Ἔπρεπε ν’ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ τάφηκε καὶ ἀναστήθηκε. Ε, λοιπόν, ὅλα αὐτὰ τὰ κατοχυρώνουν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί! Ἐφόσον ἔφραξαν μὲ τὸ βράχο καὶ σφράγισαν καὶ φρούρησαν τὸν τάφο, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει καμιὰ κλοπή. Ἀφοῦ ὅμως, μολονότι δὲν ἔγινε κλοπή, ὁ τάφος βρέθηκε ἄδειος, εἶναι ὁλοφάνερο καὶ ἀναντίρρητο πὼς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε. Εἶδες πῶς, καὶ μὴ θέλοντας, στηρίζουν τὴν ἀλήθεια; […] Ἃς ξαναρωτήσουμε τώρα τοὺς Ἑβραίους: Πῶς ἔκλεψαν, ἀνόητοι, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ οἱ μαθητές; Ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι λαμπρὴ καὶ ὁλοφάνερη, τὸ ἑβραϊκὸ ψέμα δὲν μπορεῖ οὔτε σὰν σκιὰ νὰ σταθεῖ. Πῶς θὰ τὸ ἔκλεβαν; Πέστε μου! Μήπως δὲν ἦταν σφραγισμένος ὁ τάφος; Δὲν τὸν ἔζωναν τόσοι φρουροὶ καὶ στρατιῶτες καὶ Ἰουδαῖοι, ποὺ εἶχαν τὴν ὑποψία καὶ ἀγρυπνοῦσαν καὶ προσεχαν;

Μὰ καὶ γιὰ ποιὸ λόγο θὰ τὸ ἔκλεβαν; Γιὰ νὰ πλάσουν τὸ δόγμα τῆς Ἀναστάσεως; Καὶ πῶς τοὺς ἦρθε νὰ πλάσουν κάτι τέτοιο αὐτοί, οἱ δειλοί; Καὶ πῶς κύλησαν τὸν ἀσφαλισμένο βράχο; Πῶς ξέφυγαν ἀπὸ τόσους ἄγρυπνους καὶ ἄγριους φρουρούς;
Πρόσεξε ὅμως πῶς, μὲ ὅσα κάνουν οἱ Ἑβραῖοι, πιάνονται πάντα στὰ ἴδια τοὺς τὰ δίχτυα. Νά, ἂν δὲν πήγαιναν στὸν Πιλάτο κι ἂν δὲν ζητοῦσαν τὴν κουστωδία, πιὸ εὔκολα θὰ μποροῦσαν νὰ λένε τέτοια ψέματα, οἱ ἀδιάντροποι. Μὰ τώρα ὄχι. (Ὑπῆρχε ἡ κουστωδία. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γλυτώσει ἀπ’ τὴν ἄγρυπνη προσοχή της κι ἀπ’ τὴν ἄγρυπνη προσοχή της κι ἀπ’ τὰ ξίφη της). Κι ἔπειτα, γιατί νὰ μὴν κλέψουν τὸ σῶμα νωρίτερα; Ἀσφαλῶς, ἂν εἶχαν σκοπὸ νὰ κάνουν κάτι τέτοιο, θὰ τὸ ἔκαναν ὅταν δὲν ὑπῆρχε ἀκόμα φρουρὰ στὸν τάφο, τότε ποὺ ἦταν καὶ ἀκίνδυνο καὶ σίγουρο, δηλαδὴ τὴν πρώτη νύχτα – γιατί τὸ Σάββατο πῆγαν οἱ Ἑβραῖοι στὸν Πιλάτο καὶ ζήτησαν τὴν κουστωδία καὶ φρούρησαν τὸν τάφο, ἐνῶ τὴν πρώτη νύχτα δὲν ἦταν κανένας ἐκεῖ. Καί, βέβαια, δὲν τοὺς ἔμελε ποὺ τὰ ἔκαναν αὐτά σε μέρα Σαββάτου, παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Βλέπετε, μόνο ἕνα πράγμα εἶχαν στὸ νοῦ τους, τὸ πῶς μὲ κάθε πανουργία θὰ πετύχουν τὸ σκοπό τους. Αὐτὸ ὅμως ἦταν δεῖγμα τόσο ἔσχατης μωρίας ὅσο καὶ συνταρακτικοῦ φόβου. Γιατί, ἄραγε, τὸν φοβοῦνταν νεκρὸ ἐκεῖνοι, ποῦ Τὸν ἐπίασαν ζωντανό; Ἀλλὰ ἡ πέτρα καὶ ἡ σφραγίδα καὶ ἡ φρουρά, ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ Τὸν κρατήσουν, τοποθετήθηκαν, γιὰ νὰ μάθουν οἱ Ἑβραῖοι ὅτι μὲ τὴ θέλησή Του ἔπαθε ὅσα ἔπαθε. Μὲ ὅλα αὐτὰ ἕνα μόνο ἐπιτυγχάνεται, κι ἔτσι νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στὴν Ἀνάσταση. […]
Ρωτᾶνε ὅμως πολλοί: Γιατί, μόλις ἀναστήθηκε, νὰ μὴ φανερωθεῖ ἀμέσως στοὺς Ἰουδαίους; Αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι περιττός. Ἂν ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴν πίστη, δὲν θ’ ἀμελοῦσε νὰ φανερωθεῖ σὲ ὅλους. Τὸ ὅτι δὲν ὑπῆρχε ὅμως τέτοια ἐλπίδα, τὸ ἀπέδειξε ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου: Ἂν καὶ ἦταν ἤδη τέσσερις μέρες νεκρὸς καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ μυρίζει καὶ νὰ σαπίζει, τὸν ἀνέστησε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων. Ὡστόσο, ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ κι ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ τόσο, ποὺ ἤθελαν νὰ σκοτώσουν καὶ Αὐτὸν καὶ τὸ Λάζαρο.
Ἀφοῦ λοιπόν, ὅταν ἀνέστησε ἄλλον, ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον Του, ἂν τοὺς φανερωνόταν ὅταν ἀναστήθηκε ὁ ἴδιος, δὲν θὰ ἐξαγριώνονταν πολὺ περισσότερο, τυφλωμένοι ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν ἀπιστία τους;
Ἀλλὰ γιὰ ν’ ἀφοπλίσει τὸν ἄπιστο ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, ὄχι μόνο σαράντα ὁλόκληρες μέρες ἐμφανιζόταν στοὺς μαθητές Του, κι ἔτρωγε μάλιστα μαζί τους, ἀλλὰ παρουσιάστηκε καὶ σὲ πάνω ἀπὸ πεντακόσιους ἀδελφούς, δηλαδὴ σὲ πλῆθος ὁλόκληρο. Στὸ Θωμὰ μάλιστα, ποὺ δυσπιστοῦσε, ἔδειξε τὰ σημάδια ἀπ’ τὰ καρφιὰ καὶ τὸ τραῦμα ἀπ’ τὴ λόγχη.
Καὶ γιατί, λένε, νὰ μὴν κάνει μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του μεγάλα κι ἐντυπωσιακὰ θαύματα, ἀλλὰ μόνο ἔφαγε κι ἤπιε; Γιατί ἡ ἴδια ἡ Ἀνάσταση ἦταν τὸ μέγιστο θαῦμα, καὶ ἡ πιὸ ἰσχυρὴ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως ἦταν ὅτι ἔφαγε καὶ ἤπιε.
Τὰ γιατί τῆς Ἀνάστασης. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

http://www.enoriaka.gr/index.php?option=content&task=view&id=483&Itemid=2

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *