια τάλαντα, δὲ θὰ ἐνθυμεῖτο τὰ ἑκατὸ δηνάρια· ἐπειδὴ ὅμως τὰ λησμόνησε ἐκεῖνα, γι’ αὐτὸ ἐπίασε ἀπὸ τὸ λαιμὸ τὸν συνδοῦλον του, καὶ θέλοντας νὰ ἀπαιτήσει τὰ ὀλίγα, οὔτε αὐτὸ ἐπέτυχε, ἀλλὰ ἐπέσυρε στὴν κεφαλή του καὶ τὸν ὄγκο τῶν μυρίων ταλάντων.
Γι’ αὐτὸ θὰ τολμοῦσα νὰ εἰπῶ ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ φοβερότερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἁμαρτίες· ἢ μᾶλλον δὲν τὸ λέγω αὐτὸ ἐγώ, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τὸ φανέρωσε μὲ τὴν παραβολὴ αὐτή. Διότι ἂν δὲν ἦταν φοβερότερη ἀπὸ μύρια τάλαντα, ἐννοῶ ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα ἁμαρτήματα, δὲ θὰ ἀνακαλοῦσε ἐξ αἰτίας της καὶ ἐκεῖνα. Τίποτε λοιπὸν ἃς μὴ φροντίζομε τόσον, ὅσον τὸ νὰ καθαρεύομε ἀπὸ τὴν ὀργή, καὶ τὸ νὰ συμφιλιωνόμεθα πρὸς ἐκείνους ποὺ εἶναι δυσαρεστημένοι μαζί μας, γνωρίζοντας πὼς οὔτε ἡ κοινωνία τῶν μυστηρίων, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτά, θὰ ἠμπορέσει νὰ μᾶς βοηθήσει ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Όπως πάλιν ἐὰν νικήσομε αὐτὴν τὴν ἁμαρτία, ἔστω καὶ ἂν ἔχομε μύρια πλημμελήματα, θὰ ἠμπορέσομε νὰ ἐπιτύχομε κάποια συγγνώμη. Και δὲν εἶναι ἰδικὸς μᾶς ὁ λόγος, ἀλλὰ τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ μᾶς κρίνει. Διότι ὅπως εἶπε ἐδῶ, ὅτι «οὕτω ποιήσει καὶ ὁ πατήρ μου, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῶ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν», ἔτσι καὶ ἀλλοῦ λέγει «ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμὶν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» (Ματθ. στ΄ 14).

Γιὰ νὰ ἔχομε λοιπὸν καὶ ἐδῶ γαλήνια καὶ ἤρεμη ζωὴ καὶ ἐκεῖ νὰ ἐπιτύχομε συγχώρηση καὶ ἄφεση, ἃς προσπαθοῦμε καὶ ἃς φροντίζομε νὰ συμφιλιωνόμεθα μὲ ὅσους ἐχθροὺς ἔχουμε· διότι ἔτσι καὶ τὸν Κύριό μας θὰ συμφιλιώσομε μαζί μας, καὶ τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ θὰ ἐπιτύχομε, τῶν ὁποίων εἴθε ὅλοι νὰ ἀξιωθοῦμε «χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὢ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Αμήν.

(4ος – 5ος αἰὼν – ΕΠΕ, Ἄγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμ. 26, σέλ.18, Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, σέλ. 229-242, Ἐκδότης: Ι. Μ. ΧΙΛΙΑΝΔΑΡΙΟΥ Ι. ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΟΥΡΑΖΕΡΗ)

www.alopsis.gr

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *