Τοῦ ἁγίου Διαδόχου
ΟΠΩΣ τὸ κερί, ἂν δὲν ζεσταθεῖ καὶ μαλαχθεῖ πολύ, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὴ σφραγίδα ποὺ βάζουμε πάνω του, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἂν δὲν δοκιμαστεῖ μὲ κόπους καὶ ἀσθένειες, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὴ σφραγίδα τῆς ἀρετῆς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος λέει στὸν θεσπέσιο Παῦλο: “Ἀρκεῖ σοὶ ἡ χάρις μου ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται” (Β’ Κορ. 12:9). Μὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος καυχιέται μὲ τὰ ἕξης λόγια: “Ἡδιστα οὒν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταὶς ἀσθενείαις μου, ἴνα ἐπισκηνώση ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ” (ὁ.π.).
καὶ αὐτὸς μέν, λέγοντας “ἀσθένειες”, ἐννοεῖ τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν του Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνεχῶς γίνονταν καὶ σ’ αὐτὸν καὶ σ’ ὅλους τους τότε ἁγίους, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύονται, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, ἐξαιτίας τῶν ὑπερβολικῶν ἀποκαλύψεων (Β’ Κορ. 12:7), ἀλλὰ μᾶλλον νὰ μένουν μὲ τὴν ταπείνωση στὴν κατάσταση τῆς τελειότητος, καὶ μὲ τοὺς συχνοὺς ἐξευτελισμοὺς νὰ διατηροῦν τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ μὲ ὁσιότητα.
Ἐμεῖς ὅμως τώρα, ὅταν λέμε “ἀσθένειες”, ἐννοοῦμε τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τὶς σωματικὲς ἀρρώστιες. Γιατί τότε, ἐπειδὴ τὰ σώματα τῶν ἁγίων ποὺ ἀγωνίζονταν ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, παραδίνονταν σὲ θανατηφόρα βασανιστήρια καὶ σὲ διάφορες ἄλλες κακοπάθειες, ἦταν πολὺ ἀνώτερα ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ μπῆκαν λόγω τῆς ἁμαρτίας στὴν ἀνθρώπινη φύση. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ αὐξάνεται μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου ἡ εἰρήνη τῶν Ἐκκλησιῶν, πρέπει νὰ δοκιμάζονται οἱ ἀγωνιστὲς τῆς εὐσέβειας στὸ σῶμα μὲ συνεχεῖς ἀρρώστιες καὶ στὴν ψυχὴ μὲ πονηροὺς λογισμούς. καὶ τοῦτο, γιὰ ν’ ἀπαλλάσσονται ἀπὸ κάθε κενοδοξία καὶ ὑπερήφανη σκέψη, καὶ νὰ μπορέσουν, καθὼς εἶπα, νὰ δεχθοῦν μέσα στὶς καρδιές τους, μὲ τὴν πολλὴ ταπείνωση, τὴ σφραγίδα τοῦ θείου κάλλους, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο ποὺ λέει: “Ἔσημειωθη ἒφ’ ἠμᾶς τὸ φῶς τὸν πρόσωπον σόν, Κύριε” (Ψαλμ. 4:7).
Πρέπει λοιπὸν μὲ εὐχαριστία νὰ ὑπομένουμε τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Γιατί ἔτσι οἱ συνεχεῖς ἀρρώστιες καὶ ὁ πόλεμος μὲ τοὺς δαιμονικοὺς λογισμοὺς θὰ μᾶς λογαριαστοῦν σὰν ἕνα δεύτερο μαρτύριο. Βλέπετε, αὐτὸς ποὺ ἔλεγε τότε στοὺς ἅγιους ἐκείνους μάρτυρες, μέσω τῶν ἄνομων ἀρχόντων, νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστὸ καὶ νὰ ποθήσουν τὴν ἐγκόσμια δόξα, (δηλαδὴ ὁ διάβολος), ὁ ἴδιος στέκεται καὶ τώρα καὶ λέει ἀκατάπαυστα στοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ τὰ ἴδια. Αὐτὸς ποὺ ἔκανε τότε νὰ ὑποφέρουν τὰ σώματα τῶν ἁγίων καὶ κακοποιοῦσε ὑπερβολικὰ τοὺς τιμημένους δασκάλους (τοῦ Εὐαγγελίου), μέσω ὅσων ὑπηρετοῦσαν τὰ διαβολικὰ ἐκεῖνα φρονήματα, ὁ ἴδιος φέρνει καὶ τώρα στοὺς ὁμολογητὲς τῆς εὐσέβειας τὰ διάφορα παθήματα, μὲ πολλὲς ὕβρεις καὶ ἐξευτελισμούς. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς ὀφείλουμε ν’ ἀντιμετωπίζουμε μὲ σταθερότητα καὶ ὑπομονὴ τὸ μαρτύριο τῆς συνειδήσεώς μας ἐνώπιόν του Θεοῦ, ὅπως λέει (ὁ Δαβίδ): “Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον, καὶ προσέσχε μοί” (Ψαλμ. 39:2).
Ἀπὸ τὸ βίο τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς
Ἡ μακαριὰ Συγκλητικὴ ἔλεγε, πὼς οἱ παγίδες τοῦ διαβόλου εἶναι πολλές. Δὲν κατόρθωσε νὰ κλονίσει μία ψυχὴ μὲ τὴ φτώχεια; Παρουσιάζει σὰν δόλωμα τὸν πλοῦτο. Δὲν εἶχε ἀποτέλεσμα μὲ τὶς ὕβρεις καὶ τοὺς χλευασμούς; Προβάλλει τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴ δόξα. Νικήθηκε μέσω τῆς ὑγείας; Κάνει τὸ σῶμα ν’ ἀρρωστήσει. Γιατί, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε ν’ ἀπατήσει τὴν ψυχὴ μὲ τὶς ἡδονές, δοκιμάζει νὰ τὴν παραπλανήσει μὲ τοὺς ἀκούσιους πόνους.
Ἐπίμονα λοιπόν μας προξενεῖ πολὺ βαρεῖες ἀρρώστιες, ὥστε, μὲ τὴ λιποψυχία, νὰ θολώσει τὴν ἀγάπη μας στὸ Θεό.
Ἐσὺ ὅμως, ὅταν τὸ κορμί σου σφάζεται (ἀπὸ τοὺς πόνους) καὶ κατακαίγεται ἀπὸ τὸν ὑψηλὸ πυρετὸ καὶ ξεραίνεται ἀπὸ τὴν ἀκατάσχετη δίψα, – ἀφοῦ αὐτὰ τὰ παθαίνεις ὀντὰς ἁμαρτωλὸς -, θυμήσου τὴν αἰώνια κόλαση καὶ τὴν αἰώνια φωτιὰ καὶ τὶς ἀφάνταστες τιμωρίες, κι ἔτσι δὲν θὰ λιποψυχήσεις μπροστὰ στὰ τωρινὰ (βάσανα).
Νὰ χαίρεσαι μάλιστα, γιατί σ’ ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός, καὶ νὰ ἔχεις πάντα στὸ στόμα σου τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο ρητό: “Παιδεύων ἐπαίδευσε μὲ ὁ Κύριος καὶ τῷ θανάτῳ οὐ παρέδωκε μὲ τῆς ἁμαρτίας” (πρβλ. Ψαλμ. 117:18).
Σιδερένιος ἤσουνα; Ἄλλα μὲ τὴ φωτιὰ (τῆς ἀρρώστιας) ἀποβάλλεις τὴ σκουριά. Ἐνάρετος ἤσουνα; Ἂλλ’ ἀπὸ τὰ μεγάλα προκόβεις στὰ μεγαλύτερα.
Χρυσάφι ἤσουνα; Ἄλλα μὲ τὴ φωτιὰ θὰ γίνεις καθαρότερος καὶ λαμπρότερος.
Σοὺ δόθηκε “σκόλοψ τὴ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν” (Β’ Κορ. 12:7); Νιῶσε ἀγαλλίαση, βλέποντας σὲ ποιὸν ἔμοιασες: στὸν Παῦλο, τὸν μεγάλο φωστήρα τῆς οἰκουμένης!
Δοκιμάζεσαι μὲ πυρετό; Παιδεύεσαι μὲ ρίγη; ἀφοῦ θὰ περάσεις κι ἐσὺ “διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος”, θὰ βρεῖς ἔπειτα ἕτοιμη καὶ τὴν ἀναψυχὴ (Ψαλμ. 65:12). ἀφοῦ σὲ βρῆκαν τὰ πρῶτα, νὰ περιμένεις καὶ τὰ κατοπινά.
Μὴ λυπηθεῖς, πού, λόγω τῆς ἀσθένειας τοῦ σώματος, δὲν μπορεῖς νὰ σταθεῖς ὄρθιος τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἢ νὰ ψάλλεις μὲ δυνατὴ φωνή. Γιατί ὂλ’ αὐτὰ καὶ τὰ συνακόλουθά τους μᾶς δόθηκαν γιὰ τὴν ἐξουδετέρωση τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν. καὶ τὸ νὰ νηστεύουμε καὶ τὸ νὰ κοιμόμαστε καταγῆς ἔχουν νομοθετηθεῖ (ὡς ὄπλα) ἐναντίον τῶν αἰσχρῶν ἡδονῶν. Ἂν ὅμως ἡ ἀρρώστια ταπείνωσε αὐτὲς τὶς ἐπιθυμίες, εἶναι περιττὰ ἐκεῖνα (τὰ ὄπλα). καὶ γιατί λέω μόνο) περιττά; Ἂς πῶ καλύτερα, πὼς ἡ ἀρρώστια εἶναι τὸ καλύτερο καὶ ἀποτελεσματικότερο φάρμακο γιὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐξάλειψη τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. καὶ ἡ μεγαλύτερη ἄσκηση εἶναι τούτη, τὸ νὰ ἔχει κανεὶς ἐγκαρτέρηση στὶς ἀρρώστιες καὶ νὰ εὐχαριστεῖ τὸ Θεό.
Χάσαμε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τὰ μάτια μας; Ἂς μὴν τὸ πάρουμε βαριά. Τὰ ὄργανα τῆς ἀπληστίας χάσαμε, τὴ δόξα ὅμως τοῦ Κυρίου τὴ βλέπουμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς.
Χάσαμε τὴν ἀκοή μας; Ἂς εὐχαριστήσουμε (τὸ Θεό), γιατί δὲν θ’ ἀκοῦμε πιὰ μάταια λόγια. Τὸ λόγο ὅμως τοῦ Κυρίου θὰ τὸν ἀκοῦμε παντοτινὰ μὲ τ’ αὐτιὰ τοῦ νοῦ.
Ἔπαθαν τὰ χέρια ἢ τὰ πόδια μας; Ἀχρηστεύθηκαν γιὰ τὸ καλό μας τὰ μέλη ποὺ κάνουν τὴν ἁμαρτία. Ἔχουμε ὅμως τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τῆς ψυχῆς, μὲ τὰ ὅποια καὶ τὸν ἐχθρὸ θὰ νικήσουμε καὶ τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανὸ μὲ ἀσφάλεια θὰ βαδίσουμε.
Ὁλόκληρο τὸ σῶμα καταβάλλεται ἀπὸ τὴν ἀρρώστια; Ὁ ἐσωτερικὸς ὅμως ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὴν τέλεια ὑγεία.
Ἂς μὴν ἀδημονοῦμε λοιπὸν ὅταν ἀρρωσταίνουμε, ἂλλ’ ἂς εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ ποὺ ὅλα τὰ οἰκονομεῖ γιὰ τὸ συμφέρον μας, καὶ πολλὲς φορές, μὲ τὴν πρόσκαιρη ἀρρώστια τοῦ φθαρτοῦ σώματος, χαρίζει στὴν ἀθάνατη ψυχὴ ὑγεία καὶ σωτηρία αἰώνια.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ὅταν κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας ἦταν ἄρρωστος, τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶς Πέτρος. καὶ βλέποντας τὸν νὰ ὑποφέρει πολύ, λυπήθηκε. Ὁ γέροντας ὅμως τὸν παρηγόρησε, λέγοντας: – Μόλις μὲ βροῦν κάτι τέτοιες ἀρρώστιες, τότε μόνο μπορῶ νὰ θυμηθῶ τὴν πικρὴ ὥρα τοῦ θανάτου καὶ τῆς Κρίσεως. Γιατί ἡ ὑγεία τοῦ σώματος δὲν ὠφελεῖ (τὴν ψυχή). Τὸ σῶμα, βλέπεις, ζητάει τὴν ὑγεία του γιὰ νὰ ἐναντιωθεῖ στὸ Θεό. Εἶναι ὅπως τὸ δέντρο, πού, ἂν ποτίζεται καθημερινά, δὲν στεγνώνει γιὰ νὰ καρποφορήσει.
Ἦταν ἕνας γέροντας ποὺ συνεχῶς κακοπαθοῦσε καὶ ἀρρώσταινε. Κάποτε λοιπὸν πέρασε ἕναν ὁλόκληρο χρόνο χωρὶς νὰ πάθει κακό, καὶ γι’ αὐτὸ στενοχωριόταν ὑπερβολικὰ καὶ ἔκλαιγε, λέγοντας:
– Μ’ ἐγκατέλειψε ὁ Θεὸς καὶ δὲν μ’ ἐπισκέφθηκε!
Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε:
Ἂν ἀσκητεύουν τρεῖς μαζί, καὶ ἂπ’ αὐτοὺς ὁ ἕνας κάνει τὴν πρέπουσα ἡσυχαστικὴ ζωή, ὁ ἄλλος εἶναι ἄρρωστος καὶ εὐχαριστεῖ (τὸ Θεό), ἐνῶ ὁ τρίτος ὑπηρετεῖ (τοὺς δυὸ πρώτους) μὲ καθαρὸ λογισμό, εἶναι καὶ οἱ τρεῖς ἰσάξιοι στὴν (πνευματική) ἐργασία.
Ἕνας γέροντας εἶπε:
-Ἂν σὲ βρεῖ σωματικὴ ἀρρώστια, μὴ λιποψυχήσεις. Γιατί ἂν Κύριος θέλει νὰ κακοπαθήσεις σωματικά, ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποῦ δυσφορεῖς; Δὲν σὲ φροντίζει Αὐτὸς σὲ ὅλα; Μήπως ζεῖς χωρὶς Αὐτόν; Νὰ σηκώνεις λοιπὸν κάθε κακὸ καὶ νὰ Τὸν παρακαλεῖς νὰ σοῦ δίνει ὅτι σὲ συμφέρει. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημά Του: Νὰ ὑπομένεις μὲ μακροθυμία καὶ νὰ χορταίνεις μὲ τὴν ἀγάπη Του.
Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ
Ἀγαπητέ, ἂν πέσεις σὲ ἀρρώστια, θυμήσου αὐτὸν ποὺ εἶπε: “Υἱέ, μὴ ὀλιγωρεῖ παιδείας Κυρίου, μηδὲ ἔκλυου ὓπ’ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος• ὂν γὰρ ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγοὶ δὲ πάντα υἷον ὂν παραδέχεται” (Παροιμ. 3:11-12).
Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι κλεισμένος σὲ φυλακὴ ἀπὸ κάποιον βασιλιὰ καὶ ἀποφασίζει νὰ τὰ βάλει μαζί του, σὲ τί θὰ ὠφεληθεῖ; Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πέφτει στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλεῖ, αὐτὸς ἀσφαλῶς θὰ προκαλέσει τὴ συμπάθεια (τοῦ βασιλιᾶ καὶ θ’ ἀποφυλακιστεῖ).
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!