Ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Μήνα τοῦ καλλικέλαδου
Ο ΑΓΙΟΣ Μηνὰς μίλησε μὲ πολὺ θάρρος γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ στὸν ἔπαρχο Ἐρμογένη, ποὺ καθόταν τότε στὸ βῆμα σὰν δικαστῆς καὶ τιμωρός του. Τὸν διαβεβαίωνε, ὅτι μπορεῖ νὰ κατορθώσει μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος Τοῦ τὰ πάντα, καὶ ἀρρώστιες σοβαρὲς καὶ παθήσεις ἀνίατες νὰ θεραπεύσει, μὰ καὶ τ’ ἄλλα, ὅσα μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ. Σὰν μάρτυρα μάλιστα ὅσων ἔλεγε, πρότεινε τὸ λαὸ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ.
Τότε ὁ ἔπαρχος τοῦ λέει:
Αὐτὴ τὴ στιγμὴ θ’ ἀποδείξω, ὅτι λὲς ἀνοησίες καὶ καυχιέσαι μάταια. Γιατί σὰν θὰ κόψω ἢ θὰ κάψω κάποιο ἀπὸ τὰ μέλη σου, κι ἐσύ, ποῦ προσκυνᾶς τὸ Χριστό, δὲν θὰ μπορέσεις νὰ τὸ ἀποκαταστήσεις, πῶς θὰ μᾶς πείσεις, ὅτι στ’ ἀλήθεια μπορεῖς νὰ δώσεις σὲ ἄλλους αὐτὰ ποῦ δὲν ἔχεις τὴ δύναμη νὰ προσφέρεις στὸν ἑαυτό σου;
Εὔχομαι, ἔπαρχε, ἀπάντησε ὁ ἅγιος, νὰ δοκιμάσεις σὲ μένα τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ἔχω τὴν πεποίθηση, ὅτι θὰ ἐγκαταλείψεις ἀμέσως τὸ τωρινό σου ἀξίωμα καὶ θὰ γίνεις κι ἐσὺ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἀναγνωρίζουν σὰν ἀρχηγὸ τοὺς τὸ Χριστό!
Τότε λοιπὸν ὁ ἔπαρχος, ζητώντας ἀπὸ τὴ μία νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ὀργή του, ἀλλὰ καὶ ἐλπίζοντας ἀπὸ τὴν ἄλλη ν’ ἀποδείξει μπροστὰ σὲ ὅλους πὼς ἦταν ψέματα ὅσα εἶχε πεῖ ὁ ἅγιος, προστάζει νὰ γδάρουν μὲ μαχαίρια ὁλόκληρή τη σάρκα τοῦ πέλματος τῶν ποδιῶν του, ὀποῦ στηρίζονται οἱ δυὸ βάσεις (τοῦ σώματος)• κι ἔτσι νὰ στέκεται πάνω σὲ γυμνὰ κόκαλα ὅταν θὰ τοῦ ἔκαναν ἐρωτήσεις γιὰ τοὺς θεούς, ὥστε ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς πόνους, ποὺ θὰ τοῦ τρυποῦσαν τὴν καρδιά, νὰ δυσκολεύεται στὶς ἀποκρίσεις καὶ τοὺς συλλογισμούς. Καθὼς λοιπὸν τοῦ ἔσκιζαν ἀνελέητα τὴ σάρκα μὲ τὰ μαχαίρια, καθὼς τοῦ ἔσπαζαν τὴ φλέβα ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ, καθὼς τοῦ ἔκοβαν τὰ νεῦρα ποὺ τοῦ ἐξασφάλιζαν τὴν κίνηση, ὁ ἅγιος ἀναστέναζε γιὰ λίγη ὥρα – σὰν νὰ ὑποχωροῦσε τότε ἡ θεία χάρη γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν ἀθλητή, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ τοῦ δώσει ἀφορμὲς στεφανιῶν, μία καὶ τὰ στεφάνια εἶναι ὁπωσδήποτε καρποὶ τῶν ἀγώνων – ἔκανε ὅμως ὑπομονὴ στοὺς πόνους.
Μόλις σταμάτησαν πάντως νὰ τὸν βασανίζουν, ἀμέσως πετάχτηκε ὄρθιος καὶ στάθηκε πάνω στὰ κόκαλα μόνο (τῶν πελμάτων
τοῦ), ψάλλοντας:
– “Ὁ πούς μου ἐστη ἐν εὔθυτητι• ἐν ἔκκλησιαις εὐλογήσω σέ, Κύριε” (Ψαλμ. 25:12).
Ὁλόγυρα ἀπ’ τὰ πόδια τοῦ ἔτρεχε ποτάμι τὸ αἷμα, ἀλλὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἔλαμπε καὶ ἡ ψυχῆ του ἦταν ἀδείλιαστη μπροστὰ στοὺς κινδύνους.
Παρευθὺς οἱ θεατὲς τὸν χειροκρότησαν σὰν νικητή. καὶ ὁ ἔπαρχος, θέλοντας καὶ τὸ ντρόπιασμα νὰ γλιτώσει ἀλλὰ συνάμα καὶ τὸν ἀντίπαλό του ν’ ἀφοπλίσει καὶ ν’ ἀχρηστέψει, γιὰ νὰ τὸν καταβάλει ἔτσι εὔκολα, προστάζει ἀμέσως νὰ κοπεῖ ἡ γλώσσα τοῦ μάρτυρα ἀπὸ τὴ ρίζα της. καὶ τὶς κόρες τῶν ματιῶν μου ἂν ἀποσβήσεις, εἶπε ὁ ἅγιος, οὔτε καὶ τότε θὰ σκοντάψω. “Λύχνος γὰρ τοὶς ποσί μου ὁ νόμος τὸν Χριστοῦ” (πρβλ. Ψαλμ. 118:105). Θαρρετὰ ὅμως σου τὸ λέω, πὼς ἂν ἐγὼ χάσω τὴ γλώσσα μου, τότε ἐσὺ θ’ ἀποκτήσεις γλώσσα λαμπρόφωνη, ποὺ θὰ ψάλλει τὰ μεγαλεῖα τοῦ Χριστοῦ!
καὶ τοῦτο ἔγινε (πραγματικά) ἀργότερα, ὅπως τὸ προεῖπε ὁ ἅγιος.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸ Χριστὸ ν’ ἀπολαύσει πάλι, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, καὶ τὰ πόδια καὶ τὰ μάτια καὶ τὴ γλώσσα του, καὶ παρουσιάστηκε τὴν ἄλλη μέρα στὸ στάδιο σωματικὰ ἀκέραιος, ἔκανε καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἔπαρχο νὰ πιστέψει καὶ νὰ τὸν συντροφέψει στὸ μαρτύριο.
Ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Λογγίνου τοῦ ἑκατόνταρχου
Μόλις ὁ Πιλάτος πῆρε ἀπὸ τὸν Καίσαρα (Τιβέριο) γράμμα, ποὺ ὅριζε τὴν καταδίκη σὲ θάνατο τοῦ Λογγίνου γιὰ τὴν πίστη τοῦ στὸ Χριστό, ἀμέσως τὸ δίνει, ὅπως ἦταν, στοὺς Ἰουδαίους, καὶ στέλνει, γιὰ τὴ θανάτωση τοῦ ἁγίου, ἀνθρώπους, ποὺ ἦταν πρόθυμοι (νὰ κάνουν μία τέτοια πράξη).
Ἐκεῖνοι λοιπόν, Ἀφοῦ ἔφτασαν στὴν Καππαδοκία καὶ ἔμαθαν ὅτι ὁ Λογγίνος ζεῖ ἀσκητικὰ σὲ κάποιο πατρικό του κτῆμα, πηγαίνουν ἀμέσως ἐκεῖ καὶ πιάνουν κουβέντα μαζί του, χωρὶς νὰ ξέρουν πὼς εἶναι ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὅποιο σὲ τόσους κόπους μπῆκαν καὶ τόσο δρόμο ἔκαναν. Γι’ αὐτὸ ρωτοῦσαν καὶ τὸν ἴδιο, ποιὸς ἦταν ὁ Λογγίνος καὶ ποιὸς ὁ ἀγρὸς ὀποῦ ἔμενε. Ἐπειδὴ λοιπόν, τὴν ὥρα ἐκείνη, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀποκάλυψε τὰ πάντα στὸ Λογγίνο, (ὁ ἅγιος) στράφηκε ἤρεμα πρὸς τὸ μέρος τους, καὶ τοὺς λέει μὲ φωνὴ ὅλο πραότητα καὶ καλοσύνη:
Ἀκολουθῆστε μέ, καὶ θὰ σᾶς δείξω ἐγὼ αὐτὸν ποὺ ζητᾶτε.
Τότε λοιπὸν ὁ μακάριος, νιώθοντας λὲς εὐφροσύνη καὶ ἀπολαμβάνοντας ἀπὸ τώρα τὴ μελλοντικὴ ἡδονὴ καὶ κάνοντας δεκτὸ μὲ χαρὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο πρὶν ἀκόμα μαρτυρήσει, ἄρχισε νὰ μονολογεῖ:
“Ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν ἐναγγελιζομένων τὰ ἀγαθά!” (Ρωμ. 10:15. Πρβλ. Ἡσ. 52:7). Τώρα θὰ δῶ ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανούς! Τώρα θὰ γνωρίσω τὴ δόξα τοῦ Πατρός! Τώρα θ’ ἀνέβω πανευφρόσυνα, μὲ νικητήριες ἐπευφημίες καὶ ἔνδοξα τρόπαια, στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὴν πατρίδα τῶν ἀγγέλων καὶ τὴ μητρόπολη τῆς χορείας τῶν “Ἁγίων Πάντων. Τώρα βγάζω ἀπὸ πάνω μου τὸν χωμάτινο χιτώνα καὶ ἀφήνω τὰ πολυστέναχτα δεσμὰ τῆς σάρκας. Τώρα ξεντύνομαι τὴ φθορὰ καὶ ντύνομαι μὲ χαρὰ τὴν ἀφθαρσία. Φεύγω ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ τὶς φουρτοῦνες της, μὲ τὰ μεγάλα κύματα καὶ τὰ φοβερὰ ναυάγια, καὶ φτάνω στὸ ἀληθινὸ καὶ μοναδικὸ λιμάνι, ὀποῦ θὰ 6ρώ τὴν ἄλυπη καὶ αἰώνια ζωή. Νὰ χαίρεσαι, ψυχή μου, τώρα ποὺ φεύγεις γιὰ τὸν Πλάστη σου! “Ἂς λάμψει ἀπὸ χαρὰ τὸ πρόσωπό σου – αὐτὸ ζητάει τώρα ἡ περίσταση! Κι ἐκείνους ποὺ θὰ σοῦ χαρίσουν τόσα ἀγαθά, νὰ τοὺς ὑποδεχθεῖς φιλόφρονα, Λογγίνε! Νὰ προσφέρεις πλούσιο γεῦμα σ’ αὐτούς, ποὺ σὲ καλοῦν στὸ Βασιλικὸ Δεῖπνο!
Μετὰ ἀπ’ αὐτὸν τὸ μονόλογο, ὁ Λογγίνος ὁδηγεῖ τοὺς ἐπισκέπτες τοῦ στὸ σπίτι του. καὶ ἀφοῦ τοὺς φιλοξένησε πλουσιοπάροχα, ἀρχίζει μετὰ τὸ δεῖπνο νὰ τοὺς ρωτάει πάλι γιὰ ποιὸ λόγο εἶχαν ἔρθει καὶ γιατί ἀναζητοῦσαν τόσο ἐπίμονα τὸ Λογγίνο. Κι ἐκεῖνοι, ἀφοῦ πρῶτα τὸν ὅρκισαν νὰ μὴ φανερώσει σὲ κανένα τὸ μυστικό, τοῦ λένε τί ἔγραψε ὁ Καίσαρας στὸν Πιλάτο, καὶ ὅτι ἦρθαν γιὰ ν’ ἀποκεφαλίσουν τὸ Λογγίνο μαζὶ μὲ δυὸ στρατιῶτες.
