ΔΙΔΑΧΑΙ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ
ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ. ἅ. Ὅτι οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ τὸν καταλάβει. β. Ὅτι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ τὸν κερδίσουν, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ τὸν καταλάβουν. (Κυριακὴ Ἔ΄ τῶν Νηστειῶν).
ἅ. Ὅτι οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ τὸν καταλάβει.
…Ἡ βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Κόσμου τούτου. Εἶναι ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, εἶναι ἡ μακαριότητα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ δόξα ἡ ἀτελείωτη, εἶναι ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατη, εἶναι μὲ ἕνα λόγο ὁ Παράδεισος. Παράδεισος! Μόνο ποὺ τὸν ὀνομάζω, χαίρεται τὸ πνεῦμα μου. Μόνο νὰ τὸν συλλογισθῶ, εὐφραίνεται ἡ ψυχή μου. Παράδεισος, ἡ εὐτυχισμένη πατρίδα τῶν προπατόρων μου, ὁ γλυκὺς λιμένας τῆς ἐλπίδας μου, ὁ μοναδικὸς σκοπὸς τῆς ἐλπίδας μου, ὁ μοναδικὸς σκοπὸς τῆς ἀγάπης μου, τὸ ὕστερο βραβεῖο τῆς πίστεώς μου.
Περὶ Παραδείσου εἶναι σήμερα ὁ λόγος, εὐλογημένοι Χριστιανοί. Ἐγὼ ὁμολογῶ, πὼς αὐτὸ εἶναι ἕνα ζήτημα, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε γλώσσα, καὶ κάθε νοῦ. Γιατί οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος, θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μᾶς ἐξηγήσει τὸν Παράδεισο, πὼς ἀκριβῶς εἶναι. Ἔτσι δὲν σᾶς ὑπόσχομαι νὰ σᾶς ἀποδείξω τί εἶναι ὁ Παράδεισος. Φτάνει μόνο νὰ σᾶς πῶ κάποια πράγματα. Κι ἂν δὲν μπορέσω νὰ κάνω μία τέλεια εἰκόνα, θὰ προσπαθήσω νὰ κάνω μία μικρὴ σκιαγράφηση. Ὢ Παράδεισε! ἔλεγε ἕνας ἅγιος Διδάσκαλος, ἐμεῖς μποροῦμε νὰ σὲ κερδίσουμε, μὰ ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ σὲ καταλάβουμε…
Νὰ ἔχεις ὅλη τὴν εὐτυχία, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιθυμήσει ἡ καρδιά σου, καὶ νὰ μὴν ἔχεις κανένα φόβου θανάτου, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ σοῦ στερήσει αὐτὴ τὴν εὐτυχία. Τι λογὴς λοιπὸν εἶναι μία τέτοια ζωή; Πάντα εὐτυχισμένος, χωρὶς φόβο νὰ δυστυχήσεις ποτέ. Πάντα πλούσιος, χωρὶς φόβο νὰ φτωχύνεις ποτέ. Ὑγιής, χωρὶς φόβο νὰ ἀρρωστήσεις ποτέ. Δὲν ὑπάρχει φθόνος νὰ σὲ πειράζει, δὲν ὑπάρχει πόθος νὰ σὲ μαραίνει, δὲν ὑπάρχει θάνατος νὰ σὲ πάρει. Παντοτινὰ μακάριος, καὶ παντοτινὰ ζωντανός, ὅλα τὰ καλά, καὶ ζωὴ ἀθάνατη. Τι λογὴς εἶναι τέτοια ζωή; Αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶναι ὁ Παράδεισος.


Ἀλλὰ καὶ χαρὰ δίχως τέλος. Αὐτὴ εἶναι μία χαρὰ ἄπειρη καὶ τέλεια, ἀτελείωτη, καὶ ὅλη μαζί, καθὼς ἐξηγοῦν τὸ αἰώνιο οἱ θεολόγοι. Ποῦ σημαίνει ὅτι, ὅση μεγάλη εἶναι ἡ χαρὰ σὲ ὅλο τὸν αἰώνα, τόση εἶναι καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ χαρά, χωρὶς ποτὲ νὰ λιγοστεύει. Καὶ ὅσο μεγάλη εἶναι σὲ ὅλο τὸν αἰώνα (=αἰωνιότητα), τόση εἶναι σὲ κάθε στιγμὴ τοῦ αἰώνα ὅλη μαζί. Χαίρεσαι ὅλη τη μακαριότητα σὲ ὅλο τὸν αἰώνα, καὶ χαίρεσαι ὅλη τη μακαριότητα σὲ κάθε στιγμὴ τοῦ αἰώνα. Ὅσο μακάριος εἶσαι σὲ ὅλη ἐκείνη τὴν αἰώνια ζωή, τόσο μακάριος εἶσαι σὲ κάθε στιγμὴ ἐκείνης της αἰώνιας ζωῆς… Μία χαρά, ποὺ κρατάει ὄχι μία μέρα, ὄχι ἕνα χρόνο, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸν ἀτελείωτο αἰώνα, ὅλη τέλεια, καὶ ὅλη μαζί…
» Χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν». [Ἰω. ἴς΄. 22]. Εἶναι λοιπὸν ὁ Παράδεισος ζωὴ χωρὶς θάνατο, γιατί ἐκεῖ ζεῖς μὲ τὴν ἴδια ζωὴ τοῦ Θεοῦ, μένεις στὴν ἴδια διαμονὴ τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχεις μὲ τὸ ἴδιο εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ζεῖς, ὅσο ζεῖ ὁ Θεός. Χαρὰ χωρὶς τέλος, γιατί ἐσὺ χαίρεσαι, μὲ τὴν ἴδια χαρὰ τοῦ Θεοῦ. Βασιλεύεις μὲ τὴν ἴδια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δοξάζεσαι μὲ τὴν ἴδια Δόξα τοῦ Θεοῦ. Μὲ λίγα λόγια, ἐσὺ βλέποντας τὸν Θεὸ γίνεσαι ἄλλος Θεός. Ἐκεῖνος Θεὸς κατὰ φύσιν, ἐσὺ Θεὸς κατὰ χάριν. Καὶ καθὼς στὸ πυρακτωμένο σίδερο, δὲν ξεχωρίζει οὔτε ἡ φωτιὰ ἀπὸ τὸ σίδερο, οὔτε τὸ σίδερο ἀπὸ τὴ φωτιά, ἀλλὰ φαίνονται καὶ τὰ δυὸ ἕνα, ἔτσι καὶ στὸν Παράδεισο, μποροῦμε νὰ ποῦμε, οὔτε ὁ Θεὸς ξεχωρίζει ἀπὸ τὸν μακάριο, οὔτε ὁ μακάριος ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι καὶ οἱ δυὸ ἕνα στὴ μακαριότητα, καὶ στοὺς δυὸ μία ζωὴ αἰώνια, καὶ στοὺς δυὸ μία χαρὰ ἀτελείωτη.
