Ἡ πίστη εἶναι κανόνας τῆς ζωῆς· ὅπως ἀκριβῶς πιστεύουμε, ἔτσι πρέπει καὶ νὰ ζοῦμε. Γιατί ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ἡ ζωή μας δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν πίστη μας, τότε ἡ πίστη εἶναι νεκρὴ καὶ δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτε. «Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου (λέγει ὁ θεῖος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος), ἐὰν πίστιν τὶς λέγει ἐχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχη; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρόν ἐστι, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς ἔργων νεκρά ἐστι».
Καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἐξηγώντας ἐκεῖνο τὸ ρητό του Χριστοῦ «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοὶ Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἂλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου», λέγει: «Βούλεται ἐνταύθα δεῖξαι ὅτι ἡ πίστις οὐδὲν ἰσχύει χωρὶς τῶν ἔργων». Θέλει δηλαδὴ νὰ πεῖ ὅτι ἡ πίστη χωρὶς τὰ ἔργα εἶναι ἕνα λείψανο πίστεως. Δὲν ἐνεργεῖ σὲ τίποτε.
Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει ὅτι εἶναι χριστιανός, ἀλλὰ δὲν ζεῖ σὰν χριστιανός, ἃς μὴ ἐλπίζει σὲ σωτηρία. Γιὰ νὰ σωθεῖ χρειάζεται καὶ ἡ ἀληθινὴ πίστη καὶ ἡ σωστὴ ζωή. Μ’ αὐτὰ τὰ δύο μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Μ’ αὐτὲς τὶς δύο φτεροῦγες μπορεῖ νὰ πετάξει γιὰ τὸν Παράδεισο.