Ὅταν ὁ ἅγιος ἔμαθε καὶ τὸ ποὶοι ἦταν οἱ ἄλλοι δυὸ ποὺ θὰ θανατώνονταν μαζί του – ἐκεῖνοι δηλαδὴ ποὺ προτίμησαν (ν’ ἀκολουθήσουν) τὸ Χριστὸ παρὰ νὰ γίνουν πληρωμένα ὄργανα τῶν Ἰουδαίων – καὶ ἐπειδὴ πρὶν ἀπὸ λίγο εἶχαν φύγει, εἰδοποίησε νὰ ἔρθουν πάλι γρήγορα πίσω, γιὰ ν’ ἀπολαύσουν μαζί του τὰ μοναδικὰ ἀγαθά.
Ἔτσι λοιπόν, ἀφοῦ φιλοξένησε τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Πιλάτου μία καὶ δεύτερη μέρα, τὴν τρίτη τους πῆρε μαζί του σ’ ἕναν ἀγρό, περιμένοντας ἐκείνους ποὺ κάλεσε. καὶ σὰν ἔμαθε πὼς ἔφταναν, λέει παρευθὺς στοὺς ἀνθρώπους τοῦ Πιλάτου:
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Λογγίνος ποὺ ζητᾶτε!
Στὴν ἀρχὴ δυσπιστοῦσαν. Γιατί πῶς νὰ πιστέψουν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ μελλοθάνατος, ὅταν τὸν ἔβλεπαν ν’ ἀντιμετωπίζει μὲ τόση χαρὰ τὸν κίνδυνο;
Μόλις ὅμως βεβαιώθηκαν πιὰ πὼς εἶναι ἐκεῖνος καὶ δὲν τοὺς ἔμενε καμιὰ ἀμφιβολία, τὸ πῆραν βαριά. Τοὺς ἔπνιξαν οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως.
Ὢ κακότυχο δεῖπνο! ἔλεγαν. Ὢ πικρὴ φιλοξενία! Πῶς ἔκανες, φίλε Λογγίνε, τέτοιο πράγμα; Γιατί τὸ σπίτι σου δέχθηκε ἐκείνους ποῦ ἦρθαν νὰ σὲ θανατώσουν; Θάνατός σου γίνεται αὔτη ἡ φιλοξενία! Τὸν ἑαυτό σου θὰ προσφέρεις σὰν ἐπιδόρπιο στὸ τραπέζι! Ληστές σου βγῆκαν οἱ φιλοξενούμενοί σου -τί παράδοξο! τί ἄλλο θὰ μποροῦσες νὰ κάνεις, γιὰ νὰ δώσεις τόση λύπη σ’ ἐκείνους ποῦ ἦρθαν νὰ πραγματοποιήσουν τὴ σφαγή σου; Φύγε λοιπόν, παίρνοντας σὰν ἀνταμοιβὴ τῆς φιλοξενίας σου τὴ λύτρωση ἀπ’ τὸ θάνατο. Δὲν ἀντέχουμε νὰ βάλουμε πάνω σου τὸ ξίφος. Κοκκινίζουμε, (καθὼς ἀναλογιζόμαστε) τὸ πλούσιο τραπέζι(πού μας παρέθεσες). Ντρεπόμαστε αὐτὸν ποὺ μὲ τόση φροντίδα μας φιλοξένησε. Τὸ χέρι παραλύει μπροστὰ στὸ φόνο. Ὁ νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ σκεφτεῖ τοῦ εὐεργέτη τὸ θάνατο. Προτιμότερος εἶναι ὁ κίνδυνος (τῆς τιμωρίας μας) ἀπὸ τὸν Πιλάτο παρὰ ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως. Εἴμαστε ἕτοιμοι ὅλα νὰ τὰ ὑποφέρουμε, παρὰ νὰ πληρώσουμε μὲ τέτοιο νόμισμα τὸ Λογγίνο.
Αὐτὰ ἔλεγαν μὲ πολλὴ θλίψη οἱ στρατιῶτες στὸ μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν μποροῦσαν ὅμως νὰ πείσουν τὸ Λογγίνο. Ὁ ἀληθινὰ γενναῖος τούς ἀπάντησε μὲ γενναιότητα:
– Γιατί, ἀγαπητοί μου, δείχνετε φθόνο γιὰ τὰ μεγάλα ἀγαθά(ποῦ μὲ περιμένουν); Γιατί μοιρολογᾶτε μὲ τόσο πόνο γιὰ τὸ θάνατό μου; Δὲν εἶναι γιὰ μένα θάνατος αὐτὸς ἐδῶ, ἀλλὰ ζωῆς ἀπαρχή. Θάνατος στ’ ἀλήθεια εἶναι γιὰ μένα μᾶλλον ἡ παραμονὴ ἐδῶ στὴ γῆ, γιατί δὲν βρίσκομαι κοντὰ στὸν Κύριό μου καὶ δὲν ἀπολαμβάνω τὴν οὐράνια μακαριότητα. Τὸ τέλος θὰ μοῦ φέρει τέλος τῶν κακῶν καὶ ὄχι τέλος τῆς ζωῆς. Ἀπεναντίας, θὰ μὲ μεταφέρει στὴν πραγματικὰ αἰώνια ζωή.
Τὴν ὥρα ποὺ μιλοῦσε ὁ Λογγίνος, λέγοντας αὐτὰ καὶ ἄλλα περισσότερα καὶ προσπαθώντας νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Πιλάτου νὰ κάνουν ὅτι εἶχαν διαταχθεῖ, καταφθάνουν καὶ οἱ στρατιῶτες, ποὺ εἶχαν καταδικαστεῖ μαζί του σὲ θάνατο. Καθὼς τοὺς εἶδε, τὸ πρόσωπο τοῦ φωτίστηκε. Ἁπλώνει τὸ δεξί του χέρι καὶ τὸ τυλίγει γύρω ἀπ’ τὸν τράχηλό τους. Ἔπειτα φιλάει μὲ στοργὴ τὰ μάτια τους καὶ τοὺς λέει:
Χαίρετε, στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας Του! Εἶναι κιόλας ἀνοιγμένη γιὰ μᾶς ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Οἱ ἄγγελοι περιμένουν νὰ παραλάβουν τὶς ψυχές μας καὶ νὰ τὶς ὁδηγήσουν κοντὰ στὸν μονογενῆ Υἱὸ (τοῦ Θεοῦ). Γι’ αὐτὸ λοιπὸν – στράφηκε τώρα στοὺς ἀπεσταλμένους – κάντε αὐτὸ ποὺ προσταχθήκατε!
Ὕστερα φόρεσε καθαρὰ ροῦχα, ποὺ τοῦ ἔφεραν ἀπὸ τὸ σπίτι -λὲς καὶ τὸν εἶχαν καλέσει σὲ γάμο-, καὶ βιαζόταν νὰ πάει! γονάτισε μαζὶ μὲ τοὺς συντρόφους του καὶ τελείωσε μ’ αὐτοὺς τὸν ἀγώνα… Ὤ, τί μακάριο τέλος! Ἀποκεφαλίστηκαν καὶ κατατάχθηκαν στὴ χορεία τῶν ἁγίων μαρτύρων.
