Τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα
ΑΠΛΟΤΗΤΑ καὶ τὸ νὰ μὴ θεωρεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτὸ τοῦ σπουδαῖο, ἁγιάζουν τὴν καρδιὰ (καὶ τὴν καθιστοῦν ἀπρόσβλητη) ἀπὸ τὸν πονηρό. Ἀπεναντίας, ὁποῖος βρίσκεται μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του ἔχοντας μέσα τοῦ πονηρία, δὲν θ’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν καρδιακὴ λύπη. Μάταια εἶναι Ὅλα τὰ ἔργα ἐκείνου πού, μὲ πονηρὴ διάθεση, ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἔχει μέσα στὴν καρδιά του.
Μὴ συνδεθεῖς μὲ κανένα τέτοιον ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μὴ μολυνθεῖς ἀπὸ τὸ δηλητήριό του. Κάνε συντροφιὰ μὲ τοὺς ἄκακους, γιὰ νὰ πάρεις κάτι ἀπὸ τὴ δόξα τους καὶ τὴν ἁγνότητά τους. Μὴν ἀντιμετωπίσεις μὲ πονηρὶα κανέναν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μὴν ἀχρηστέψεις τοὺς (πνευματικούς) κόπους σου. Μὲ ὅλους τους ἀνθρώπους νὰ κρατᾶς τὴν καρδιά σου καθαρή, καὶ θὰ δεῖς τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ (νὰ βασιλεύει) μέσα σου. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς, ὅταν ὁ σκορπιὸς χτυπήσει κάποιον, τὸ δηλητήριο τοῦ διατρέχει ὁλόκληρο τὸ σῶμα καὶ προσβάλλει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι προσβάλλει τὴν καρδιὰ καὶ ἡ κακία ἐναντίον τοῦ πλησίον. Γιατί τὸ δηλητήριο τῆς μολύνει τὴν ψυχή, ποὺ κινδυνεύει ἔτσι (νὰ χαθεῖ) ἀπὸ τὴν πονηρία. Ὅποιος λοιπὸν λυπᾶται τοὺς κόπους του καὶ δὲν θέλει νὰ χαθοῦν, πετάει γρήγορα ἀπὸ πάνω τοῦ αὐτὸν τὸ σκορπιό, δηλαδὴ τὴν πονηρὶα καὶ τὴν κακία.
Ἂν ἕνας ἀδελφός σου προσφέρει κάτι, μὴν τὸ ἀνοίξεις, γιὰ νὰ δεῖς τί εἶναι, χωρὶς νὰ τὸν ρωτήσεις. Καὶ ἂν αὐτὸ πού σου προσφέρει εἶναι ἐξαιρετικὰ πολύτιμο, τότε πές του νὰ σοῦ τὸ δώσει στὰ χέρια.
Ἂν σὲ πνίγει ὁ φθόνος, σκέψου πὼς εἴμαστε ὅλοι μέλη τοῦ Χριστοί) (Α’ Κόρ. 12:27), Καὶ πὼς ἢ τιμὴ καὶ ἢ ἀτίμωση τοῦ πλησίον εἶναι (τιμὴ καὶ ἀτίμωση) ὅλων μας. “Ἔτσι θὰ εἰρηνεύσεις.
Τοῦ ἁγίου Μαξίμου
Τὴ λύπη ἐκείνου ποὺ σὲ φθονεῖ, μὲ κόπο θὰ τὴ σταματήσεις, γιατί θεωρεῖ συμφορὰ τὸ προτέρημά σου γιὰ τὸ ὅποιο σὲ φθονεῖ• Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὴ σταματήσεις διαφορετικά, παρὰ μόνο ἂν τοῦ τὸ ἀποκρύψεις. “Ἂν ὅμως ὠφελεῖ πολλοὺς τὸ καλὸ ποῦ ἔχεις, ἐνῶ σ’ ἐκεῖνον προξενεῖ λύπη, ποιὰ πλευρὰ θὰ καταφρονήσεις;
Εἶναι βεβαίως ἀνάγκη νὰ ὠφελήσεις τοὺς πολλούς, ἀλλὰ κι αὐτόν, ὅσο μπορεῖς, νὰ μὴν τὸν παραμελήσεις. Οὔτε νὰ παρασυρθεῖς ἀπὸ τὴν ἐμπάθεια, ὥστε, ἀντὶ γιὰ τὸ πάθος τοῦ φθόνου, νὰ πολεμᾶς
ἐκεῖνον ποὺ πάσχει ἀπ’ αὐτό. ‘Ἀλλὰ μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη σου νὰ τὸν θεωρεῖς ἀνώτερό σου, Καὶ σὲ κάθε καιρὸ Καὶ τόπο Καὶ περίσταση νὰ τὸν βάζεις πιὸ πάνω ἀπὸ σένα. ὅσο γιὰ τὸν δικό σου φθόνο, μπορεῖς νὰ τὸν ἀναχαιτίσεις, ἄν, σ’ ἐκεῖνα ποὺ χαίρεται ὁ φθονούμενος, χαίρεσαι κι ἐσὺ μαζί, Καὶ σ’ ἐκεῖνα ποὺ λυπᾶται, λυπᾶσαι κι ἐσύ, ἐκπληρώνοντας τὸ ἀποστολικό, “χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων” (Ρωμ. 12:15).
Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
Ἐκεῖνος ποὺ ἀδικεῖ κρυφὰ εἶναι πιὸ πονηρὸς ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἀδικοῦν φανερά, γι’ αὐτὸ Καὶ κολάζεται σκληρότερα.
Ἐκεῖνος ποὺ δολοπλοκεῖ Καὶ κάνει κακὸ στὰ κρυφά, εἶναι φίδι, κατὰ τὴ Γραφή, ποὺ κάθεται στὸ δρόμο Καὶ δαγκώνει τὸ ἄλογο στὴ φτέρνα (Γέν. 49:17). Ἐκεῖνος ποὺ ταυτόχρονα σὲ ἄλλα ἐπαινεῖ καὶ σὲ ἄλλα κατηγορεῖ τὸν πλησίον, κατέχεται ἀπὸ κενοδοξία καὶ φθόνο. καὶ μὲ τοὺς ἐπαίνους προσπαθεῖ νὰ κρύψει τὸ φθόνο, ἐνῶ μὲ τὶς κατηγορίες παρουσιάζει τὸν ἑαυτό του σὰν καλύτερο ἀπὸ ἐκεῖνον.
Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βόσκουν μαζὶ πρόβατα καὶ λύκοι, ἔτσι εἶναι ἀδύνατον νὰ βρεῖ ἔλεος ἐκεῖνος ποὺ ἀντιμετωπίζει μὲ δόλο τὸν πλησίον του.
Τοῦ ἁγίου Ἔφραιμ
Ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ πονηρὶα σωπαίνει ὅταν ἐλέγχεται, κρύβει μνησικακία στὴν καρδιά του. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ μὲ εἰρήνη καὶ πραότητα ἀπολογεῖται, εἶναι ἀμνησίκακος.
Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ
Ὁ μέγας Γρηγόριος ἐπέστρεφε κάποτε στὴν πόλη του ἀπὸ τὴ γειτονικὴ πόλη Κόμανα. καὶ ἐπειδὴ σὲ ὅλους ἦταν γνωστὸ ὅτι πάνω ἀπ’ ὅλα φρόντιζε γιὰ τὴν ἀνακούφιση ἐκείνων ποὺ εἶχαν ἀνάγκη, δυὸ Ἑβραῖοι, εἴτε ἀποβλέποντας σὲ κάποιο κέρδος εἴτε ἐπιδιώκοντας τὸν ἐμπαιγμό του, ὡς δῆθεν εὐκολόπιστου, παραφύλαξαν στὸ δρόμο, ἀπ’ ὀποῦ θὰ περνοῦσε. καὶ ὁ ἕνας ξάπλωσε ἀνάσκελα στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ ἔκανε τὸν πεθαμένο. Ὁ ἄλλος πάλι, θρηνώντας τάχα τὸ νεκρό, μοιρολογοῦσε ὑποκριτικὰ καὶ φώναζε στὸν ἅγιο, ποὺ περνοῦσε μπροστά τους:
Αὐτὸς ὁ δύστυχος πέθανε ξαφνικά, καὶ κείτεται γυμνός, ἀπροετοίμαστος γιὰ τὴν ταφή! Σὲ παρακαλῶ, ἄνθρωπέ μου, μὴν παραβλέψεις τὸ ἱερὸ χρέος, ἀλλὰ νὰ λυπηθεῖς τὴ φτώχειά του καὶ νὰ προσφέρεις κάτι, ὅτι ἔχεις, γιὰ νὰ μπεῖ τελευταῖο στολίδι στὸ σῶμα του.