Ἐδῶ (=σ’ αὐτὴ τὴ ζωή) δὲν τὸν βλέπουμε ὅπως πραγματικὰ εἶναι, καὶ μόνο τὸν πιστεύουμε. Καὶ αὐτὴ εἶναι ὅλη ἡ μακαριότητα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ μὴν βλέπουμε καὶ νὰ πιστεύουμε, » Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰω. κ΄. 29). Ἐκεῖ θὰ τὸν βλέπουμε ὅπως εἶναι, καὶ πιὰ δὲν θὰ πιστεύουμε. »Ὅμοιοι αὐτῶ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθὼς ἐστι» (Α’ Ἰω. γ΄. 2). Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει πλέον πίστη (λέει ὁ Ἀπόστολος), γιατί θὰ ὑπάρχει ὅραση. Λύθηκε ἡ σκιά, λάμπει τὸ φῶς. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα, γιατί ὑπάρχει ἀπόλαυση. Ἔπαυσε τὸ μέλλον, φαίνεται τὸ παρόν. Ἐκεῖ ὑπάρχει μόνο ἀγάπη, γιατί ἀγαπᾶμε ἐκεῖνο τὸ ἄκρως ἀγαθὸ ποὺ βλέπουμε, καὶ χορταίνει ὁ νοῦς μας μὲ τὴν ὅραση, χορταίνει ἡ καρδιά μας μὲ τὴν ἀπόλαυση, » ορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν σου» [Ψάλμ. ἴς΄. 15]…
Ἐμεῖς ὄχι πὼς δὲν πιστεύουμε, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουμε. Ὁ νοῦς μας εἶναι πολὺ στενός, δὲν τὰ χωράει, εἶναι πολὺ παχύς, δὲν μπορεῖ νὰ πετάξει. Μὰ ὅταν ἀξιωθοῦμε νὰ τὰ δοῦμε ὀφθαλμοφανῶς. Νὰ δοῦμε ἐκείνη τὴν ἄκτιστη μεγαλοπρέπεια ποὺ ἔχει ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ. Νὰ δοῦμε ἐκεῖνο τὸ ἀνέσπερο φῶς ποὺ κάνει μία ἄδυτη μέρα αἰώνιας μακαριότητας. Νὰ δοῦμε τὰ Ἀγγελικὰ τάγματα. Νὰ δοῦμε τοὺς χοροὺς τῶν Ἁγίων. Νὰ δοῦμε τοὺς Μάρτυρες, τοὺς Ὁσίους, τοὺς δικαίους, ποὺ εἶναι οἱ μακάριοι πολίτες τοῦ Οὐρανοῦ. Νὰ δοῦμε αὐτὴ τὴν Δέσποινα Θεοτόκο Μαρία, τὴν Βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων, νὰ κάθεται ἐκ δεξιῶν του Θεοῦ. Νὰ δοῦμε αὐτὴ τὴν τρισήλιο Θεότητα. Νὰ δοῦμε αὐτὸν τὸν Θεό, πρόσωπο μὲ πρόσωπο, νὰ δοῦμε τὰ φυσικὰ του ἰδιώματα, ποὺ δὲν ἔχει οὔτε ἀρχή, οὔτε τέλος, νὰ δοῦμε τὶς τρεῖς ὑποστάσεις του, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱό, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ποὺ εἶναι τρία, καὶ ἕνας μόνος Θεός. Νὰ δοῦμε τὴν παντοδυναμία του, τὴν σοφία του, τὴν ἀγαθότητά του, τὴν δόξα του, τὴν βασιλεία του.
Τότε πρόκειται νὰ καταλάβουμε, τι εἶναι ὁ Παράδεισος. Θεέ μου! (θὰ τοῦ ποῦμε), ἐγὼ ἄκουγα πολλὰ γιὰ τὸν Παράδεισο, μὰ ἐκεῖνα ποὺ ἄκουγα, δὲν εἶναι οὔτε τὸ μισό, »καὶ ἰδοὺ οὐκ ἔστιν, οὐδὲ τὸ ἥμισυ, ἀπὸ ἐκεῖνα ὅπου βλέπω». Ἄκουγα πολλὰ μὰ δὲν τὰ καταλάβαινα, τώρα ποὺ τὰ βλέπω τὰ καταλαβαίνω, ἀκοὴν μὲν ὠτὸς ἤκουόν σου τὸ πρότερον, νυνὶ δὲ ὁ ὀφθαλμός μου ἑώρακέ σε» (Ἰωβ, μβ΄. 5). Βλέπω, καὶ ὅλος χαίρομαι, ὅλος μακαρίζομαι, ὅλος δοξάζομαι.
