Τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου
ΑΓΙΟΣ Αἰκύτιος, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ λάβει ἀπὸ τὸ Θεὸ μεγάλα χαρίσματα καὶ ὁδήγησε στὸν Κύριο, μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὴ διδασκαλία του, πολλὲς ψυχές, ὅπως ἐκεῖνος τοῦ εἶχε παραγγείλει, φοροῦσε τόσο φτωχικὰ ροῦχα, ὥστε, ὅταν χαιρετοῦσε κάποιους ποὺ δὲν τὸν γνώριζαν, ἀπαξιοῦσαν νὰ τοῦ ἀνταποδώσουν τὸ χαιρετισμό. Καὶ ὅταν κινοῦσε γιὰ νὰ πάει σὲ ἄλλο μέρος, συνήθιζε νὰ παίρνει τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλογα τοῦ μοναστηριοῦ, καὶ νὰ χρησιμοποιεῖ καπίστρι ἀντὶ γιὰ χαλινάρι καὶ ἕνα δέρμα προβάτου ἀντὶ γιὰ σέλα. Μαζί του ὅμως βαστοῦσε (πάντα) ἕνα πέτσινο δισάκι μὲ τὰ ἱερὰ βιβλία, καί, ὁπουδήποτε κι ἂν πήγαινε, ἄνοιγε τὴν πηγὴ τῆς Ἅγιας Γραφῆς καὶ πότιζε τὴ γῆ τοῦ νοῦ του.
Ἡ φήμη του λοιπὸν ἔφτασε μέχρι κι αὐτὴ τὴ Ρώμη. Μερικοὶ τότε, ἀπὸ φθόνο, εἶπαν πολλὰ ἐναντίον τοῦ στὸν πατριάρχη καὶ δὲν σταμάτησαν νὰ τὸν κατηγοροῦν, ὥσπου τὸν ἔπιασαν νὰ στείλει τὸν δεφένσορα Ἰουλιανό γιὰ νὰ φέρει (στὴ Ρώμη) τὸν ἅγιο.
Ὁ δεφένσωρ πῆγε χωρὶς χρονοτριβῆ στὸ μοναστήρι τοῦ Αἰκύτιου, ὅπου βρῆκε τοὺς πιὸ ἐλλόγιμους ἀδελφοὺς νὰ καλλιγραφοῦν. Τοὺς ρώτησε ποὺ βρίσκεται ὁ ἡγούμενος. Κι ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν: – Θερίζει χορτάρι στὴν κοιλάδα, ἐδῶ πιὸ κάτω. Τότε ὁ δεφένσωρ στέλνει τὸν ὑπηρέτη του, ποὺ ἦταν πολὺ φαντασμένος καὶ ὑπερήφανος γιὰ νὰ φωνάξει τὸν ἅγιο. Ὁ ὑπηρέτης πῆγε στοὺς θεριστὲς καὶ τοὺς ρωτοῦσε νὰ τοῦ ποῦν ποιὸς ἐΊναι ὁ Αἰκύτιος. Μόλις ὅμως, μὲ τὴ βοήθειά τους, τὸν βρῆκε, ἄρχισε νὰ τρέμει γεμάτος ἀγωνία. Μὲ δυσκολία μποροῦσε νὰ σταθεῖ ὄρθιος. Πλησίασε τὸν ἅγιο, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ γνωστοποίησε τὸν ἐρχομὸ τοῦ κυρίου του. “Ἔβαλε τότε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τὰ παπούτσια του, τὰ ἔδεσε καί, μὲ τὸ δρεπάνι στὸν ἄμμο, κίνησε (γιὰ τὸ μοναστήρι).
Ὅταν ὁ Ἰουλιανός ἔμαθε ἀπὸ τὸν ὑπηρέτη του ὅτι αὐτὸς ἐΊναι ὁ Αἰκύτιος, τὸν ἀποστράφηκε γιὰ τὴ (φτωχική) ἐξωτερική του ἐμφάνιση, καὶ ἀναρωτιόταν πὼς θὰ μιλήσει μαζί του σοβαρά. Μόλις ὅμως ὁ ἅγιος πλησίασε, ἕνας ἀκατανίκητος φόβος κυρίεψε τὸν Ἰουλιανό, πού, τρέμοντας, μὲ δυσκολία μπόρεσε νὰ ἐξηγήσει γιατί ἤρθε. Ταπεινωμένος ἔτσι, γονάτισε μπροστὰ στὸν ἅγιο καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτόν. Κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ τὸν σήκωσε, τὸν εὐλόγησε καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ξεκινήσουν ἀμέσως γιατρευτῶ τὸν πατριάρχη.
