Ἀπὸ τὸ βίο τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς
Η ΜΑΚΑΡΙΑ Συγκλητικὴ εἶπε στὶς ἀδελφές, ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ κοντά της:
Ὑπάρχει λύπη ὠφέλιμη καὶ λύπη βλαπτική. καὶ ὠφέλιμη εἶναι ἡ λύπη, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θρηνεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ὅταν θλίβεται γιὰ τὴν (πνευματική) ἄγνοια τοῦ πλησίον, ὅταν ἀνησυχεῖ μήπως ξεφύγει ἀπὸ τὸ σκοπό του καὶ ὅταν ἔχει ἀγωνία νὰ κατακτήσει τὴν τέλεια ἀρετή. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ λύπη ποὺ ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός, κι αὐτὴ εἶναι ἐντελῶς παράλογη. Ἀπὸ μερικοὺς ὀνομάζεται καὶ ἀκηδία. Τὴ λύπη αὐτὴ πρέπει νὰ τὴν ἀποδιώχνουμε μὲ τὴν προσευχὴ κυρίως καὶ τὴν -ψαλμωδία, κάνοντας τὴ σκέψη, ὅτι στὴν παροῦσα ζωὴ κανένας ἀσύνετος δὲν εἶναι χωρὶς (τέτοιες) λύπες.
Τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα
Ἂν ἀγωνίζεσαι ἐναντίον κάποιου πάθους, μὴ λιποψυχήσεις. Ρίξε τὸν ἑαυτό σου μπροστὰ στὸ Θεό, λέγοντάς Του: “Κύριε, δὲν ἔχω τὴ δύναμη νὰ νικήσω αὐτὸ τὸ πάθος, βοήθησε μὲ τὸν ταλαίπωρο” Ἔτσι πὲς μ’ ὅλη σου τὴν καρδιά, καὶ θὰ νιώσεις ἀνάπαυση.
Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
Ἂν στεναχωρηθεῖς μὲ διάφορους τρόπους ἀπὸ τὴν κακία καὶ πέσεις σὲ ἀκηδία, συλλογίσου τὸ θάνατό σου καὶ τὶς φοβερὲς τιμωρίες. Καλύτερα νὰ προσκολλᾶσαι ἀτὸ Θεὸ μὲ προσευχὴ καὶ ἐλπίδα (Ψαλμ. 72:28), παρὰ νὰ ἔχεις ἐξωτερικὲς ἐνθυμήσεις, κι ἂν ἀκόμα εἶναι ὠφέλιμες.
Τοῦ ἀββᾶ Κασσιανοῦ
Τὸ φοβερὸ πνεῦμα τῆς λύπης, Ὅταν κυριεύσει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ σκοτίσει ὁλοκληρωτικά, τὴν ἐμποδίζει ἀπὸ κάθε ἀγαθὴ ἐργασία καὶ τὴ γεμίζει μὲ κάθε κακία. Γιατί δὲν τῆς ἐπιτρέπει νὰ προσεύχεται μὲ προθυμία, δὲν τὴν ἀφήνει νὰ ἐγκαρτερεῖ στὴν ὠφέλεια τῶν ἱερῶν ἀναγνωσμάτων, κάνει τὸν ἄνθρωπο ὀργίλο καὶ ἐπιθετικὸ πρὸς τοὺς ἀδελφούς, γεννάει τὸ μίσος καὶ ἐναντίον ἀκόμα τοῦ μοναχικοῦ σχήματος. καὶ γενικὰ ἡ λύπη, ἀφοῦ δημιουργήσει σύγχυση σ’ ὅλες τὶς σωτήριες σκέψεις τῆς ψυχῆς καὶ παραλύσει τὴ δραστηριότητα καὶ τὴν καρτερία της, τὴ φέρνει σὲ σημεῖο νὰ εἶναι σὰν ἀνόητη καὶ μανιακή, δένοντας τὴν μὲ τὸ λογισμὸ τῆς ἀπελπισίας.
