Ο ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε’ (+ 1821)
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Ἡ ἐργασία αὐτή περί τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Ε’, δημοσιεύθηκε ἀρχικά αὐτοτελῶς, σέ ἰδιαίτερο τομίδιο 50 σελίδων, στήν ἀγγλική γλῶσσα, τό 1992, στή σειρά τῶν ἐκδόσεων τοῦ Κέντρου Παραδοσιακῶν Ὀροδόξων Σπουδῶν Ἔτνας Καλιφορνίας.
Στήν ἑλληνική ἐκδόθηκε τό 2001, ἐπίσης αὐτοτελῶς, σέ ἰδιαίτερο τομίδιο 60 σελίδων, στή σειρά τῶν ἐκδόσεων τοῦ Περιοδικοῦ «Ὀρθόδοξος Πνοή», ἀπό τό Μητροπολιτικό Ἵδρυμα ἁγ. Αἰκατερίνης Στρογγύλης Κορωπίου Ἀττικῆς, μέ πρόλογο τοῦ Κοινωνιολόγου κ. ΗΛΙΑ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ, Καθηγητοῦ Κοινωνιολογίας στό Πανεπιστήμιο Θράκης καί Εἰρηνολογίας στό Πανεπιστήμιο τῆς Βαρσοβίας.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος, τοῦ Καθηγητή Ἠλία Φιλιππίδη.
Προλεγόμενα.
Α. Ὁ Βίος τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’.
Ἀπό τήν Δημητσάνα στή Μητρόπολη Σμύρνης.
Ἡ κατάσταση στό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως κατά τόν 19ο αἰ.
Ἡ πρώτη πατριαρχεία καί ἡ πρώτη ἐξορία (9. 5. 1797 – 19. 12. 1798, Δεκέμβριος 1798 – Σεπτέμβριος 1806).
Ἡ δεύτερη πατριαρχεία καί ἡ δεύτερη ἐξορία (24. 9. 1806 – 8. 7. 1808, Σεπτέμβριος 1808 – Ἰανουάριος 1919).
Ἡ τρίτη πατριαρχεία (Δεκέμβριος 1818 – Ἀπρίλιος 1821).
Τό ἦθος καί ἡ προσωπική ζωή τοῦ Γρηγορίου.
Β. Ὁ Γρηγόριος καί ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821.
Οἱ κατήγοροι τοῦ Γρηγορίου καί οἱ κατηγορίες.
Ὁ Γρηγόριος καί ἡ Φιλική Ἑταιρεία.
Ὁ Γρηγόριος ἀπέναντι στήν Ἐπανάσταση.
Ὁ Γρηγόριος καί ὁ Ἀφορισμός τῶν ἐπαναστατῶν.
Γ. Τό μαρτύριο τοῦ Γρηγορίου καί οἱ ἐπιπτώσεις.
Ἀπό τόν Θρόνο στήν ἀγχόνη.
Ὁ μαρτυρικός θάνατος τοῦ Γρηγορίου.
Ἡ εὕρεση καί ὁ ἐνταφιασμός τοῦ Λειψάνου του.
Οἱ ἐπιπτώσεις τοῦ μαρτυρίου τοῦ Γρηγορίου.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους.
Δ. Ἡ Διαπίστωση καί Διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τοῦ Γρηγορίου.
Ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Γρηγορίου καί ἡ μετακομιδή του στήν Ἑλλάδα.
Ἡ Διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τοῦ Γρηγορίου.
Ἐπίλογος.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τοῦ κ. Ἠλία Φιλιππίδη
Τί ἔχει νά πεῖ ἕνας Κοινωνιολόγος γιά τό ἔργο καί τό μαρτύριο τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε; Ἄς τοποθετηθοῦμε πρῶτα θεωρητικά:
Α. Ἡ Κοινωνιολογία μπορεῖ νά προσεγγίσει τό ἔργο τοῦ Ἐθνομάρτυρα Πατριάρχη, μέσα ἀπό ἕνα πλαίσιο ἀρχῶν, ὅπως:
· Τό κοινωνιολογικό ἐνδιαφέρον στό πρόσωπο τοῦ Γρηγορίου Ε’ ἀφορᾶ τόν ρόλο του στήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί τίς ἐπιπτώσεις τῆς θυσίας του κατά τήν ἔναρξή της.
· Τό ἔργο τοῦ Ἐθνομάρτυρα κρίνεται σέ συνάρτηση μέ τόν χῶρο καί τόν χρόνο πού ἔζησε καί ὄχι ἀστήρικτα ἤ μέ τά ὁποιαδήποτε δικά μας κριτήρια.
· Ἡ βάση τῆς κοινωνιολογικῆς ἀναύσεως εἶναι ὁ θεσμικός ρόλος τοῦ ὁποίου ἕνα πρόσωπο εἶναι φορέας καί μόνον ἐπικουρικά καί συμπληρωματικά ἐρευνᾶται ἡ στάση πού τηρεῖ ἕνα πρόσωπο πρός τόν ρόλο του.
Πρώτη ὑποχρέωση, λοιπόν, εἶναι ἡ κατάδυση στήν ἐποχή 1800 – 1821. Ἐδῶ πρέπει νά σταθοῦμε γιά νά κάνουμε μία παρατήρηση:
Β. Ἡ Ἑλληνική Ἱστορία – ὅπως καί ἡ Ἱστορία ὅλων τῶν λαῶν – γράφεται κατά δύο τρόπους:
· Ὁ ἕνας τρόπος εἶναι ἡ Ἱστορία πού γράφουμε ἐμεῖς.
· Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ἡ Ἱστορία πού χαράσσουν οἱ ἐπιδρομεῖς καί οἱ δυνάστες μέ τό μαχαῖρι τους πάνω στό σῶμα τῆς Ἑλλάδος.
Γιά νά φωτίσουμε, λοιπόν, τό ἔργο τοῦ Ἐθνάρχη Γρηγορίου Ε’, πρέπει νά ἀνοίξουμε ἐκεῖνο τόν ἄλλο τόμο τῆς Ἱστορίας, ὅπου τήν πρωτοβουλία δέν τήν εἴχαμε ἐμεῖς, ἀλλά ἕνας βάρβαρος καί πολύ ἰσχυρός δυνάστης.
Γ. Ἡ πολιτική τοῦ Γρηγορίου Ε’ ἔχει ἕνα βασικό ἄξονα: Τήν ἀπόλυτη προτεραιότητα τοῦ ἐθναρχικοῦ του ρόλου, τόσο ἀπέναντι στήν Ἐπανάσταση, ὅσο καί ἀπέναντι στόν ἑαυτό του. Ὅποιος δέν μπορεῖ ἤ δέν θέλει νά ἀναγνωρίσει τήν πεντακάθαρη αὐτή ἀλήθεια, δέν εἶναι σέ θέση νά ἐκτιμήσει τό ἔργο τοῦ Ἐθνάρχη.
Τό ἡρωϊκό καί αὐταπαρνητικό στοιχεῖο στόν Γρηγόριο Ε’ ἔγκειται στό ὅ,τι:
· Δέν εἶδε τό λειτούργημά του σάν προσωπικό ἀξίωμα, ἀλλά σάν ρόλο εὐθύνης καί ὑπηρεσίας πρός τό σύνολο τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων καί μάλιστα ὄχι μόνον αὐτῶν πού ζοῦσαν στόν ἐπαναστατικό πυρετό τοῦ 1821, ἀλλά καί τῶν ἐπερχομένων γενεῶν καί
· Ὅταν ἡ ἱστορική συγκυρία κάλεσε τόν Πατριάρχη νά ὑλοποιήσει αὐτό τό περιεχόμενο τῆς εὐθύνης πού ἀπέρρεε ἀπό τόν ρόλο του, δέν ἀρνήθηκε τήν πρόκληση, ἀλλά δέχθηκε νά γίνει ἐξιλαστήριο θῦμα τῆς διωκτικῆς μανίας τῶν Ἀγαρηνῶν.
Δ. Αὐτές τίς ἁπλές ἀλήθειες ἔρχεται νά ὑπογραμμίσει καί νά ὑπενθυμίσει ὁ ἐμβριθής καί σοβαρός μετελητής τῆς Ὀρθοδόξου Ἁγιολογίας καί Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Καθηγητής κ. Ἀντώνιος Μάρκου.
Μέ ἁπλᾶ, πλήν ἀδιάσειστα ἐπιχειρήματα λογικῆς καί ἱστορικῆς καθαρότητας, μᾶς πείθει γιά τήν παχυλή ἄγνοια, ἀλλά καί τήν κακοπιστία ἐκείνων οἱ ὁποῖοι στό ὄνομα μιᾶς περισσότερο ἐγωπαθοῦς καί λιγώτερο διαφωτισμένης, πρισσότερο σκόπιμης καί καθόλου ἐπιστημονικῆς σκάψης, ἐπιδιώκουν νά ἀμφισβητήσουν τήν τεράστια ευεργετική ἐπίδραση τῆς θυσίας τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου στήν Ἐπανάσταση τῶν προγόνων μας πού ἔφερε τήν ἐλευθερία στόν τόπο, γιά νά μποροῦν νά ἀκούγονται ὅλες οἱ γνῶμες, τόσο οἱ σοφές, ὅσο καί οἱ μωρές.
Συγχαίρουμε τόν νουνεχή ἐρευνητή καί εὐχόμεθα νά γευόμεθα τακτικά τούς μεστούς καρπούς τῶν ἀόκνων ἐρευνῶν του.
Ἠλίας Φιλιππίδης, Καθηγητής Πανεπιστημίου
Πειραιᾶς, 17η Φεβρουαρίου 1992.
Προλεγόμενα.
Εἶναι τόλμημα ἡ ἐνασχόληση μέ τό πρόσωπο ἑνός Ἁγίου, ὁ ὁποῖος συνδιάζει ἐκκλησιαστική διακονία, ἐθνική δραστηριότητα καί προσωπική ἁγιότητα βίου, ὅταν μάλιστα αὐτά τά τρία κορυφώνονται στό ὑπέρ τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος μαρτύριο. Διότι – ὅπως εὔστοχα τόνισε ὁ Γεώργιος Τερτσέτης, στήν ὁμιλία του γιά τόν Ἐθνομάρτυρα Πατριάρχη, τήν 5η Ἀπριλίου 1853, στήν αἴθουσα τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων – «καρδίαν ἀθώαν καί ψυχήν καλήν πρέπει νά ἔχει ὅποιος βούλεται νά ὁμιλήση ἀξίως διά τούς μακαρίους οὐρανοπολίτας, πρέπον δέ καί δίκαιον φαίνεται ὁ καθαρός νά ὁμιλεῖ διά τούς καθαρούς».
Ὅμως τολμοῦμε, ἐπικαλούμενοι ὅπως ἐκεῖνος «τήν χάριν τοῦ ἁγίου ἀνδρός», διότι ὁ ἁπλός λαός τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀνάγκη ἑνός σύντομου ἁγιολογικοῦ κειμένου, ἁπλοῦ καί κατανοητοῦ, τό ὁποῖος νά ἀναφέρεται στό θυμίαμα, ἀλλά καί τήν λάσπη, πού δέχθηκε ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Ε’.
«Εἰς τόν Πατριάρχην Γρηγόριον – γράφει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος – ὁ μαρτυρικός αὐτοῦ θάνατος προσεπόρισεν αἰώνιον δόξαν, τῆς ὁποίας ἦτο ἄξιος ἕνεκα τῶν ἀρετῶν καί τῆς ἁγιότητος τοῦ βίου αὐτοῦ» (Χρυσ. Παπαδοπούλου, «Ἡ Ἐκκλησία ΚΠόλεως καί ἡ μεγάλη Ἑλληνική Ἐπανάστασις τοῦ 1821», σελ. 31). Γιά τοῦτο, κατά τόν Καθηγητή τῆς Ἱστορίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ Ἐμμ. Πρωτοψάλτη, «προκαλεῖ ἀγανάκτησιν εἰς τούς ἐλευθέρους ἀνθρώπους, ἡ συστηματική προσπάθεια ὀλίγων ἐπιστημόνων καί περισσοτέρων ἐρασιτεχνῶν, οἱ ὁποῖοι ὁρμώμενοι ἐξ’ ὁρισμένης ἰδεολογίας, προσπαθοῦν μέ πάθος νά ἀπαλείψουν ἤ νά σμικρύνουν ἤ καί νά ἀμαυρώσουν ἀκόμη τόν εὐεργετικόν ρόλον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τάς τύχας τοῦ Ἔθνους» (Ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια», φ. 16. 3. 1981, σελ. 3).
Ἡ ἐκστρατεία σπιλώσεως τῆς μνήμης τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, ἀποτελεῖ παραχάραξη τῆς Ἱστορίας. «Πιστεύουμε – τονίζει σχετικά ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης – ὅτι πρόκειται γιά κατευθυνόμενη καί καλά ὀργανωμένη προσπάθεια, πού ἔχει στόχο νά γκρεμίση τά παραδοσιακά ἰδεολογικά ἐρείσματα γιά νά οἰκοδομήση νέα, μέ ὑλικά παρμένα ἀπό ξένες πρός τόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία ἰδεολογίες» (Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, «Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ στή συνείδηση τοῦ Γένους», σελ. 7).
Στή συνέχεια κατατίθεται ἡ ἀψευδής μαρτυρία τῆς Ἱστορίας. Μέ βάση αὐτήν ἀξιολογεῖται καί ἐκτιμᾶται ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ καί ἀπονέμεται δικαιωματικά τιμή στόν Ἱερομάρτυρα καί Ἐθνομάρτυρα Ἅγιο.
Α. Ὁ βίος τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’.
«Ὁ Κλῆρος ὑπῆρξε ὁ ὁδηγός τοῦ Ἔθνους καί τό στήριγμά του…Οἱ αὐτοθυσιασθέντες χάριν τοῦ ἐθνικοῦ καθήκοντος Κληρικοί καθ’ ὅλην τήν περίοδον τῆς Τουρκοκρατίας εἶναι τόσοι, ὥστε νά ἀποτελοῦν ἡρωϊκήν λεγεῶνα».
Διονύσιος Κόκκινος («Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάστασις», τ. 1ος, σελ. 37).
Ἀπό τήν Δημητσάνα στή Μητρόπολη Σμύρνης.
Ὁ μετέπειτα Ἱερομάρτυρας καί Ἐθνομάρτυρας Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἅγ. Γρηγόριος Ε’, γεννήθηκε στή Δημητσάνα τῆς Πελοποννήσου τό 1746. Ὁ κατά κόσμον Γεώργιος Ἀγγελόπουλος εἶχε γονεῖς πτωχούς καί εὐσεβεῖς, τόν Ἰωάννη καί τήν Ἀσημίτσα (τό γένος Παναγιωτοπούλου), καταγόμενους ὅμως ἀπό τήν ἱστορική ἀρχοντική οἰκογένεια Καρακάλλα.
Τά πρῶτα γράμματα ὁ νεαρός Γεώργιος διδάχθηκε στήν πατρίδα του, στήν ἱστορική Μονή Φιλοσόφου, τό 1764. Τό 1765, οἱ διδάσκαλοί του Ἱερομόναχοι Μελέτιος (κατά σάρκα θεῖος του) καί Ἀθανάσιος Ρουσόπουλος τόν συνόδευσαν στήν Ἀθήνα γιά τήν συμπλήρωση τῶν σπουδῶν του, κοντά στό λόγιο Δημήτριο Βόδα ἀπό τά Ἰωάννινα, γνώστη τῆς Λατινικῆς καί μεγάλο συγγραφέα. Γιά νά ἀκολουθήσει ἀνώτερες σπουδές, ἀκολούθησε – τό 1767 – τόν θεῖο του Ἱερομ. Μελέτιο στή Σμύρνη, ὅπου φοίτησε στήν περίφημη Εὐαγγελική Σχολή, ἐργαζόμενος σάν βοηθός νεωκόρου στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου. Κατά τά Ὀρλωφικά (1770), αὐτοεξορίσθηκε στή Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο, ὅπου μόνασε στή Μονή Στροφάδων καί ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Γρηγόριος. Τό 1772 παρακολούθησε μαθήματα Φιλοσοφίας στήν Ἀκαδημία τῆς Πάτμου (κοντά στόν λόγιο Βασίλειο Κουταλιανό) καί Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας (κοντά στό Διευθυντή της Δανιήλ Κεραμέα).
Ἀπό τόν Μητροπ. Σμύρνης Προκόπιο χειροτονήθηκε Διάκονος καί ἀμέσως διορίσθηκε Πρωτοσύγκελλος τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς ἕδρας. Τό 1781 ἐπισκέφθηκε τήν Πελοπόννησο καί δώρησε στή Σχολή τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδας Δημητσάνας 1.500 γρόσια, γιά νά δημιουργηθεῖ ἕνα εἶδος οἰκοτροφείου γιά τούς ἄπορους σπουδαστές. Τήν περίοδο ἐκείνη μετέφρασε στήν κοινή γλῶσσα τούς περί Ἱερωσύνης λόγους τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου καί δημοσίευσε Ἀκολουθία στήν ἁγ. Ἰσαπόστολο Φωτεινή, προστάτιδα τῆς Σμύρνης.
Τό 1784, μέ τήν ἐκλογή τοῦ Μητροπ. Προκοπίου στόν Πατριαρχικό Θρόνο, ἀναδείχθηκε Μητροπ. Σμύρνης σέ ἡλικία μόλις 39 ἐτῶν, διότι – κατά τήν κοινή ὁμολογία – «ἦτο σεμνός εἰς τό ἦθος, λιτός εἰς τήν δίαιταν, ταπεινός τήν στολήν, ζηλωτής τῆς Πίστεως, δραστηριώτατος εἰς ὅλα του τά ἔργα» (Κων. Κουμᾶ, «Ἱστορίαι τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων», 1832, τ. 12ος, σελ. 507).
«Ἡ δράσις τοῦ Γρηγορίου ὡς Μητροπ. Σμύρνης – γράφει ὁ μ. Μάξιμος Ἰβηρίτης – ὑπῆρξε σπουδαιοτάτη ἀπό πάσης ἀπόψεως. Ἐμερίμνησε προπαντός διά τήν ἵδρυσιν ναῶν (ἀνοικοδομήσας τότε τόν περίλαμπρον Ναόν τῆς ἁγ. Φωτεινῆς), διά τήν ἀνύψωσιν τοῦ ἐφημεριακοῦ Κλήρου καί τήν ἐνίσχυσιν τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς ἐν γένει, διά τοῦ κηρύγματος τοῦ θείου λόγου, περί ἱδρύσεως νέων σχολῶν καί ὑποστηρίξεως τῶν ὑπαρχουσῶν, περί βοηθείας πρός ἀπόρους μαθητάς, πρός τούς πτωχούς καί πρός πάντας τούς ἔχοντας ἀνάγκην.
Ἕνεκα δέ τῆς τοιαύτης μεγάλης δράσεως αὐτοῦ, προὐκάλει τόν θαυμασμόν, τήν συμπάθειαν καί τήν ἀφοσίωσιν τοῦ λαοῦ, διότι καθώς ἀνεφέρθη, τό ἔργον του ὡς Μητροπολίτου ὑπῆρξε πολυσχεδές καί ἡ δρᾶσις του καλύπτει ὅλους τούς ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ καί κοινωνίᾳ τομεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἐνδιαφέρθη μετά ζήλου, οὐ μόνον περί τῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων καί ἐνδιαφερόντων, ἀλλά καί περί τῶν Γραμμάτων καί τῆς καθόλου Παιδείας καί τῆς κοινωνικῆς προνοίας καί ἀντιλήψεως» (μ. Μαξίμου Ἰβηρίτου, «Ὁ Ἐθνο-Ἱερομάρτυς Γρηγόριος ὁ Ε’ καί τό Ἅγιον Ὄρος», 1988, σελ. 24 – 25).
Ἡ ἐπιτυχία τοῦ Γρηγορίου στήν ἐξάσκηση τῶν μητροπολιτικῶν του καθηκόντων ἦταν τέτοια, ὥστε τό 1797, μετά τήν παραίτηση τοῦ γέροντα Πατριάρχη Γερασίμου Γ’ (1794 – 1797), ἐκλέχθηκε Οἰκουμενικός Πατριάρχης.
Ἡ κατάσταση στό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως κατά τόν 19ο αἰ.
Γιά νά γίνει ἀντιληπτό τό μέγεθος καί ἡ βαρύτητα τοῦ Πατριαρχικοῦ ρόλου τοῦ Γρηγορίου, πρέπει νά γίνει μία σύντομη ἀναφορά στήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ.
Στό τέλος τοῦ 18ου αἰ. ὁ ὑπόδουλος Ἑλληνισμός βρίσκοταν σέ πλεονεκτική θέση. Ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἐμπορίου καί τῆς ναυτηλίας, ἡ ὀργάνωση τῶν συντεχνιῶν, ἡ αὐτοδιοίκηση, ἡ ἀνάπτυξη τοῦ κοινοτικοῦ πνεύματος τῶν ὑποδούλων καί τῶν Ἑλληνικῶν Κοινοτήτων τῆς Διασπορᾶς, ἡ ἐξάπλωση τῆς παιδείας, ἡ παρουσία Ἑλλήνων στήν Ὀθωμανική διοίκηση, ἔφεραν τό Ἑλληνικό Γένος σέ εὐνοϊκή θέση μέσα στήν πολυεθνική Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Ὅμως, «καίτοι τάς μάζας κατευθύνουν ἀθορύβως ταπεινοί Μοναχοί – σημειώνει ὁ μ. Μάξιμος – καί ἄλλοι λόγιοι τῆς ἐποχῆς, τό κῦρος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀκμαῖον. Ἀπ’ ἐναντίας μάλιστα ταράσσεται ἀπό διαρκεῖς ἀλλαξοπατριαρχείας, ἀπό συγκεντρώσεις Ἀρχιερέων εἰς τήν πρωτεύουσαν (συνεργαζομένους ἄλλους μέ τούς κρατοῦντας καί ἄλλους μέ τούς προπαγανδίζοντας ἑτεροδόξους), ἀπό τούς ὑπερβολικήν δύναμιν καί ἐπιρροήν ἀσκοῦντας ἀξιωματούχους, ἀπό ἀποθρασυνομένους διαρκῶς ξένους πράκτορας. Χαλάρωσις τῆς διοικήσεως ἔχε σημειωθεῖ, ἀβουλία ἐχαρακτήριζε τούς περισσοτέρους Πατριάρχας καί ὁ μέγας ἐθνικός θεσμός τοῦ Πατριαρχείου, δέν συνεπορεύετο μέ τήν γενικωτέραν εὐοίωνον ἀνάπτυξιν τοῦ Ἔθνους» (μ. Μαξίμου αὐτ., σελ. 26).