Ἀπὸ τὸ βίο τῆς ἁγίας Θεοδώρας τῆς ἐν Ἀλεξάνδρειᾳ
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ποὺ ἀσκοῦνταν μαζὶ μὲ τὴν ἁγία Θεοδώρα (στὸ ἴδιο μοναστήρι, ὀποῦ ἐκείνη εἶχε ἐγκαταβιώσει σὰν ἄνδρας εὐνοῦχος μὲ τὸ ὄνομα Θεόδωρος), τρυπήθηκαν ἀπὸ τὸ ἀγκάθι τοῦ φθόνου, καθὼς ἔβλεπαν τὴ μακαριὰ νὰ φτάνει σὲ ὕψη ἀρετῆς. Τὴ στέλνουν λοιπὸν κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἡγούμενο σὲ κάποιο ἀσκητήριο, γιὰ νὰ μεταφέρει ἐκεῖ μία ἐπιστολή, ποὺ τῆς ἔδωσαν. Ἡ ἐπιστολὴ ἀφοροῦσε τάχα ἐπεῖγον ζήτημα, ποὺ ἀπαιτοῦσε ἄμεση λύση. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ὅλο τοῦτο ἦταν μηχανορραφία -ἀφοῦ ἄλλωστε ἡ δουλειὰ στήθηκε μέσα στὴ νύχτα – γιὰ νὰ κατασπαραχθεῖ ἡ ἁγία ἀπὸ τ’ ἄγρια θηρία. Γιατί ἐκεῖνος ὁ δρόμος, (ἀπ’ ὀποῦ θὰ περνοῦσε), ἦταν ἔρημος καὶ γεμάτος ἀγρίμια μόνο. Ἡ ἐπιβουλὴ ὅμως ὄχι μόνο πῆγε χαμένη γιὰ τὸν ἀντίπαλό μας (διάβολο), ἀλλὰ μᾶλλον τὸ ἀντίθετο ἔγινε ἀπ’ ὅτι ἐκεῖνος μηχανεύτηκε.
Καθὼς δηλαδὴ περιπλανιόταν στὸ δρόμο ἡ ὁσία, τὴν πλησιάζει, μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἕνα θηρίο καὶ τῆς γίνεται ἀλάθητος ὁδηγός, ὥσπου τὴν ἔφερε ἔξω ἀπὸ τὴ μονή, ὀποῦ τὴν εἶχαν στείλει. Μὰ καὶ τότε ἀκόμα (τὸ θηρίο) δὲν ἔφυγε. Ὅταν μπῆκε ἐκείνη μέσα, τὴν ἀκολούθησε κι αὐτό. καὶ καθὼς ἡ Ἁγία προχώρησε γιὰ νὰ δώσει στὸν ἡγούμενο τὴν ἐπιστολή της, τὸ ἀγρίμι χίμηξε στὸν πορτάρη. Λίγο ἀκόμα καὶ θὰ τὸν ξέσκιζε, ἂν ἐκεῖνος δὲν ἔβαζε τὶς φωνὲς – γιατί ἔτσι μαζεύτηκαν πολλοί, καὶ μαζί τους ἡ μακαριά(Θεοδώρα), ποὺ γύρισε πίσω. Μόλις κατάλαβε ποιὰ ἦταν ἡ αἰτία τῆς φασαρίας καὶ καθὼς βρῆκε τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνεται κιόλας τροφὴ τοῦ θηρίου, τὸ ἅρπαξε μεμιᾶς ἀπ’ τὸ φάρυγγα (καὶ τὸ ἀκινητοποίησε). Ἔτσι γλίτωσε τὸν πορτάρη ἀπὸ τὸ θάνατο. Μετὰ ἄλειψε μὲ λάδι τὶς πληγές του καί, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνον τὸν ἄφησε τελείως καλά, ὅπως ἦταν πρίν, ἐνῶ τὸ θηρίο τὸ ἔκανε νὰ πέσει ἀμέσως κάτω καὶ νὰ σκάσει.
Ὅλα αὐτὰ ἡ ἁγία ἤθελε νὰ μείνουν ἄγνωστα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν φανέρωσε τίποτα στοὺς μοναχοὺς μετὰ τὴν ἐπιστροφή της. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ εὐεργετήθηκαν, ἔρχονται πρωί-πρωὶ καὶ διηγοῦνται μόνοι τους τὸ περιστατικό.
Μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Θεοδώρου, ἔλεγαν, σώθηκε ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τραγικὸ θάνατο. Τὸ λαρύγγι ἑνὸς θηρίου μας ἔδωσε πίσω
χάρισμα ἐκεῖνον, ποὺ εἶχε κιόλας ἁρπάξει γιὰ νὰ καταβροχθίσει…
Ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηρῖου ἄκουγε κατάπληκτος τὰ λόγια τους, καὶ ρωτοῦσε μὲ ἀπορία, ποιὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔστειλε ἐκεῖ πέρα τὸ Θεόδωρο. Καθὼς ὅμως ὅλοι ἔκαναν τοὺς ἀνήξερους, ἔριξε τὴ ματιά του στὴ μακαριὰ καὶ τῆς εἶπε:
Ποιὸς εἰν’ αὐτός, Θεόδωρε, ποῦ σὲ ὑποχρέωσε νὰ πᾶς ἀργὰ μὲς στὴ νύχτα ὡς ἐκεῖ, μὲ ὁλοφάνερο κίνδυνο τῆς ζωῆς σου; καὶ τώρα, κοιτάξτε τὸν ἀναπλασμὸ μίας ἄδολης ψυχῆς, ποὺ ἤθελε καὶ τὴ δική της ταπείνωση νὰ φυλάξει καὶ τοὺς ἀδελφοὺς νὰ μὴν κατηγορήσει:
Ἐπειδὴ τὴν ὥρα ἐκείνη ἦταν βαριὰ ἀπὸ τὴ νύστα καὶ τὰ σωματικὰ καὶ τὰ ψυχικά μου μάτια, δὲν εἶμαι τώρα σὲ θέση νὰ πῶ
ὀνομαστικὰ ποιοὶ μὲ ἔστειλαν.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε:
Σὲ καμιὰ περίπτωση ἡ κακία δὲν ἐξουδετερώνεται μὲ τὴν κακία. Ἂν λοιπὸν κάποιος σὲ βλάψει, ἐσὺ εὐεργέτησε τὸν, γιὰ νὰ ἐξουδετερώσεις τὴν κακία μὲ τὴν καλοσύνη.
Ἔλεγαν γιὰ κάποιον ἀδελφό, ὅτι ἔμπαινε στὸ κελὶ ἑνὸς μεγάλου γέροντα, γείτονά του, καὶ ἔκλεβε. καὶ ὁ γέροντας, μολονότι τὸν ἔβλεπε, δὲν τοῦ ἔλεγε τίποτα. Ἀπεναντίας, δούλευε πιὸ πολύ, λέγοντας (μέσα του):Ἴσως ἔχει ἀνάγκη ὁ ἀδελφός. Ἦταν πάντως ὅλο στενοχώρια ὁ γέροντας, γιατί ἐξοικονομοῦσε μὲ δυσκολία τὸ ψωμί του. Λίγο ἀργότερα, καθὼς πλησίαζε στὸ τέλος του, μαζεύτηκαν γύρω τοῦ οἱ ἀδελφοί. Καὶ βλέποντας (ἀνάμεσά τους) ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔκλεβε, τοῦ λέει:
Ἔλα κοντά μου…(Μόλις ὁ ἀδελφὸς πλησίασε, ὁ γέροντας ἔπιασε) Καὶ καταφίλησε τὰ χέρια του.
Εὐχαριστῶ τὰ χέρια τοῦτα, εἶπε, γιατί μὲ τὴ συνεργεῖα τοὺς πηγαίνω στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν!…
Ὁ ἀδελφὸς κατανύχθηκε (ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά), μετανόησε Καὶ ἔγινε ἀγωνιστὴς μοναχός, (παραδειγματισμένος) ἀπὸ τὶς πράξεις ποὺ εἶδε (νὰ κάνει) ὁ μεγάλος γέροντας.