Γιατί ἂν δὲν πᾶμε σήμερα, πρόσθεσε, αὔριο θὰ ἐΊναι ἀδύνατον νὰ φύγουμε.
Ὁ Ἰουλιανός ὅμως τοῦ εἶπε: Κουράστηκα ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία, πάτερ, καὶ δὲν μπορῶ νὰ ταξιδέψω πάλι σήμερα Ἀναγκασμένος λοιπὸν ἀπὸ τὸν δεφένσορα, ἔμεινε μαζί του τὴ νύχτα ἐκείνη στὸ μοναστήρι.
Τὴν ἄλλη μέρα, μόλις ἄρχισε νὰ χαράζει, ἦρθε στὸν Ἰουλιανό ἕνας ὑπηρέτης ἀπὸ τὸν πατριάρχη, παραγγέλλοντάς του νὰ μὴν τολμήσει νὰ μετακινήσει τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ μοναστήρι του. Κι ὅταν ὁ Ἰουλιανὸς ρώτησε τὸν ὑπηρέτη γιὰ τὴν αἰτία, ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι τὴν προηγούμενη νύχτα ὁ πατριάρχης κατατρόμαξε ἀπὸ μία θεϊκὴ ὀπτασία, (μὲ τὴν ὅποια ὁ Κύριος τὸν ἐπιτίμησε) ἐπειδὴ τόλμησε νὰ στείλει (ἄνθρωπο) στὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ (τὸν συλλάβει καὶ νά) τὸν φέρει μπροστά του.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ἰουλιανός σηκώθηκε καὶ εἶπε στὸν Αἰκύτιο: Ὁ πατέρας μας, ὁ πατριάρχης, παρακαλεῖ νὰ μὴν μπεῖτε στὸν κόπο (τοῦ ταξιδιοῦ). Ὁ ἅγιος, πολὺ λυπημένος, ἀποκρίθηκε: Δὲν σοῦ εἶπα χθές, ὅτι, ἂν δὲν ξεκινήσουμε ἀμέσως, δὲν θὰ μπορέσουμε πιὰ νὰ πᾶμε;
Φιλοξένησε πάντως λίγο ἀκόμα, γιὰ χάρη τῆς ἀγάπης, τὸν Ἰουλιανό, τοῦ πρόσφερε καὶ κάποιο φιλοδώρημα γιὰ τὸν κόπο τοὺ μολονότι ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ τὸ δεχθεῖ – καὶ τὸν κατευόδωσε.
Μάθε λοιπόν, Πέτρο, πόσο δοξάζονται ὅσοι προτιμοῦν στὴν παροῦσα ζωὴ νὰ τοὺς περιφρονοῦν οἱ ἄλλοι γιατί συναριθμοῦνται μὲ τοὺς πολίτες τῆς ἐπουράνιας πατρίδας. Ἀπεναντίας, ὅσοι ἀπὸ τὴν ὑψηλοφροσύνη τοὺς ἐμφανίζονται ὡς δίκαιοι στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὴν κενοδοξία τοὺς καμαρώνουν, αὐτοὶ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστός, ἐλέγχοντάς τους, λέει: «Ὑμεῖς ἐστε οἱ δικαιοῦντες ἑαυτούς» καὶ τὰ ὑπόλοιπα (Λουκ. 16:15).
Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ
Κάποτε ἦρθαν (στὴ Νεοκαισάρεια) ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς γειτονικῆς πόλης Κόμανα, καὶ ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν θαυμαστὸ Γρηγόριο νὰ πάει ἐκεῖ καὶ νὰ χειροτονήσει Ἱερέα γιὰ τὴν ἐκκλησία τους. Ὁ μέγας ὑπάκουσε καὶ πῆγε. (Ἀμέσως διαπίστωσε ὅτι) οἱ προτιμήσεις τῶν ἀρχόντων στρέφονταν σ’ ἐκείνους ποὺ θεωροῦνταν ἀνώτεροι στὴ ρητορεία καὶ τὴν καταγωγὴ καὶ τὴ λοιπὴ κοσμικὴ ἀξία – γι’ αὐτὸ καὶ οἱ προτάσεις μοιράζονταν σὲ πολλούς, καθὼς ἄλλοι προτιμοῦσαν τὸν ἕνα καὶ ἄλλοι τὸν ἄλλον. Ὁ μέγας (Γρηγόριος) ὅμως περίμενε νὰ τοῦ κάνει ὁ Θεὸς κάποιον ὑπόδειξη γιὰ τὸ ζήτημα. καὶ παραβλέποντας τὴν ὑποστήριξη τῶν ἰσχυρῶν, ποὺ εἶχε ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ὑποψήφιους, ἕνα μόνο πράγμα φρόντιζε νὰ διαπιστώσει – ἂν κάποιος (ἀπ’ αὐτούς), καὶ πρὶν ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἀνάδειξή του (στὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης), εἶχε ἱερατικὸ ἦθος, μὲ τὴν προσεκτικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀρετή του.
Ὅταν λοιπὸν οἱ ἄρχοντες παρουσίαζαν μὲ ἐγκώμια ὅσους εἶχαν ἐπιλέξει, ὁ ἅγιος τους συνιστοῦσε νὰ μὴν παραβλέψουν κι αὐτοὺς ποὺ ἦταν κατώτερης κοινωνικῆς θέσεως, γιατί ἦταν δυνατὸν νὰ βρεθεῖ ἀνάμεσά τους κάποιος, ποὺ νὰ διαθέτει μεγαλύτερο ψυχικὸ πλοῦτο ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἐπώνυμους.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς παρόντες θεώρησε σὰν περιφρόνηση καὶ σὰν χλευασμὸ τῆς ἀποφάσεως τοὺς τὴν ἀποψὴ τοῦ μεγάλου (Γρηγορίου), νὰ μὴ γίνει δηλαδὴ δεκτὸς στὴν ἱεροσύνη κανένας ἀπ’ ὅσους εἶχαν προκριθεῖ γιὰ τὴν εὐφράδεια καὶ τὴν κοινωνικὴ θέση καί τη, φαινομενικὰ τουλάχιστον, καλὴ μαρτυρία τοῦ βίου τους, καὶ νὰ θεωρηθοῦν πιὸ ἄξιοι γιὰ ἕνα τέτοιο χάρισμα κάποιοι ἄλλοι ἄξεστοι. Λέει λοιπὸν στὸν ἅγιο μὲ πολλὴ εἰρωνεία:
Ἂν εἶναι αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία σου, ν’ ἀποκλείσουμε δηλαδὴ αὐτοὺς ἐδῶ, πού, ἔχοντας τόσα προσόντα, ψηφίστηκαν ἀπ’ ὅλη τὴν πόλη, καὶ ν’ ἀνεβάσουμε στὸ ὕψος τῆς ἱεροσύνης κάποιον ἀπ’ τὸ συρφετό, τότε λοιπὸν δὲν ἔχεις παρὰ νὰ καλέσεις στὴν ἱεροσύνη τὸν Ἀλέξανδρο, τὸν καρβουνιάρη. Καὶ ἄν σου φαίνεται σωστό, ἂς ἀλλάξουμε ἀπόφαση ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης καὶ ἂς κάνουμε μεταξύ μας (νέα) συμφωνία.
Αὐτὰ ἔλεγε, χλευάζοντας τὴ γνώμη τοῦ Ἁγίου μὲ τὴν εἰρωνικὴ πρότασή του καὶ κακίζοντας τὸν γιὰ ὅσα ἄκριτα (δῆθεν) εἶχε εἰσηγηθεῖ .
Στὸν ἅγιο ὅμως γεννήθηκε, ἀπ’ ὅσα ἄκουσε, ἡ σκέψη, μήπως ὁ Ἀλέξανδρος ἀναφέρθηκε σὰν ὑποψήφιος μὲ φώτιση Θεοῦ.