Ἡ πρώτη πατριαρχεία καί ἡ πρώτη ἐξορία
(9. 5. 1797 – 19. 12. 1798, Δεκέμβριος 1798 – Σεπτέμβριος 1806).
Ὁ Γρηγόριος ἀνέλαβε τά Πατριαρχικά καθήκοντα τήν 9η Μαϊου 1797 καί ἀμέσως ἐπιδόθηκε σέ ἕνα μεγάλης κλίμακας πνευματικό καί ὀργανωτικό ἔργο. Κατά τόν Ἱστορικό Κων. Σάθα, κατά τήν πρώτη του πατριαρχεία «ἠργάσθη ἀνενδότως ὑπέρ τῶν ἐθνικῶν συμφερόντων, ἀποτρέψας πολλάκις τούς κατά τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐπικρεμασθέντας κινδύνους»(Κων. Σάθα, «Νεοελληνική Φιλολογία – Βιογραφίαι», σελ. 621).
Ὁ ἴδιος ἱστορικός γράφει γιά τό ἔργο, ἀλλά καί τό τέλος τῆς πρώτης πατριαρχείας τοῦ Γρηγορίου, ὅτι «ἀνήγειρε ἐκ βάθρων τό σεσαθρωμένον Πατριαρχεῖον, ὑποχρεώσας τούς πάντας εἰς βοήθειαν καί διά τοῦ ἰδίου παραδείγματος τήν φιλοτιμίαν αὐτῶν διεγεῖρας. Ἐδίδασκεν, ὀρθοτομῶν ἐπ’ ἐκκλησίαις τόν λαόν τοῦ Θεοῦ… Μετά ζήλου μεγάλου ἐφρόντιζε πρός ἀνέγερσιν καί ἀνακαίνισιν τῶν κατά τόπους ἐκκλησιῶν…Τό 1799, συκοφαντηθείς εἰς τήν Πύλην, ὡς βίαιος καί ἀνίκανος πρός διατήρησιν τῆς τῶν λαῶν ὑποταγῆς, ἀπεβλήθη τοῦ Θρόνου καί ἐξωρίσθη εἰς Ἄθωνα» (Κων. Σάθα αὐτ., σελ. 620 – 621).
Κατά τήν πρώτη πατριαρχεία ἐξαιρετική ἦταν καί ἡ ἐθναρχική δρᾶσις τοῦ Γρηγορίου. Τό ἔτος τῆς ἐκλογῆς του (1797), ὁ Ναπολέων εἶχε καταλάβει τά Ἑπτάνησα καί εἶχε συμπτυχθεῖ ἐναντίον του ἡ ἀνίερη Ρωσο – Τουρκική συμμαχία (1798 – 1799). Καί οἱ μέν Ἕλληνες τοῦ Ἰονίου ἔπεσαν θύματα τῆς προπαγάνδας τῶν Γάλλων καί καταλήφθηκαν ἀπό ἄκρατο ἐνθουσιασμό, ὁ δέ Σουλτάνος ἀπειλοῦσε γενική σφαγή τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Γρηγόριος ἀναγκάσθηκε νά περιστείλη τόν ἐνθουσιασμό τῶν Ἑλλήνων (μέ ἀπεσταλμένους καί ἐγκυκλίους), ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά καθησυχάσει τίς ὑποψίες τῆς Ὑψηλῆς Πύλης καί νά ἀποφύγει ἀντίποινα, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐπειδή πίστευε, ὅτι «ἡ ἀπελευθέρωσις τῶν Χριστιανῶν ἐν γένει τῆς Ἀνατολῆς, ἔδει νά ἐπιδιωχθῆ διά τῶν ἰδίων αὐτῶν δυνάμεων, μετά συστηματικήν προπαρασκευήν καί δή μετά τήν πνευματικήν καί οἰκονομικήν αὐτῶν ἀνάκαμψιν» (μ. Μαξίμου αὐτ., σελ. 28).
Ὁ Γρηγόριος εἶχε τήν πικρή ἐμπειρία τῆς καταστροφῆς τῆς Πελοποννήσου κατά τά Ὀρλωφικά (1770) καί δέν πίστευε στή βοήθεια ὁποιουδήποτε ξένου παράγοντα. Ἡ συμπεριφορά τῶν Γάλλων, ἄλλωστε, στά Ἑπτάνησα κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἡ προδοσία τοῦ Ρήγα Φερραίου ἀπό τούς Αὐστριακούς στούς Τούρκους, ἐνίσχυαν τήν πίστι του αὐτή.
Παρά τήν φαινομενική νομιμοφροσύνη του πρός τήν Πύλη, ὁ Γρηγόριος διαβλήθηκε στόν Σουλτάνο ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς ἐκείνους πού εἶχαν θιγεῖ ἀπό τήν αὐστηρότητά του γιά τήν τακτοποίηση τῶν κακῶς κειμένων ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, μέ ἀποτέλεσμα νά διαταχθεῖ ἡ παύση καί ἡ ἐξορία του (πρώτη χρονολογικά, πού κράτησε 8 χρόνια!), μετά ἀπό πατριαρχεία μόλις 19 μηνῶν!
Ὁ Γρηγόριος ὑπέβαλε τυπικά τήν παραίτησή του τήν 19η Δεκεμβρίου 1798 καί ἀπομακρύνθηκε στή Χαλκηδόνα. Ἐκεῖ παράμεινε λίγο, διότι ὁ τόπος τῆς ἐξορίας του μετατράπηκε καί ὁρίστηκε ἡ Μονή Εἰκοσιφοίνισσας, στήν ἐπαρχία τῆς Δράμας, ἀπ’ ὅπου ὅμως διατάχθηκε νά μεταβεῖ στό Ἅγιο Ὄρος (ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐπιθυμοῦσε τήν Μονή Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων).
Στό Ἅγιο Ὄρος ἐπέλεξε γιά διαμονή του τήν Μονή Ἰβήρων, ὅπου καί ἐγκαταστάθηκε συνοδευόμενος ἀπό τόν Διάκονο καί ἀνηψιό του Γερμανό (ἔπειτα Μητροπ. Παλαιῶν Πατρῶν). Ἐκεῖ κατά τόν Κων. Σάθα, «συνεφιλοσόφει μετά τῶν ἐν Ἄθωνι λογίων συμμοναστῶν καί συνηγωνίζετο τούς ἀγῶνας τούς πνευματικούς, συνεπροσηύχετο ἐκκλησιαζόμενος καί συναγρυπνῶν καί συναναμιγνύων τά γλυκερά τῆς κατανύξεως δάκρυα» (Κων. Σάθα αὐτ., σελ. 622).
Ἡ παρουσία τοῦ Γρηγορίου στόν Ἄθωνα ὑπῆρξε εὐεργετική σέ πολλούς τομεῖς. Κατά τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἕνα ἀπό τά διακριτικά γνωρίσματα τῶν Ἁγίων εἶναι τό κτιτορικό. Στή Μονή Ἰβήρων ὁ ἐξόριστος Πατριάρχης ἀνήγειρε τήν δυτική πτέρυγα, ἔργο τεράστιο καί γιά τά σημερινά ἀκόμη δεδομένα (διαστάσεων 100 Χ 20 μέτρων, τριῶν ὀρόφων!). Μέ τό παράδειγμά του ἐνίσχυσε τό πνεῦμα τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἑλεημοσύνης, ἀφοῦ κάτι ἐλάχιστο ἀπό τήν πενιχρή – ἄλλωστε – σύνταξή του χρησιμοποιοῦσε γιά τήν συντήρησή του καί τά ὑπόλοιπα διέθετε στούς ἀπόρους καί κυρίως γιά τήν ἐνίσχυση πτωχῶν νέων πού ἤθελαν νά σπουδάσουν.
Ὅμως τό κύριο ἔργο τοῦ Γρηγορίου ἦταν τό πνευματικό. Ὁ «λιτός εἰς τήν δίαιταν» Πατριάρχης βρῆκε στό Ἅγιο Ὄρος τόν χρόνο καί τήν δυνατότητα τῆς μελέτης. Στίς σπουδαίες βιβλιοθήκες τῶν Ἁγιορειτικῶν Μονῶν, βρῆκε πληθῶρα συγγραμμάτων ἀρχαίων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων (ἀπ’ αὐτά πολλά «διπλά» ἔστειλε στή Σχολή τῆς Δημητσάνας, στό Ἱεροδιδάσκαλο Ἀγάπιο). Μελετοῦσε, φιλοσοφοῦσε μέ τούς λογίους μοναχούς, ἑρμήνευε στούς ἁπλουστέρους, μετέφραζε στήν κοινή γλῶσσα λόγους τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, κήρυττε «ἀπ’ ἄμβωνος» τόν θεῖο λόγο. Τό ταπεινό του κελλί ἦταν ἐναλλάξ σπουδαστήριο καί προσευχητάριο.
Ἡ δεύτερη πατριαρχεία καί ἡ δεύτερη ἐξορία
(24. 9. 1806 – 8. 7. 1808, Σεπτέμβριος 1808 – Ἰανουάριος 1819).
Ἐνῶ ὁ Γρηγόριος ἔδρεπε πνευματικούς καρπούς στό Ἅγιο Ὄρος, στά Πατριαρχεία ἡ κατάσταση εἶχε ἀποτελματωθεῖ. «Τά τῆς Ἐκκλησίας εἶχον παραλύσει καθ’ ὁλοκληρίαν –σημειώνει ὁ μ. Μάξιμος – ὑπό τήν διοίκησιν τοῦ ἄλλως ἀγαθοῦ μέν, ἀλλά νωθροῦ καί δυσκινήτου Καλλινίκου τοῦ Ε’» (μ. Μαξίμου αὐτ., σελ. 31).
Ὁ Γρηγόριος ἀνῆλθε γιά δεύτερη φορά στόν Πατριαρχικό Θρόνο τήν 24η Σεπτεμβρίου 1806 – μετά τήν ἐκλογή του ἀπό γενική Σύνοδο τῶν Ἀρχιερέων, ἀντιπροσώπων τῶν ὀργανώσεων τοῦ λαοῦ, τοῦ Μεγάλου Διερμηνέα Ἀλεξάνδρου Χατζερῆ καί τοῦ Μεγάλου Λογοθέτη Ἀλεξάνδρου Μάνου – καί ἔφθασε στήν ΚΠολη τήν 18η Ὀκτωβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους.
Κατά τήν δεύτερη πατριαρχεία ὁ ἐθναρχικός ρόλος τοῦ Γρηγορίου ἦταν ἀκόμη δυσκολώτερος ἀπό τήν πρώτη, ἀφοῦ καί ἡ πολιτική κατάσταση ἦταν σαφῶς χειρότερη. Δύο ἡμέρες πρίν τήν ἐνθρόνισή του οἱ Ρῶσοι μπῆκαν στή Μολδαβία καί τήν 24η Δεκεμβρίου κατέλαβαν τό Βουκουρέστι, μέ ἀποτέλεσμα ὁ Σουλτάνος νά κηρύξει τόν πόλεμο κατά τῆς Ρωσίας καί νά ἀναγκάσει τόν Πατριάρχη νά ἐκδώσει «Ἐκκλησιαστικόν καί Συμβουλευτικόν Γράμμα» κατά τῶν Ρώσων. Ἄσχετα μέ τήν ἀπαίτηση τοῦ Σουλτάνου ὁ Γρηγόριος φρονοῦσε, ὅτι οἱ Ἕλληνες δέν ἔπρεπε νά ἀναμιχθοῦν στόν Ρωσο – Τουρκικό Πόλεμο, γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἐπανάληψη τῶν τραγικῶν συνεπειῶν τῆς ἀποτυχίας τοῦ Κινήματος τοῦ Ὀρλώφ (1770).
Τό ἑπόμενο ἔτος 1807, τήν 20η Φεβρουαρίου, ὁ Ἀγγλικός στόλος ἐμφανίσθηκε στό Βόσπορο, γιά νά ἐπιβάλλει τήν διακοπή τῶν σχέσεων τῶν Τούρκων μέ τούς Γάλλους καί ἡ Τουρκική Κυβέρνηση διέταξε τήν κατασκευή παραλίων προχωμάτων. Ὁ Γρηγόριος ὄχι μόνο σύστησε στούς Ἕλληνες τῆς Πόλεως νά ἐργασθοῦν γιά τήν κατασκευή τῶν ὀχυρωμάτων, ἀλλά καί ὁ ἴδιος συμμετεῖχε προσωπικά. Ἡ σύντομη ἀποχώρηση τῶν Ἄγγλων δικαίωσε τήν διπλωματική στάση καί ποιμαντική σύνεση τοῦ Γρηγορίου.
Τόν Μάρτιο τοῦ 1807 ὁ Ρῶσος Ναύαρχος Σενιάδην, μέ προκηρύξεις του «Πρός τούς Χριστιανούς κατοίκους τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους», ἀναπτέρωσε τίς ἐλπίδες τῶν ὑποδούλων γιά τήν ἀπελευθέρωσή τους ἀπό τήν ὁμόδοξη Ρωσία, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἐκδήλωση τῶν ἐπαναστατικῶν κινημάτων τοῦ ἁρματωλοῦ Νικοτσάρα καί τοῦ παπά-Θύμιου Βλαχάβα στή Θεσσαλία.
Ὁ Γρηγόριος ἀντιμετώπισε καί αὐτή τήν πρόκληση μέ σύνεση. Κατ’ ἀρχήν δέν ἐμπιστεύοταν τούς Ρώσους, γνωρίζοντας ὅτι τά συμφέροντα τῶν Μεγάλων Δυνάμεων δέν συμπίπτουν μέ τά ἑλληνικά. Ἀκόμη, ἡ ἀνάθεση τῆς καταστολῆς τῶν κινημάτων στόν Ἀλῆ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, προκάλεσε στόν Ἐθνάρχη μεγάλη ἀνησυχία. Γι’ αὐτό ζήτησε ἀπό τούς ἐπαναστάτες νά διαλυθοῦν καί παρά τήν ἀποδοχή τῆς ἐντολῆς του τό κίνημα πνίγηκε στό αἷμα καί ὁ παπά – Βλαχάβας βασανίστηκε μέ ἀγριότητα καί θανατώθηκε στά Ἰωάννινα.
Τήν δεύτερη πατριαρχεία τοῦ Γρηγορίου χαρακτηρίζει τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν παιδεία τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους. Κατά τόν Π. Θ. Παπαθεοδώρου, «ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τῆς 11ης Σεπτεμβρίου 1807, «Περί συστάσεως καί ἀνεγέρσεως σχολείων ἑλληνικῶν καθ’ ὅλον τό Γένος», ἀποτελεῖ μνημεῖον πατριωτισμοῦ» (Π. Θ. Παπαθεοδώρου, «Ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’ καί ἡ Ἐπανάσταση τοῦ ‘21», σελ. 17). Τήν ἐγκύκλιο αὐτή δημοσίευσε στό «Λόγιο Ἑρμῆ» ὁ Διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἄνθιμος Γαζῆς, συνοδευόμενη ἀπό εὐμενέστατα σχόλια. (Βλ. Γ. Ἀγγελοπούλου, «Συλλογή ἐκ τῶν γραφέντων περί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’», σελ. 102 – 107).
Ἐργάσθηκε ἀκόμη «πρός διακανονισμόν τοῦ βεβαρημένου τῶν οἰκονομικῶν – ἕνεκα τῆς Τουρκικῆς δυναστείας – χρεῶν τοῦ Πατριαρχείου καί πρός ἀνάπτυξιν τῆς κοινῆς φιλανθρωπίας καί τοῦ λοιποῦ Κλήρου καί τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, πρός διοργάνωσιν τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῶν μοναστηρίων καί πρός ἀναζωογόνησιν τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος τοῦ Λαοῦ». Οἱ ἐνέργειές του προκάλεσαν μεταξύ ἄλλων «τόν δίκαιον ἔπαινον τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ, ἐνθουσιωδῶς χαιρετίσαντος τήν διά τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου ἐπερχομένην ἀναγέννησιν τῆς Ἑλλάδος» (μ. Μαξίμου αὐτ., σελ. 34 – 35).
Τήν δεύτερη πατριαρχεία τοῦ Γρηγορίου διέκοψε τό κίνημα τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Γενιτσάρων Μουσταφᾶ Μπαϊκτάρ (8η Ἰουλίου 1808), ὁ ὁποῖος ζήτησε ἀπό τόν Σουλτάνο – ἐκτός τῶν ἄλλων – τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Γρηγορίου. Τήν τυπική παραίτησή του ἀπό τόν Θρόνο ὁ Γρηγόριος ὑπέβαλε τήν 10η Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους καί ἀπομακρύνθηκε στήν Πρίγκηπο, ἡ ὁποία εἶχε ὁρισθεῖ τόπος ἐξορίας του. Μετά ἀπό παραμονή ἐκεῖ ἑνός ἔτους, ἐξορίσθηκε τελικά στόν Ἄθωνα καί ἐγκαταβίωσε καί πάλι στή Μονή Ἰβήρων.
Στό Ἅγιο Ὄρος ὅλα ἦταν γνώριμα στόν ἐξόριστο Πατριάρχη. Ἐγκαταστάθηκε στό ἴδιο Ἰβηρίτικο Κελλί τοῦ Προφήτη Ἠλία, συνέχισε τήν διδασκαλία καί τίς μεταφράσεις καί ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἔκδοση πρωτοτύπων ἔργων ἤ μεταφράσεων. Πολλοί λόγιοι τοῦ Γένους μέ ἐπιστολές τους ζητοῦσαν ἀπό τόν Γρηγόριο τήν φωτισμένη συμβουλή του καί τήν ἠθική καί ὑλική του συμπαράσταση, γιά τήν ἔκδοση ἔργων τους. Φρονῶν λ.χ. ὅτι ἡ ἔκδοση τοῦ Συναξαριστή τοῦ Μοναχοῦ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν Ἐκκλησία καί τό Γένος, ἀπηύθυνε ἐπιστολές σέ διαφόρους πού μποροῦσαν νά συμβάλλουν στήν ἐκτύπωση.
Κατά τήν δεύτερη ἐξορία του ἔγραψε καί τήν διαθήκη του, ἡ ὁποία σώζεται σήμερα στή Μονή Ἰβήρων. Ὁ Γρηγόριος εἶχε ἀποταμιεύσει μόνον 2.000 γρόσια, κατατεθειμένα στό κοινό τοῦ Ὄρους, τά ὁποῖα διέθεσε στό Νοσοκομεῖο τῆς ΚΠόλεως καί «γιά τά μνημόσυνά» του. Τά ἄμφιά του δώριζε σέ κληρικούς καί τά ἐνδύματά του στούς πτωχούς. Στούς συγγενεῖς του δέν εἶχε νά ἀφήσει τίποτα!
Ἡ τρίτη πατριαρχεία (Δεκέμβριος 1818 – Ἀπρίλιος 1821).
Ὁ Γρηγόριος κλήθηκε γιά τρίτη φορά στόν Πατριαρχικό Θρόνο τόν Δεκέμβριο τοῦ 1818, σέ διαδοχή τοῦ παραιτηθέντος Κυρίλλου Στ’. Ἀπό τήν Βιέννη οἱ λόγιοι Κοκκινάκης καί Φαρμακίδης, ἐκδότες τοῦ «σπουδαίου ὀργάνου τῶν πόθων τοῦ τότε Ἑλληνισμοῦ», τοῦ «Λογίου Ἑρμῆ», ἔγραψαν τά ἐξῆς χαρακτηριστικά:
«Σπεύδομεν νά κηρύξωμεν εἰς τό Πανελλήνιον τά εὐαγγέλια τῆς μετακλήσεως τοῦ Γρηγορίου εἰς τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον, ἵνα διευθύνη τό τρίτον τούς εἰς αὐτόν ἐμπιστευθέντας λαούς, εἰς τήν ἀληθῆ τῆς δικαιοσύνης καί τῆς εὐθύτητος ὁδόν.
Ἐκ πείρας γνωρίζων ὁ σεβαστός οὗτος Πατήρ, ὅτι μόνη ἡ Παιδεία στερεώνει τήν θρησκείαν εἰς τά Ἔθνη, φωτίζουσα τόν ἄνθρωπον, κατά τάς προλαβούσας ἐποχάς ἠργάσατο διά τήν διάδοσιν τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας. Τό πρῶτον πατριαρχεύσας ἐσύστησεν τό Ἑλληνικόν Τυπογραφεῖον, ἐξασφαλίσας αὐτό διά Πατριαρχικοῦ θεσπίσματος. Τό δεύτερον ἀναβάς εἰς τόν Θρόνον, ἐφρόντισε περί συστάσεως καί ἐνεγέρσεως σχολείων ἑλληνικῶν καθ’ ὅλον τό Γένος.