Ὅπως ὁ σκόρος τρώει τὸ ροῦχο καὶ τὸ σκουλήκι τὸ ξύλο, ἔτσι καὶ ἡ λύπη κατατρώει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πείθει τὸν ἄνθρωπο ν’ ἀποφεύγει κάθε καλὴ πνευματικὴ συναναστροφή, καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπει οὔτε ἀπὸ γνήσιους φίλους νὰ δέχεται συμβουλὴ οὔτε καλῆ καὶ εἰρηνικὴ ἀπάντηση νὰ τοὺς δίνει, ἀλλ’ ἀφοῦ κυριαρχήσει σ’ ὅλη τὴν ψυχή, τὴ γεμίζει μὲ δυσαρέσκεια καὶ ἀκηδία. καὶ τότε τὴ βάζει ν’ ἀποφεύγει τοὺς ἀνθρώπους, γιατί γίνονται σ’ αὐτὴν αἴτιοι ταραχῆς. καὶ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ καταλάβει, πὼς ἡ ἀρρώστια δὲν ὀφείλεται σὲ ἐξωτερικὰ αἴτια, ἀλλὰ τὴν ἔχει ἀπὸ μέσα της καὶ φανερώνεται τότε, ποὺ θὰ ἔρθουν οἱ πειρασμοὶ καὶ μὲ τὴ δοκιμασία θὰ τὴ φέρουν στὴν ἐπιφάνεια. Γιατί ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστεῖ βλάβη ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἄλλον, ἂν δὲν ἔχει μέσα τοῦ ἀποθηκευμένες τὶς ἀφορμὲς τῶν παθῶν.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Γιατρὸς τῶν ψυχῶν, ὁ μόνος ποὺ γνωρίζει ἀκριβῶς, ὡς Δημιουργός, τὰ ψυχικὰ τραύματα καὶ καθορίζει γι’ αὐτὰ τὶς κατάλληλες θεραπεῖες, δὲν παραγγέλλει ν’ ἀποφεύγουμε τὶς συναναστροφὲς τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ νὰ κόβουμε τὶς αἰτίες τῆς κακίας ποὺ εἶναι μέσα μας. Γιατί γνωρίζει πὼς ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς δὲν κατορθώνεται μὲ τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ τὴ συναναστροφὴ τῶν ἐνάρετων καὶ τὴ συνεχῆ ἐξάσκηση. Ἐκεῖνος λοιπὸν πού, γιὰ κάποιες εὔλογες τάχα προφάσεις, ἐγκαταλείπει τοὺς ἀδελφούς, ἂς εἶναι βέβαιος ὅτι δὲν κόβει μὲ τὴν ἀναχώρηση τοῦ τὶς ἀφορμὲς τῆς λύπης, ἀλλὰ μόνο ἔκανε μίαν ἐναλλαγή τους, γιατί ἡ ἀρρώστια ποὺ ἔχει μέσα τοῦ θὰ τὶς ἀνακινήσει πάλι, ἐξαιτίας ἄλλων περιστατικῶν.
Γι’ αὐτὸ ἂς μὴ θεωροῦμε κανέναν ἀπὸ τοὺς ἄλλους σὰν αἴτιο τῶν ἀναταραχῶν τῶν παθῶν μας, ἀλλὰ μονάχα τὸν ἑαυτό μας. καὶ ὅλος ὁ πόλεμός μας ἂς γίνεται ἐναντίον τῶν παθῶν ποὺ εἶναι μέσα μας. Γιατί ἂν αὐτά, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, βγοῦν ἀπὸ μέσα μας, ὄχι μόνο μὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄγρια θηρία εὔκολα θὰ μποροῦμε νὰ ζήσουμε, ὅπως εἶπε ὁ μακάριος Ἰώβ: “Θῆρες ἄγριοι εἰρηνεύσουσι σοί” (Ἰὼβ 5:23).
Πρῶτα-πρῶτα λοιπὸν ἂς ἀγωνιστοῦμε ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς λύπης, πού μας φέρνει τὴν ἀπελπισία, ἀπομακρύνοντας τὸ ἀπὸ τὴν καρδιά μας μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό. Γιατί αὐτὸ τὸ πνεῦμα δὲν ἄφησε τὸν Κάιν νὰ μετανοήσει μετὰ τὴν ἀδελφοκτονία, οὔτε τὸν Ἰούδα μετὰ τὴν προδοσία τοῦ Κυρίου. Ἐκείνη μόνο τὴ λύπη νὰ καλλιεργήσουμε, ποὺ συνίσταται στὴ μετάνοια γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας ἑνωμένη μὲ τὴν ἀγαθὴ ἐλπίδα, καὶ πού μας προετοιμάζει ν’ ἀποκτήσουμε τὰ οὐράνια ἀγαθά. Αὐτὴ εἶναι ποὺ μακαρίζεται καὶ ἀπὸ τὸ Χριστὸ μὲ τὸ λόγο, “μακάριοι οἱ πενθοῦντες, κ.λπ.” (Ματθ. 5:4). Αὐτὴ εἶναι ποὺ ἐγκωμιάζεται καὶ ἀπὸ τὸν ἀπόστολο μὲ τὴ φράση, “ἡ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοια εἰς σωτήρια ἀμεταμέλητων κατεργάζεται” (Β’ Κορ. 7:10).
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ σωτήρια λύπη, τρέφοντας τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἐλπίδα ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ μετάνοια, εἶναι ἀνάμικτη μὲ χαρά. Γι’ αὐτὸ καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο πρόθυμο καὶ ὑπάκουο γιὰ κάθε καλὸ ἔργο, εὔκολοπλησιαστο, πράο, ἀνεξίκακο, ὑπομονετικὸ σὲ κάθε ἀγαθό κοπο, ἀφοῦ εἶναι λύπη κατὰ Θεόν. Καὶ μ’ αὐτὸ γίνονται πιὰ φανεροὶ οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ μακροθυμία, ἡ ἀγαθότητα, ἡ πίστη, ἡ ἐγκράτεια (βλ. Γαλ. 5:22).
Τῆς ἀντίθετης πάλι λύπης οἱ καρποὶ εἶναι οἱ ἕξης: ἀκηδία, ἀνυπομονησία, θυμός, μίσος, ἀντιλογία, ἀπελπισία, ὀκνηρία στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ψαλμωδία. Αὐτὴ τὴ λύπη πρέπει νὰ τὴν ἀποφεύγουμε ὅπως τὴν πορνεία καὶ τὴ φιλαργυρία Καὶ τὸ θυμὸ καὶ τὰ ὑπόλοιπα πάθη. Αὐτὴ ἡ λύπη θεραπεύεται μὲ τὴν προσευχὴ Καὶ τὴν ψαλμωδία, μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό, μὲ τὴ μελέτη τῶν θείων λόγων Καὶ μὲ τὴν ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς.
Γιατί ἂν δὲν βρεῖ τὸ μοναχὸ ἀσφαλισμένο μ’ αὐτὰ τὰ ὄπλα, τὸν κάνει ἄστατο Καὶ ὀνειροπόλο Καὶ ράθυμο Καὶ ἄεργο Καὶ τὸν ὁδηγεῖ νὰ ἐπισκέπτεται πολλὰ μοναστήρια Καὶ νὰ μὴ φροντίζει γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ ποὺ γίνονται τραπέζια Καὶ συμπόσια. Γιατί ἡ διάνοια αὐτοῦ ποὺ ἔπεσε σὲ ἀκηδία, τίποτε ἄλλο δὲν φαντάζεται, παρὰ τὶς ὀνειροπολήσεις ὅσων ἀναφέραμε. Ἂπ’ αὐτὰ τὸν δεσμεύει Καὶ σὲ κοσμικὰ πράγματα Καὶ τὸν δελεάζει λίγο-λίγο σὲ ἐπιβλαβεῖς ἀσχολίες, ὥσπου νὰ τὸν διώξει κι ἀπ’ αὐτὴ τὴ μοναχικὴ ζωή.
Ὁ ἀπόστολος, γνωρίζοντας πόσο βαρεία εἶναι τούτη ἡ ἀρρώστια Καὶ θέλοντας νὰ τὴν ξεριζώσει ἀπὸ τὶς ψυχές μας, φανερώνει τὶς αἰτίες ἀπὸ τὶς ὅποιες γεννιέται Καὶ λέει: “Παραγγέλλομεν δὲ ὑμίν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χρίστου, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἢν παρέλαβον παρ’ ἠμῶν. Αὐτοὶ γὰρ οἴδατε πὼς δεῖ μιμεῖσθαι ἠμᾶς, ὅτι οὐκ ἤτακτησαμεν ἐν ὑμίν, οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἔφαγομεν παρὰ τίνος, ἂλλ’ ἐν κοπῷ καὶ μοχθῶ, νύκτα καὶ ἥμεραν ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἔπιβαρησαι τίνα ὑμῶν οὒχ ὅτι οὐκ ἐχομεν ἐξουσίαν, ἂλλ’ ἴνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμὶν εἰς τὸ μιμεῖσθαι ἠμᾶς. Καὶ γὰρ ὀτε ἦμεν πρὸς ὑμᾶς, τοῦτο παρηγγέλλομεν ὑμίν, ὅτι τὶς οὐ θέλει ἔργαζεσθαι, μηδὲ ἔσθιετω. Ἄκουομεν γὰρ τίνας περιπατοῦντας ἐν ὑμὶν ἀτάκτως, μηδὲν ἐργαζομένους, ἄλλα περιεργαζομένους• τοὶς δὲ τοιούτοις παραγγέλλομεν Καὶ παρακαλοῦμεν διὰ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χρίστου, ἴνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν” (Β’ Θεσ. 3:6-12).
Ἂς ἀκούσουμε πόσο καθαρά μας ἀποκαλύπτει ὁ ἀπόστολος τὶς αἰτίες τῆς ἀκηδίας. Ἐκείνους ποὺ δὲν ἐργάζονται, τοὺς ὀνομάζει ἄτακτους, φανερώνοντας μὲ μία λέξη πολλὴ κακία. Γιατί ὁ ἄτακτος εἶναι καὶ ἀνευλαβὴς καὶ αὐθάδης στὰ λόγια καὶ πρόχειρος σὲ κατηγορίες, καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἀκατάλληλος γιὰ τὴν ἡσυχία καὶ δοῦλος τῆς ἀκηδίας. Παραγγέλλει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀποφεύγουμε, δηλαδὴ νὰ φεύγουμε μακριά τους, σὰν νὰ ἔχουν μεταδοτικὴ ἀρρώστια. Κι ἔπειτα, μὲ τὴ φράση “καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἢν παρέλαβον παρ’ ἠμῶν”, φανερώνει πὼς αὐτοὶ εἶναι ὑπερήφανοι καὶ καταφρονητὲς καὶ ἀνατροπεῖς τῶν ἀποστολικῶν παραδόσεων. καὶ στὴ συνέχεια λέει: “οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἐφάγομεν παρὰ τίνος, ἂλλ’ ἐν κοπῷ καὶ μοχθῶ, νύκτα καὶ ἥμεραν ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαι τίνα ὑμῶν”. Πῶ πῶ! Ὁ διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν, ὁ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἀνέβηκε ὡς τὸν τρίτο οὐρανό, αὐτὸς ποὺ λέει ὅτι ὁ Κύριος πρόσταξε τοὺς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ζοῦν ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο (Α’ Κορ. 9:14), ἐργαζόταν ὁ ἴδιος νύχτα καὶ μέρα, μὲ κόπο καὶ μόχθο, γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνει κανέναν!
Τί λοιπὸν θὰ κάνουμε ἐμεῖς, ποὺ εἴμαστε στὴν ἐργασία ὀκνηροὶ καὶ ἐπιδιώκουμε τὴ σωματικὴ ἀνάπαυση, ἐμεῖς, ποῦ οὔτε κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου μας ἔχει ἀνατεθεῖ οὔτε ἡ μέριμνα γιὰ τὶς Ἐκκλησίες (ἀλλὰ μόνο ἡ φροντίδα γιὰ τὴν ψυχή μας); Γιὰ νὰ δείξει ὅμως πιὸ καθαρά τη βλάβη ποὺ φέρνει ἡ ἀργία, καταλήγει: “μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους”. Γιατί ἀπὸ τὴν ἀργία γεννιέται (ἡ περιέργεια, ἀπὸ τὴν περιέργεια) ἡ ἀταξία καὶ ἀπὸ τὴν ἀταξία κάθε κακία. (καὶ γιὰ νὰ καθορίσει τὴ θεραπεία τους, συμπληρώνει: “τοὶς δὲ τοιούτοις παραγγέλλομεν…, Ἴνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν”. Κάνει μάλιστα καὶ μία βαρύτερη ἐπίπληξη: “εἰ τὶς οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω”}.
Αὐτὲς τὶς ἀποστολικὲς παραγγελίες ἔχοντας ὑπόψη οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Αἰγύπτου, δὲν ἀφήνουν ποτὲ νὰ μένουν ἀργοὶ οἱ μοναχοί, καὶ μάλιστα οἱ νεώτεροι, ἐπειδὴ γνωρίζουν ὅτι, μὲ τὴν ὑπομονὴ στὴν ἐργασία, καὶ τὴν ἀκηδία διώχνουν καὶ τὴν τροφὴ τοὺς προμηθεύονται καὶ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη βοηθοῦν. Γιατί δὲν ἐργάζονται μόνο γιὰ τὶς δικές τους ἀνάγκες, ἀλλὰ καὶ σὲ ξένους καὶ σὲ φτωχοὺς καὶ σὲ φυλακισμένους δίνουν ἀπὸ τὴν ἐργασία τους, πιστεύοντας ὅτι ἡ ἀγαθοεργία αὐτὴ εἶναι θυσία ἁγία καὶ εὐάρεστη στὸ Θεό, καὶ λένε ἐπίσης οἱ πατέρες, ὅτι ὁ ἐργαζόμενος πολεμάει μ’ ἕνα δαίμονα πολλὲς φορὲς καὶ στενοχωρεῖται ἀπ’ αὐτόν, ἐνῶ ὁ ἀργὸς αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ χιλιάδες πονηρὰ πνεύματα.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ἐκεῖ ποὺ καθόταν στὴν ἔρημο ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος, ἔπεσε κάποτε σὲ ἀκηδία καὶ σὲ μεγάλο σκοτισμὸ ἀπὸ τοὺς λογισμούς. καὶ ἔλεγε στὸ Θεό:
Κύριε, θέλω νὰ σωθῶ καὶ δὲν μ’ ἀφήνουν οἱ λογισμοί. Δίδαξε μέ, τί νὰ κάνω στὴ θλίψη μου; Πῶς θὰ σωθῶ;
Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ ἀπομακρύνθηκε λίγο ἀπὸ τὸ κελί του. Βλέπει τότε κάποιον, ποὺ τοῦ ἔμοιαζε, νὰ κάθεται καὶ νὰ ἐργάζεται• ἔπειτα νὰ σηκώνεται ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό του καὶ νὰ προσεύχεται• μετὰ πάλι νὰ κάθεται καὶ νὰ πλέκει τὴ σειρὰ – γιατί αὐτὸ τὸ ἐργόχειρο ἔκανε• καὶ ἀφοῦ πάλι ἐργάστηκε ἀρκετά, νὰ σηκώνεται καὶ νὰ ξαναπροσεύχεται. Ἦταν ἄγγελος Κυρίου, σταλμένος γιὰ νὰ διορθώσει καὶ νὰ στηρίξει τὸν Ἀντώνιο. Στράφηκε μάλιστα καὶ τουεῖπε:
Ἔτσι νὰ κάνεις καὶ θὰ σωθεῖς.
Μόλις τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ἀντώνιος, ἔνιωσε πολλὴ χαρὰ καὶ θάρρος. Ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴν ἀκηδία, ἔκανε ἔτσι (ποὺ τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος) καὶ προχωροῦσε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
Τί νὰ κάνω, ποῦ, ὅταν κάθομαι στὸ κελί μου, πέφτω σὲ ἀμέλεια;
Καὶ ὁ γέροντας τοῦ ἀποκρίθηκε:
Κανένα νὰ μὴν περιφρονήσεις οὔτε νὰ κατακρίνεις οὔτε νὰ κατηγορήσεις. Τότε ὁ Θεὸς θὰ σοῦ χαρίσει (ψυχική) ἀνάπαυση, καὶ ἡ παραμονή σου στὸ κελὶ θὰ εἶναι ἀπερίσπαστη.
Ρώτησαν ἕνα γέροντα: Γιατί ποτὲ δὲν ἔπεσες σὲ ἀμέλεια;
καὶ ἀποκρίθηκε: Γιατί κάθε μέρα περιμένω τὸ θάνατο.
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα γιὰ τὴν ἀκηδία, καὶ ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε:
Κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει κάτι καλό, τὸν πολεμάει ἡ ἀκηδία. Δὲν ὑπάρχει, πραγματικά, χειρότερο πάθος ἀπ’ αὐτήν. “Ἂν ὅμως τὴ συνειδητοποιήσει ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐνεργοποιήσει μέσα τοῦ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴ φιλοπονία, τότε βρίσκει ἀνάπαυση.
Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ
Ἕνα μικρὸ σύννεφο σκεπάζει τὸ δίσκο τοῦ ἥλιου• ὅταν ὅμως περάσει τὸ σύννεφο, ὁ ἥλιος γίνεται πάλι πολὺ θερμός. “Ἔτσι καὶ ἡ ἀκηδία, καλύπτει γιὰ λίγο τὴν ψυχή, στερώντας τῆς τὸ θεῖο φῶς• ὅταν ὅμως περάσει, ἡ χαρὰ (ποὺ δοκιμάζει ἡ ψυχῆ) εἶναι μεγάλη.
Ὅταν αὐξηθεῖ ἡ ὑπομονὴ στὶς ψυχές μας, εἶναι φανερὸ ὅτι πήραμε μυστικὰ τὴ χαρὰ τῆς θείας παρηγοριᾶς. καὶ ἡ δύναμη τῆς ὑπομονῆς εἶναι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλες τὶς μορφὲς χαρᾶς, ποὺ μπορεῖ νὰ δοκιμάσει ἡ καρδιά.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!