Καὶ ποιὸς εἶναι, ρώτησε, αὐτὸς Ὁ Ἀλέξανδρος, ποῦ τώρα τὸν θυμηθήκατε;
Σὲ λίγο, ἕνας ἀπὸ τοὺς παρόντες ἔφερε γελώντας στὴ μέση ἐκείνου (τὸν Ἀλέξανδρο), ντυμένο μὲ βρωμερὰ κουρέλια, ποὺ κι αὐτὰ δὲν σκέπαζαν κὰν ὁλόκληρο τὸ σῶμα του. Συνάμα ἡ ἐμφάνισή του φανέρωνε τὴ δουλειὰ (ποὺ ἔκανε): ταπεινὸς χέρια, τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ὑπόλοιπο κορμὶ τοῦ ἦταν κατάμαυρα ἀπὸ τὴν καρβουνιά.
Καθὼς στεκόταν στὴ μέση ὀ’ Ἀλέξανδρος σὲ τέτοια κατάσταση, γιὰ τοὺς ἄλλους μὲν ἀποτελοῦσε θέαμα ποὺ προκαλοῦσε γέλια. Γιὰ τὰ διορατικὰ ὅμως ἐκεῖνα μάτια (τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου), συνέβαινε κάτι καταπληκτικό: Ἕνας ἄνθρωπος τόσο φτωχὸς καὶ μὲ τόσο ἀπεριποίητο τὸ σῶμα του, ἦταν συγκεντρωμένος στὸν ἑαυτό του καὶ ἔδειχνε πὼς χαιρόταν γι’ αὐτὰ ποὺ τὰ ἀπαίδευτα (πνευματικά) μάτια(τῶν ἄλλων) ἔβλεπαν σὰν καταγέλαστα.
Καὶ αὐτὴ ἦταν ἡ ἀλήθεια. Γιατί δὲν εἶχε φτάσει σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ἀναγκαστικά, ἀπὸ φτώχεια. Ἦταν ἄνθρωπος φιλοσοφημένος, ὅπως ἀποδείχθηκε καὶ ἀπὸ τὴν κατοπινή του ζωή, ἀφοῦ κι ὡς τὸ μαρτύριο ἔφτασε, τελειώνοντας τὴν (ἐπίγεια) πορεία του στὴ φωτιά. Φρόντιζε νὰ ζεῖ χωρὶς ἐπίδειξη, ἐπειδὴ ἦταν ἀνώτερος ἀπὸ τὴν ἐπιτηδευμένη εὐμάρεια τῶν ἄλλων. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἄλλαζε μὲ τίποτα τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του, καθὼς ποθοῦσε τὴν ἀνώτερη καὶ ἀληθινὴ ζωή, μὲ κάθε τρόπο προσπαθοῦσε νὰ ξεφεύγει τὴν προσοχὴ (τῶν ἀνθρώπων), γιὰ νὰ κατορθώσει τὸ σκοπὸ τῆς ἀρετῆς.
Ἔχοντας (λοιπόν) τέτοιο φρόνημα, κρυβόταν, χρησιμοποιώντας σὰν ἀποκρουστικὸ προσωπεῖο τὴν πιὸ ταπεινὴ ἐργασία. “ ἄλλωστε, βρισκόταν στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης, καὶ θεωροῦσε ἐπικίνδυνο, γιὰ τὸ σκοπὸ τῆς ἁγνείας, νὰ δείχνει τὴν ὡραιότητα τοῦ σώματός του. Γιατί γνώριζε, ἔτι κάτι τέτοιο γίνεται στοὺς περισσότερους ἀφορμὴ γιὰ σοβαρὲς ἁμαρτίες, γιὰ νὰ μὴν πάθει λοιπὸν τίποτε ἀνεπιθύμητο, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν κάνει ἄλλα μάτια νὰ τὸν ποθήσουν, ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ καρβουνιάρη, χρησιμοποιώντας τό, (ὅπως εἶπα), σὰν ἀπωθητικὴ μάσκα. Ἔτσι, καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀσκοῦσε στὴν ἀρετὴ μὲ τοὺς κόπους (αὐτῆς τῆς πολύμοχθης ἐργασίας), ἄλλα καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ σκέπαζε μὲ τὴ μαυρίλα ἀπὸ τὰ κάρβουνα.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὅσα κέρδιζε ἀπὸ τὸν κόπο του, τὰ χρησιμοποιοῦσε γιὰ νὰ ἐκπληρώνει τὶς ἐντολὲς (τοῦ Θεοῦ).
Ἀφοῦ λοιπὸν (ὁ ἅγιος) τὸν πῆρε λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὴ σύναξη, ζήτησε νὰ μάθει (ἀπὸ τὸν ἴδιο) κάθε λεπτομέρεια τῆς ζωῆς του. Ὕστερα τὸν παρέδωσε στοὺς συνοδούς του, μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ κάνουν ὅτι ἔπρεπε. Ὁ ἴδιος ἦρθε πάλι στὴ συνάθροιση (τῶν ἀρχόντων) καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ τοὺς διδάσκει, μιλώντας τους γιὰ τὴν ἱεροσύνη καὶ περιγράφοντας τὸν ἐνάρετο βίο. Καὶ συνέχισε νὰ μιλάει γι’ αὐτά, συγκρατώντας ἔτσι τοὺς συγκεντρωμένους γιὰ νὰ μὴ φύγουν, ὥσπου οἱ ὑπηρέτες ἔκαναν ὅτι τοὺς εἶπε, καὶ ἦρθαν, φέρνοντας μαζί τους τὸν Ἀλέξανδρο, ποὺ εἶχε τώρα πλυθεῖ, εἶχε ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀσχήμια τῆς καπνιᾶς καὶ εἶχε φορέσει τὰ ἐνδύματα τοῦ Ἁγίου – γιατί αὐτὸ τοὺς εἶχε προστάξει νὰ κάνουν.
Ἐνῶ λοιπὸν ὅλοι ἔστρεψαν τὰ μάτια τους στὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὸν θαύμαζαν, ἔτσι ὅπως τὸν ἔβλεπαν, τοὺς εἶπε ὁ διδάσκαλος:
Δὲν πάθατε τίποτα τὸ ἀσυνήθιστο, μὲ τὸ νὰ ξεγελασθεῖτε ἀπὸ τὰ μάτια καὶ νὰ στὴ ρίξετε τὴν κρίση σας γιὰ τὸ καλὸ μόνο στὴν αἴσθηση. Ἡ αἴσθηση, πάντως, εἶναι κριτήριο σφαλερὸ γιὰ τὴ διαπίστωση τῆς πραγματικότητας, γιατί δὲν μποροῦμε μὲ αὐτὸ (μόνο) νὰ εἰσχωρήσουμε στὸ βάθος τῆς ἀλήθειας. Συνάμα ὅμως ἦταν ὁπωσδήποτε ἀρεστὸ τοῦτο στὸν ἐχθρό της εὐσεβείας δαίμονα, τὸ νὰ παραμείνει δηλαδὴ ἀχρησιμοποίητο τὸ «σκεῦος τῆς ἐκλογῆς» (Πράξ. 9:15), θαμμένο μέσα στὴν ἄγνοια, καὶ νὰ μὴ βγεῖ στὸ προσκήνιο ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ θὰ γινόταν καταλύτης τῆς ἐξουσίας του.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὰ τὰ λόγια, προσφέρει τὸν ἄνδρα στὸ Θεὸ μέσω τῆς ἱεροσύνης, μεταδίδοντάς του τὴ θεία χάρη μὲ τὸν τρόπο ποὺ προβλέπει ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη.