Κατ’ ἀπευκταίαν τύχην ὀλίγον χρόνον τό πρῶτον καί τό δεύτερον διέτριψεν εἰς τόν Πατριαρχικόν Θρόνον ὁ σεβαστός οὗτος Πατήρ. Ἀλλ’ ἐπειδή ἀπό τινος χρόνου ἡ Θεία Πρόνοια ἱερωτέρῳ τῶ ὄμματι ἐπιβλέπει εἰς τό δυστυχές ἡμῶν Γένος, δικαίῳ τῶ λόγῳ συνάγομεν, ὅτι ἀρκούντως θέλει ἐνδιατρίψει εἰς τόν ὑπέρτατον τοῦτον Θρόνον τοῦ Γένους, διά νά τελειωποιήση τό μέγα τοῦτον ἔργον καί νά στηρίξη εἰς τάς ψυχάς τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων τάς ἐντολάς τοῦ Κυρίου.
Τήν δημοτρεπῆ ταύτην εἴδησιν μεταδίδομεν εἰς τούς ὁμογενεῖς χαίροντες καί συγχαίροντες, ὅι ἔχομεν ἐπί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τοιοῦτον Ποιμένα» («Λόγιος Ἑρμῆς», 1819, σελ. 117).
Στήν τρίτη πατριαρχεία τοῦ Γρηγορίου διακρίνουμε:
· Τήν ἐνίσχυση τῶν νοσοκομείων μέ εἰδικές εἰσφορές τῶν ναῶν.
· Τήν ἀπαγόρευση τῆς χειροτονίας ἀπαιδεύτων καί ἀνηλίκων.
· Τήν δημιουργία εἶδους καταστατικοῦ χάρτη πού προέβλεπε τακτικές συνεδριάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί καθώριζε τίς ὑποχρεώσεις καί τά δικαιώματα τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων.
· Τήν ἐπίλυση τοῦ χρονίζοντος Κολλυβαδικοῦ ζητήματος (μέ Συνοδική ἀπόφαση, «ὅπως τά τῶν κεκοιμημένων μνημόσυνα τελοῦνται ἀπαραιτήτως ἐν πάσῃ ἡμέρᾳ τῆς ἑβδομάδος») κ.ἄ.
Τόν Μάρτιο τοῦ 1819 κυκλοφόρησε τό Πατριαρχικό ἔγγραφο «Περί Ἑλληνομουσείων», μέ τό ὁποῖο ὁ Γρηγόριος «προέτρεπε τούς Ἕλληνας ν’ ἀποφεύγωσιν τάς πλάνας, νά ἐπιδίδωνται συντόνως εἰς τήν σπουδήν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης (μητρός καί τροφοῦ τῆς Φιλοσοφίας καί τῶν Ἐπιστημῶν), νά μή παραμελῶσι τά Γραμματικά, τήν Λογικήν καί Ρητορικήν, καί νά μήν προτιμῶσι μαθήματα δι’ ὧν ἐγεννᾶτο ἀδιαφορία καί ψυχρότης πρός τάς ἐκκλησιαστικάς διατάξεις καί τήν ἀμώμητον Ὀρθόδοξον Πίστιν» (μ. Μαξίμου αὐτ., σελ. 42).
Τό ἦθος καί ἡ προσωπική ζωή τοῦ Γρηγορίου
Κατά τούς βιογράφους του ὁ Γρηγόριος ἦταν ψηλός στό ἀνάστημα, λεπτός ἀπό τήν ἄσκηση, μέ γαλάζια μάτια καί βλέμμα γρήγορο καί ὀξύ. Στήν ἐνδυμασία του ἦταν λιτός καί λιτότητα ἐπέβαλε καί στό πατριαρχικό περιβάλλον. Στήν τροφή ἦταν ὀλιγαρκέστατος. Καθημερινά μετά τό Ἀπόδειπνο περιορίζοταν στό δωμάτιό του καί σέ κανένα δέν ἐπέτρεπε νά τόν βοηθήσει ἤ νά τόν ἀπασχολήσει. Τό 1865 ζοῦσε ἀκόμη στή Σάμο ἕνας τῶν ἐφημερίων τῶν Πατριαρχείων, ὁ Μελέτιος. Αὐτός βεβαίωνε, ὅτι πολλές φορές τό κρεββάτι τοῦ Γρηγορίου τό ἔβρισκαν στρωμένο, διότι ὁ ἴδιος κοιμόταν στό πάτωμα, πάνω σέ μία ψάθα, «φέρων κατάσαρκα χιτῶνα μάλλινον»!
Ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Μισαήλ (Ἀποστολίδης, Καθητητής τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν), γράφει γιά τόν Γρηγόριο: «Θεωρῶν τό τοῦ ἀξιώματος ὕψος, οὐχί εἰς τήν ἐξωτερικήν πολυτέλειαν καί πομπήν ὑφιστάμενον, ἀλλ’ εἰς τοῦ βίου τήν καθαρότητα καί εἰς τήν τελεσιουργόν τοῦ Πνεύματος χάριν, ἀπέφευγε τήν λαμπρότητα καί τόν τύφον τῆς περιβολῆς, μεθ’ ἧς φιλοτιμοῦνται νά καλύπτωσι τό κενόν καί τοῦ νοῦ καί τῆς καρδίας, οἱ ἀναξίως εἰς τοιαῦτα προβιβαζόμενοι, ὅσοι διά τῆς ἐξωτερικῆς μεγαλοπρεπείας καί πολυτελείας ἀγωνίζονται νά θαμβώνωσι τούς ὁρῶντας»!
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντῖνος Α’, ὁ ὁποῖος ἔγραψε γιά τούς «ἐπ’ ἀρετῆ καί παιδείᾳ διαπρέψαντας Κληρικούς» σημειώνει, ὅτι ὁ Γρηγόριος ἦταν «ἀνήρ βίου σεμνοτάτου, ἀπερίττου καί ἀκτήμονος, εὐλαβής περί τά ἐκκλησιαστικά καί θερμότατος, ἔμπειρος τῶν Θείων Γραφῶν καί τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας τρόφιμος καί ἤθους αὐστηροῦ, ἰδιοτρόπου, ὀξυτάτου καί ραγδαίου περί τήν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων εὐταξίαν καί κοσμιότητα».
Ὁ Ἱστορικός Κων. Σάθας στόν κατάλογο τῶν Πατριαρχῶν, περιγράφει ὡς ἐξῆς τόν χαρακτῆρα τοῦ Γρηγορίου:
«Τό σεμνόν καί αὐστηρόν τοῦ ἤθους, ἡ λιτή δίαιτα, ἡ ταπεινή στολή, τό ἀφιλάργυρον τοῦ τρόπου, ὁ πρός τήν πίστιν ἔνθερμος ζῆλος, ἡ περί τήν κοσμιότητα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀδυσώπητος ὀξυδέρκεια, ἡ ὀξυτάτη περί τά ἔργα δραστηριότης, τό ὀξύθυμον καί ραγδαῖον καί πρός τούς κινδύνους καταφρονητικόν, αἱ ἄκαμπτοι αὐτοῦ ἰδέαι καί ἡ ἀνένδοτος πρός τά δόξαντα καλά καί ἀτρόμητος πεισμονή, ἀπεδείκνυον σεβαστόν καί φοβερόν τόν ἄνδρα».
Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ἦταν ἰδιαίτερα ἐλεήμων. Τό Πατριαρχικό Ταμεῖο συντηροῦσε καθημερινά ἀπόρους, παρθένους, χήρες, ὀρφανά, γέροντες καί ἀναπήρους. Σχετικό εἶναι ἕνα σωζόμενο περιστατικό: Κάποτε ὁ Ἀρχιδιάκονος ἐνημέρωσε τόν Πατριάρχη, ὅτι δέν ὑπῆρχαν πλέον χρήματα. «Πήγαινε, λοιπόν, καί δανείσου» τοῦ ἀπάντησε ὁ Γρηγόριος. Ὁ Ἀρχιδιάκονος φάνηκε νά ντρέπεται. «Τί περιμένεις – τόν ρώτησε ὁ Πρωθιεράρχης – ντρέπεσαι νά δανειστῆς γιά νά δανείσης τόν Θεό;»!
Ὁ Γρηγόριος ἦταν ἐπίσης ἐραστής τοῦ ἱεροῦ κηρύγματος. Τόσο κατά τίς πατριαρχείες του, ὅσο καί κατά τίς ἐξορίες του, κήρυττε «ἀπ’ ἄμβωνος» τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγιος Ἀρχιμανδρίτης Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, Διδάσκαλος τοῦ Γένους, περιγράφει ὡς ἐξῆς τήν ρητορική τέχνη τοῦ Πατριάρχη:
«Χρησμοί τοῦ Παναγίου Πνεύματος, νόμοι Εὐαγγελίου, Κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων, μετά πολλοῦ ζήλου σᾶς ἐξεφώνει ὁ Πατριάρχης καί πόσον ἰσχυρῶς ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ προερχόμενος ὁ θεῖος λόγος, ἐκλόνει τά δάση τῶν ὑλικῶν λογισμῶν καί συνέτριβε τάς κέδρους τῆς ὑπερηφανείας καί διερρήγνυε τάς πετρώδεις τῶν ἁμαρτωλῶν καρδίας εἰς μετάνοιαν» (μ. Μαξίμου αὐτ., σελ. 94).
Στόν Ἄθωνα ὁ Γρηγόριος εἶχε τήν εὐκαιρία τῆς πνευματικῆς συνδέσεως μέ λογίους καί ἐναρέτους πατέρες. Μεταξύ αὐτῶν κύρια θέση κατέχει ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. «Ἡ ταπείνωσις καί ἡ ἀγάπη τῶν δύο – σημειώνει ὁ μ. Μάξιμος – συνετέλεσεν ὥστε νά ἐργασθοῦν διά τό καλόν τῆς Ἐκκλησίας» (αὐτ., σελ. 95).
Καί στίς δύο ἐξορίες του ὁ Γρηγόριος κινήθηκε δραστήρια γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ ἐκδοτικοῦ ἔργου τοῦ ἁγ. Νικοδήμου. Ἐνδεικτική εἶναι ἡ ἀπό 10ης Ἰουλίου 1808 ἐπιστολή τοῦ Γρηγορίου πρός τόν Νικόδημο. «Διορίζομεν – γράφει – τόν Ὁσιώτατον κύρ Νικηφόρον Χαρτοφύλακα, διά νά ἐγχειρίση τῆ λογιότητί σου τά τῆς ἀντιγραφῆς ἔξοδα τούτου σου τοῦ φιλοπονήματος (ἐνν. τοῦ Ἑορτοδρομίου), περί δέ τῆς τοῦ τύπου ἐκδόσεως, γίνεται φροντίς διά τῆς Ἐκκλησίας» (μ. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, «Νικόδημος…», σελ. 328).
Στό Ἅγιο Ὄρος ὁ Γρηγόριος ἄσκησε καί ἕνα ἄλλο πνευματικό ἔργο, μεγάλης ἐκκλησιαστικῆς καί ἐθνικῆς σημασίας. Ὁδήγησε στό μαρτύριο ὑπέρ τῆς Πίστεως πολλούς μετανοημένους ἐξωμότες, μετά ἀπό κατάλληλη πνευματική προετοιμασία. Σ’ αὐτούς ἀνήκουν οἱ Νεομάρτυρες Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος, Ἀγαθάγγελος ὁ Ἐσφιγμενίτης, Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν, ἐκεῖνοι τῆς Σκήτης τῶν Ἰβήρων (Εὐθύμιος, Ὀνούφριος, Ἀκάκιος), κ.ἄ.
Β. Ὁ Γρηγόριος καί ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821.
«Ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἕως τίς ἡμέρες μας, ὁ Ἕλλην ἔχει τήν τάση νά χαρακτηρίζει προδότη, ὅποιον δέν συμφωνεῖ μαζί του. Καί ὅμως εἴμαστε ὁ λαός πού γέννησε ἴσως τούς λιγώτερους προδότες».
Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ἀκαδημαϊκός – Πρωθυπουργός.
Τά προηγουμένως ἀναφερόμενα ἀπό τόν κορυφαῖο Ἕλληνα πολιτικό καί συγγραφέα, ἴσχυσαν ἀτυχῶς καί στήν περίπτωση τοῦ Γρηγορίου Ε’. Καί τοῦτο διότι ὁ Γρηγόριος ὑπῆρξε ἀπό τούς κορυφαίους πρωταγωνιστές τῶν σχετικῶν μέ τήν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 γεγονότων. Ἦταν φυσικό, λοιπόν, τό ἔργο καί ἡ προσωπικότητά του νά ἀποτελέσουν στόχο τῶν «ἱστορικῶν» ἐκείνων πού προσπάθησαν νά «ἀπομυθο-ποιήσουν» τό ’21, δηλαδή «νά πείσουν τό κοινό, ὅτι ἡ ἐξέγερση τοῦ Ἔθνους τό 1821, εἶχε κυρίως ταξικά καί κοινωνικά ἐλατήρια» (Π. Θ. Παπαθεοδώρου αὐτ., σελ. 7).
Οἱ κατήγοροι τοῦ Γρηγορίου καί οἱ κατηγορίες
Βασικός κατήγορος τοῦ Γρηγορίου ὑπῆρξε ὁ Μαρξιστής διανοούμενος Γιάννης Κοδρᾶτος. «Γιά τόν Γρηγόριο – γράφει – ἡ Ἑλληνική ἱστοριογραφία εἶπε τά μεγαλύτερα ψέμματα καί ἔγραψε – ἀπό ἐθνικιστική σκοπιμότητα – τούς μεγαλύτερους ὕμνους. Κι ὅμως ὁ Γρηγόριος Ε’ δέν ἔχει κανένα δικαίωμα γιά κανένα τίτλο ἐθνικῆς δράσεως μέσα στή Νεοελληνική Ἱστορία. Πολέμησε τόν Ρήγα, ἀντέδρασε στή Φιλική Ἑταιρεία καί ἀφώρισε τό Εἰκοσιένα» (Γ. Κοδράτου, «Ρήγας Φερραῖος καί Βαλκανική Ὁμοσπονδία», σελ. 142).
Ἄλλος κατήγορος τοῦ Γρηγορίου ὑπῆρξε ὁ ἐπίσης Μαρξιστής Γιάννης Σκαρίμπας, ὁ ὁποῖος ἀφιέρωσε τήν ζωή του στήν πολεμική κατά τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά «ὅταν ἄγγιζε τόν θάνατο – κατά τόν Πρεσβύτερο Γεράσιμο Ζαμπέλη – κάλεσε Ἱερέα, ἀναγνωρίζοντας τώρα τήν ἀξία τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐπί ὧρες ἐξομολογιόταν» (Πρεσβ. Γερ. Ζαμπέλη, «Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ – Ἐθνομάρτυρας ἤ προδότης;», σελ. 33).
Γιά τόν Σκαρίμπα ὁ Γρηγόριος ἦταν ὁ «πρῶτος καί χειρότερος «τῆ τάξει» ἀπ’ ὅλους τούς κληρικούς τῆς ἐποχῆς του. Ἔγινε Πατριάρχης γιά τά φιλοτουρκικά του αἰσθήματα, οἱ δέ ἐξορίες του δέν ὀφείλονταν στήν – κατά τούς Ἱστορικούς ὡραιολόγους – τάχα ἐθνοπρεπῆ στάση τοῦ Παναγιώτατου ἐνάντια στό Διβάνη, ἀλλά στίς ὑπό τόν γενικό τίτλο «οἱ λύκοι μεταξύ τους» καλογερο-Φαναριώτικες ἀλληλομηχανοραφίες καί ἄλλα δόκανα» (Γ. Σκαρίμπα, «Τό ’21 καί ἡ ἀλήθεια», τ. 4, σελ. 33 – 34).
Ἀκόμη, κρυφαῖος λιβελλογράφος κατά τοῦ Γρηγορίου (καί ὄχι μόνο) ὑπῆρξε καί ὁ Γ. Καρανικόλας. Γι’ αὐτόν ὁ Ἐθνάρχης ἦταν «σκοταδιστής, Τουρκόφιλος, μισέλληνας, ἀντιδραστικός, συνεργός στή δολοφονία τοῦ Ρῆγα Φερραίου, διώκτης τοῦ Ἀδαμάντιου Κοραῆ, πολέμιος τῶν Θετικῶν Ἐπιστημῶν, ραδιοῦργος, ἀφοριστής τῆς Ἐπανάστασης καί κάθε ἐξέγερσης πού προηγήθηκε, ἀφοριστής τοῦ Ἀλ. Ὑψηλάντη καί τοῦ Μιχαήλ Βόδα». Ἀκόμη, ὅπως γράφει χαρακτηριστικά, «ἄν ὁ Τουρκικός ὄχλος τόν θανάτωσε, γιατί δέν εἶχε ἐπίγνωση πόσο χρήσιμος ἦταν ἤ καί ἄν ὁ Σουλτάνος ἦταν σύμφωνος μέ τόν θάνατό του, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἦταν Ἐθνομάρτυρας» (Γ. Καρανικόλα, «Ρασοφόροι, συμφορά τοῦ Ἔθνους», σελ. 78 – 79).
Τίς ἀπαντήσεις στίς προηγούμενες κατηγορίες δίδει ἡ ἀδιάψευστη ἱστορική μαρτυρία, ὑψηλοῦ ἀκαδημαϊκοῦ κύρους μαρτύρων.
Ὁ Γρηγόριος καί ἡ Φιλική Ἑταιρεία
Ἡ δρᾶσις τοῦ Γρηγορίου, πνευματική καί ἐθνική, τοποθετεῖται στά τέλη τοῦ 18ου καί τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ., «ὅπου ἡ ἐπαναστατική διάθεση μεταξύ τῶν Ἑλλήνων εἶναι διάχυτη» (Π. Θ. Παπαθεοδώρου αὐτ., σελ. 36). Ἡ διάδοση τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ἦταν καταπληκτική μεταξύ τῶν ὑποδούλων, ἡ δέ συμμετοχή τοῦ Κλήρου καί μάλιστα τῶν Ἀρχιερέων πολύ μεγάλη. Μυήθηκαν ἀκόμη καί Πατριάρχες, ὅπως ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος, 1805 – 1825 (Ἀρχιεπ. Χρυσ. Παπαδοπούλου αὐτ., σελ. 12).
Ἀπό ἀρκετούς ὑποστηρίχθηκε, ὅτι ὁ Γρηγόριος ὄχι μόνον ἦταν μυημένος στή Φιλική Ἑταιρεία, ἀλλά μάλιστα ἦταν καί ὁ ἀρχηγός της. Γράφει σχετικά ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης: «Ἀφοῦ τόν πρόδωσαν (τόν Ρῆγα) καί σκοτώθη, τότε… ὁ ἀγαθός Πατριάρχης περίλαβεν αὐτός τήν Ἑταιρεία διά νά μή σβέση καί τήν ξακολούθησε καί κατηχοῦσε» (Μακρυγιάννη, «Ἀπομνημονεύματα», ἔκδοση ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ, σελ. 353).
Ἄλλοι ὑποστήριξαν, ὅτι ὁ Γρηγόριος δέν ὑπῆρξε Φιλικός. Γράφει λ.χ. ὁ Νικ. Ζαχαρόπουλος: «Εἰς οὐδένα ἐκ τῶν διασωθέντων ἐγγράφων του ὁ Γρηγόριος παρουσιάζεται ἐνισχύων ἤ συμμεριζόμενος τάς ἀπόψεις καί τόν τρόπον τῶν πρωτοστατησάντων εἰς τόν ὑπέρ τῆς ἀνεξαρτησίας ἀγῶνα» (Νικ. Ζαχαρόπουλου, «Γρηγόριος Ε’ – Σαφῆς ἐκφραστής τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς τῆς Τουρκοκρατίας», σελ. 123).
Ἡ ἱστορική ἀλήθεια βρίσκεται κάπου στή μέση. Ὁ Μακρυγιάννης, ἐπηρεασμένος ἀπό τήν καθολική – σχεδόν – συμμετοχή στή Φιλική τῶν Ἀρχιερέων τῆς Πελοποννήσου καί ἀπό τήν «περί Κεφαλῆς» φήμη, τήν ὁποία σκόπιμα διέδιδαν οἱ Φιλικοί, ἀποδίδει στόν Γρηγόριο ὄχι μόνο τήν ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἑταιρείας, ἀλλά καί τήν ἀρχηγεία της. Ὅμως ὁ Γρηγόριος ὑπῆρξε Φιλικός μέ ἄλλη ἔννοια, διαφορετική τῆς στενῆς ἑρμηνείας τοῦ ὅρου.
Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἐμμανουήλ Ξάνθος (ἀπό τούς τρεῖς ἱδρυτές τῆς Φιλικῆς), ὁ Ἰωάννης Φαρμάκης – μετά τήν περιοδεία του στή Μακεδονία καί τήν Θεσσαλία, «ἵνα κατηχήση τούς ἐκεῖ Καπιτάνους ἁρματωλούς καί τούς λοιπούς σημαντικούς καί προεστῶτας ἐκείνων τῶν μερῶν» – συνάντησε τόν Αὔγουστο τοῦ 1818 στό Ἅγιο Ὄρος τόν ἐξόριστο Γρηγόριο καί τόν μύησε στά σχέδια τῆς Ἑταιρείας (Ἐμμ. Ξάνθου, «Ἀπομνημονεύματα περί τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας», σειρά «Ἀπομνημονεύματα Ἀγωνιστῶν τοῦ ‘21», ἔκδοση ἀπό τήν “ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ”, τ. 9, σελ. 45).