Τόση εἶναι ἡ δόξα τοῦ Παραδείσου, καὶ ἐγὼ ἀγαποῦσα τόσο τὴ δόξα τοῦ Κόσμου! Πόσο ἀνόητος ἤμουν ἐγώ, καὶ δὲν παρατοῦσα χίλιους Κόσμους, γιὰ νὰ κερδίσω ἕναν Παράδεισο! Τέτοια εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, καὶ ἐγὼ ἀγαποῦσα τόσο μία πρόσκαιρη ζωή! Ἀνόητος ποὺ ἤμουν, καὶ δὲν ἔδινα ἄλλες χίλιες ζωές, γιὰ νὰ κληρονομήσω αὐτήν! Ἀνόητος ποὺ ἤμουν καὶ κινδύνευσα τόσα χρόνια νὰ χάσω τέτοιον Παράδεισο, καὶ τέτοια ζωή, γιὰ νὰ χαρῶ μὲ μία μιαρὴ πόρνη, γιὰ νὰ χορτάσω τὴν ἀχόρταγη φιλαργυρία μου, γιὰ νὰ κάνω μία σιχαμερὴ ὄρεξή μου!
Ἀλλὰ ἂς εἶναι χίλιες φορὲς εὐχαριστημένη ἡ εὐσπλαχνία σου Θεέ μου, ποὺ ἐγὼ γλύτωσα ἀπὸ τόσους κινδύνους καὶ τώρα εἶμαι στὸν Παράδεισο! Ποὺ ζῶ μία ζωὴ χωρὶς θάνατο, ποὺ χαίρομαι μία χαρὰ χωρὶς τέλος. Ἐκεῖ ποὺ καταλαβαίνουμε, γιατί βλέπουμε, μποροῦμε νὰ ποῦμε τέτοια πράγματα. Μὰ ἐδῶ ποὺ δὲν βλέπουμε, καὶ δὲν καταλαβαίνουμε, τίποτε ἄλλο [δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε], πάρα μόνο, ὢ Παράδεισε! ἐμεῖς μποροῦμε νὰ σὲ κερδίσουμε, μὰ δὲν μποροῦμε νὰ σὲ καταλάβουμε.
Εἶναι δυνατόν; Ναί, σᾶς εἶπα καὶ ἄλλη φορᾶ, πὼς ἡ σωτηρία μας βρίσκεται στὰ χέρια μας. Τώρα σας λέω πάλι, καὶ ἀκοῦστε. Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν Παράδεισο γιὰ τοὺς δίκαιους, ἔκανε τὸν Ἅδη γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀσφάλισε τὸν Παράδεισο, ἀσφάλισε καὶ τὸν Ἅδη, μὰ τὰ κλειδιὰ τοῦ Ἅδη τὰ κράτησε αὐτός, ὅπως βλέπουμε στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, » καὶ ἔχω τὰς κλεῖς [τοῦ θανάτου] καὶ τοῦ ᾅδου» (Ἀποκ. Α. 18). Τὰ κλειδιὰ τοῦ Παραδείσου, τὰ ἔδωσε στοὺς Ἀποστόλους του, στὸ πρόσωπο τοῦ Πέτρου, » καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν» (Μάτθ. ἰς’, 19). Ὥστε λοιπὸν τὰ κλειδιὰ τοῦ Ἅδη, βρίσκονται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τὰ κλειδιὰ τοῦ Παραδείσου, εἶναι στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων. Ὢ φιλανθρωπότατη οἰκονομία τοῦ Κυρίου μας! Ἂν θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ κολαστεῖ στὸν Ἅδη, τὰ κλειδιὰ τοῦ Ἅδη δὲν εἶναι στὰ χέρια του. Ἂν θέλει ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ σωθεῖ στὸν Παράδεισο, τὰ κλειδιὰ τοῦ Παραδείσου εἶναι στὰ χέρια του. Ποῦ σημαίνει: αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶναι δύσκολο νὰ κολάζονται οἱ ἄνθρωποι καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τοὺς ἔδωσε τὰ κλειδιὰ τοῦ ἅδη. Νὰ εἶναι ὅμως εὔκολο νὰ σώζονται, καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς ἔδωσε τὰ κλειδιὰ τοῦ Παραδείσου, » καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν». (Μάτθ. ἴς΄. 19). Λοιπόν, ὢ Παράδεισε ἐμεῖς μποροῦμε νὰ σὲ κερδίσουμε, μὰ δὲν μποροῦμε νὰ σὲ καταλάβουμε.