Ἕνας γέροντας εἶπε:
Ἂν ἀκούσεις ὅτι κάποιος σὲ μισεῖ Καὶ σὲ κακολογεῖ, δῶσε του ἢ στεῖλε του μία μικρὴ εὐλογία, (ἕνα μικρὸ δῶρο), ὅτι μπορεῖς, γιὰ νὰ ἔχεις τὴν παρρησία νὰ πεῖς τὴν ὥρα τῆς Κρίσεως:
Κύριε, “ἅφες ἠμὶν τὰ ὄφειληματα ἠμῶν, ὡς καὶ ἠμεῖς ἄφιεμεν τοὶς ὄφειλεταις ἠμῶν” (Ματθ. 6:12)”.
Τοῦ ἀββᾶ Ζωσιμᾶ
Ἂν φέρεις στὸ νοῦ σου κάποιον ποὺ σὲ λύπησε ἢ σὲ πρόσβαλε ἢ σὲ ζημίωσε, πρέπει νὰ τὸν θεωρήσεις σὰν γιατρό, σταλμένο ἀπὸ τὸ Χριστό, Καὶ νὰ τὸν ἔχεις σὰν εὐεργέτη. Γιατί αὐτὸ καθεαυτὸ τὸ ὅτι πονᾶς μ’ ἐκεῖνα (πού σου ἔκανε), δείχνει πὼς ἡ ψυχῆ σου εἶναι ἄρρωστη. “Ἂν δὲν ἤσουν ἄρρωστος, δὲν θὰ ἔπασχες. Ὀφείλεις λοιπὸν νὰ εὐχαριστεῖς τὸν ἀδελφὸ Καὶ νὰ προσεύχεσαι γι’ αὐτόν, ἐπειδὴ ἐξαιτίας τοῦ γνώρισες τὴν ἀρρώστια σου. Καὶ νὰ δέχεσαι ὅσα σου κάνει σὰν θεραπευτικὰ φάρμακα, πού σου ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς. “Ἂν ὅμως πικραίνεσαι ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ, εἶναι σὰν νὰ λὲς ἔμμεσα στὸν Ἰησοῦ: “Δὲν θέλω τὰ φάρμακά σου! Θέλω νὰ σαπίσω στὰ τραύματά μου! Ὁποῖος λοιπὸν θέλει νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὰ “ψυχικὰ τοῦ τραύματα, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ὑπομείνει ὅσα ἐπιβάλλει ὁ γιατρός, ὅποια κι ἂν εἶναι αὐτά. Ἄλλωστε, οὔτε ὁ σωματικὰ ἄρρωστος ἐγχειρίζεται ἢ καυτηριάζεται ἢ πίνει καθάρσιο μὲ εὐχαρίστηση. Ἀπεναντίας, καὶ ἡ θύμησή τους ἀκόμα τοῦ προκαλεῖ ἀηδία. Πείθει ὅμως τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ λυτρωθεῖ ἀπ’ τὴν ἀρρώστια ἀλλιῶς, πάρα μόνο μ’ αὐτά. Ἔτσι τὰ σηκώνει μὲ γενναιότητα, εὐχαριστώντας μάλιστα τὸ γιατρό, γιατί γνωρίζει ὅτι μὲ λίγη ἀηδία γλιτώνει ἀπὸ πολυχρόνια ἀσθένεια. Καυτήρας τοῦ Ἰησοῦ εἶναι αὐτὸς ποὺ σὲ προσβάλλει ἢ σὲ βρίζει, λυτρώνοντας σὲ ἔτσι ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Καθάρσιο τοῦ Ἰησοῦ εἶναι αὐτὸς ποὺ σὲ ζημιώνει, καθαρίζοντας σὲ ἔτσι ἀπὸ τὴν πλεονεξία. Ἂν λοιπὸν ἀποφεύγεις πειρασμὸ ὠφέλιμο, ἀποφεύγεις τὴν αἰώνια ζωή. Γιατί ποιὸς χάρισε λ.χ. στὸν ἅγιο Στέφανο τέτοια δόξα, σὰν κι αὔτη ποῦ τοῦ ἐξασφάλισαν ἐκεῖνοι ποῦ τὸν λιθοβόλησαν;
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!