Πιό συγκεκριμένα ὁ Ἰω. Φιλήμων ἀναφέρει τά ἐξῆς γιά τήν συνάντηση: «Ὁ σεβάσμιος οὗτος Γέρων, ἔδειξε εὐθύς ζωηρότατον ἐνθουσιασμόν ὑπέρ τοῦ πνεύματος τῆς Ἑταιρείας, ηὐχήθηκε ἐκ καρδίας καί λέγων «ἐμένα μέ ἔχετε πού μέ ἔχετε», δέν ἠθέλησε καί νά ὁρκομωτήση κατά τήν διδασκαλίαν… Παρετήρησε, ὅτι ἄν ἀνακαλυφθῆ ποτέ εἰς τά βιβλία τῆς Ἑταιρείας τό ὄνομά του, ἤθελε κινδυνεύση ὁλόκληρον τό Ἔθνος, τοῦ ὁποίου προεῖχε πάντοτε, ὑπό τήν τύραννον ἐξουσίαν» (Ἰω. Φιλήμονος, «Δοκίμιον Ἱστορίας περί τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας», σελ. 316).
Σχολιάζοντας τά προηγούμενα ὁ Ἀκαδημαϊκός Σπυρίδων Μελᾶς σημειώνει: «Ἡ ἰδέα τοῦ Φαρμάκη ἦταν ἁπλοϊκή, γιατί ὁ Πατριάρχης δέν ἦταν ἀνάγκη, οὔτε πρέπον, οὔτε συμφέρον νά γίνη Φιλικός. Δέν ἦταν ἀνάγκη γιατί αὐτός ἐνεργοῦσε σύμφωνα μέ τό πρόγραμμα τῆς Φιλικῆς, πρίν ἡ Ἑταιρεία ὑπάρξει ἀκόμα: Ἀνυψώνοντας τόν Κλῆρο, ὑπερασπίζοντας τά δικαιώματα τῶν ραγιάδων, σκορπίζοντας τά φῶτα καί στό τελευταῖο χωριό τοῦ Ἑλληνισμοῦ…
Μία ἐθνική κορυφή σάν τόν Γρηγόριο, μέ σταδιοδρομία περίλαμπρη καί ἱστορική, γεμάτη ἀφοσίωση στά ὑψηλότερα πατριωτικά χρέη, δέν πᾶνε νά τήν ὁρκίσουν στό Εὐαγγέλιο πώς θά κάνει καί στό ἐξῆς ὅτι ἔκανε αὐθόρμητα μία ὁλόκληρη ζωή» (Σπ. Μελλᾶ, «Ματωμένα Ράσα» σελ. 156).
Κατά τά προηγούμενα ὁ Γρηγόριος δέν ἦταν Φιλικός μέ τήν στενή σημασία τοῦ ὅρου. Γνώριζε τήν ὕπαρξη καί τά σχέδια τῆς Ἑταιρείας καί ἐργάσθηκε γιά τήν πρόοδό της, σέ σημεῖο ὥστε «ἡ ἐξάπλωσις τῆς Φιλικῆς νά χρονολογεῖται κυρίως ἀπό τῆς μυήσεως τοῦ Γρηγορίου Ε’» (Τ. Κανδηλώρου, «Γρηγόριος Ε’», σελ. 129).
«Δέν τολμοῦμε – γράφει ὁ μισέλληνας Θωμᾶς Γκόρντον – νά βεβαιώσουμε πώς ὁ Πατριάρχης καί τά μέλη τῆς Συνόδου ἦταν ἀπόλυτα ἀθῶοι τῆς συνωμοσίας ματά τοῦ κράτους (ἐνν. τοῦ Τουρκικοῦ). Ἀντίθετα ἔχουμε λόγους νά πιστεύουμε, ὅτι ὁ Γρηγόριος γνώριζε τήν ὕπαρξη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καί ὅτι μερικοί ἀπό τούς ἄλλους Ἱεράρχες ἦταν βαθειά μπλεγμένοι στίς μηχανοραφίες της» (Th. Gordon, «Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως», τ. 1ος, σελ. 181).
Κατά τόν Ἱστορικό Διονύσιο Κόκκινο, ὁ Γρηγόριος «παρηκολούθει τήν δρᾶσιν τῶν ἑταίρων. Ἐγνώριζε τά πάντα καί ἀνέμενε. Τόν Μάϊον τοῦ 1820, ὅταν πλέον ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης εἶχεν ἐκλεγεῖ ἀρχηγός τῆς Ἑταιρείας, ὁ Πατριάρχης ἐνεπιστεύθη δύο ἐπιστολάς του εἰς τόν Ἰω. Παπαρηγόπουλον, μεταβαίνοντα εἰς τήν Ρωσίαν, διά νά τάς μεταφέρη εἰς τόν Ζωσιμᾶν καί τόν Ὑψηλάντην» (Δ. Κοκκίνου αὐτ., σελ. 395).
Τήν ἀλληλογραφία τοῦ Γρηγορίου μέ διακεκριμένους Φιλικούς, ὅπως φαίνεται γνώριζαν οἱ Τουρκικές Ἀρχές. «Τοῦρκοι Ὑπουργοί – σημειώνεται – ἰσχυρίσθηκαν ἀργότερα (ἐνν. μετά τόν μαρτυρικό του θάνατο), πώς βρέθηκαν πάνω του 11 γράμματα πρός τούς Μωραϊτες ἐπαναστάτες, πού φανερώνουν τούς δεσμούς του μέ τήν Φιλική Ἑταιρεία» (Ὄλγας Μ. Σπαρό, «Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ρωσία», σελ. 57). Ἀπό τήν ἀλληλογραφία αὐτή ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ ἐπιστολή τοῦ Γρηγορίου πρός τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, μέ ἡμερομηνία 30. 7. 1819, μέ τήν ὁποία τόν καθησυχάζει γιά τό θέμα τῆς βοήθειας ἀπό τό ἐξωτερικό. (Βλ. σχετικά Τ. Κανδηλώρου αὐτ., σελ. 169 – 170). Μέ δική του μάλιστα πρωτοβουλία μυήθηκε στή Φιλική τό 1818, ὁ γιός τοῦ Πετρόμπεη Γεώργιος Μαυρομιχάλης, πού βρισκόταν ὅμηρος τοῦ Σουλτάνου στήν ΚΠολη.
Ὁ Τοῦρκος Ἱστορικός Σανί Ζαντέ γράφει, ὅτι «τά σχέδια τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ἐτηροῦντο μυστικά μεταξύ τοῦ Πατριάρχου, τῶν Μητροπολιτῶν, τῶν παπάδων, τῶν Δημογερόντων καί τῶν προκρίτων» (Ν. Μοσχόπουλου, «Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως κατά τούς Τούρκους ἱστοριογράφους», σελ. 116).
Ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος, κατά τά προηγούμενα, δέν ἔγινε μέλος τῆς Φιλικῆς, ὤθησε στενούς συγγενεῖς του – ὅπως τούς ἀνηψιούς του Μητροπ. Ἀθηνῶν Διονύσιο καί Ἰω. Παπαδιαμαντόπουλο – νά μυηθοῦν. Ἀκόμη, στόν ἴδιο ὠφείλεται καί ἡ ἀποτροπή τῆς οἰκονομικῆς κατάρρευσης τῆς Ἑταιρείας, μέ τήν ἵδρυση τοῦ «Ταμείου τοῦ Ἐλέους». Τό Ταμεῖο αὐτό ἱδρύθηκε φαινομενικά «διά τούς πτωχούς ὅλων τῶν ἐθνῶν», στούς ὁποίους ὅμως «ἡ ἐπιτροπή θέλει νά διανέμει τό ἕν τρίτον, τά δέ μένοντα θέλει φυλάττει διά τόν ἱερόν σκοπόν, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα, ἡ πατά τοῦ Θεοῦ ἀποφασισμένη» (Τ. Κανδηλώρου αὐτ., 175, ὅπου καί διάλογος «Περί Ἀχρηματίας» μεταξύ τοῦ Γρηγορίου καί τοῦ Ταμία τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας Παναγιώτη Σέκερη). Στό Ταμεῖο «ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος καί μερικοί Ἕλληνες Ἡγεμόνες, καθώς καί ὁ Μέγας Διερμηνέας Ἰω. Καλλιμάχης… ὥρισαν ὡς πόρους τίς προαιρετικές εἰσφορές τοῦ κοινοῦ, τήν καταβολή μέρους τῶν κανονικῶν εἰσοδημάτων τῶν Ἀρχιερέων τῆς ΚΠόλεως καί τίς τακτικές ἐπιχορηγήσεις τῶν Ἡγεμόνων τῆς Μολδοβλαχίας» (Π. Θ. Παπαθεοδώρου αὐτ., σελ. 45).
Ἀπό τά προηγούμενα (ἀλλά καί ἀπό πολλά ἄλλα στοιχεῖα πού ἀναφέρονται στήν πλούσια γιά τόν Ἐθνάρχη βιβιογραφία καί δέν εἶναι δυνατό νά περιληφθοῦν σ’ αὐτό τό κείμενο) ἀποδεικνύεται, ὅτι ὁ Γρηγόριος κάθε ἄλλο παρά ἐχθρός ἦταν τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Βεβαίως, γιά τούς λόγους πού ἤδη ἀναφέρθηκαν, ἀρνήθηκε νά ὁρκισθεῖ κατά τό τυπικό. Ὅμως, «τήν ἴδια ἄρνηση νά ὁρκισθοῦν Φιλικοί εἶχαν διατυπώσει καί ἄλλοι ἐπώνυμοι θερμοί ἀγωνιστές τοῦ ’21, ὅπως ὁ Ἄνθιμος Γαζῆς καί ὁ Καποδίστριας» (Πρεσβ. Γερ. Ζαμπέλη αὐτ., σελ. 48).
Τήν ἀνάμειξη τοῦ Γρηγορίου καί τήν συμβολή του στά πράγματα τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, ἐπισφραγίζει ἡ μαρτυρία δύο ξένων καί ὄχι Ἑλλήνων μαρτύρων: Ἑνός αὐτόπτη τῶν γεγονότων διπλωμάτη καί ἑνός συγχρόνου Ἱστορικοῦ.
Ὁ ἐξαιρετικά Τουρκόφιλος Ὀλλανδός Πρέσβυς στήν Πόλη Γκάσπαρντ Τέστα, ἔγραψε σέ ἔκθεσή του πρός τό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τῆς χώρας του: «Ὁ ἀρχηγός οὗτος τῆς Ἐκκλησίας, ὀνόματι Γρηγόριος, εἶχεν ἐξελεχθεῖ ὡς συνένοχος καί κύριος ὑποκινητής τῆς συνωμοσίας τῶν Ἑλλήνων… Πιστοποιηθείσης τῆς συμμετοχῆς του διά σαφῶν ἀποδείξεων καί ἐγγράφων, ὁ Σουλτάνος τοῦ ἐπέβαλε τήν ποινήν τήν ὁποίαν ἐπέσυρεν τό κακούργημά του» («Παρνασός» 18, 1976, σελ. 137).
Ὁ Βούλγαρος Ἀκαδημαϊκός Νικ. Τοντόρωφ (Πρέσβυς τῆς Βουλγαρίας στήν Ἑλλάδα τό 1977) δέχεται, ὅτι «ὁ Πατριάρχης εἶχε στενές σχέσεις καί ἐπικοινωνία μέ Βουλγάρους μυημένους στή Φιλική Ἑταιρεία, ὅπως τόν μεγαλέμπορο καί ἐπιχειρηματία ἀπό τό Γκράμποβο Χρῆστο Ράτσκωφ, ὁ ὁποῖος εἶχε δανείσει στό Πατριαρχεῖο 100.000 λέβα καί εἶχε κρυμμένα στό μῦλο του 40 φορτία πυρίτιδα καί βόλια, γιά τίς ἀνάγκες τῆς Ἑλληνικῆς ἐξέγερσης» (Ν. Τοντόρωφ, «Ἡ Βαλκανική διάσταση τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821», σελ. 91 καί 123).
Ὁ Γρηγόριος ἀπέναντι στήν Ἐπανάσταση
«Ὅλοι θέλαμε τό καλό, πλήν ὁ καθένας κατά τήν γνώμη του».
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Αὐτό τόνισε ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ στήν ὁμιλία του πρός τούς νέους τῶν Ἀθηνῶν, στήν Πνύκα (Γ. Τερτσέτη, «Ἅπαντα», ἔκδοση ΠΗΓΗ, τ. 3ος, σελ. 255). «Ἡ φράση αὐτή τοῦ μπαρουτοκαπνισμένου ἀγωνιστή τοῦ ’21 – γράφει ὁ Π. Θ. Παπαθεοδώρου – δίνει τήν πραγματική διάσταση στίς ἀπόψεις πού κυριαρχοῦσαν τήν αὐγή τῆς Ἐθνεγερσίας μεταξύ τῶν πρωτεργατῶν. Ἐπιβεβαιώνει, ὅτι ἀλλιῶς ἔκρινε τήν κατάσταση «ὁ μπουρλοτιέρης τῶν ψυχῶν» Γρηγόριος Δικαῖος ἤ Παπαφλέσσας κι ἀλλιῶς ἐκτιμοῦσαν τά πράγματα οἱ προεστοί τῆς Ἀχαϊας καί ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός. Διαφορετικές ἦταν οἱ ἀπόψεις τοῦ Ὑψηλάντη κι ἀλλιῶς ἀντιμετώπιζε τήν κρισημότητα τῶν καιρῶν ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’. Πλήν ὅλοι τους θέλανε τό καλό τοῦ Γένους» (Π. Θ. Παπαθεοδώρου αὐτ., σελ. 8).
Τήν δεδομένη αὐτή διάσταση ἀπόψεων χρησιμοποίησαν οἱ κατήγοροι τοῦ Γρηγορίου, γιά νά σπιλώσουν τήν μνήμη του. Ὅμως εἶναι γνωστό καί ἀποδεκτό, ὅτι μετά τήν ἀποτυχία τοῦ Κινήματος τοῦ Ὀρλώφ (1770), διακεκριμένοι ἐκπρόσωποι τοῦ Ἔθνους ἦσαν ἐπιφυλακτικοί. «Ὁ Γρηγόριος – συνεχίζει ὁ Παπαθεοδώρου – εἶχε ἐπιφυλάξεις γιά τό ἄν οἱ καιροί ἦταν κατάλληλοι γιά τό ξεκίνημα μιᾶς ἐπαναστάσεως μέ προοπτική ἐπιτυχίας» (αὐτ. σελ. 51). Τίς ἴδιες ἐπιφυλάξεις εἶχε καί ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς, ὁ ὁποῖος «εἶχε ἐκφράσει στόν Σέκερη τήν ἄποψη, ὅτι χρειάζοταν νά προηγηθεῖ 50χρονη προετοιμασία τοῦ Ἔθνους, ὑλική καί πνευματική» (Ἰω. Παπαϊωάννου, «Ἱστορικές Γραμμές», σελ. 229).
Τίς ἴδιες ἀπόψεις εἶχε καί ἐξ’ ἀντικειμένου ἄριστος γνώστης τῶν πολιτικῶν καί διπλωματικῶν συγκυριῶν πού ἐπικρατοῦσαν τότε στήν Εὐρώπη, ὁ Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας Ἰωάννης Καποδίστριας. Γι’ αὐτό, μόλις ἄρχισε τό κίνημα στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες, «διά τοῦ γέροντος Γούστη ἐκ Πρεβέζης, εἰδοποίησε τόν Πατριάρχην Γρηγόριον νά προτρέψη τούς Ἕλληνας νά μή κινηθῶσιν εἰς ἐπανάστασιν κατά τήν ἐποχήν ταύτην, καθότι θέλει τούς δοθεῖ οὐδεμία βοήθεια καί θά ἀπολεσθῶσιν» (Λάμπρου Κουτσονίκα, «Γενική Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως», σειρά «Ἀπομνημονεύματα Ἀγωνιστῶν τοῦ 1821», ἔκδοση ἀπό τήν ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, τ. 4ος, σελ. 23).
«Ὁ Γρηγόριος – ἐπισημαίνει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσ. Παπαδόπουλος – συνίστα τόν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας ἀγῶνα… μετά πολλῆς πάντοτε φρονήσεως καί περισκέψεως. Προσεπάθει νά διατηρῆ τούς Τούρκους εἰς εἰρηνικάς ἐλπίδας διά νά ἐμποδισθῆ, ὅσο τό δυνατόν, ἡ τρομερά σφαγή καί νά ἑτοιμασθοῦν, ὅσο τό δυνατόν, οἱ ἡμέτεροι εἰς τήν παρά Θεοῦ ἀπόφασιν»(Χρυσ. Παπαδοπούλου αὐτ., σελ. 15).
Ἄλλωστε ἀκόμη καί σήμερα, λόγιες φωνές διατυπώνουν ἐρωτήματα, ὄχι μόνο σχετικά μέ τόν χρόνο τῆς ἐξεγέρσεως, ἀλλά καί σχετικά μέ αὐτή τήν ἴδια τήν ἰδέα τῆς ἐπαναστάσεως! Σχετικά πρόσφατα, ὁ λόγιος Ἁγιορείτης Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης διερωτήθηκε δημόσια: «Ἦταν θέλημα Θεοῦ, ἦταν εὐλογία τό 1821; Ποιος μπορεῖ νά βεβαιώση, ἄν ἡ ἐθνική καί πολιτική ἐλευθερία, ἦταν πιό εὐάρεστη στό Θεό ἀπό τήν χωρίς πατρίδα δουλεία;….Ποιός ἐγνώριζε τό ἀγαθό θέλημα τοῦ Θεοῦ πρό τοῦ ‘21; Ποιος μπορεῖ νά ἀποδείξη, ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ Ἔθνους ἦταν θέλημα εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ καί δέν ἀποτελεῖ καρπόν ἐβιασμοῦ τοῦ θελήματός Του; «Θέλετε ἐλευθερία; Μέ παρακαλεῖτε νά ἀποκτήσετε ἐλεύθερο Ἔθνος; Θά σᾶς βοηθήσω ἐπειδή μέ παρακαλεῖτε, χωρίς νά μέ ρωτήσετε ἄν σᾶς συμφέρει»!!! (μ. Θεοκλήτου Διονυσιάτη, «Ἐντυπώσεις ἀπό τό Κέντρο τῆς πονεμένης Ρωμιοσύνης», ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», φ. 941/30. 8. 1991, σελ. 4).
Τά προηγούμενα, ὄχι μετά τήν θεώρηση τῆς πρακτικῆς πλευρᾶς τῆς Ἐπαναστάσεως (τήν πλευρά, δηλαδή, τῶν θυμάτων καί τῶν καταστροφῶν, αὐτή πού φοβούμενος ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εἶχε πεῖ τό χαρακτηριστικό, «Παναγία μου, βοήθησε τούς Χριστιανούς, τούς ἐπήραμε στό λαιμό μας»! βλ. Σπ. Τρικούπη, «Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως», σελ. 206), ἀλλά σέ σχέση μέ τόν ἐθνικό, πολιτικό, κοινωνικό, πνευματικό, κ.ἄ. βίο τῶν Νεοελλήνων, τόν ὁποῖο ἐπέσημανε ἤδη στήν ἐποχή του ὁ Μακρυγιάννης καί ἔγραψε: «Ἄν ἠξεύραμεν, ὅτι θά εἴχαμεν τέτοιαν ἐλευθερίαν, θά περικαλούσαμεν τόν Θεόν νά μᾶς ἀφήση ἄλλα τόσα χρόνια κάτω ἀπό τούς Τούρκους, γιά νά μάθωμεν τι εἶναι ἡ θρησκεία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἠθική, ἡ τιμιότης»!
Ὁ Γρηγόριος, λοιπόν, ἤθελε τήν ἐπανάσταση, ἀλλά ἦταν πνευματικός καί ὄχι πολιτικός ἡγέτης. Τονίζει σχετικά ὁ Μ. Μπεργαδῆς: «Κάθε ἐπανάσταση κληρικῶν ἤ Μητροπολιτῶν καί μάλιστα μέ ὑποκίνηση τῶν Δυτικῶν, θά ἔπρεπε νά προκαλῆ τρόμο στόν Πατριάρχη, ὄχι γιά τήν ἀγχόνη του, ἀλλά γιά τό Γένος ὁλόκληρο. Γιατί θέ ἐγίνετο τό ἔναυσμα ἤ τό πρόσχημα στούς Τούρκους, νά ἐξαφανίσουν τούς Ἕλληνες ἀπό τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία» (Στ. Ράνσιμαν, «Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσίᾳ», Πρόλογος Μ. Μπεργαδῆ, τ. 1ος, σελ. 25).
Ὁ Γρηγόριος, λοιπόν, γιά τούς λόγους πού αναφέρθηκαν, ἦταν ἀρχικά ἐπιφυλακτικός στό θέμα τῆς ἐπαναστάσεως. Ὅμως, ὅταν ξέσπασε ἡ ἐπανάσταση στήν Πελοπόννησο, τήν εὐλόγησε, διότι – ὅπως ἀνακοίνωσε στόν ἀπεσταλμένο τοῦ Καποδίστρια – «ὡς εἶναι προκεχωρημένα τά πράγματα, δέν δύναται νά τά ἀναχαιτίση καμμία ἀνθρώπινος δύναμις, διότι τό κίνημα τοῦτο προώρισται, ὡς φαίνεται, ἀπό τόν Ὕψιστον, ἄλλως ἦτο ἀδύνατον νά κάμη τοιαύτην ἀπόφασιν τό Ἔθνος». Καί πρόσθεσε γιά τόν ἑαυτό του: «Γνωρίζω, ὅτι ὁ πρῶτος τῶν Ἑλλήνων, ὅστις ἤθελε γίνει θῦμα τῆς θηριωδίας τοῦ τυράννου, εἶμαι ἐγώ αὐτός, ἀλλά γεννηθήτω τό θέλημα τοῦ Κυρίου» (Λ. Κουτσονίκα αὐτ., σελ. 23).
Ὁ Γρηγόριος καί ὁ ἀφορισμός τῶν ἐπαναστατῶν.
«Ὁ περίφημος ἀφορισμός τοῦ κινήματος τῶν Ἑλλήνων στή Μολδοβλαχία καί ὀνομαστικῶς τοῦ Ἀλ. Ὑψηλάντη καί τοῦ Μιχ. Σούτσου, εἶναι μία πραγματικότητα, ἕνα γεγονός πού κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ, ἀλλά καί κανείς δέν ἔχει τό δικαίωμα νά παρερμηνεύσει».
Π. Θ. Παπαθεοδώρου
Τήν θλιβερή καί ὑστερόβουλη παρερμηνεία τοῦ γεγονότος τοῦ ἀφορισμοῦ, μέ σκοπό τήν σπίλωση τῆς μνήμης τοῦ Ἐθνάρχη καί τόν διασυρμό τοῦ προσώπου του καί τῆς Ἐκκλησίας πού ἀντιπροσώπευε, ἡ Ἱστορία χρεώνει στούς ἐλάχιστους ἐκείνους «διανούμενους» πού τό τόλμησαν. Στό Γ. Σκαρίμπα πού ὑποστήριξε, ὅτι «τό ραγιάδικο ἐκεῖνο Ἱερατεῖο δέν εἶχε σκασίλες γιά κενάνα Ἔθνος» (Γ. Σκαρίμπα αὐτ., σελ. 38) καί στούς λοιπούς. Ἡ ἀλήθεια ὅμως πάνω στό σημαντικό αὐτό ζήτημα, προκύπτει ἀβίαστα ἀπό τά ἴδια τά ἱστορικά γεγονότα.
Κατά τόν τόν Φαναριώτη Ἱστορικό καί Γραμματέα τοῦ Ἀλ. Ὑψηλάντη Ἰω. Φιλήμονα (1798 – 1874), μέ τήν ἔκρηξη τῆς ἐπαναστάσεως στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες, «ὁ Σουλτάνος ἐξανιστάμενος κατά τῆς γενικῆς συνωμοσίας… συγκατετίθετο μέν ἀμνηστεύων τούς πολλούς, ἀπήτει ὅμως ἐπί ἀπειλῆ γενικῆς σφαγῆς, ἵνα ἐπανέλθωσιν οἱ πάντες εἰς τήν ταπεινοτέραν ὑποταγήν, διέταττε δέ πρός τοῦτο ἵνα ὁ Πατριάρχης:
α. Συνοδεύση καί ὑποστηρίξη δι’ Ἐγκυκλίου τό περί ἀμνηστίας φιρμάνιον.
β. Ἀπολύση θρησκευτικῶς τοῦ ἑταιρικοῦ ὅρκου τούς δόσαντας αὐτόν.
γ. Ἀφορίση τόν Ὑψηλάντην, τόν Σούτσον καί ὅλους τούς ὀπαδούς αὐτῶν» (Ἰω. Φιλήμονος αὐτ., σελ. 111).
Οἱ ἀξιώσεις αὐτές ἀνακοινώθηκαν στό Πατριαρχεῖο στίς ἀρχές τοῦ Μαρτίου τοῦ 1821. Τήν 20η Μαρτίου ὁ Μεγ. Διερμηνέας Κων. Μουρούζης, μετέφερε στό Γρηγόριο διαταγή – πλέον – τῆς Τουρκικῆς Κυβερνήσεως γιά τήν ἔκδοση ἀφορισμοῦ. «Μόνον ἡ ἐλπίς τῆς ἐκ τοῦ τοιούτου ἀφοριστικοῦ γράμματος περιμενομένης ἡσυχίας – σημειώνεται – ἀνέβαλε τό κατά τῶν Γραικῶν ἐπικρεμέμενον ξίφος τοῦ Σουλτάνου» («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» τῆς ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, σελ. 34).
Παράλληλα ὅμως ὁ Σουλτάνος Μαχμούτ προετοιμάσθηκε γιά τήν σφαγή τοῦ 1.200.000 Ἑλλήνων τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Μέ φιρμάνι του πού διαβάσθηκε σ’ ὅλα τά τζαμιά τήν 8η Μαρτίου 1821, «παρηγγέλοντο ὅλοι οἱ πιστοί (ἐνν. Μουσουλμάνοι), νά εἶναι διά παντός ἄγρυπνοι νά κτυπήσουν τούς ἀπίστους (ἐνν. Ἕλληνες)» (Σπ. Τρικούπη αὐτ., σελ. 77). Ἀκόμη, ζήτησε ἀπό τόν Σείχ-οὔλ-Ἰσλάμ (τόν ἀνώτατο, δηλαδή, θρησκευτικό λειτουργό τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας) Χατζῆ Χαλήλ, τήν ἔκδοση φεφτά, ἐντολῆς – δηλαδή – γιά ἱερό πόλεμο κατά τῶν Ἑλλήνων. Μετέφερε, τέλος, συντάγματα Γενιτσάρων ἀπό τά βάθη τῆς Ἀνατολίας στήν ΚΠολη.
Μέσα σέ μία τέτοια ἀτμόσφαιρα, κατά τήν ὁποία «ἡ ΚΠόλις ἐφαίνετο καταγώγιον ληστῶν καί αἱμοβόρων θηρίων ἤ καθέδρα Βασιλέως καί διαμονή Εὐρωπαίων Πρεσβευτῶν» (Σπ. Τρικούπη αὐτ., σελ. 88), ἡ Ἐθναρχοῦσα Ἐκκλησία – καί ὄχι προσωπικά ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος – βρέθηκε μπροστά στό ἱστορικό δίλλημα ἤ «νά ἀφορίση τούς ἀγωνιστές, μέ ἐνδεχόμενη τήν ἀποθάρρυνση τῶν ἐπαναστατῶν καί τό ὄνειδος στό πρόσωπο τοῦ Πατριάρχη ἤ νά ἀρνηθῆ, μέ βέβαιο τό ξεκλήρισμα τοῦ Γένους» (Π. Θ. Παπαθεοδώρου αὐτ., σελ. 57).
Κατά τόν Ἰω. Φιλήμονα, «ἐθνικοῦ ἤδη ἐπικειμένου τοῦ ὀλέθρου» (αὐτ., σελ. 111), μετά 20ήμερο διαβουλεύσεων, ὁ Γρηγόριος συγκάλεσε σέ κοινή σύσκεψη τήν Ἐκκλησιαστική καί Πολιτική Ἡγεσία τοῦ Γένους. «Γίνεται λοιπόν – γράφει ὁ Κων. Μαθᾶς – πληρεστάτη Σύνοδος καί γράφεται τό Γράμμα μετά στόμφου καί κρότου, πρός θεραπείαν τῆς μαινομένης προσταγῆς τοῦ Σουλτάνου» (Κων. Μαθᾶ, «Κατάλογος ἱστορικός τῶν πρώτων Ἐπισκόπων καί τῶν ἐφεξῆς Πατριαρχῶν τῆς ἐν ΚΠόλει Ἁγίας καί Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας», βλ. Γρηγόριος Ε’).
Στή Σύνοδο αὐτή πῆραν μέρος ἐκτός ἀπό τόν Γρηγόριο, ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Πολύκαρπος καί οἱ παρεπιδημοῦντες στήν ΚΠολη Ἀρχιερεῖς, ὁ Ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ὁ Μεγ. Διερμηνέας Κων. Μουρούζης καί ἔγκριτοι ἐκπρόσωποι τῶν μεγαλεμπόρων, ἀρχιτεχνιτῶν καί προϊσταμένων τῶν συντεχνιῶν. Στή Σύνοδο ἀποφασίσθηκε οἱ μέν λαϊκοί (49 τόν ἀριθμό), νά ἀποκηρύξουν γραπτά τό κίνημα, οἱ δέ Κληρικοί νά ὑπογράψουν ἀφορισμό, νά προβοῦν – δηλαδή – στήν «τελευταία δυνατή προσποίηση, ἀφοῦ ὁ ἐλάχιστος καός χειρισμός ἠδύνατο νά καταστρέψη αἰώνων σύνεσιν καί ἐλπίδας» («Γενική Παγκόσμιος Ἐγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς», τ. 5, σελ. 293).
Ὁ ἀφορισμός τῶν ἐπαναστατῶν τό 1821 δέν εἶναι ὁ μοναδικός, ἀντίθετα ἔχει τό ἱστορικό του προηγούμενο, μέ ἀποτέλεσμα ὁ λαός νά γνωρίζει ὅτι ἐπρόκειτο γιά διπλωματικό ἐλιγμό. Τό 1805 ὁ Πατριάρχης Καλλίνικος Ε’ ἀφόρισε τούς Κλέφτες τῆς Πελοποννήσου καί προσωπικά τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ὅμως – κατά τόν Μ. Οἰκονόμου – «ὁ λαός ἐγνώριζε, ὅτι ὁ ἀφορισμός εἶχε μέν ἐπιβληθῆ σάν μέσον οἰκονομικόν τῶν περιστάσεων καί προληπτικόν κακῶν, ἐκδοθέν ὑπέρ τῶν κινδυνευόντων Πελοποννησίων Χριστιανῶν, κατ’ ἀπαίτησιν ἀπειλούσης αὐτούς ἐξουσίας, πνευματικῶς δέ δέν ἐδέσμευε τινά» (Μ. Οἰκονόμου, «Ἡ Ἑλληνική Παλιγγενεσία», σελ. 55).
Ὁ Γρηγόριος ἐξαπολύοντας τόν ἀφορισμό γνώριζε, ὅτι πρακτικά δέν θά τόν ἀναγνώριζε κανείς. Αὐτό ἀποδεικνύεται καί ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ ἰδίου τοῦ Ὑψηλάντη πού ἀφορίσθηκε. Ὁ Πρίγκηπας, σέ ἐπιστολή του πρός τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη (29η Ἰανουαρίου 1821), δείχνει ὅτι περιμένει τόν ἀφορισμό. «Ὁ μέν Πατριάρχης – γράφει –βιαζόμενος παρά τῆς Πόρτας, σᾶς ἀποστέλλει ἀφοριστικά καί ἐξάρχους, παρακινώντας σας νά ἑνωθῆτε μέ τήν Πόρταν. Ἐσεῖς ὅμως νά θεωρῆτε ταῦτα ὡς ἄκυρα, καθ’ ὅτι γίνονται μέ βίαν καί δυναστείαν καί ἄνευ τῆς θελήσεως τοῦ Πατριάρχου» (Ἰω. Φιλήμονος αὐτ., σελ. 310).
Ἀμέσως μετά τήν ἔκδοση τοῦ ἀφορισμοῦ ὁ Γρηγόριος προχώρησε στήν κατά τό δυνατόν καλύτερη ἀξιοποίηση τῆς κινήσεώς του. Ἐπισκέφθηκε μέ συνοδεία τόν Σεϊχουλισλάμη, ὁ ὁποῖος μέ τό ἀφοριστικό ἔγγραφο «πείθεται πληρέστατα καί κατά συνέπεια ἀρνεῖται εἰς τόν Σουλτάνον τήν ἔκδοσιν φεφτᾶ, ἀπαντήσας κατηγορηματικῶς εἰς τήν γενομένην πρός αὐτόν αἴτησιν, ὅτι ἐξ’ ὅσων συνῆξε ἀποδείξεων, δέν ἐξάγεται παντάπασιν ἡ ἐνοχή ὁλοκλήρου τοῦ Ἔθνους» (Γ. Ἀγγελοπούλου αὐτ., σελ. 373).
Τό αὐτό δέχεται καί ὁ Καθηγητής Ἀπόστολος Δασκαλάκης. «Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ – γράφει – ἵνα προλάβη τήν ἀπειλουμένην καταστροφήν τοῦ Γένους,… ἐπεσκέφθη τόν Σεϊχουλισλάμην τόν ὁποῖον ἐξελιπάρησε νά μή ἐγκρίνη, ὡς ἀνώτατος τηρητής τοῦ Μωαμεθανικοῦ Νόμου, τήν γενικήν σφαγήν τῶν ραγιάδων» («Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια», τ. 10, σελ. 305).
Ὁ ἀφοριστικός ἐλιγμός τοῦ Γρηγορίου πράγματι ἀπέδωσε, διότι – ὅπως σημειώνει ὁ Καθηγητής Ἀλ. Δεσποτόπουλος – «ὕστερα ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ ἀφοσισμοῦ καί τήν ἀναχώρηση τῶν ἐξάρχων μέ τίς ἐγκυκλίους τοῦ Πατριάρχη, ὁ Σουλτάνος ἐγκατέλειψε τό σχέδιο γιά τήν γενική σφαγή τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί διέταξε νά ἐφαρμοσθῆ ἡ μετριοπαθέστερη ἀπόφαση γιά τήν τιμωρία τῶν ἐνόχων, συννενόχων καί ὑπόπτων, ὅπως ὅμως τήν ἀντιλαμβάνονταν ἡ Κυβέρνηση καί τά ὀργανά της» («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», τ. 12, σελ. 34).
Τήν ἐπιτυχία τοῦ Πατριαρχικοῦ ἐλιγμοῦ ἐπιβεβειώνει καί ὁ Τοῦρκος ἱστορικός Δζεβδέτ Πασᾶς. «Οἱ ἀφορισμοί καί οἱ κατάρες τοῦ Πατριάρχη – γράφει – συντελέσανε στό νά σωθῆ ἡ ζωή τῶν Χριστιανῶν» (Ν. Μοσχόπουλου αὐτ., σελ. 146).
Τό ὅποια ὀφέλη ἀπό τήν κίνηση τοῦ ἀφορισμοῦ κατάργησε ἡ ἔκρηξη τῆς ἐπαναστάσεως στήν Πελοπόννησο. Ἐξαγριωμένος ὁ Σουλτάνος Μαχμούτ ἀπομάκρυνε τόν Σεϊχουλισλάμη Χαλήλ (ὁ ὁποῖος ἐξορίσθηκε σέ νησί τοῦ Αἰγαίου, ἀλλά κατά τήν διαδρομή δολοφονήθηκε), καθώς καί ἄλλους μετριοπαθεῖς ἀξιωματούχους (ὅπως τόν Βεζύρη Ἀλῆ Πασᾶ καί τόν σύμβουλο Σαλήχ Πασᾶ). Ὁ νέος Σεϊχουλισλάμης ὑπέγραψε τόν ζητούμενο φεφτᾶ καί ἔτσι ἄρχισε μία ἀνώτερη ἀπό κάθε φαντασία καί περιγραφή τρομοκρατία. «Διά νά δώση ἡ Ἱστορία πλήρη εἰκόνα τῆς τρομοκρατίας ἐκείνης – γράφει ὁ Ἱστορικός Διονύσιος Κόκκινος – μέ ὅλας τάς τρομεράς της λεπτομερείας, θά ἔπρεπε νά ἀφιερώση τόμον ὁλόκληρον. Καί ὁ τόμος αὐτός θά ἦτο ὁ δραματικώτερος μεταξύ τῶν διαφόρων τρομοκρατιῶν πού ὑπέστησαν ἕως τότε εἰς τούς αἰῶνας οἱ ἄνθρωποι» (αὐτ. σελ. 181).
Κατά τόν Ἀρχιεπ. Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ἀπό τοῦ 1821 καί ἐντεύθεν, «εἰς 10.000 ἀριθμοῦνται οἱ ἐν ΚΠόλει καί ἐν ταῖς ἐπαρχίαις θανατωθέντες Κληρικοί. Τήν 3ην Μαϊου 1821, κατά διαταγήν τοῦ Σουλτάνου, ἀπεκεφαλίσθη ὁ ἑκατοντούτης γέρων Ἐπίσκοπος Μυριουπόλεως, τῆ δέ ἐπαύριον καί τάς ἐφεξῆς ἡμέρας, ἀπηγχονίσθησαν οἱ ἐν ΚΠολει εὑρεθέντες Ἀρχιερεῖς. Ἐν Ἀδριανουπόλει τήν 18ην Ἀπριλίου 1821, ἀπηγχονίσθη ὁ διαπρεπέστατος πρ. Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Στ’ μετά ὀκτώ ἄλλων Κληρικῶν καί εἴκοσι λαϊκῶν. Ἐν Κύπρῳ, τῆ 9η Μαϊου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἀπηγχονίσθη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός, μετά πάντων τῶν Ἀρχιερέων καί πλείστων λαϊκῶν. Ἐν Θεσσαλονίκῃ, ἐν Σμύρνῃ, ἐν Ρόδῳ, ἐν Κρήτῃ ἐπανελήφθησαν αἱ αὐταί σκηναί. Ἐκινδύνευσαν καί οἱ ἐν Ἱερουσαλήμ Ἕλληνες μοναχοί καί κληρικοί, μεγάλας δέ συμφοράς ἔπαθον καί αἱ Μοναί τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἐν τῆ Νέᾳ Μονῆ τῆς Χίου κατασφάγησαν 200 Μοναχοί, ἐθανατώθη δέ καί ὁ Μητροπολίτης Πλάτων. Ἐκ τῶν κατοίκων 23.000 ἐσφαγιάσθησαν, 5.000 ἐπωλήθησαν ὡς δοῦλοι καί 10.000 ἐξηφανίσθησαν. Ἐν τῆ κυρίως Ἐλλάδι οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Πελοποννήσου συλληφθέντες ἐρρίφθησαν εἰς τάς φυλακάς τῆς Τριπόλεως, ἀπέθανον δέ ἐν αὐταῖς 5, ἄλλοι δέ ἀλλαχοῦ ἐθανατώθησαν» (Ἀρχιεπ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολική Ἐκκλησία», σελ. 184 – 185).
Ὁ Σπ. Τρικούπης μαρτυρεῖ, ὅτι «ἐν τῆ ΚΠόλει καί μόνῃ, 10.000 Χριστιανοί ἐθυσιάσθησαν» (αὐτ., σελ. 93).
Ἀπό τά ἐλάχιστα αὐτά στοιχεῖα (ἀνθολογία τῶν ὑπαρχόντων), τεκμηριώνεται ἡ θέση πού ἄριστα διατύπωσε ὁ Καθηγητής Ἀλέξ. Δεσποτόπουλος, ὅτι δηλαδή «ἄν δέν γινόταν ὁ ἀφορισμός εἶναι σχεδόν βέβαιο, ὅτι θά ἐξοντώνονταν ἑκατοντάδες χιλιάδες Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν» (αὐτ. σελ. 36).
Ὅμως, μέσα ἀπό τό αἵμα τοῦ Χριστιανικοῦ καί Ἑλληνικοῦ Ὁλοκαυτώματος, κυρίαρχο προβάλλει τό μαρτύριο τοῦ Πρώτου τοῦ Γένους τῶν Ρωμαίων, τοῦ Ἐθνάρχη Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’.
Γ. Τό Μαρτύριο καί ἡ μαρτυρία τοῦ Γρηγορίου.
«Εἶμαι Πατριάρχης γιά νά σώσω τόν λαόν μου, ὄχι νά τόν ρίξω εἰς τά μαχαίρια τῆς Γενιτσαριᾶς. Ὁ θάνατός μου ἴσως χρησιμεύσει περισσότερο, παρ’ ὅτι ἐδυνόμουν ποτέ νά φαντασθῶ ὅτι θά ὠφελήσει ἡ ζωή μου».
Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’.
Ἀπό τόν Θρόνο στήν ἀγχόνη.
Ἡ ἔναρξη τῆς σφαγῆς τῶν Ἑλλήνων, μετά τήν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως στήν Πελοπόννησο, ἔκανε φανερό πώς ἡ χρησιμότητα τοῦ ἀφορισμοῦ εἶχε λήξει. Στίς κρίσιμες ἐκείνες στιγμές, μέσα στό κῦμα τῆς τρομοκρατίας (Ὀθωμανικοῦ Κράτους καί Μουσουλμανικοῦ ὄχλου), ὁ Γρηγόριος ἀντί νά μεριμνήσει γιά τήν προσωπική του ἀσφάλεια (ὅπως τόν παρώτρυναν Ἕλληνες, ξένοι, ἀλλά καί φιλλέληνες Τοῦρκοι ὑψηλά ἰστάμενοι), ἐκδαπάνησε καί τίς τελευταῖες του δυνάμεις στήν ὑπηρεσία τοῦ Ἔθνους.
Τό βράδυ τῆς Μεγάλης Δευτέρας τοῦ 1821, στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, ὁ Γρηγόριος ἔλυσε καί τυπικά τό θέμα τοῦ ἀφορισμοῦ. Συνοδευόμενος ἀπό τούς Συνοδικούς Μητροπολίτες Καισαρείας, Δέρκων, Ἐφέσου, Χαλκηδόνος, Νικομηδείας καί Νικαίας, ἔκαψε τό ἔγγραφο τοῦ ἀφορισμοῦ στή φλόγα ἑνός κεριοῦ τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί διάβασε τίς εὐχές τῆς ἄρσεως (βλ. σχ. Μ. Οἰκονόμου αὐτ. σελ. 106 καί Γ. Πιλάβιου, «Τά κατά τόν Πατριάρχην Γρηγόριον Ε’», σελ. 13 κ. ἐξ.). Ἔτσι ἔκλεισε τό ζήτημα τοῦ ἀφορισμοῦ, γιά τόν ὁποῖο λίγες ἡμέρες πρίν, τήν 13η Μαρτίου 1821, εἶχε πεῖ ὁ Γρηγόριος στόν ἔπειτα Βουλευτή τοῦ ἐλευθέρου Ἑλληνικοῦ Κράτους Ρήγα Παλαμίδη: «Ἐξεδώκαμεν ἀφορισμόν κατά τοῦ ἐνόπλου Γένους, φοβούμενοι τήν σφαγήν τοῦ ἀόπλου Γένους. Πορεύεσθε εἰς τήν Πελοπόννησον καί ἀναγγείλατε εἰς τόν Παλαιῶν Πατρῶν καί τούς ἄλλους Ἱεράρχας, ὅτι ἡ εὐλογία ἐμοῦ ἐπί τά ἔργα τῶν χειρῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ. Πολεμεῖτε τόν Ἀγαρηνόν» (βλ. σχ. Δημοσίευμα τοῦ Παν. Σούτσου στήν ἐφημερίδα «ΑΙΩΝ», φ. 24. 5. 1852).
Ἀπό τήν στιγμή τῆς ἐκρήξεως τῆς Ἐπαναστάσεως στήν Πελοπόννησο, ὁ Γρηγόριος ἦταν καταδικασμένος, ὄχι μόνον ἐπειδή ἦταν ὁ Ἐθνάρχης – ὑπεύθυνος ἀπέναντι στόν Σουλτάνο γιά τήν νομιμοφροσύνη τῶν Ὀρθοδόξων ραγιάδων, ἀνεξαρτήτως ἐνθικότητος, ἀλλά διότι – ἐντελῶς συπτωματικα – ἦταν καί Πελοποννήσιος.
Ὁ Γρηγόριος εἶχε τήν δυνατότητα διαφυγῆς. Καθημερινά ἔφευγαν ἀπό τήν ΚΠολη Ρωσικά πλοῖα μέ Ἕλληνες πρόσφυγες, ὁ Πατριάρχης ὅμως ἀρνήθηκε νά δραπετεύσει. «Μήν μέ παρακινεῖτε εἰς φυγήν – ἀντιτάχθηκε σέ ὅσους τόν παρακινοῦσαν νά φύγει, σύμφωνα μέ τόν Μ. Δραγούμη – μή θέλετε νά σωθῶ. Ἡ ὥρα τῆς φυγῆς μου θά ἦταν ὥρα σφαγῆς, ὥρα σπαθιοῦ εἰς τήν ΚΠολιν καί τήν ἄλλην Χριστιανοσύνην. Εὔμορφο πράγμα θέλετε νά κάμω. Μεταμορφωμένος μέ καμμία προβιά εἰς τήν πλάτην, νά φεύγω εἰς τά καράβια ἤ ἀσφαλισμένος εἰς πρεσβείαν φιλικήν, νά ἀκούω εἰς τούς δρόμους τά ὀρφανά τοῦ Ἔθνους μου, νά σπαράττουν εἰς τά χέρια τοῦ δημιοῦ…
Οἱ ξένοι Βασιλεῖς θά ταραχθοῦν εἰς τήν ἀδικίαν τοῦ θανάτου μου. Δέν θά ἰδοῦν ἴσως μέ ἀδιαφορίαν ὑβρισμένην τήν Πίστιν τους εἰς τό πρόσωπόν μου καί ὅπου εἶναι ἄνδρες ἁρμάτων Ἕλληνες, θά πολεμήσουν μέ ἀπελπισίαν πολέμου, πού συχνά χαρίζει τήν νίκην, εἶμαι βέβαιος. Κάμετε λοιπόν ὑπομονή εἰς ὅ,τι μοῦ συμβεῖ…
Ὄχι, δέν θά χρησιμεύσω ἐγώ περίγελως τῶν ζώντων καί περπατῶντας μέ Διάκους καί Ἄρχοντας εἰς τούς δρόμους τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Ἑπτανήσου ἤ τῆς Ἀγκώνας, νά μέ δακτυλοδείχνουν τά παιδιά, «ἰδού ὁ φονιάς Πατριάρχης». Ἄν τό Ἔθνος μου σωθεῖ καί θριαμβεύσει, θά μ’ ἀποζημιώσει – ἐλπίζω – μέ θυμιάματα τιμῆς καί ἐπαίνου, ἐπειδή ἔκανα τό χρέος μου…
Τρίτη φορά δέν θά ἀνεβῶ πλέον εἰς τά μοναστήρια τοῦ Ἄθωνος, δέν τό θέλω… Χαῖρε Σπάρτη καί Ἀθήνα, ὅπου ἤθελα νά συστήσω σχολεῖα Ἐπιστημῶν, διά τούς νέους τῆς Πατρίδος. Χαῖρε γῆ τῆς γεννήσεώς μου Δημητσάνα. Ἐγώ ὑπάγω ὅπου μέ καλεῖ, μέ βιάζει, ἡ γνώμη μου, ἡ μεγάλη μοῖρα τοῦ Ἔθνους καί ὁ οὐράνιος Θεός» (Γ. Τερτσέτη αὐτ. σελ. 371).
«Αἱ ἡμέραι ἡμῶν ἐμετρήθησαν, Ἅγιε Δέρκων – ἀπάντησε στόν Μητροπ. Δέρκων Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος τόν παρώτρυνε νά διαφύγει στήν Πελοπόννησο καί νά ἡγηθεῖ ἐκεῖ τῆς Ἐπαναστάσεως – γεννηθήτω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τοῦ καλέσαντος ἡμᾶς εἰς τήν δεινοτάτην ταύτην διαδικασίαν, ἥν ὀφείλομεν καί μέ τόν ἴδιον αἵμα ἡμῶν νά ἐλαφρύμωμεν… Τοῦτο συμφέρει τό Ἔθνος» («Ἱστορία…» τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, τ. 12, σελ. 32).
Ὁ μαρτυρικό θάνατος τοῦ Γρηγορίου.
Ὁ Ἀσιάτης τύραννος σχεδίασε καί ἔδωσε τό κτύπημα κατά τῆς σεπτῆς κεφαλῆς τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους, τήν 10η Ἀπριλίου 1821, Κυριακή τοῦ Πάσχα.
Στήν Ἀκολουθία καί τήν Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως προέστη ὁ Γρηγόριος, συμπαραστατούμενος ἀπό ὀκτώ Ἀρχιερεῖς. Ἐλάχιστοι πιστοί προσῆλθαν στήν τελετή, λόγῳ τῆς ἔκρυθμης καταστάσεως. Νωρίς τό πρωϊ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, ἦρθε στά Πατριαρχεῖα ὁ πρ. Μεγάλος Διερμηνέας Σταυράκης Ἀριστάρχης, μέ τόν Γενικό Γραμματέα τοῦ Τουρκικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν καί ἀμέσως συγκάλεσαν Σύνοδο τῶν παρεπιδημούντων Ἀρχιερέων. Ἐκεῖ, παρουσίᾳ τοῦ Γρηγορίου, ἀναγνώσθηκε ἡ Σουλτανική ἀπόφαση μέ τήν ὁποία ἐπαύετο ἀπό τό ἀξίωμά του καί ἐξορίζετο στή Χαλκηδόνα, «ὡς ἀνάξιος τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου, ἀγνώμων πρός τήν Ὑψηλήν Πύλην καί ἄπιστος» (Κ. Οἰκονόμου, «Λόγοι», σελ. 54). Καί ἐνῶ ὁ Γρηγόριος, μέ μυστική διαταγή, ὁδηγήθηκε στίς φυλακές τοῦ Μποσταντζήμπαση, στήν αἴθουσα τοῦ Θρόνου οἱ Ἀρχιερεῖς συνεδρίασαν – μέ Σουλτανική ἐντολή – γιά τήν ἐκλογή διαδόχου του (ἀναδείχθηκε τότε Πατριάρχης ὁ Μητροπ. Πισιδίας Εὐγένιος).
Στίς φυλακές ὁ Γρηγόριος ἀνακρίθηκε γιά νά δώσει πληροφορίες γιά τό κίνημα καί τήν Φιλική Ἑταιρεία. Κατά τήν ἀνάκριση ὁ Πατριάρχης τήρησε ἀξιοπρεπή σιωπή. Ἀντέδρασε μόνον ὅταν τοῦ πρότειναν νά ἐξομώσει γιά νά σώσει τήν ζωή του. «Γενοῦ Μουσουλμάνος – ἐτονθόρισεν ὁ Ἀρχιγραμματεύς εἰς τό ὠτίον αὐτοῦ – καί εὐθύς σέ ἀπολύω». «Μουσουλμάνος, Μουσουλμάνος». Μέ καταφρόνησιν θεωρήσας τοῦτον ὁ Ἱεράρχης εἶπεν: «Ὁ Θεός νά γίνη ἵλεως, ἄθλιε, διά τήν βλασφημίαν ἥν ἐπρόφερας… Τελείωσον τήν ἐντολήν τοῦ αὐθέντου σου. Ὁ Πατριάρχης τῶν Χριστιανῶν ἀποθνήσκει Χριστιανός» (Γ. Ἀγγελοπούλου, «Ἡ ἡρωϊς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως», σελ. 140).
Ἡ ἀπάντηση αὐτή ἐξαγρίωσε τούς Ὀθωμανούς. Ὁ Γρηγόριος μαστιγώθηκε καί στή συνέχεια τόν ξάπλωσαν στή γῆ καί τοῦ ἔβαλαν στό στῆθος μία βαρειά πλάκα! (Ἀργότερα, ὅπως γράφει ὁ Κων. Οἰκονόμος ἐξ Οἰκονόμων, ὅταν ὁ Πατριάρχης ἐσύρετο γυμνός στούς δρόμους, πολλοί εἶδαν τά σημάδια τοῦ μαρτυρίου του, καθώς καί μία πληγή ἀπό σφαῖρα). Ὁ Γρηγόριος κρεμάστηκε στήν κεντρική Πύλη τῶν Πατριαρχείων, τήν 3η μεσημβρινή τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, 10η Ἀπριλίου 1821. Ὁ διάδοχός του Εὐγένιος μόλις τόν εἶδε νεκρό, ὑπέστη νευρικό κλονισμό, ὥστε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του νά παρουσιάζει κρίσεις παραφροσύνης!
Τό Λείψανο τοῦ Γρηγορίου ἔμεινε στήν ἀγχόνη τρεῖς ἡμέρες, ὑβριζόμενο ἀπό τόν Μουσουλμανικό καί Ἑβραϊκό ὄχλο, μέ κρεμασμένη στό λαιμό του τήν αἰτιολογία τῆς θανατώσεώς του. Τό ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς ἦρθε στό σημεῖο ὁ Μεγάλος Βεζύρης Ἀλῆ Βενδερλῆς Πασᾶς, γιά νά… ἀπολαύσει τό θέαμα! Μάλιστα ζήτησε καί πολυθρόνα καί κάθησε ἀπέναντι στό θῦμα καπνίζοντας, «ἐν μέσῳ ἀλλαλαγμῶν μέν τῶν Τούρκων καί Ἰουδαίων, τῶν ἀλαλήτων δέ στεναγμῶν καί δακρύων τῶν ἀφανῶν Χριστιανῶν θεατῶν» (μ. Μαξίμου αὐτ. σελ. 55).Τό βράδυ τῆς ἴδιας ἡμέρας πέρασε ἀπό τά Πατριαρχεῖα ὁ ἴδιος ὁ Σουλτάνος Μαχμούτ!
Στό πρόσωπο τοῦ Γρηγορίου οἱ Ὀθωμανοί ἤθελαν νά ὑβρίσουν ὁλόκληρο τοῦ Ὀρθόδοξο Ἑλληνικό Ἔθνος. Γι’ αὐτό δέν τόν φυλάκισαν, δέν τόν βασάνισαν στή φυλακή, δέν τόν στραγγάλισαν (ὅπως συνήθιζαν), ἀλλά τόν κρέμασαν δημόσια καί ἐπέτρεψαν καί τήν μετά θάνατον διαπόμπευσή του.
Τήν Τρίτη τοῦ Πάσχα, 13η Ἀπριλίου 1821, 20μελής ἐπιτροπή τῆς Ἑβραϊκῆς κοινότητας τῆς ΚΠόλεως, ἀγόρασε τό Λείψανο ἀπό τόν δήμιο ἀντί 800 γροσίων! Τό μαρτυρικό Λείψανο γυμνό, μέ τήν θηλειά στό λαιμό, σύρθηκε δεμένο ἀπό τά πόδια στούς δρόμους τοῦ Φαναρίου. Ὅταν ἡ σατανική πομπή ἔφθασε στόν Κεράτιο, ὁ δήμιος ἔδεσε στό Λείψανο ἕνα μεγάλο ὀγκόλιθο καί προσπάθησε νά τό βυθίσει, τό τρύπησε μάλιστα μέ μαχαίρι γιά νά μπεῖ νερό καί νά βαρύνει! Ὅμως τό Λείψανο, κατά τήν ἄφατο οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, δέν βυθίσθηκε, οὔτε ἔγινε τροφή τῶν ψαριῶν, ὅπως ἀστεϊζόμενος εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος τήν Κυριακή τῶν Βαϊων («Σήμερα τρῶμε ἐμεῖς ψάρια, αὔριο θά φάνε κι αὐτά ἀπό ἐμᾶς»). Τό Λείψανο διασώθηκε γιά νά δεχθεῖ στήν ἱστορική συνέχεια τήν τιμήν τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους.
Ἡ εὕρεση καί ὁ ἐνταφιασμός τοῦ Λειψάνου.
Τό Λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα Πατριάρχη, ἔμεινε στή θάλασσα μέχρι τήν 19η Ἀπριλίου. (Στό σημεῖο αὐτό καταγράφεται τό πρῶτο θαῦμα τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ γιά διάστημα ἕξη ἡμερῶν ἡ θάλασσα καί τά ψάρια σεβάσθηκαν τό Λείψανο!) Τά κύματα τό ἔφεραν στό ἑλληνικό πλοῖο «Ἅγιος Νικόλαος» (μέ ρωσική σημαῖα), τοῦ Μαρίνου Σκλάβου ἀπό τήν Κεφαλλονιᾶ, τό ὁποῖο μέ 80 περίπου Ἕλληνες πρόσφυγες ἔφευγε γιά τήν Ὀδησσό. Τό Λείψανο ἀνασύρθηκε ἀπό τήν θάλασσα ἀνέπαφο, ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τόν Πρωτοσύγκελλο τῶν Πατριαρχείων Σοφρώνιο καί φυλάχθηκε σέ πρόχειρο φέρετρο. Ὁ Πλοίαρχος Σκλάβος ἔφυγε ἀπό τήν ΚΠολη τήν ἑπομένη 20η Ἀπριλίου καί ἔφθασε στήν Ὀδησσό τήν 12η Μαϊου 1821.
Τό πλοῖο ἔφερε μεσίστιες τήν σημαῖα τῆς Ἰονίου Πολιτείας καί τήν Ρωσική καί σήματα πένθους. Διοικητής τότε τῆς Ὀδησσοῦ ἦταν ὁ Γαλλικῆς καταγωγῆς Κόμης Λάνζερον, ὁ ὁποῖος μόλις πληροφορήθηκε τήν ἄφιξη τοῦ Μαρτυρικοῦ Λειψάνου, συγκρότησε ἐπιτροπή ἀποτελούμενη ἀπό τούς ὁμογενεῖς Κων. Σούτσο, Ἀ. Χατζερῆ καί Ἰω. Σχοινᾶ (ἔγκριτα μέλη τῆς Ἑλληνικῆς Παροικίας) καί μετά τήν ἀναγνώριση τοῦ Λειψάνου συνέταξε ἀναφορά πρός τήν Ρωσική Κυβέρνηση, τήν ὁποία ἔστειλε στήν Ἁγία Πετρούπολη μέ ἔκτακτο ταχυδρόμο. Ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος Α’ μόλις πληροφορήθηκε τό γεγονός, διέταξε νά ἀπονεμειθοῦν στό Γρηγόριο τιμές Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί Γερουσιαστή ἐν ἐνεργείᾳ, ἔστειλε δέ χρυσή Ἀρχιερατική στολή, βαρύτιμη μίτρα καί ἐπίσης χρυσά ἐγκόλπια, γιά νά ἐνδυθεῖ τό Ἱερό Λείψανο.
Τό Λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα καί Ἐθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ ἐνταφιάσθηκε στόν Ἑλληνικό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος (σήμερα μετόχιο τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας), τήν 19η Ἰουνίου 1821, 70 ἡμέρες μετά τήν μαρτυρική τελείωση τοῦ Ἐθνάρχη, μέ μεγάλες τιμές καί λαϊκή συμμετοχή. (Στό σημεῖο αὐτό καταγράφεται τό δεύτερο θαῦμα τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ τό Λείψανο ἐνταφιάσθηκε ἀδιάφθορο, σῶο καί ἀνέπαφο). Παρέμεινε ἐκεῖ μέχρι τό 1921, ὁπότε καί ἀνακομίσθηκε στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα.
Οἱ ἐπιπτώσεις τοῦ μαρτυρίου τοῦ Γρηγορίου.
Οἱ ἐπιπτώσεις τοῦ μαρτυρίου τοῦ Γρηγορίου ἦσαν δύο κατευθύνσεων, ἐθνικές καί εὐρωπαϊκές. Ὁ Ἄγγλος Ἱστορικός Γκ. Γκέρβιν γράφει: «Ἡ κατά τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου ἀπηνής διαγωγή, ποιήσασα τό πρῶτον ρῆγμα εἰς τήν Τουρκικήν δυναστείαν, προπαρεσκεύασε τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος…Ὁ θάνατος αὐτοῦ ἔδωκεν ἐν πάσαις ταῖς ἐπαρχίαις τό σύνθημα τῶν τρομερωτέρων ἐκδικήσεων» (G. Gervin, «Ἱστορία τῆς Ἐπαναστάσεως καί τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος», μετάφρ. Ἰω. Περβάνογλου, 1864, σελ. 224 – 225).
«Ὁ θάνατος τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου – γράφει ὁ Ἱστορικός Παῦλος Καρολίδης – ὁ καθαγιάσας θρησκευτικῶς καί ἐξάρας ἠθικῶς τόν μέγαν ὑπέρ ἐλευθερίας Ἑλληνικόν ἀγῶνα… τοσαῦτα καί τοιαῦτα ἐπήνεγκεν ἀποτελέσματα, ὥτσε δύναταί τις νά θεωρήση αὐτόν ἀδιστάκτως, ὥς κατά τό ἥμισυ τουλάχιστον αἴτιον τῆς ἐπιτυχίας τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀγῶνος» (Π. Καρολίδη, «Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος», σελ. 671).
«Ὁ θάνατος τοῦ Γρηγορίου – σημειώνει ὁ Καθηγητής Χρ. Ἀνδρούτσος – ὡς ἐκ τοῦ τρόπου καθ’ ὅν ἐγένετο, ὡς ἐκ τοῦ τόπου ἔνθα ἐγένετο καί πρό πάντος ὡς ἐκ τοῦ χρόνου, ἀποτελεῖ πρωτοφανῆ προσβολήν καί ἐξύβρισιν τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους… Πάντες ἀνεξαρτήτως οἱ ἱστορικοί, οἱ ἐξετάσαντες τήν ἐπί τόν Ἑλληνικόν Ἀγῶνα ἐπίδρασιν τοῦ φόνου τοῦ Γρηγορίου, ἀποφαίνονται ὁμοφώνως, ὅτι ἄν δέν διεδραματίζετο ἡ πρό τοῦ Πατριαρχικοῦ αὐλῶνος τραγωδία, ἴσως συνεβιβάζοντο τά πράγματα καί ἴσως ὁ Ἑλληνικός Ἀγών, μετά τάς πρώτας ἀποπείρας, κατεβάλλετο. Ἀλλ’ ἡ ἀδικωτάτη ἀπαγχόνισις τοῦ Ἐθνάρχου, τρώσασα βαθύτατα τήν καρδίαν τῶν Ἑλλήνων, ἐξύψωσε τήν ἀγανάκτησιν καί τό μῖσος αὐτῶν πρός τούς τυράννους, διεχώρισεν ἀνά μέσον Σταυροῦ καί Ἡμισελίνου, ἀναδείξασα ἥρωα τόν δειλόν χωρικόν καί ἀμαζόνα τήν ἀσθενῆ παρθένον» (Χρ. Ἀνδρούτσου, «Λόγος εἰς τόν Πατριάρχην Γρηγόριον Ε’», 1921).
Τόν Μάϊο τοῦ 1821, ὁ Ἐπίσκοπος Λιδωρικίου Ἰωαννίκιος προέτρεψε τούς Στερεοελλαδίτες νά ἐπαναστατήσουν μέ τά ἐξῆς χαρακτηριστικά λόγια: «Σᾶς ἐξορκίζω, τέκνα, εἰς τήν ἁγίαν κρεμάλα τοῦ Πατριάρχου τοῦ Γένους μου, νά λάβετε τά ὅπλα, διότι κινδυνεύει ἡ Πατρίς» (Γ. Παπαδοπούλου, «Ἱστορία Γρηγορίου Ε’», τ. 2, σελ. 284).
Ὁ Σκῶτος Φιλέλληνας Θωμᾶς Γκόρντον σημειώνει, ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Γρηγορίου «ἠρέθησε δεκαπλασίως καί ἐπηύξησε τό ἔχθος τῶν Ἑλλήνων καί κατέστησε τήν διαλλαγήν αὐτῶν μετά τῆς Πύλης ἀκατόρθωτον» (αὐτ. σελ. 188).
«Ὁ ἀπαγχονισμός τοῦ Πατριάρχου – ὁμολογεῖ ὁ Τοῦρκος Ἱστορικός Δζεβδέτ Πασᾶς – μόνον καί μόνον πρός ἐκδίκησιν καί ἱκανοποίησιν ψυχικοῦ αἰσθήματος, ἦτο τήν ἐποχήν ἐκείνην ἀντίθετος πρός τά συμφέροντα τῆς Τουρκικῆς Κυβερνήσεως. Κατετρόμαξε ὅλους τούς εἰς τό Ὀρθόδοξον θρήσκευμα ἀνήκοντας Χριστιανούς. Οἱ δέ Ρωμηοί ἐτράπησαν τότε εἰς τήν ὁδόν τοῦ ἀντί πάσης θυσίας ἀγῶνος καί ἄρχισαν νά προπαρασκευάζονται πανταχόθεν μέ πολλήν ἐθελοθυσίαν. Καί τέλος ἡ κατάστασις αὐτή ἀπέληξεν εἰς τήν ἵδρυσιν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους» (Ν. Μοσχόπουλου αὐτ. σελ. 186).
«Ἡ ἀγχόνη πού πῆρε τήν ζωή του – γράφει ὁ Λογοτέχνης Δημήτρης Φωτιάδης – ἀντί νά ἀπελπίση τό ἀγωνιζόμενο Ἔθνος, ἀντίθετα χαλύβδωσε τήν ἀπόφασή του νά ζήση ἐλεύθερο ἤ νά πεθάνη» (Δημ. Φωτιάδη, «Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ ‘21», τ. 1, σελ. 410).
«Οἱ τρικυμίες γῆς καί θάλασσας – γράφει ὁ Λευκάδιος ποιητής Ἀριστ. Βαλαωρίτης – εἶναι φτωχή παρομοίωσις τῶν τρικυμιῶν τῆς ψυχῆς. Βροντή καί ἀστραπή τοῦ οὐρανοῦ, δέν ἀντιβοοῦν τόσον εἰς τά πλάγια τῶν βουνῶν, ὅσον ὁ σκοτωμός τοῦ Πατριάρχου εἰς τήν καρδίαν τῶν Ἑλλήνων» (Γ. Βαλέτα, «Γρηγόριος Ε’», σελ. 46).
Ἡ ἐλάχιστη αὐτή ἀναφορά γιά τίς ἐπιπτώσεις τοῦ θανάτου τοῦ Γρηγορίου στό ἐσωτερικό μέτωπο. Καί στό ἐξωτερικό μέτωπο ὅμως, «ὁ φόνος – κατά τόν Π. Καρολίδη – ἐγένετο ἀρχή καί ἀφετηρία τοῦ πολιτικοῦ καί διπλωματικοῦ μέρους τοῦ Ἑλληνικοῦ ζητήματος… Μετέβαλε τάς ἐν τῶ Χριστιανικῶ κόσμῳ πεπλανημένας περί τοῦ χαρακτήρος τοῦ Ἀγῶνος γνώμας καί ἐξήγειρεν ὑπέρ αὐτοῦ τάς συμπαθείας τοῦ πολιτισμένου κόσμου» (Π. Καρολίδη, «Ἱστορία τοῦ ΙΘ’ αἰ.», τ. 2, σελ. 228 καί 235).
«Ἡ Εὐρώπη ἔφριξε πρό τοῦ ἐγκλήματος – γράφει ὁ Διονύσιος Κόκκινος – αἱ εὐρωπαϊκαί ἐφημερίδες ἀνέγραφον τό γεγονός μέ κρίσεις στηλιτευούσας τήν ἀποτρόπαιον πρᾶξιν. Οἱ Τοῦρκοι ἐκρίνοντο διά μίαν φοράν ἀκόμη ἀνάξιοι τῆς θέσεώς των εἰς τήν Εὐρώπην καί τῆς συμβιώσεώς των μέ πολιτισμένους λαούς» (αὐτ. σελ. 404).
Τό μαρτύριο, λοιπόν, τοῦ Γρηγορίου ὑπῆρξε ἀπό τίς βασικές αἰτίες τῆς θετικῆς καταλήξεως τῆς Ἐπαναστάσεως, τῆς γεννήσεως τοῦ Φιλελληνισμοῦ, τῆς ἐπεμβάσεως τῶν Μεγάλων Δυνάμεων καί τοῦ Ρωσο-Τουρκικοῦ Πολέμου τοῦ 1828. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ὁ Σπυρίδων Τρικούπης, μιλῶντας στή Βουλή τῶν Ἑλλήνων τήν 3. 9. 1864, εἶπε τά ἐξῆς χαρακτηριστικά:
«Ἡ ἀνεξαρτησία δέν ἐγγράφη τό πρῶτον ἐν τῶ Συντάγματι τοῦ 1843, ἀλλά τό 1821. Καί θέλετε νά σᾶς εἴπω ποίαν ἡμέραν; Ἐγράφη κατά τήν ἡμέραν ἐκείνην καθ’ ἥν ὁ Μέγας Ποιμενάρχης τῶν Χριστιανικῶν λαῶν, ἐξερχόμενος ἀπό τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἐκρεμάσθη ἁγιάζων καί ἁγιαζόμενος καί τρώγων τόν Ἅγιον Ἄρτον καί πίνων ἀκόμη τό Ἅγιον Αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἐκείνην τήν ἡμέραν ἐγράφη τό δόγμα τῆς ἀνεξαρτησίας καί θέλετε νά σᾶς εἴπω διά ποίας ὕλης ἐγράφη; Διά τοῦ αἵματος τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε’. Τοιοῦτον ἔγγραφον. Κύριοι, εἶναι δυνατόν ποτέ νά ἐξαλειφθῆ;»
Ὁ Γρηγόριος στή μνήμη τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους.
«Μ’ αὐτά, μ’ αὐτά τά κόκκαλα, τά τρίμματα, τη στάχτη, ἐχτίσαμε, Πατέρα μου, τή φτωχική φωλιά μας. Κι ἐκεῖθε ἐφύτρωσε ἡ μυρτιά καί τά δαφνόκλαρά μας, π’ ἀνθοβολοῦν τριγύρω σου».
Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μετά τήν ἀπελευθέρωση καί τήν δημιουργία τοῦ ἐλευθέρου Ἑλληνικοῦ Κράτους, συγκροτήθηκαν πολλές ἐπιτροπές μέ σκοπό τήν ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἱερομάρτυρα Πατριάρχη καί τήν μεταφορά του ἀπό τήν Ὀδησσό στήν Ἀθήνα, καθώς καί γιά τήν ἀνέγερση μνημείου.
Τό 1871, στά πλαίσια τῶν ἐκδηλώσεων τῆς 50ετηρίδας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, στήθηκε στή γεννέτειρα τοῦ Γρηγορίου, τήν Δημητσάνα, στήν Πλατεία τῆς ἁγ. Κυριακῆς, μαρμάρινος ἀνδριάντας, μέ φροντίδα τοῦ Εὐθ. Καρακάλου καί χορηγεία τοῦ Ἐθνικοῦ Εὐεργέτη Γρ. Μαρασλῆ. (Βλ. ἐφημερίδα «ΑΙΩΝ», φ. 3. 5. 1871).
Τήν 25η Μαρτίου τοῦ ἑπόμενου ἔτους 1872, ἔγιναν τά ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀνδριάντα τοῦ Γρηγορίου (ἔργου τοῦ γλύπτη Φυτάλη), πού ὕψωσε τό γένος στά Προπύλαια τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, μέ δαπάνη τοῦ Ἐθνικοῦ Εὐεργέτη Γεωργίου Ἀβέρωφ. Τότε, κατά τήν διάρκεια λαμπρῆς τελετῆς, μετά ἀπό πρόσκληση τῆς Πρυτανείας τοῦ Ἱδρύματος, προσαγόρευσε τόν ἀνδριάντα ὁ ποιητής Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης. «Ὑπείκων εἰς τήν πρόσκλησιν τοῦ Πρυτάνεως Εὐθ. Καστόρχη, ὁ Βαλαωρίτης ἀποδέχεται μέ βαθιά συγκίνηση τήν ὑψηλή ἐντολή, ἐνῶ ζητεῖ ἐπιεική κρίση, ἐπειδή θά ἀναγκασθῆ νά περιορίση στά ὅρια ἑνός ὕμνου ἤ ἑνός διθυράμβου, θέμα ὑψηλό μέ γιγαντιαῖες διαστάσεις» (Ἀρ. Βαλαωρίτη, «Ἔργα», τ. 1, σελ. 211 – 212). Τό ποίημα πού ἀπήγγειλε τότε ὁ ἐθνικῶν διαστάσεων Λευκάδιος ποιητής, μεστό πνευματικῶν καί ἐθνικῶν νοημάτων, ἀποτελεῖ κορυφαῖο μνημεῖο πατριωτικῆς ποιήσεως.
Ἀκόμη, ἄξια ἀναφορᾶς εἶναι καί ἡ ἀκόλουθη μαρτυρία τοῦ Μεγάλου Χαρτοφύλακος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, λογίου Μανουήλ Γεδεών, χαρακτηριστική τῆς πρός τόν Γρηγόριο τιμῆς τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων τῆς ΚΠόλεως. «Κατά τήν ἐφηβικήν μου ἡλικίαν – γράφει – παρερχόμενοι ὄπεσθεν τῆς θύρας εἰς ἥν ἐκρεμάσθη ὁ ἀείμνηστος Πατριάρχης, ἐβλέπαμε κατά τάς ἱερατείας Σοφρωνίου Γ’ καί Γρηγορίου Στ’ (1863 – 1871), διατηρουμένην τήν ἀρπάγην («τσιγκέλι»), εἰς ἥν προσέδεσαν «τό σχοινί τοῦ Πατριάρχη». Μετά τινα ἔτη παρετηρήσαμε τήν ἐξαφάνισιν τοῦ τσιγκελίου καί ἀκούσαμεν, ὅτι πιθανῶς ἀφήρεσεν αὐτό ὁ κατά Ἰούλιον καί Αὔγουστον τοῦ 1871 Τοποτηρητής Διονύσιος ὁ Διδυνοτείχου, πρότερον Κρήτης… (Ὅμως) οὐδαμῶς ἔβλαπτε τό Πατριαρχεῖον ἡ ἐπί τῆς θύρας τοῦ Γρηγορίου «τοῦ κρεμασθέν» (ὡς ὁ χύδην λαός ἔλεγε) συντήρησις τοῦ τσιγκελίου» (Μ. Γεδεών, «Μνεία τῶν πρό ἐμοῦ», σελ. 257).
Χαρακτηριστική ἐπίσης εἶναι καί ἡ ἀκόλουθη μαρτυρία τοῦ μ. Μαξίμου Ἰβηρίτου, τήν ὁποία δημοσιεύουμε αὐτούσια καί ἀσχολίαστη:
«Χειρουργός τις, Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Βιέννης, ἐπισκεφθείς τήν Ἑλλάδα καί εἰς πρότασιν ἐγκρίτου φίλου του μοναχοῦ (ὅστις μοῦ τό ἐδιηγήθη), ὅπως τόν ξεναγήση εἰς τήν Ἀκρόπολιν τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ ἀπήντησε χαρακτηριστικῶς: «Ἐσεῖς οἱ Ἕλληνες ἔχετε νεωτέρας Ἀκροπόλεις… Κάλλιον θά ἦτο νά μεταβῶμεν εἰς προσκύνησιν τοῦ Γεωργίου Ἀγγελοπούλου (ἁγ. Γρηγορίου Ε’) ἐν τῶ Μητροπολιτικῶ Ναῶ τῶν Ἀθηνῶν καί τοῦ Νεκταρίου Κεφαλᾶ (ἁγ. Νεκταρίου) ἐν Αἰγίνῃ». Σημειωτέον, ὅτι οὗτος ἦτο ξένου δόγματος. Φαίνεται ἴσως, ὅτι οἱ ξένοι ἀναγνωρίζουσι περισσότερον ἀπό ἡμᾶς τούς νεωτέρους Ἕλληνας τήν ἀξίαν τῶν δύο τούτων Ἁγίων» (μ. Μαξίμου αὐτ. σελ. 251).
Δ. Ἡ Διαπίστωση καί Διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τοῦ Ἱερομάρτυρος Γρηγορίου.
«Δεόμεθα τοῦ Κυρίου, ταῖς πρεσβείαις τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου ΚΠόλεως, τοῦ Ἱερομάρτυρος, εὐλογεῖν ἐς ἀεί τό ηὐλογημένον ἡμῶν Γένος».
Συνοδική Πρᾶξις Διακηρύξεως
Σύμφωνα μέ τά ἰσχύοντα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, «τήν ἁγιότητα τῶν νέων Ἁγίων διαπιστώνει τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ποιμένες καί οἱ ποιμενόμενοι…Ἡ δέ διακήρυξις ἐκείνου πού διαπιστώθηκε, τῆς ἁγιότητος δηλαδή ἑνός ἀποβιώσαντος μέλους τῆς Ἐκκλησίας, ἀνήκει στή Σύνοδο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἐντός τῶν κόλπων τῆς ὁποίας ἐμφανίσθηκε ὁ νέος Ἅγιος» (Ἀντ. Μάρκου, «Μελέτη περί Ἁγίων καί θαυμάτων καί περί τῆς διαπιστώσεως καί διακηρήξεως τῆς ἁγιότητος κατά τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Περιοδικό «Ὀρθόδοξος Πνοή», φ. 18, σελ. 115).
Κατά τόν Καθηγητή Στ. Παπαδόπουλο, «ἡ πράξη διακηρύξεως σημαίνει πανηγυρική διακοίνωση γεγονότος ἤδη ἐμφανοῦς καί ἀποδεκτοῦ» (Στ. Παπαδοπούλου, «Διαπίστωσις καί Διακήρυξις τῆς Ἁγιότητος τῶν Ἁγίων», Ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», φ. 841).
Κάτι πού ἰσχύει γενικά σέ ὅλους τούς νέους Ἁγίους – καί βεβαίως ἴσχυσε καί στήν περίπτωση τοῦ Ἱερομάρτυρος Γρηγορίου – εἶναι, ὅτι «ὁ εὐσεβής λαός, ὁ φύλαξ κατά τήν Συνοδική διατύπωση τοῦ 1848, ἐλέγχει κατά πρῶτον τήν Ὀρθοδοξία τοῦ προσώπου. Ἐάν ἐκεῖ, στό ζωτικό καί σημαντικό αὐτό σημεῖο, δέν ὑπάρχει πρόβλημα καί ἀμφιβολία, τότε ὁ νέος Ἅγιος τιμᾶται (καί πρέπει νά τιμᾶται) κατά τήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας μέ Ἀκολουθία, Ἱερές Εἰκόνες, κ.λ.π., χωρίς νά ἀναμένεται ἡ ἀπόφασις τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, διότι ἁπλῶς ὅταν αὐτή θά ἔρθη, θά εἶναι μία ἁπλή διαπίστωσις τῆς κοινῆς συνειδήσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος καί ἐπίσημη διακήρυξις τῆς ἤδη ὑφισταμένης ἁγιότητος τοῦ συγκεκριμένου προσώπου» (Ἀντ. Μάρκου αὐτ. σελ. 127).
Ἡ διαπίστωση τῆς ἁγιότητας τοῦ Γρηγορίου.
«Ἡ ἐκκλησιαστική συνείδησις – γράφει ὁ μ. Μάξιμος – ἄνευ τῆς ὁποίας οὐδείς ἀνακηρύσσεται Ἅγιος, εἶχε πεποίθησιν, ὅτι ὁ μαρτυρικός θάνατός του προῆλθεν ἐκ τῆς ὁμολογίας τῆς Πίστεώς του. Σημειωτέον, δέ ὅτι οὐδέποτε ἀνεκηρύχθη τις Ἅγιος διά τάς πρός τό Ἔθνος ὑπηρεσίας του, ἔστω καί ἄν αὗται ἐσφραγίσθησαν διά θανάτου του, ἐάν ταυτοχρόνως δέν ὑπῆρξεν καί Ὁμολογητής τῆς Πίστεως. Εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε’ εὑρίσκομεν συνηνωμένας καί τάς δύο ἐννοίας, ἤτοι τήν τοῦ Ἱερομάρτυρος καί τοῦ Ἐθνομάρτυρος»(μ. Μαξίμου αὐτ. σελ. 59 – 60).
Ἐκδηλώσεις διαπιστώσεως τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἱερομάρτυρος Γρηγορίου ἀπαντῶνται πολύ νωρίς, ἤδη ἀπό αὐτή τήν κηδεία του. Ὅπως ἔγραψε ἐφημερίδα τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, «κατά διαταγήν τοῦ εὐλαβεστάτου Αὐτοκράτορα πασῶν τῶν Ρωσιῶν Ἀλεξάνδρου τοῦ Α’, ἀποδόθηκαν οἱ πρέπουσες τιμές τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης στόν Γρηγόριο, τόν Ἅγιο Πατριάρχη τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, πού πέθανε μέ μαρτυρικό θάνατο» (Ζ. Βιρβίλη, «Ὁ Ἐθομάρτυρας Γρηγόριος Ε’ καί ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση», σελ. 156). Μέσα στίς τιμές αὐτές περιλαμβάνονταν νά τελεῖται κάθε χρόνο τήν 19η Ἰουνίου μνημόσυνο στόν τάφο του καί νά τιμᾶται σάν Ἅγιος (μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, μετά ἀπό πρόταση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ὀδησσοῦ καί Χερσῶνος Ἰννοκεντίου).
Στήν κηδεία του κατά τόν Παπαθεοδώρου, τό μαρτυρικό σῶμα τοῦ Γρηγορίου κηδεύθηκε «ὡς Λείψανον Ἱερομάρτυρος», τό 1840 δέ «διάχρυσος οὐρανός κατασκευάσθηκε πάνω ἀπό τόν τάφο» (αὐτ. σελ. 101).
Σύμφωνα μέ τήν ἀπό 18. 4. 1871 Ἔκθεση τῆς ἐπιτροπῆς μετακομιδῆς τοῦ Λειψάνου πρός τό Ἑλληνικό Ὑπουργεῖο τῶν Ἐκκλησιαστικῶν, στήν Ὀδησσό «ἀπό τό 1821 καί μάλιστα ἀπό τό 1848, ἀπεδίδοντο τιμαί Ἱερομάρτυρος εἰς τόν Πατριάρχην Γρηγόριον, διότι καί ἀναθήματα ἀνετίθεντο καί λαμπάδες προσεφέροντο καί κανδῆλαι ἀκοιμήτως ἐκαίοντο καί δεήσεις καί παρακλήσεις πρό τῆς εἰκόνος τοῦ ἀοιδήμου ἐτελοῦντο» (βλ. «Ἐφημερίδα τῶν Φιλομαθῶν», φ. 7. 5. 1871).
Γιά τοῦτο, ὅταν τήν 14. 4. 1871 κλήθηκε ὁ Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀρχιμ. Ἀβέρκιος Λαμπίρης, ἀπό τό ἀτμόπλοιο «Βυζάντιον» στό θωρηκτό «Ἀβέρωφ», ὅπου ἀνέμεναν οἱ Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς καί ρωτήθηκε «πῶς ἔπρεπε νά γίνωσι δεκτά τά κομισθέντα κειμήλια» (δηλαδή τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Ε’), αὐτός ἀπάντησε, ὅτι «ἐν Ὀδησσῶ ἀπελάμβανον τιμάς Ἁγίου καί Ἱερομάρτυρος καί ὅτι ἐνταῦθα μάλιστα οὐδέν τι κοσμικόν ἤ νεκρικόν πρέπει νά ἐκδηλωθῆ». Ἔστι ἀποφασίσθηκε «νά παραδεχθῶσι ταῦτα διά τοῦ «αὕτη ἡ κλητή καί ἁγία ἡμέρα» καί θυμιαμάτων καί εἶτα νά ψαλῆ «Εὐλογητός» μόνον, τό «Χριστός Ἀνέστη» καί ἀμέσως τό Ἀπολυτίκιον καί Ἀπόλυσις» (Γ. Ν. Πυλάβιου αὐτ. σελ. 160).
Τήν ἁγιότητα τοῦ Γρηγορίου ἀποδεικνύει ἀκόμη καί ἡ κατάσταση τοῦ Λειψάνου του, τό ὁποῖο δύο καί πλέον μῆνες μετά τόν μαρτυρικό του θάνατο (10η Ἀπριλίου – 19η Ἰουνίου 1821), συνοδεύτηκε «ἀλώβητο καί ἄοσμο» στή Μητρόπολη τῆς Ὀδησσοῦ. «Νεκρόν ἄφθορον διαμείναντα καί ἀκήρατον» κηρύττει τόν Γρηγόριο καί ὁ λόγιος καί Διδάσκαλος τοῦ Γένους ἀρχιμ. Κων. Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων στόν ἐπικήδειο λόγο του (Γ. Ἀγγελοπούλου αὐτ., βλ. παράρτημα).
Ἀκολουθίες πρός τιμήν τοῦ Γρηγορίου ἐμφανίσθηκαν ἀπό τήν ἑπομένη ἤδη τῆς μαρτυρικῆς του τελειώσεως. Τό 1822 ὁ Ἱερομόναχος Νικόλαος Κοκκίνης (ἔπειτα Ἐπίσκοπος Ζακύνθου, 1822 – 1867), συνέθεσε τήν ἱστορικά πρώτη πρός τιμήν του Ἀκολουθία. Ἡ Ἀκολουθία αὐτή ἐκδόθηκε τό 1871 ἀπό τόν Γ. Ν. Πυλάβιο, διορθωμένη ἀπό τόν ἀρχιμ. Ἀβέρκιο Λαμπίρη, διαδόθηκε εὑρύτατα καί συμπεριλήφθηκε στά Μηναῖα.
Τό 1823 ὁ Σπαρτιάτης Φιλικός ἀπό τήν Ζάκυνθο Γ. Λαδόπουλος, ὑπέβαλε στόν τότε Ὑπουργό τῆς Θρησκείας τοῦ ἐπαναστατημένου Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόν Ἐπίσκοπο Ἀνδρούσης Ἰωσήφ, Ἀκολουθία τοῦ λόγιου Διονυσίου Τσουκαλᾶ. Κατά τόν Παπαθεοδώρου, «ὁ Ἀνδρούσης Ἰωσήφ, διακρινόμενος γιά τήν ὀξύνειά του, διεῖδε τόν ἀπώτερο σκοπό τῆς συντάξεως τῆς Ἀκολουθίας καί τῆς ἀποστολῆς της στό Ὑπουργεῖο Θρησκείας, πού ἦταν ἡ ἀνακήρυξις τοῦ Γρηγορίου Ε’ ὡς Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλ’ ἀνέβαλε τήν πράξη αὐτή…, λόγῳ τῆς ρευστότητος τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων» (Π. Θ. Παπαθεοδώρου αὐτ. σελ. 111).
Τό 1853, ἀπό τό Τυπογραφεῖο τῶν Φ. Καραμπίνη καί Κ. Βάφου, κυκλοφόρησε τό βιβλίο «Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ἱερομάρτυρος Γρηγορίου Πατριάρχου ΚΠόλεως».
Τό 1871 κυκλοφόρησε στήν Πάτρα, «ὑπό ἐκκλησιαστικῶν λογίων», τό βιβλίο «Ἀκολουθία, Βίος καί Πολιτεία τοῦ νέου Ἱερομάρτυρος Γρηγορίου Ε’ Πατριάρχου ΚΠόλεως» (βλ. γενικά τόν «Μεγάλο Συναξαριστή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τ. Ἀπριλίου, σελ. 189 – 194). Ὁ ἐκδότης Ἀ. Σ. Ἀγαπητός τήν ἀφιέρωσε στή μνήμη τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, μέ σκοπό τήν συγκέντρωση χρημάτων γιά τήν ἀνέγερση ἀδριάντα του στήν Πάτρα. Κατά τόν Ἰω. Χατζηφώτη, «ξεχωριστό ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ Πρόλογος τοῦ βιβλίου, γιατί ἀποτελεῖ μαρτυρία τῆς καθολικῆς συνειδήσεως τοῦ Γένους γιά τήν ἁγιότητα τοῦ Πατριάρχη» (Ἰω. Χατζηφώτη, «Ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’ μέσα ἀπό ἔγγραφα καί πηγές τοῦ Ἀγῶνα», σελ. 63). Τήν Ἀκολουθία αὐτή συμπεριέλαβε ὁ Χατζηφώτης στό μνημονευό-μενο ἔργο του τό 1988. Γιά τήν κάλυψη τοῦ θέματος ἀναφέρουμε, ὅτι μία Τρίτη Ἀκολουθία, ποίημα τοῦ Ὑμνογράφου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, μ. Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, κυκλοφόρησε τό 1968.
Τό 1871 Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς κατέθεσαν στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπίσημη πρόταση διακηρύξεως τῆς ἁγιότητας τοῦ Γρηγορίου, μέ τήν εὐκαιρία τῆς μετακομιδῆς τοῦ Λειψάνου του στήν Ἑλλάδα, δέν ἐξασφαλίσθηκε ὅμως ἡ σύμφωνη γνώμη τοῦ Προέδρου τῆς Συνόδου Μητροπ. Ἀθηνῶν Θεοφίλου (Β. Π. Παναγιωτόπουλου, «Προσπάθειαι ἁγιοποιήσεως Γρηγορίου Ε’», Περιοδικό «Ἑλληνική Δημιουργία», τ. 13, 1954, σελ. 357).
Τολμηρώτατος ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ Γ’, ἀνήρτησε εἰκόνα τοῦ Ἱερομ. Γρηγορίου στήν πύλη τοῦ μαρτυρίου του, τήν ὁποία ὅμως ἔσπευσε νά καταβάσει ἡ Πατριαρχική Αὐλή. Ὁ ἴδιος, μιλῶντας στόν Πατριαρχικό Ναό τήν 23. 4. 1908, κατά τό πρῶτο ἐπίσημο μνημόσυνο τοῦ Γρηγορίου, εἶπε μεταξύ ἄλλων τά ἐξῆς χαρακτηριστικά:
«Πρίν προβῶμεν εἰς τό μνημόσυνον, ὀφείλομεν νά ἐξετάσωμεν ὁποῖος δύναται νά θεωρηθῆ ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ ὁ μέγας οὗτος Ἱεράρχης. Ἡ κοινή γνώμη, ἡ Ἱστορία, ἡ ὁμόφωνος ὁμολογία ἅπαντος τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους, θεωρεῖ αὐτόν ὡς Ἱερομάρτυρα, Ἐθνομάρτυρα καί Ἅγιον. Πιστεύομεν, ὅτι τό ζήτημα τῆς ἁγιότητος γενήσεται ἐν προσεχεῖ μέλλοντι ἀντικείμενον μελέτης, προσκαλουμένης ὑφ’ ἡμῶν πρός σύσκεψιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου» (Τ. Κανδηλώρου αὐτ. σελ. 287 – 288).
Εἶναι ἄξιο σημειώσεως τό γεγονός, ὅτι ὁ Γρηγόριος ἀνήκει στή χορεία τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων (μάλιστα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Σύρου Ἀλέξανδρο χαρακτηρίσθηκε «ὡς ὁ ἐνδοξώτερος τῶν νέων τῆς Πίστεως Μαρτύρων», στήν ὁμιλία του κατά τήν τελετή ὑποδοχῆς τοῦ Λειψάνου του στή Μητρόπολη Ἀθηνῶν), οἱ ὁποῖοι Νεομάρτυρες, ὅπως δέχεται λ.χ. ὁ λόγιος ὅσ. Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, «εἰσίν Ἅγιοι καί πρέπει νά τιμῶνται ὡς τοιοῦτοι καί ἄνευ τῆς κανονικῆς διαγνώσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας» (Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Περί τῆς ἀνακηρύξεως τῶν Ἁγίων». Βλ. Ἀντ. Μάρκου αὐτ. σελ. 121).
Ναοί πρός τιμήν τοῦ Ἱερομάρτυρος Γρηγορίου κτίσθηκαν στήν ἰδιαιτέρα του πατρίδα Δημητσάνα καί στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους, ἐνῶ στό Ναό ἁγ. Παντελεήμονος Πύργου ἀφιερώθηκε στή μνήμη του τό βόρειο παρεκκλήσιο. Ἡ μνήμη του ἔχει καταχωρηθεῖ στό Ἡμερολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καθώς καί σέ ἡμερολόγια ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν (λ.χ. ἐκεῖνο τῆς Ἀδελφότητος τοῦ ἁγ. Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας, ὑπαγομένης στήν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας). Ἡ Ἀκολουθία του (ἐκείνη τοῦ Ἐπισκόπου Ζακύνθου Νικολάου, διορθωμένη ἀπό τούς Ἐμμ. Φαρλέκα καί Πρωτ. Νικ. Παπαδόπουλο), ἔχει συμπεριληφθεῖ στά Μηναῖα (ἐκδόσεων Ἀποστολικῆς Διακονίας καί Σαλλίβερου). Προσωπικά του ἀντικείμενα φυλάσσονται χάριν εὐλογίας σέ διάφορες περιοχές τῆς Ἑλλάδος, ὅπως μανδύας καί πατερίτσες του στή Μονή Ἰβήρων, μανδύας στό Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο Σάμου, «τεμάχιον μικρόν τοῦ σχοινίου ἐντός ὑαλίνου δοχείου» στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης καί τό πρῶτο φέρετρο πού δέχθηκε τό Λείψανό του στό χωριό Ντομάτα τῆς Κεφαλληνίας.
Ἐκτός ὅμως ἀπό τίς προηγούμενες ἐκδηλώσεις διαπιστώσεως τῆς ἁγιότητας τοῦ Γρηγορίου, πρῶτος ὁ ἁπλός λαός κήρυξε τήν ἁγιότητα τοῦ Μάρτυρα Ἐθνάρχη του καί μάλιστα μέ τό μοναδικό πρόσφορο μέσο πού διέθετε, τό Δημοτικό τραγούδι. Λέγει τραγούδι τῆς ἡπειρωτικῆς Ἑλλάδας:
«Ποιός εἶδε τέτοια συννεφιά, ποιός εἶδε τέτοια ἀντάρα, τοῦτο τό χρόνο πλάκωσε, σ’ ἀνατολή καί δύση; Τόν Πατριάρχη κρέμασαν, τόν ἅγιο τό Γρηγόρη, σά’ νάτανε κατάδικος, στῆς ἐκκλησιᾶς τήν πόρτα, ἐκεῖ πού ἐλειτούργαγε κι εὐλόγαγε τό Γένος».
Ἡ ἀνακομιδή τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου καί ἡ μετακομιδή του στήν Ἑλλάδα.
Μέ πρωτεργάτη τῶν ἐνεργειῶν γιά τήν ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἱεροῦ Γρηγορίου καί τήν μετακομιδή του στήν Ἑλλάδα, τόν ἀνηψιό του Ταγματάρχη τοῦ Ἰππικοῦ Γεώργιο Ἀγγελόπουλο, οἱ εὐσεβεῖς πόθοι τοῦ ἐλευθέρου Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἔγιναν πραγατικότητα, κατά τόν ἑορτασμό τῆς 50ετηρίδος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τό 1871. Στή συνεδρίαση τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων τῆς 10ης Φεβρουαρίου 1871, ὁ Μητροπ. Ἀθηνῶν Θεόφιλος καί ὁ Γεώργιος Ἀγγελόπουλος, κατέθεσαν αἴτηση στόν Πρωθυπουργό Ἀλ. Κουμουνδοῦρο, γιά τήν μεταφορά τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ἀπό τήν Ρωσία στήν Ἑλλάδα. Ἡ αἴτηση ἔγινε δεκτή ἀπό τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση καί μετά τήν συμφωνία καί τῆς Ρωσικῆς Κυβερνήσεως νά ἀποδοθοῦν τά Λείψανα τοῦ Ἱερομάρτυρος στήν Ἑλλάδα, ὁρίστηκε ἐπιτροπή στήν ὁποία συμμετεῖχαν οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Φθιώτιδος Καλλίνικος καί Ζακύνθου Νικόλαος, ὁ Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀρχιμ. Ἀβέρκιος Λαμπίρης, ὁ Ἱεροκήρυκας Ἀττικῆς Ἀγαθάγγελος Λεκόπουλος, ὁ Διδάκτορας τῆς Νομικῆς Κων. Καλοθῆς καί ὁ Ταγματάρχης Γ. Ἀγγελόπουλος.
Ἡ Ἐπιτροπή ἀναχώρησε ἀπό τόν Πειραιᾶ τήν 26η Μαρτίου 1871 μέ τό ἀτμόπλοιο «Βυζάντιο» καί ἔφθασε στήν Ὀδησσό τήν 1η Ἀπριλίου, ὅπου ἔτυχε θερμῆς ὑποδοχῆς. Ἡ λάρνακα μέ τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ἐπιβιβάσθηκε στό «Βυζάντιο» τήν 14η Ἀπριλίου. Μόλις τό πλοῖο ἔφθασε στά ἑλληνικά χωρικά ὕδατα, ἡ λάρνακα μεταφέρθηκε στό νεότευκτο θωρηκτό «Ἀβέρωφ», ὅπου ἀνέμενε ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ψαλλομένων τῶν Ἀναστασίμων Τροπαρίων. Ἡ ἐπίσημη ὑποδοχή ἔγινε τήν 25η Ἀπριλίου. Τά Λείψανα τοῦ Ἱερομάρτυρος καί Ἐθνομάρτυρος Πατριάρχου ἀνέμεναν οἱ Βασιλεῖς τῶν Ἑλλήνων Γεώργιος Α’ καί Ὄλγα, ὁ Πρωθυπουργός Ἀλ. Κουμουνδοῦρος καί ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση, ὁ Μητροπ. Ἀθηνῶν Θεόφιλος καί ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἑκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό Διπλωματικό Σῶμα καί χιλιάδες λαοῦ. Τά Λείψανα μέσῳ τῆς ὁδοῦ Πειραιῶς μεταφέρθηκαν μέ μεγάλη πομπή στήν πρωτεύουσα καί ἐκτέθηκαν σέ λαϊκό προσκύνημα στή Μητρόπολη Ἀθηνῶν. Τήν 29η Ἀπριλίου, παρουσίᾳ τῶν Βασιλέων, ἀνοίχθηκε ἡ Λάρνακα καί τό Λείψανο βρέθηκε «κατά μέγα μέρος συγκρατούμενον… σωζομένων τῶν τριχῶν τε τῆς κεφαλῆς καί τοῦ πώγωνος καί τῶν χειρῶν τό πλεῖστον ἀδιαλύτων, διακρινομένων τῶν δακτύλων» (μ. Μαξίμου αὐτ. σελ. 70).
Στή συνέχεια τό Λείψανο κατατέθηκε σέ μαρμάρινη λάρνακα ἐξαιρετικῆς τέχνης (ἔργο τοῦ γλύπτη Φυτάλη) καί ἀποθησαυρίσθηκε στό Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν.
Ἡ διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τοῦ Γρηγορίου.
Ἡ ἐπίσημη πράξη διακηρύξεως τῆς ἁγιότητας τοῦ Γρηγορίου ἔγινε τό 1921 ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ὄχι ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γιά «λόγους συνέσεως»(«Ἡμερολόγιον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» 1984, σελ. 71). Στή συνεδρίαση τῆς 16. 3. 1921 τῆς ΛΕ’ Ἱεραρχίας ἀποφασίσθηκε, «ὅπως ἐπί τῆ συμμετοχῆ καί τῆς Ἐκκλησίας ἐν ταῖς ἑορταῖς τῆς 100ετηρίδος, κατά τήν 10ην Ἀπριλίου, ἐπέτειον τοῦ δι’ ἀπαγχονισμοῦ θανάτου τοῦ Πατριάρχου ΚΠόλεως Γρηγορίου Ε’, ἀναγνωρίση τοῦτον ἐπισήμως διά πράξεώς Της ἡ Ἐκκλησία Ἱερομάρτυρα» (ἀρχιμ. Θεοκλήτου Στράγκα, «Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Ἱστορία ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν», τ. 2, σελ. 992).
Τήν 8η Ἀπριλίου 1921, συγκλήθηκε Σύνοδος στήν Ἀθήνα, ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Μητροπ. Ἀθηνῶν Θεοκλήτου, στήν ὁποία συμμετεῖχαν 16 Ἀρχιερεῖς τῆς Ἑκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ὁ παρεπιδημῶν Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος. Στή Σύνοδο αὐτή ἀνήκει ἡ Κανονική Πράξη καταχωρήσεως τῆς μνήμης τοῦ Ἱερομ. Γρηγορίου στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας (τό πρωτότυπο φυλάσσεται στό Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν). Ἐκεῖ, μεταξύ ἄλλων, διατυπώθηκε ὡς ἐξῆς ἡ συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος:
«Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἔγνω, ἵνα τόν ἐν τῆ συνειδήσῃ τοῦ Ἔθνους καί τῶν Χριστιανῶν άνεγνωρισμένον ἤδη ὡς Ἅγιον, Πατριάρχην Γρηγόριον, ἀναγνωρίση καί ἐπισή-μως» (Μητροπ. Ἀθηνῶν Θεόκλητος).
«Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, ἀφ’ ἧς στιγμῆς ὡς εἶναι βέβαιον εἶπεν, ὅτι «ὁ Πατριάρχης τῶν Χριστιανῶν ἀποθνήσκει Χριστιανός», ὑπέστη δ’ ἀμέσως τόν δι’ ἀγχόνης θάνατον, ἀπ’ ἐκείνης τῆς στιγμῆς ἀκριβῶς εἶναι Ἅγιος, διότι τοῦτο εἶναι κύριον καί οὐσιῶδες γνώρισμα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, ὁ μαρτυρικός ὑπέρ τῆς Πίστεως θάνατος» (Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος. Βλ. κείμενα στόν Θ. Στράγκα, αὐτ. σελ. 992 – 999).
Μετά τά προηγούμενα εἶναι ἀπορίας ἄξιον γιατί ὁ Καθηγητής Ἀμιλ. Ἀλιβιζάτος διατύπωσε τήν ἄποψη, ὅτι «δέν ἀνεγνωρίσθη ὡς Ἅγιος (ὁ Γρηγόριος), οὔτε ὑπό τοῦ Κλήρου καί τοῦ λαοῦ, τουλάχιστον ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οὔτε κἄν ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, οὔτινος καί ἱερατικῶς προϊστατο», διότι κατά τήν γνώμη του «παρά τά ἐν τῆ Συνοδικῆ Πράξει ἀναφερόμενα, ἐγένετο πρωτοβουλίᾳ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί προηγήθη τῆς παρά τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνω-ρίσεως» (Ἀμ. Ἀλιβιζάτου, «Ἡ ἀναγνώρισις τῶν Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Περιοδικό «Θεολογία», τ. 19, σελ. 40). Καί τοῦτο διότι οἱ ἐκδηλώσεις τῆς διαπιστώσεως τῆς ἁγιότητος τοῦ Γρηγορίου ἀπό τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα – καί αὐτές πού προηγήθηκαν τῆς διακηρύξεως, ἀλλά καί ἐκείνες πού ἀκολούθησαν – εἶναι ἐπαρκέστατες.
Ἀκόμη καί ἡ ἀπαράδεκτη πράξη μεταφορᾶς τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ἀπό τόν κυρίως Ναό τῆς Μητροπόλεως Ἀθηνῶν στό ὑπόγειό του (ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου, κατά τήν περίοδο 1967 – 1974), σέ καμμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ σάν πράξη ἀμφισβήτησεως τῆς ἁγιότητάς του, ὅπως ἄλλωστε ἀπέδειξε καί ἡ πανηγυρική ἐπαναφορά τους στήν ἀρχική τους θέση, τήν 24. 3. 1975, ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Ὅπως μάλιστα ἔγραψε ὁ ἴδιος, «ἕνα ἐκ τῶν πρώτων μελημάτων ἡμῶν, ἀφ’ ἧς στιγμῆς ἀνήλθομεν εἰς τόν Ἀρχιεπισκοπικόν Θρόνον τῶν Ἀθηνῶν, ἦτο νά ἀνεβάσωμεν τό Ἱερόν Σκήνωμα τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Ε’ Πατριάρχου ΚΠόλεως, τοῦ Ἐθνομά-ρτυρος, ἀπό τό ὑπόγειον – ὅπου τό εἶχεν ἀποκρύψει ἡ πολιτική σκοπιμότης – εἰς τό ἀριστερόν κλῖτος τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ, ὅπου ἔκπαλαι τό εἶχε τοποθετήσει ἡ εὐλάβεια τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας» (Ἰω. Χατζηφώτη αὐτ. σελ. 5).
Ἐπίλογος
«Δέν σ’ ἄρεσε νά κάθεσαι στό Θρόνο καθισμένος, μόν’ ἤθελες Ρωμαίϊκο τήν Πόλη νά τήν φτιάσης».
Δημοτικό Τραγούδι
Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Ε’, ὁ Ἱερομάρτυρας καί Ἐθνομάρτυρας Πατριάρχης ΚΠόλεως, ἀποτελεῖ σύμβολο ὑπέρτατης θυσίας καί πηγή ἐθνικῶν, πατριωτικῶν καί πνευματικῶν ὁραματισμῶν καί ἐμπνεύσεων. Οἱ ἐλάχιστοι ὑπηρέτες σκοπιμοτήτων πού τόν ἀδίκησαν, ἀγνόησαν μεταξύ ἄλλων καί τά ἐξῆς σημαντικά στοιχεῖα, ἀπό τίς μαρτυρίες τοῦ Ἐθνικοῦ μας Ἱστορικοῦ Κων. Παπαρηγοπούλου καί τοῦ Φιλέλληνος Πουκεβίλ:
«Ὁσαδήποτε – γράφει ὁ Παπαρηγόπουλος – καί ἄν ὑπῆρξαν τά ἁμαρτήματα πολλῶν Πατριαρχῶν, οὐδείς ἐξ’ αὐτῶν ὠλίσθησεν περί τήν ἀκριβῆ τοῦ Πατρίου Δόγματος καί τῶν ὑπάτων ἐθνικῶν συμφερόντων τήρησιν» (Κ. Παπαρηγοπούλου, «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», τ. 14, σελ. 504). Ἀντίθετα μάλιστα ἡ τήρηση αὐτῶν «στοίχησε τήν ζωή – κατά τόν Πουκεβίλ – σέ 6.000 Κληρικούς, 100 Ἀρχιερεῖς καί 11 Πατριάρχας» (Δ. Ἀθανασόπουλου, «Ἡ ἀληθινή Ἱστορία γιά τό 1821». Περιοδικό «Ἡ Δρᾶσις μας» , φ. 116 – 117/1976, σελ. 71).
Ὁ Ἱερομ. Γρηγόριος Ε’ ἀποτελεῖ πράγματι «τόν ἐνδοξώτερον τῶν Νέων τῆς Πίστεως Μαρτύρων» καί γιά τοῦτο «χαῖρει ἡ Πατρίς τοῦ μαρτυρίου καί τῆς δόξης Ἑλλάς, διότι ἔχει αὐτόν εἰς τούς κόλπους της» (Ἐπισκόπου Σύρου Ἀλεξάνδρου, Προσφώνησις στήν Ἐπανακομιδή τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου, 1871). Στούς σύγχρονους Ἕλληνες – καί μάλιστα στούς νέους τῆς Ἑλληνικῆς μας Πατρίδος – ἐπιβάλλεται ἡ ἀναγνώριση τῆς θυσίας του καί ἡ ἐξαγωγή ἀπ’ αὐτήν πολυτίμων συμπερασμάτων, ἀναγκαίων γιά τήν μελλοντική ἱστορική πορεία καί συνέχεια τοῦ Ἔθνους.
Ὁ Ἱερός Γρηγόριος στή ζωή τῆς Ἑλλάδος εἶναι «πνευματικός λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν, διά νά φαίνῃ πάσι τοῖς μετ’ εὐλαβείας προσφεύγουσιν εἰς αὐτόν καί νά διδάσκῃ πάντας τούς ἀνθρώπους, ὅτι αἱ θυσίαι δέν ἀποβαίνουσιν ἐπί ματαίῳ. Καί διά νά διδάσκωνται αἱ ἑλληνικαί γεννεαί τό πρός τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί τήν Πατρίδα ὑπέρτατον καθῆκον»(Ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια», φ. 7 – 8/ Ἀπριλίου 1975, σελ. 120).
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!