Ἀκοῦστε ὅμως καὶ αὐτό, » καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς», τὰ κλειδιὰ λέει. Μὰ δὲν μπορoύσε νὰ πεῖ »θὰ σοῦ δώσω τὸ κλειδί». Μὲ ἕνα τάχα κλειδὶ δὲν ἀνοίγει ὁ Παράδεισος; Τὰ κλειδιὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἀνοίγουμε τὶς θύρες εἶναι πολλῶν λογιῶν. Ὑπάρχει κλειδὶ ὅλο ἀπὸ σίδερο, μὰ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ χρυσό, ἢ ἀκόμη καὶ ξύλινο. Τέτοια εἶναι καὶ τὰ κλειδιὰ τοῦ Παραδείσου, γι’ αὐτὸ καὶ τὰ λέει κλειδιά, καὶ ὄχι κλειδί. Ὑπάρχει σιδερένιο, χρυσὸ καὶ ξύλινο. Τὸ ξύλινο, εἶναι τοῦ φτωχοῦ. Ὁ φτωχὸς μὲ τὴ φτώχεια τοῦ μπορεῖ νὰ ἀνοίξει τὸν Παράδεισο, νὰ σωθεῖ. Τὸ χρυσὸ εἶναι τοῦ πλουσίου. Ὁ πλούσιος μὲ τὸν πλοῦτο τοῦ μπορεῖ νὰ ἀνοίξει τὸν Παράδεισο, νὰ σωθεῖ. Τὸ σιδερένιο εἶναι κάθε ἀνθρώπου, ποὺ δὲν εἶναι τόσος φτωχός, οὔτε τόσο πλούσιος. Καὶ αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἀνοίξει τὸν Παράδεισο, νὰ σωθεῖ. Ὥστε εὔκολα μπορεῖ νὰ σωθεῖ καὶ φτωχός, καὶ πλούσιος, καὶ κάθε ἄνθρωπος. Ὢ Παράδεισε! Παράδεισε! ἐμεῖς μποροῦμε νὰ σὲ κερδίσουμε, μὰ δὲν μποροῦμε νὰ σὲ καταλάβουμε.
β. Ὅτι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ τὸν κερδίσουν, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ τὸν καταλάβουν.
Πρὸς τὸν Παράδεισο, γιὰ τὸν ὁποῖο μιλήσαμε μέχρι τώρα, δυὸ εἶναι οἱ δρόμοι, ὁ ἕνας στενὸς καὶ τεθλιμμένος, λέει ὁ Χριστός, » στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν’‘. Στενὴ (ὁδός), τόσοι ἀσκητὲς ποὺ τὴν περπάτησαν, ἄφησαν πίσω τοὺς ὅλο τὸν Κόσμο, καὶ τὰ ἐγκόσμια, καὶ πέρασαν γυμνοί. Τόσοι ἅγιοι Μάρτυρες, ποὺ τὴν ράντισαν, ὄχι μὲ τὸν ἱδρώτα, ἀλλὰ μὲ τὸ αἷμα τους. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ περπατοῦν μὲ τὸ κεφάλι πολὺ ψηλά, ἐὰν δὲν χαμηλώσουν λίγο, ἐδῶ δὲν χωρᾶνε, ἡ ὁδὸς εἶναι στενή. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔφαγαν πολὺ καὶ πάχυναν, ἂν δὲν ἀδυνατίσουν, ἐδῶ δὲν χωρᾶνε, ὁ δρόμος εἶναι στενός. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν πολλὰ ροῦχα, σέρνουν καὶ πολλὰ ἄλλα ἐμπόδια, ἂν δὲν ξαλαφρώσουν, ἐδῶ δὲν χωρᾶνε, ἡ ὁδὸς εἶναι στενή. Οἱ γυναῖκες, ἄχ! εἶναι πολλὰ ποὺ πρέπει νὰ ἀφήσουν, ἂν θέλουν νὰ χωρέσουν! Ἡ ὁδὸς εἶναι στενή, στενὴ καὶ τεθλιμμένη, γεμάτη ἀγκάθια καὶ τριβόλους. Πρέπει νὰ ἱδρώσουμε, καὶ πρέπει νὰ ἀγανακτήσουμε, καὶ νὰ ὑπομείνουμε πολλά, πρέπει νὰ ταλαιπωρηθοῦμε πολύ, γιὰ νὰ περάσουμε, γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε, » δεῖ ἡμᾶς διὰ πολλῶν θλίψεων εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὴν σάρκα πολὺ τρυφερή, καὶ θέλουν νὰ περπατοῦν πάνω στὰ βαμβάκια (=πούπουλα), καὶ στὰ ρόδα, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν στομάχι φουσκωμένο, καὶ δὲν μποροῦν νὰ χωνέψουν ἕνα λόγο, ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν τὴν ἀνάπαυση καὶ τὴν τρυφή, ἐδῶ δὲν χωρᾶνε, ὁ δρόμος εἶναι στενὸς καὶ τεθλιμμένος. Ποιὸς θέλει νὰ πάει στὸν παράδεισο; ὅλοι θέλουν. Μὰ ὅλοι ἂς ξέρουν, πὼς ἡ ὁδὸς εἶναι στενὴ καὶ τεθλιμμένη.
Εἶναι καὶ ἄλλος ἕνας δρόμος, πλατὺς καὶ εὐρύχωρος, ἀπὸ τὸν ὅποιο περνᾶ μία ἅμαξα. Ἀπὸ ἐδῶ βλέπω πέρασε ὁ προφήτης Ἠλίας, » ἅρμα πυρὸς καὶ ἵπποι πυρὸς» (Βασιλειῶν Δ΄, β΄. 11), μὰ ἄφησε τὴ μηλωτὴ (=ροῦχο ἀπὸ δέρμα προβάτου) του καὶ ἔπεσε, καὶ τότε πέρασε. Θέλεις καὶ σὺ Χριστιανὲ νὰ πᾶς στὸν Παράδεισο, ἀπὸ τὴν πλατιὰ ὁδό, ὅπως ὁ Ἠλίας; ἅρμα πυρὸς» δηλαδή θερμή αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, »ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται» [Ματθ. κβ΄40]. ‘‘Πάσης γάρ ἐστιν ἀρετῆς ὑπόθεσις, και εν τούτω σωζόμεθα πάντες» [Χρυσόστομος, εἰς τό κατά Ἰωάννην]. Ὁ Ἠλίας γιὰ νὰ ἀνέβει στὸν Οὐρανό, ἔριξε ἀπὸ πάνω του τὸ ροῦχο του. Ποῦ σημαίνει ὅτι, στὸν Παράδεισο δὲν ἀνεβαίνουμε μὲ τὸ δικά μας ροῦχα. Πόσο μᾶλλον μὲ τὰ ξένα; Μὰ τὸ ροῦχο τοῦ Ἡλιοῦ, τι ἦταν ; μία μηλωτή, μία γούνα, δηλαδὴ ἕνα δέρμα, καὶ ὁ Ἠλίας τὸ ἔριξε κάτω, ποὺ σημαίνει, ἐσὺ ποὺ γδέρνεις , μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο πρόβατα, στὸν Παράδεισο δὲν ἀνεβαίνεις, μὲ ξένα δέρματα, μὲ ξένα ροῦχα. Ὢ Παράδεισε, εἶναι δυνατὸν ἀκόμα καὶ μεῖς, ποὺ εἴμαστε ἄνθρωποι, ποὺ εἴμαστε Χριστιανοί, γιὰ ἕνα τόσο μικρὸ πράγμα, νὰ θέλουμε νὰ χάσουμε ἕνα τόσο μεγάλο καλό! Ἕνα Παράδεισο γιὰ μία ὥρα χαρᾶς! Ὢ Παράδεισε! Παράδεισε! ἐμεῖς μποροῦμε νὰ σὲ κερδίσουμε, μὰ δὲν μποροῦμε νὰ σὲ καταλάβουμε.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *