Ὁ  Ἃγιος Καισάριος ἦταν ὁ τελευταῖος βλαστός τῆς εὐλογημένης πατρικῆς  οἰκογένειας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἡ ὁποία χάρισε  στήν  Ἐκκλησία  τοῦ  Χριστοῦ  πέντε  Ἁγίους:  τόν πατέρα Γρηγόριο, τήν  μητέρα  Νόννα,  τήν  κόρη  Γοργονία  καί τούς υἱούς Γρηγόριο  τόν Θεολόγο καί Καισάριο.

Ὁ  Ἃγιος  Καισάριος γεννήθηκε στήν Ναζιανζό τῆς Καππαδοκίας ἢ τό 329 μ.Χ. ἢ μεταξύ τῶν ἐτῶν 318 μ.Χ. καί 320 μ.Χ. Ὁ πατέρας του ἦταν μέλος τῆς τοπικῆς ἀριστοκρατίας καί κατεῖχε πολιτικά καί διοικητικά ἀξιώματα. Ἦταν ὁ πρῶτος τῆς πόλεως.  Ἀνῆκε δέ στήν αἳρεση τῶν Ὑψισταρίων, ἓνα κρᾶμα Ἰουδαϊσμοῦ καί εἰδωλολατρείας,  οἱ ὁποῖοι λάτρευαν τόν Δία ὡς Ὓψιστο Θεό. Χάρις ὃμως στίς προσευχές καί στήν ὑποδειγματική ζωή τῆς συζύγου του Ἁγίας Νόννας,  βαπτίσθηκε τό 325 μ.Χ. καί κρίθηκε ἂξιος νά ἱερωθεῖ καί νά γίνει ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ.

Ὁ Καισάριος ἀπό τήν τρυφερή ἡλικία του ἀφομοίωσε θαυμάσια τίς σπάνιες ἀρετές τῶν εὐσεβῶν γονέων του. Διότι ἐκεῖνοι συνδύαζαν ἂριστα τήν λαμπρότητα τοῦ γένους τους μέ τήν ψυχική εὐγένεια καί ἐπεδίωξαν νά θησαυρίσουν στήν καρδιά του τήν οὐράνια λαμπρότητα, σάν τήν πολυτιμότερη κληρονομιά.

Μετά τήν χριστιανική ἀνατροφή στήν οἰκογένειά του διδάχθηκε τά πρῶτα γράμματα στά ἐκπαιδευτήρια τῆς Ναζιανζοῦ, ὃπου ὁ ἀδελφός τῆς μητέρας του, ὁ Ἀμφιλόχιος, διέπρεπε ὡς δάσκαλος τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων. Κατόπιν, φλεγόμενος  ἀπό ἀκατάσχετο πόθο γιά μάθηση, ἀκολούθησε τόν ἀδελφό του Γρηγόριο  στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καί στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, οἱ ὁποῖες ἐκείνη τήν ἐποχή ἦταν σπουδαῖα κέντρα γραμμάτων καί ἰδίως φιλολογίας. Ἀναζητώντας ὃμως θετικότερες ἐπιστῆμες ἒφυγε στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ σπούδασε μαθηματικά, ἀστρονομία, φιλοσοφία καί κυρίως ἰατρική. Πιθανόν νά φοίτησε καί στήν Ἀθήνα, ὃπου σπούδαζε ὁ ἀδελφός του.

Ὁ νεαρός Καππαδόκης ὡς φοιτητής «πᾶσαν ἀρετήν τε καί μάθησιν εἰς τήν ἑαυτοῦ ψυχήν συνέλεξε», ὃπως ὁ  Ἃγιος Γρηγόριος σημειώνει ἐπιγραμματικά στόν ἐπιτάφιο λόγο του στόν Καισάριο. Τά συγκέντρωνε ὃλα, ὃπωςοἱ διακεκριμένοι καί ἒλαμπε σέ ὃλα. Ἐπιπλέον εἶχε τήν ἐξαιρετική εὐλογία νά γνωρίσει στήν Ἀλεξάνδρεια τόν Μέγα Ἀντώνιο, τόν Μέγα Ἀθανάσιο καθώς καί ἂλλους μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τούς ὁποίους ἀποκόμισε τό γλυκύ μέλι τῆς γνώσεως καί τῆς σοφίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἀμέσως μετά τό τέλος τῶν σπουδών του πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος (337-361 μ.Χ.) καί ὃλος ὁ λαός τόν δέχθηκαν μέ μεγάλες τιμές. Μάλιστα, ὁ αὐτοκράτορας, ἐκτιμώντας τά πολλά προσόντα του καί τήν ἐπιστημονική κατάρτισή του, τόν προσέλαβε ὡς ἰατρό τῶν ἀνακτόρων. Καί ἐνῶ ἡ ζωή τοῦ Καισαρίου κυλοῦσε μέσα στά ἀνάκτορα, ὁ ἀδελφός του Γρηγόριος ἦλθε ἀπό τήν Ἀθήνα στήν Κωνσταντινούπολη περίπου τό 359-360 μ.Χ. καί τόν προέτρεψε νά ἐγκαταλείψει τήν πρωτεύουσα καί νά ἐπιστρέψουν καί οἱ δύο στήν Ναζιανζό. Ὁ Καισάριος δέχθηκε, γιατί καί ὁ ἰδιος ἐπιθυμοῦσε ἀπό καιρό νά ξανασυναντήσει τούς συγγενεῖς του. Ἒτσι οἱ προσευχές τῶν εὐσεβῶν γονέων του ἐκπληρώθηκαν, νά ἐπανέλθουν δηλαδή μαζί τά παιδιά τους, ὃπως μαζί ἀνεχώρησαν πρίν ἀπό ὀκτώ χρόνια.

Ἀλλ’ ὁ Καισάριος ξαναγύρισε στήν Κωνσταντινούπολη πολύ σύντομα. Ὁ Κωνστάντιος τότε τοῦ ἒδωσε τό ἀξίωμα τοῦ συγκλητικοῦ. Φυσικά μέ τήν καλωσύνη του, τήν ἀφιλοκέρδεια, τήν ταπείνωση καί τήν ἁγνότητά του, οἱ ὁποῖες εἶναι λίγες ἀπό τίς πολλές ἀρετές του, κέρδισε τήν ἀγάπη ὃλων. Ἀλλά καί ὁ ἲδιοςἐκδήλωνε τήν ἀγάπη του σέ  ὃλους καί εὐεργετοῦσε πάντοτε μέ κάθε τρόπο.

Ὃταν ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης (361-363 μ.Χ.) ἀνέλαβε τήν ἐξουσία, παρ’ ὃλη τήν ἐχθρότητά του πρός τούς Χριστιανούς, προήγαγε τόν Ἃγιο σέ ἀρχίατρο τῶν ἀνακτόρων καί τοῦ ἀνέθεσε τήν διοίκηση τοῦ δημοσίου ταμείου. Ἡ αὐτοκρατορική εὒνοια  ὃμως ἀνησύχησε σοβαρά τούς συγγενεῖς τους. Θεώρησαν ὡς προσβολή ἓνα μέλος τῆς οἰκογένειάς τους νά δέχεται ἀξιώματα ἀπό τόν εἰδωλολάτρη καί χριστιανομάχο αὐτοκράτορα. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ  Ἃγιος Γρηγόριος τοῦ ἒστειλε μία θερμή ἐπιστολή, στήν ὁποία τοῦ περιέγραφε τἠν βαθειά θλίψη ὃλης τῆς οἰκογενείας  καί κυρίως τοῦ ἐπισκόπου πατέρα τους. Ἐπιπλέον, τόν συμβούλευσε νά μείνει ἀνεπηρέαστος ἀπό τά πλούτη καί τήν δόξα καί μάλιστα τοῦ σύστησε νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τά ἀνάκτορα καί νά ἐπιστρέψει τό συντομώτερο στήν πατρίδα του.

Ἡ ἀνάδειξη, βέβαια τοῦ Ἁγίου στά ἀνώτερα κοσμικά ἀξιώματα δέν εἶχε ἀλλοιώσει, οὒτε στό ἐλάχιστο, τόν ἀδαμάντινο χαρακτήρα του καί τήν ἂψογη συμπεριφορά του, ὃπως συχνά συμβαίνει μέ τήν πλειόνοτητα τῶν ἀνθρώπων. Διότι κατεῖχε τήν εὐσέβεια ὡς ἀναφαίρετη κληρονομιά ἀπό τούς ἁγίους γονεῖς του καί τήν καρδιά του θέρμαινε ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἰουλιανός, ὡστόσο, προσπάθησε μέ κάθε τρόπο νά τόν ἑλκύσει κοντά του. Ἡ στάση ὃμως τοῦ Ἁγίου ὑπῆρξε ὑποδειγματική καί ἀντάξια ὁμολογητοῦ ἀκόμα καί ὃταν ὁ Παραβάτης, καταβάλλοντας μιά τελευταία προσπάθεια, τόν κάλεσε σέ δημόσια διάλεξη. Μπροστά στίς κολακεῖες καί τούς ἐκφοβισμούς τοῦ αὐτοκράτορα ὁ  Ἃγιος ἒμεινε  ἀκλόνητος καί φλογερός. Μέ γνώση καί θάρρος διέλυσε ὃλα τά δόλια ἐπιχειρήματα, ὣστε προκάλεσε τόν γενικό θαυμασμό. Καί τελικά, ἀφοῦ ἐξωπλίσθηκε μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, φώναξε μέ δυνατή καί καθαρή φωνή γιά νά τόν ἀκούσουνὃλοιὃτι: «Χριστιανός εἶμαι καί Χριστιανός θά μείνω πάντοτε», ἀδιαφορώντας γιά ὃ,τι θά τοῦ κόστιζε αὐτή ἡ ὁμολογία του.

Ὁ αὐτοκράτρας ὃμως δέν τόν ἀπεμάκρυνε ἀπό τό παλάτι, γιατί, χωρίς ἀμφιβολία, θαύμαζε ὑπερβολικά τήν ἀκτινοβόλο προσωπικότητα τοῦ Καισαρίου. Ὁ Ἃγιος ἐγκατέλειψε ἀργότερα τήν αὐτοκρατορική αὐλή καί ἐπέστρεψε στήν γενέτειρά του, «ὡς τροπαιοῦχος ἀναίμακτος», δίδοντας μεγάλη χαρά στούς οἰκείους του. Παρέμεινε στήν Ναζιανζό δύο περίπου χρόνια ἀσκώντας τό ἰατρικό ἐπάγγελμα καί προσφέροντας δωρεάν τίς ὑπηρεσίες του στούς πτωχούς καί ἀπόρους.

Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὁ εὐσεβής αὐτοκράτορας Ἰοβιανός (363-364 μ.Χ.) ἀνακάλεσε τόν Ἃγιο στά ἀνάκτορα, μετά ἀπό ἀπαίτηση τοῦ λαοῦ καί τόν διόρισε στήν ἀρχική του θέση. Στήν συνέχεια, ὁ Οὐάλης (364-375 μ.Χ.) τόν ἀνέδειξε «ἐπιμελητή θησαυρῶν καί ταμία τῶν δημοσίων χρημάτων» μέ ἓδρα τή Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Καί ὃπως ὁ Ἃγιος Γρηγόριος χαρακτηριστικά ἀναφέρει: «ἐφιλονεικοῦσαν οἱ βασιλεῖς ποῖος θά κάνη περισσότερον οἰκεῖον του τόν Καισάριον… καί μέ ποῖον θά συνδεθῆ».

 Ἐπιπλέον ὁ χριστομίμητος Καισάριος, παράλληλα μέ τά ὑψηλά πολιτικά καθήκοντά του, ἒσκυβε στόν ἀνθρώπινο πόνο καί ἒδειχνε ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον γιά τούς πτωχούς καί ἀσθενεῖς. Οἱ Ἃγιοι ὃμως Μέγας Βασίλειος καί Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τοῦ ἒστελναν συνεχῶς ἐπιστολές, προτρέποντάς τον νά ἐγκαταλείψει τόν αἱρετικό αὐτοκράτορα καί νά ἐπιστρέψει κοντά τους.

