Στὴ μήτρα μίας μητέρας βρίσκονται δυὸ μωρά. Τὸ ἕνα ρωτᾶ τὸ ἄλλο: «Πιστεύεις στὴ ζωὴ μετὰ τὸν τοκετό;» κι ἐκεῖνο ἀπάντησε, «Γιατί ρωτᾶς; Φυσικά. Κάτι θὰ ὑπάρχει μετὰ τὸν τοκετό. Μπορεῖ νὰ εἴμαστε ἐδῶ γιὰ νὰ προετοιμαστοῦμε, γιὰ αὐτὸ τί θὰ ἀκολουθήσει ἀργότερα.» «Ἀνοησίες», εἶπε τὸ πρῶτο. «Δὲν ὑπάρχει ζωὴ μετὰ τὸν τοκετό. Τί εἴδους ζωὴ θὰ ἦταν αὐτή»;
Τὸ δεύτερο εἶπε, «Δὲν ξέρω, ἀλλὰ θὰ ὑπάρχει περισσότερο φῶς ἀπὸ ὅτι ἐδῶ. Ἴσως νὰ περπατᾶμε μὲ τὰ πόδια μας καὶ νὰ τρῶμε μὲ τὸ στόμα. Ἴσως νὰ ἔχουμε περισσότερες αἰσθήσεις ποὺ δὲν μποροῦμε κὰν νὰ φανταστοῦμε τώρα».
Τὸ πρῶτο ἀποκρίθηκε: «Αὐτὸ εἶναι παράλογο! Τὸ περπάτημα εἶναι ἀδύνατο. Καὶ νὰ τρῶμε μὲ τὸ στόμα; Γελοῖο! Ὁ ὀμφάλιος λῶρος μας δίνει τὴν τροφὴ καὶ ὅλα ὅσα χρειαζόμαστε. Ἀλλὰ ὁ ὀμφάλιος λῶρος εἶναι πολὺ κοντός. Ὅποτε, ἡ ζωὴ μετὰ τὸν τοκετό, λογικά, ἀποκλείεται».
Τὸ δεύτερο ὡστόσο ἐπέμενε, «Λοιπόν, νομίζω ὅτι ὑπάρχει κάτι καὶ ἴσως εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ ὅ,τι εἶναι ἐδῶ. Ἴσως νὰ μή μας χρειάζεται αὐτὸ τὸ φυσικὸ ‘καλώδιο’ πιά».
Καὶ τὸ πρῶτο ἀπάντησε, «Ἀνοησίες. Καὶ ἐπιπλέον, ἂν ὑπάρχει ζωή, τότε γιατί ποτὲ κανεὶς δὲν ἔχει γυρίσει πίσω ἀπὸ ἐκεῖ; Ὁ τοκετὸς εἶναι τὸ τέλος τῆς ζωῆς, καὶ μετὰ ἀπὸ τὸν τοκετὸ & δὲν ὑπάρχει τίποτα, παρὰ μόνο σκοτάδι, σιωπὴ καὶ λήθη. Δὲν ὁδηγεῖ πουθενά».
«Λοιπόν, δὲν ξέρω», λέει τὸ δεύτερο, «ἀλλὰ σίγουρα θὰ συναντήσουμε τὴ μητέρα καὶ αὐτὴ θὰ μᾶς φροντίσει». Τότε τὸ πρῶτο μωρὸ ἀπάντησε, «Μητέρα; Πιστεύεις στὴ μητέρα; Αὐτὸ εἶναι γελοῖο. Ἂν ἡ μητέρα ὑπάρχει, τότε ποῦ εἶναι τώρα»;
Τὸ δεύτερο ἀνέφερε: «Εἶναι παντοῦ γύρω μας. Εἴμαστε περικυκλωμένοι ἀπὸ αὐτήν. Εἴμαστε μέρος της. Εἶναι μέσα τῆς ποὺ ζοῦμε. Χωρὶς αὐτήν, αὐτὸς ὁ κόσμος μας δὲν θὰ μποροῦσε κὰν νὰ ὑπάρχει».
Τότε εἶπε τὸ πρῶτο, «Λοιπόν, ἐγὼ δὲν τὴν βλέπω, ἔτσι εἶναι λογικὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει». Καὶ τότε τὸ δεύτερο μωρὸ ἀπάντησε, «Μερικὲς φορές, ὅταν κάνεις ἡσυχία καὶ ἐπικεντρωθεῖς καὶ ἀκούσεις πραγματικά, μπορεῖς νὰ ἀντιληφθεῖς τὴν παρουσία της, καὶ μπορεῖς νὰ ἀκούσεις τὴν ἀγαπημένη τῆς φωνή, νὰ σὲ καλεῖ ἀπὸ ψηλά».
(Τοῦ συγγραφέα Pablo J. Luis Molinero, «Morphogeny»)