ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ ὁ ἁββᾶς Μακάριος ὅτι, περπατώντας ‘κάπο¬τε στὴν ἔρημο, βρῆκε πεσμένο στὸ χῶμα τὸ κρανίο ἑνὸς νεκροῦ. καὶ καθὼς τὸ σκούντησε μὲ τὸ φοινικένιο ραβδί του, ἄκουσε φωνὴ ἂπ’ αὐτό. τὸ ρώτησε: Ποιὸς εἶσαι σύ;
Ἐγώ, ἀποκρίθηκε τὸ κρανίο, ἤμουν ἀρχιερέας τῶν εἰδώλων καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν ποὺ ἔμεναν σ’ αὐτὸν τὸν τόπο. Κι ἐσὺ εἶσαι ὁ πνευματοφόρος Μακάριος. Μάθε λοιπὸν ὅτι ὁποιαδήποτε ὥρα σπλαχνιστεῖς ὅσους βρίσκονται στὴν κόλαση καὶ προσευχηθεῖς γι’ αὐτούς, παρηγοροῦνται λίγο.
Ποὶα εἶναι ἢ παρηγοριὰ καὶ Ποὶα ἢ κόλαση; ρώτησε ὁ γέροντας.
Ὅσο ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ, ἀπάντησε τὸ κρανίο, τό¬σο εἶναι τὸ βάθος τῆς φωτιᾶς ποὺ βρίσκεται ἀπὸ κάτω μας σ’ αὐτὴ τὴ φωτιὰ εἴμαστε χωμένοι ἀπὸ τὰ πόδια μέχρι τὸ κεφάλι μας. Καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς μὲ τὸ πρόσωπό του ν’ ἀντικρίσει τὸ πρόσωπο τοῦ ἀλλοῦ, γιατί οἱ ράχες μας εἶναι κολλημένες μεταξύ τους. Ὅταν λοι¬πὸν προσεύχεσαι γιά μας, βλέπει λιγάκι ὁ ἕνας τὸ πρόσωπο τοῦ ἀλλοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἢ παρηγοριά.
Μόλις ἄκουσε αὐτὰ ὁ γέροντας, ἀναστέναξε βαθιὰ καὶ εἶπε:
Ἀλίμονο στὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁμαρτωλός.
Καλύτερα θὰ ἦταν νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ, ὅπως εἶπε καὶ γιὰ τὸν ‘Ιούδα ὁ Κύριος (Μάτθ. 26:24).
Ὕστερα στράφηκε πρὸς τὸ κρανίο: – Ὑπάρχει ἄλλο χειρότερο βάσανο; – Κάτω ἀπό μας ὑπάρχει μεγαλύτερη κόλαση. – καὶ ποιοὶ βρίσκονται ἐκεῖ;
– Ἐμεῖς, εἶπε τὸ κρανίο, μίας καὶ δὲν γνωρίσαμε τὸ Θεό, ἐλεού¬μαστε ἔστω καὶ λίγο. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ γνώρισαν τὸ Θεὸ καὶ μετὰ τὸν ἀρνήθηκαν καὶ δὲν ἔκαναν τὸ θέλημά Του, αὐτοὶ βρίσκονται κάτω ἀπό μας καὶ κολάζονται χειρότερα. Πῆρε λοιπὸν ὁ γέροντας τὸ κρανίο, τὸ ἔχωσε στὸ χῶμα καὶ προ¬χώρησε.
‘Ἔλεγε ὁ μακάριος Θεόφιλος ὁ ἀρχιεπίσκοπος.
Πόσο φόβο καὶ τρόμο καὶ βία δοκιμάζει ἢ ψυχῆ ὅταν χωρί¬ζεται ἀπὸ τὸ σῶμα! Γιατί καταφτάνουν σ’ αὐτὴν τότε ὅλοι οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ ἐξουσιαστὲς τοῦ σκοτεινοῦ κόσμου καὶ τῆς παρουσία ζοῦν ὅσα ἁμαρτήματα ἔκανε – συνειδητὰ ἢ ἀπὸ ἄγνοια – ἀπὸ τὴ γέννησή της μέχρι τὴν τελευταία ἐκείνη στιγμὴ ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ σῶμα.
Στέκονται λοιπὸν καὶ τὴν κατηγοροῦν μὲ δριμύτητα.
Α¬ντιμέτωπες σ’ αὐτοὺς ὅμως στέκονται καὶ οἱ ἅγιες δυνάμεις, ἀντι¬προτείνοντας τὰ καλὰ ἔργα ποὺ τυχὸν ἔκανε ἢ ψυχῆ. Σ’ αὐτὴ τὴ με¬γάλη στενοχώρια, μπροστὰ σ’ ἕνα τέτοιο ἀδέκαστο κριτήριο καὶ σὲ μία τόσο φοβερὴ ἐξέταση, φαντάζεσαι τί τρόμο καὶ ἀγωνία θὰ ἔχει ἢ ψυχῆ; δὲν μπορεῖ λόγος νὰ διηγηθεῖ ἢ νοῦς νὰ συλλάβει τὸ φόβο ἐκεῖνο τῆς ψυχῆς, ὥσπου νὰ τελειώσει ἢ δίκη καὶ νὰ βγεῖ ἢ ἀπόφαση ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτή.
Κι ἂν μὲν τῆς δοθεῖ ἐλευθερία, ἀμέσως οἱ ἐχθροὶ ντροπιάζο¬νται καὶ ἢ ψυχῆ ἁρπάζεται ἀπ’ αὐτοὺς καὶ χωρὶς κανένα ἐμπόδιο ὁδηγεῖται καὶ τοποθετεῖται στὴν ἀνεκλάλητη ἐκείνη χαρὰ καὶ δόξα. Ἂν ὅμως ἔζησε μὲ ἀμέλεια καὶ δὲν κριθεῖ ἄξια γιὰ τὴν ἐλευθε-ρία, θ’ ἀκούσει τὴ φρικτὴ ἐκείνη φωνή: «Ἄρθητω ὁ ἀσεβής, ἴνα μὴ Ἴδη τὴν δόξα Κυρίου» «Ἤς. 26:10). Τότε ἀρχίζει γι’ αὐτὴν ἢ ἥμερά της ὀργῆς, τῆς θλίψεως καὶ τῆς ἀτέλειωτης ὀδύνης. Παραδί¬νεται ἀτὸ σκότος τὸ ἐξώτερο, βυθίζεται στὸν Ἅδη, καταδικάζεται στὴν αἰώνια φωτιά, ὅπου θὰ κολάζεται στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. ποῦ εἶναι τότε οἱ κοσμικὲς ἐπιδείξεις καὶ οἱ κομπασμοί; ποῦ ἢ κε¬νοδοξία καὶ ἢ καλοπέραση καὶ ἢ ἀπόλαυση τῆς μάταιης καὶ ἀκα¬τάστατης αὐτῆς ζωῆς; ποῦ εἶναι τὰ χρήματα; ποῦ ἢ σπουδαία κα¬ταγωγή; ποῦ Ὁ πατέρας ἡ ἢ μητέρα ἡ οἱ ἀδελφοὶ ἡ οἱ φίλοι; Ποιὸς ἀπ’ αὐτοὺς θὰ μπορέσει νὰ γλιτώσει τὴν ψυχὴ ποὺ κατακαίγεται στὴ φωτιὰ καὶ δεινοπαθεῖ ἀπὸ τόσες ἀπερίγραπτες τιμωρίες;
Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἅγιου ‘Ἀντωνίου
Κάποια μέρα, στὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα, ὁ ἅγιος, Ἀντώνιος ἑτοιμαζόταν νὰ φάει. Καθὼς σηκώθηκε νὰ προσευχηθεῖ, ἔνιωσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ν’ ἁρπάζεται νοερά. καὶ τὸ περίεργο εἶναι ὅτι, ἐνῶ στεκό¬ταν, ἔβλεπε τὴν ψυχή του σὰν νὰ ἔχει βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ νὰ ὀδη¬γεῖται ἀπὸ κάποιους στὸν ἀέρα. ‘Ἔπειτα ἔβλεπε ἄλλους, φοβεροὺς καὶ μοχθηρούς, νὰ στέκονται στὸν ἀέρα καὶ νὰ θέλουν νὰ ἐμποδί¬σουν τὴ διάβασή του. ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ τὸν ὁδηγοῦσαν ἀντιδικοῦσαν μ’ αὐτοὺς ποὺ ζητοῦσαν λόγο, μήπως ἦταν ὑπεύθυνη ἀπε¬ναντί τους γιὰ κάτι. καὶ ἐνῶ ἤθελαν νὰ κάνουν ἔλεγχο τῆς ζωῆς του ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε, οἱ ὁδηγοὶ τοῦ ἅγιου Ἀντώνιου τοὺς ἐμπόδιζαν, λέγοντας:
ὁ Κύριος του ἔσβησε ὅλες τὶς ἁμαρτίες ἀπὸ τὴ γέννησή του. Μπορεῖτε νὰ λογαριάσετε μόνο ὅσα ἔπραξε ἀφότου ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀφιερώθηκε ἀτὸ Θεό.
Τότε, ἐπειδὴ τὸν κατηγοροῦσαν χωρὶς νὰ μποροῦν ν’ ἀποδεί¬ξουν τὶς κατηγορίες, ὁ δρόμος τοῦ ἔγινε ἐλεύθερος καὶ ἀνεμπόδι¬στος. καὶ ἀμέσως εἶδε τὴν ψυχή του νὰ ἐπιστρέφει, κι ἔνιωσε νὰ συ¬νέρχεται καὶ νὰ γίνεται πάλι ὁ ‘Αντώνιος, ὅπως ἦταν πρῶτα.
Ξέχασε τότε νὰ φάει καὶ πέρασε τὴν ὑπόλοιπη μέρα κι ὅλη τη νύχτα μὲ στεναγμοὺς καὶ προσευχές. ‘Ἔμενε ἐκστατικός, καθὼς ἀναλογιζόταν μὲ πόσους ἔχουμε νὰ παλέψουμε καὶ μὲ τί κόπους πρέπει κανεὶς νὰ περάσει τὴν ἐναέρια διάβαση (ὥσπου νὰ φτάσει στὸν οὐρανό). καὶ σκεφτόταν ὅτι αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ ἀπόστολος Παύ¬λος ὅταν ἔλεγε, «κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος» (Ἔφ. 2:2). Γιατί ἢ ἐξουσία τοῦ ἐχθροῦ αὐτὴ εἲναι’ νὰ πολεμάει καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἐμποδίσει ὅσους περνοῦν ἀπὸ τὸν ἐναέριο αὐτὸ δρό¬μο. Συμβούλευε λοιπὸν συνεχῶς: “Φορέστε τὴν πανοπλία τοῦ θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσετε ν’ ἀντισταθεῖτε τὴν πονηρὴ μέρα, ὥστε νὰ κα¬ταντροπιαστεῖ ὁ ἐχθρός, ἀφοῦ δὲν θὰ ἔχει νὰ πεῖ κανένα κακὸ ἐναντίον μας” (Ἔφ. 6:13. τί τ. 2:8).
Κάποτε ἄλλοτε, συζήτησε μὲ μερικοὺς ἐπισκέπτες γιὰ τὴν πο¬ρεία τῆς ψυχῆς καὶ γιὰ τὸν τόπο ποὺ τῆς ἔχει ἑτοιμαστεῖ μετὰ τὴ ζω¬ὴ αὐτή.
Τὴν ἴδια νύχτα κάποιος τὸν προσκάλεσε ἀπὸ ψηλὰ καὶ τοῦ εἶπε:
– Σήκω, . Ἃ Ἀντώνιε. Βγὲς ἔξω καὶ δές.
Σὰν βγῆκε λοιπὸν ἔξω – γιατί γνώριζε σὲ ποὶους πρέπει νὰ ὑπακούει – καὶ σήκωσε τὸ βλέμμα του, εἶδε κάποιον ψηλό, ἀπαίσιο καὶ φοβερό, νὰ στέκεται ὄρθιος καὶ νὰ φτάνει μέχρι τὰ σύννεφα. καὶ καθὼς κάποιοι ἀνέβαιναν, λὲς καὶ εἶχαν φτερά, ἐκεῖνος ἅπλωνε τὰ χέρια του καὶ τοὺς ἐμπόδιζε νὰ περάσουν. Μερικοὶ ὅμως μὲ τὸ πέταγμά τους τὸν ξεπερνοῦσαν καὶ ἀνέβαιναν ἀνενόχλητοι.
Γι’ αὐτοὺς λοιπὸν ἔτριζε τὰ δόντια τοῦ ἐκεῖνος ὁ ψηλός, ἐνῶ χαιρόταν γιὰ ὅσους γκρεμίζονταν καὶ ἀμέσως ἀκούστηκε μία φωνὴ νὰ λέει στὸν Ἀντώνιο:
– Προσπάθησε νὰ καταλάβεις αὐτὸ ποὺ βλέπεις.
Φωτίστηκε τότε ὁ νοῦς του καὶ κατάλαβε ὅτι τὸ δράμα ἦταν τὸ πέρασμα τῶν ψυχῶν στὸν οὐρανὸ καὶ ὅτι ὁ ψηλὸς ἐκεῖνος ποὺ στε¬κόταν ἦταν ὁ διάολος, ποὺ φθονεῖ τοὺς πιστούς. Αὐτὸς κρατοῦσε καὶ ἐμπόδιζε νὰ περάσουν ὅσους ἦταν δοῦλοι του, ἐνῶ ὅσους δὲν τὸν ἀκολούθησαν σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς πιάσει, γιατί περνοῦσαν ψηλότερα ἀπ’ αὐτόν.
Τοῦ ἄββα ‘Ἰσαὰκ
Ὁ Σωτήρας ὀνομάζει «πολλᾶς μονὰς Τοῦ Πατρός» (πρβλ. ‘!ὤ. 14:2) τὶς πνευματικὲς βαθμίδες αὐτῶν ποὺ κατοικοῦν σ’ ἐκείνη τὴ χώρα, δηλαδὴ τὶς ποικιλίες (τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων) ποὺ ἀπολαμβάνει ὁ νοῦς τους. μὲ τὴ φράση «πολλᾶς μονάς» (ὁ Κύριος) μίλησε ὄχι γιὰ τὴ διαφορὰ τῶν τόπων, ἀλλὰ γιὰ τὴν τάξη τῶν χα-ρισμάτων. καὶ ὅπως ὁ καθένας ἀπολαμβάνει τὸν αἰσθητὸ ἥλιο ἀνά¬λογα μὲ τὴν καθαρότητα ποὺ ἔχει ἢ ὀπτική του δύναμη καὶ ἀντίλη¬ψη, (καὶ ὅπως ἀπὸ ἕνα λυχνάρι ποὺ φέγγει σ’ ἕνα σπίτι ἢ λάμψη φαίνεται διαφορετικὴ στὸν καθένα) χωρὶς τὸ φῶς νὰ μοιράζεται σὲ πολλὲς λάμψεις, ἔτσι καὶ στὸν μέλλοντα αἰώνα. ὅλοι οἱ δίκαιοι θὰ μένουν μαζὶ σ’ ἕναν τόπο, ἀλλὰ ὁ καθένας θὰ φωτίζεται καὶ θὰ εὐφραίνεται ἀπὸ τὸν νοητὸ Ἥλιο, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀξία καὶ τὰ μέ¬τρα τῆς δικῆς του καθαρότητας.
Τοῦ ἅγιου Γρηγορίου Τοῦ Διαλόγου
Ὅταν ἔφτασε ὁ καιρὸς ποὺ ὁ ὅσιος Βενέδικτος θὰ ἔφευγε ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ θὰ πήγαινε ἀτὸ θεό, πρόβλεψε ὁ ἴδιος τη μέ¬ρα τοῦ θανάτου του καὶ τὴν ἀνήγγειλε στοὺς μαθητές του ποὺ ζού¬σαν μαζί του καὶ σ’ ἐκεῖ νοῦς ποὺ ἔμεναν μακριά. στοὺς τελευταίους μάλιστα φανέρωσε πώς, μὲ κάποιο σημεῖο ποὺ θὰ γινόταν, θὰ μά¬θαιναν ὅτι ἢ ψυχῆ τοῦ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σῶμα.
Ἕξι μέρες λοιπὸν πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του πρόσταξε νὰ τοῦ ἀνοίξουν τὸ μνῆμα. ‘Ἀμέσως τὸν ἔπιασε πολὺ ὑψηλὸς πυρετός, ποὺ τοῦ ἔψηνε κυριολεκτικὰ τὸ σῶμα. τὴν ἕκτη μέρα ἔβαλε τοὺς μαθη¬τές του νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ ναό.
Ἐκεῖ κοινώνησε τὰ ἄχραντα μυ¬στήρια καί, ἐνῶ ὑποβασταζόταν ἀπὸ τοὺς μαθητές του, στάθηκε ὄρ¬θιος, σήκωσε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ κι ἔτσι, μὲ ὑψωμένο βλέμμα καὶ μὲ λόγια προσευχῆς, παρέδωσε τὴν ἁγιασμένη ψυχῆ του.
Τὴν ἴδια στιγμὴ σὲ δυὸ ἀδελφούς, ἕναν ποὺ ἔμενε στὸ μοναστή¬ρι κι ἕναν ἄλλο ποὺ κατοικοῦσε μακριά, ἐμφανίστηκε τὸ ἴδιο ὄρα¬μα: Εἶδαν καὶ οἱ δυό τους ἕνα θαυμαστὸ δρόμο, ποὺ ἐκτεινόταν ἀπὸ τὸ κελὶ τοῦ ὅσιου πρὸς τὴν ἀνατολὴ μέχρι τὸν οὐρανό, ὅλον στρωμένο μὲ λαμπρὰ ροῦχα καὶ μεταξωτά. Ὑπέροχοι ἄνδρες, κρα¬τώντας λαμπάδες στὰ χέρια, ἀνέβαιναν ἀργά-ἀργὰ καὶ μὲ τάξη. Κοντά τους ἔστεκε κάποιος ἄλλος- λευκοφορεμένος ἄνδρας ποὺ ἀστραποβολοῦσε. Αὐτὸς ρώτησε τοὺς δυὸ ἀδελφούς:
Γνωρίζετε τίνος εἶναι τοῦτος ὁ δρόμος ποῦ τὸν κοιτᾶτε μὲ τόσο θαυμασμό;
Δὲν γνωρίζουμε, ἀπάντησαν οἱ ἀδελφοί.
Αὐτός, τοὺς εἶπε ἐκεῖνος, εἶναι ὁ δρόμος ἀπὸ τὸν ὅποιο ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ ὁ ἀγαπημένος τοῦ Θεοῦ Βενέδικτος.
Μόλις συνῆλθαν καὶ οἱ δυό τους ἀπὸ τὸ ὅραμα, κατάλαβαν ὅτι ἅγιος εἶχε τελειώσει.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!