Καθὼς τὰ μάτια ὅλων ἦταν καρφωμένα στὸν νέο ἱερέα, τοῦ ζήτησαν νὰ μιλήσει στὸ ἐκκλησίασμα. Καὶ παρευθύς, ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ (τῆς ἱερατικῆς του διακονίας), ὁ Ἀλέξανδρος ἔδειξε πόσο ἀντικειμενικὴ ἦταν ἡ κρίση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου γι’ αὐτόν. Γιατί τὸ κήρυγμά του ξεχείλιζε ἀπὸ ὑψηλὰ νοήματα, ἂν καὶ δὲν ἦταν στολισμένο μὲ ρητορικὰ ἄνθη. Γι’ αὐτὸ κάποιος φαντασμένος νέος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκεται ἐκεῖ, περιγέλασε τὸ ἀπερίτεχνο τοῦ λόγου – ἐπειδή, λέει, δὲν εἶχε τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἄψογης διατυπώσεως τῆς Ἀττικῆς διαλέκτου. Λένε ὅμως, ὅτι (ὁ νέος) αὐτὸς συνετίσθηκε ἀπὸ θεϊκὸ ὅραμα, Εἶδε, δηλαδή, πλῆθος περιστέρια, ποὺ ἔλαμπαν ἀπὸ μίαν ἐξαίσια ὡραιότητα, καὶ ἄκουσε μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει: “τὰ περιστέρια τοῦτα εἶναι τοῦ Ἀλέξανδρου, ποὺ ἐσὺ περιγέλασες”.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Λένε γιὰ τὸν ἀββᾶ Παμβῶ, ὅτι τρία χρόνια ἐπίμονα παρακαλοῦσε τὸ Θεό, λέγοντας: “Μὴ μὲ δοξάσεις πάνω στὴ γῆ”. καὶ τόσο πολὺ τὸν δόξασε ὁ Θεός, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν κοιτάξει στὸ πρόσωπο, ἀπὸ τὴ (θεία) δόξα ποὺ εἶχε (περιβληθεῖ), καὶ ποὺ τὸ ἔκανε νὰ καταλάμπει. Τὸ ἴδιο χάρισμα εἶχαν καὶ ὁ ἀββᾶς Σισώης καὶ ὁ ἀββᾶς Σιλουανός.
Ὁ ἀββᾶς Πέτρος ἔλεγε, ὅτι μερικοί, ποὺ ἔβλεπαν τὸν ἀββᾶ Μακάριο νὰ εἶναι ἄκακος ἀπέναντι σὲ ὅλους τους ἀδελφοὺς καὶ νὰ ταπεινώνεται μπροστὰ στὸν καθένα, τὸν ρωτοῦσαν: “Γιατί κάνεις ἔτσι στὸν ἑαυτό σου, ἀββᾶ;”. Κι ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε: “Δώδεκα χρόνια ὑπηρέτησα σὰν δοῦλος τὸ Χριστό μου γιὰ νὰ μοῦ δώσει αὐτὸ τὸ χάρισμα’ καὶ τώρα μὲ συμβ0υλεύετε νὰ τὸ ἐγκαταλείψω;”.
Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ
Ταπείνωσε τὸν ἑαυτό σου σὲ ὅλα μπροστὰ σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, καὶ θὰ δοξαστεῖς (στὴν ἄλλη ζωή) περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς ζωῆς αὐτῆς. Ἐξουθένωσε τὸν ἑαυτό σου, καὶ θὰ δεῖς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ (νὰ ὑπάρχει) μέσα σου. Γιατί ὅπου βλαστάνει ἡ ταπείνωση, ἐκεῖ ξεχύνεται καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ,
Ἂν φανερὰ ἀγωνίζεσαι νὰ ταπεινωθεῖς, ὁ Θεὸς σὲ κάνει νὰ δοξαστεῖς ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους. “Ἂν πάλι ἔχεις τὴν ταπείνωση στὴν καρδιά σου, ὁ Θεὸς φανερώνει στὴν καρδιά σου τὴ δόξα Του.
Γίνε εὐκαταφρόνητος μέσα στὸν ἀγώνα σου γιατρευτῶ τὴν ἀρετή. Φρόντισε νὰ καταφρονηθεῖς (ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους), καὶ θ’ ἀπολαύσεις τὴν τιμὴ τοῦ Θεοῦ σ’ ὅλη της τὴν πληρότητα.
Μίσησε τὴν τιμή, γιατρευτῶ νὰ τιμηθεῖς. “Ἂν κανεὶς τρέχει πίσω ἀπολαύσεις τὴν τιμή, ἡ τιμὴ φεύγει ἀπολαύσεις μπροστὰ του’ καὶ ἂν τὴν ἀποφεύγει, ἐκείνη τὸν καταδιώκει καὶ γίνεται κήρυκας τῆς ταπεινοφροσύνης τοῦ σ’ ὅλους τους ἀνθρώπους.
Ἂν προκαλεῖς τὴν καταφρόνησή σου (ὑποκριτικὰ καὶ ὑστερόβουλα, δηλαδή) γιὰ νὰ τιμηθεῖς, ὁ Θεὸς θὰ σὲ ξεσκεπάσει ἂν ὅμως ἐξουθενώνεις τὸν ἑαυτό σου πραγματικά, ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει σ’ ὅλα τὰ κτίσματά του νὰ σ’ ἐπαινέσουν.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!