Αὐτὰ ἔλεγε καὶ ἔτσι ἱκέτευε τὸν ἅγιο ὁ Ἑβραῖος. Κι ἐκεῖνος, χωρὶς καθόλου νὰ ἐξετάσει τὴν ὑπόθεση, ἔβγαλε τὸ μανδύα του, τὸν ἔριξε πάνω στὸν ξαπλωμένο καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του.
Μόλις προσπέρασε κι ἔμειναν μόνοι τους οἱ ἐμπαῖκτες, ἐκεῖνος ὁ ἀπατεώνας ἄλλαξε τὸν ψεύτικο θρῆνο σὲ γέλιο. Καγχάζοντας ἀπὸ εὐχαρίστηση γιὰ τὸ κέρδος, ποὺ ἀποκόμισαν μὲ τὴν ἀπάτη, προκαλοῦσε τὸν ξαπλωμένο σύντροφό του νὰ σηκωθεῖ. Ὁ ἄλλος ὅμως ἔμενε στὴν ἴδια θέση, χωρὶς ν’ ἀκούει τίποτε ἀπ’ ὅσα τοῦ ἔλεγε!
Φώναξε πιὸ δυνατά. Τὸν σκούντησε καὶ μὲ τὸ πόδι του. Αὐτὸς ὅμως οὔτε τὴ φωνὴ ἄκουσε οὔτε τὸ χτύπημα ἔνιωσε. Ἦταν πάντα ξαπλωμένος στὴν ‘ίδια στάση. Ἦταν νεκρός! Μόλις ἔπεσε πάνω του ὁ μανδύας, τὸν βρῆκε στ’ ἀλήθεια ὁ θάνατος, ποὺ ὑποκρινόταν γιὰ νὰ ἐξαπατήσει τὸν ἅγιο. Ἔτσι δὲν ἔπεσε ἔξω ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ γιὰ τὸ σκοπὸ ποὺ ἔδωσε τὸ μανδύα του, γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ κείνους ποὺ τὸν πῆραν.
Ἂν τώρα τὸ ἀποτέλεσμα τοῦτο, ποὺ ἔφεραν ἡ πίστη καὶ ἡ δύναμη τοῦ μεγάλου Γρηγορίου, φαίνεται σκληρὸ καὶ θλιβερό, ἂς μὴν παραξενεύεται κανείς. Ἂς θυμηθεῖ τὸν ἀπόστολο Πέτρο. Γιατί κι ἐκεῖνος φανέρωνε τὴ δύναμη ποὺ εἶχε ὄχι μόνο μὲ εὐεργεσίες, θεραπεύοντας τὶς ἀρρώστιες τῶν ἀνθρώπων καὶ μὲ τὴ σκιὰ τοῦ σώματος τοῦ μονάχα (Πράξ. 5:15), ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καταδίκη σὲ θάνατο τοῦ Ἀνανια, ποὺ καταφρόνησε τὴ δύναμη (τοῦ Ἁγίου Πνεύματος), ἡ ὁποία ἐνοικοῦσε στὸν ἀπόστολο (Πράξ. 5:1-11). Καὶ τοῦτο, νομίζω, γιὰ νὰ συνετισθοῦν μὲ τὸ φόβο ὅσοι ἀπὸ τὸ λαὸ εἶχαν τάσεις καταφρονήσεως καὶ νὰ παιδαγωγηθοῦν ἀπὸ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο παράδειγμα, ὥστε νὰ μὴν πέσουν σὲ ὅμοια σφάλματα.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!