Βέβαια, ἡ πορεία τῶν ἐκλεκτῶν δούλων τοῦ Θεοῦ ρυθμίζεται ἀπό τίς ἀνεξιχνίαστες βουλές τοῦ Ὑψίστου. Ἒτσι, τό 368 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας συνέβη ἓνας φοβερός καί καταστρεπτικός σεισμός. Ὁ Ἃγιος σώθηκε ὡς ἐκ θαύματος,  ἀνάμεσα στά ἐρείπια. Θεώρησε τότε τήν διάσωσή του ὡς κάλεσμα τοῦ Θεοῦ. Ἐγκατέλειψε ὁριστικά ὃλους τούς ἐγκόσμιους περισπασμούς καί ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του. Δέχθηκε τό Ἃγιο Βάπτισμα καί ἀποφάσισε νά ἐπιδοθεῖ ὁλοκληρωτικά στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὡς κληρικός, ἐφ’ ὃσον ἦταν ἂγαμος καί ἀδέσμευτος ἀπό οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις.

Ἀλλά δέν πρόφθασε. Ἡ ἀσκητική ἐγκράτειά του, οἱ ἀδιάκοποι κόποι του γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν πολλαπλῶν καθηκόντων του, ἡ συνεχής προσφορά του πρός τούς πάσχοντες καθώς καί τά τραύματα πού ἒφερε ἀπό τόν σεισμό κλόνισαν τήν ὑγεία του. Ἀναπαύθηκε τό 368 μ.Χ. σέ ἡλικία μόλις 40 ἐτῶν. Ἡ μακαρία ψυχή του πέταξε στά Οὐράνια Βασίλεια γιά νά βλέπει τό πρόσωπο τοῦ Μεγάλου Βασιλέως Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Λίγο πρίν τό ἀναπόφευκτο τέλος του ἂφησε μιά σύντομη  καί χριστιανικώτατη  διαθήκη, στήν ὁποία ἀντικατοπτρίζεται τό ἀπερίγραπτο κάλλος τῆς ψυχῆς του: «Τά ἐμά πάντα βούλομαι γίνεσθαι τῶν πτωχῶν».

Ὁ ἀδελφός του,  Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐξεφώνησε μπροστά στούς συγκλονισμένους  γονεῖς του ἓνα περίφημο ἐπιτάφιο λόγο. Ἐπίσης τοῦ ἀφιέρωσε καί 16 ἐπιτάφια ἐπιγράμματα. Τό ἱερό σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στήν Ἀριανζό, στόν τάφο πού εἶχε προετοιμασθεῖ γιά τούς ἡλικιωμένους γονεῖς του.

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη του τήν 9η  Μαρτίου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1.    Βίκτωρος  Ματθαίου,  Ὁ Μέγας  Συναξαριστής  τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος Γ’, Ἒκδοσις Γ’, Ἀθῆναι  1969, σελ. 193-197.
2.    Α. Μαρτίνου, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια,  τόμος 7ος , Ἀθῆναι 1965, στ. 192-193.
3.    Κ. Κοντογόνου,  Φιλολογική καί Κριτική  Ἱστορία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τόμος Β’, ἐν Ἀθήναις 1853, σελ. 601-603.
4.    Γρηγορίου  Θεολόγου  Ἒργα,  τόμος 6ος,  Πατερ. Ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 383-425, Ἐπιτάφιος  λόγος εἰς Καισάριον»  καί τόμος 10ος .
5.    π. Βασιλείου Ρούσσου Α.Α., Βίοι τῶν Ἁγίων Δυτικῆς καί  Ἀνατολικῆς  Ἐκκλησίας, Φεβρουάριος, ἐν Ἀθήναις 1941, Καθολική  Ἒκδοσις, σελ. 184-186.
6.    Μητροπ. Ἀγχιάλου Βασιλείου, Μελέτη περί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἐν Ἀθήναις 1903.
7.    Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Ο  ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ ΑΕΤΟΣ, Ἒκδοση Γ’, Ἀθήνα 1998, Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς  Διακονίας.
8.    Ἀρχιμ. Ἰωάννου Γ. Ἀλεξίου, «ΑΣΤΕΡΕΣ  ΠΟΛΥΦΩΤΟΙ»  Γρηγόριος ὁ Θεολόγος,  Ἀθῆναι 1961, Ἀδελφ. Θεολόγων  «ΖΩΗ».
9.    Ἐπισκ. Ἀυγουστίνου Ν. Καντιώτου, «Ἀπ’ ὃλα τά ἐπαγγέλματα», «Γιατρός  ἃγιος», Ἐκδόσεις  «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ»,  Ἀθῆναι  1980, σελ. 163-168.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *