O πατέρας τῆς ἦταν ξενοδόχος, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ θεωρεῖτο ταπεινὸ ἐπάγγελμα. Ὁ Εὐσέβιος ἐξυμνεῖ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐφυΐα τῆς Ἁγίας Ἑλένης. Ἡ ἐνασχόλησή της μὲ τὴ μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὰ διδάγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἀκόμη ἡλικία, σκιαγραφοῦν μιὰ νέα γυναίκα ποὺ διήγαγε κάποιον ἀξιοπρεπῆ βίο χωρὶς νὰ σκανδαλίζει τὴν κοινωνία τοῦ καιροῦ της.
Στὸ Δρέπανο τὴν γνώρισε ὁ νεαρὸς τότε Ἰλλυριὸς ἀξιωματικὸς Κωνστάντιος Χλωρὸς καὶ τὴν ἐρωτεύτηκε (ἡ Ἁγία Ἑλένη ἦταν ὀνομαστὴ γιὰ τὴν καλλονή της). Ὅμως καὶ ἡ Ἁγία Ἑλένη ἀγάπησε τὸν εὐγενῆ στρατιωτικὸ καὶ τὸ 270 μ.Χ. παντρεύτηκαν.
Σὲ αὐτὰ τὰ 23 χρόνια γάμου, ἡ Ἁγία Ἑλένη ἀκολούθησε τὸ σύζυγό της στὴ σκληρὴ στρατιωτικὴ ζωή, σὲ ἐκστρατεῖες στὴ Γερμανία, τὴ Βρετανία κ.α. Περίπου τὸ 274, στὴ Ναϊσσὸ τῆς Μοισίας (σημερινὴ Νίσσα τῆς Σερβίας), ἡ Ἁγία Ἑλένη γέννησε τὸ γιό τους, τὸ Μέγα Κωνσταντῖνο. Τὸ 293 ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς διόρισε τὸν ἄνδρα τῆς Καίσαρα τῶν Δυτικῶν ἐπαρχιῶν (Γαλατία, Ἱσπανία, Βρετανία) καὶ ἐπειδὴ νόμος ἀπαγόρευε ἀνώτατο ἀξιωματικὸ νὰ ἔχει σύζυγο ταπεινῆς καταγωγῆς, τὴν χώρισε καὶ πῆρε σύζυγο τὴν Θεοδώρα ποὺ ἦταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ γενιά. Τότε ἡ Ἁγία Ἑλένη ἀπέδειξε τὴν ἀγάπη της στὸ πρόσωπο τοῦ Κωνστάντιου, καθὼς δὲν τὸν ἐνόχλησε μὲ ψεύτικα διλήμματα. Ἀποχώρησε ἥσυχα ἀπὸ τὴ ζωή του, ἀφήνοντάς του ἐλεύθερό το δρόμο γιὰ τὴ λαμπρὴ πορεία ποὺ ἀνοιγόταν μπροστὰ σ’ ἐκεῖνον καὶ τὸ γιό της. Ἡ ἴδια μαζὶ μὲ τὸ γιὸ τῆς τὸ Μ.Κωνσταντῖνο παρέμειναν ὅμηροί του Διοκλητιανοῦ καὶ ἀργότερα τοῦ Γαλέριου στὴ Νικομήδεια, γιὰ νὰ ἐξασφαλιστεῖ ἡ ὑπακοὴ τοῦ Κωνστάντιου. Ὅταν ὁ Γαλέριος ἀργότερα τοῦ ἐπέτρεψε νὰ δεῖ τὸν πατέρα του, εἶχε στὸ νοῦ του τὴν ἐξόντωσή του, τοῦ ἔστησε ἐνέδρα ἀλλὰ ὁ γενναῖος Κων/νὸς τὴν ἀπέφυγε.
Τὸ 306 μ.Χ. ὁ Μ.Κωνσταντῖνος ποὺ διέπρεπε στὶς μάχες, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του ἀνακηρύσσεται ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του, στὸ Γιορκ τῆς Μ. Βρετανίας Καίσαρας, ὁπότε καὶ καλεῖ τὴ μητέρα του κοντά του. Ἔτσι, ἡ Ἁγία Ἑλένη βρίσκεται στὴν αὐλὴ τοῦ γιοῦ της στοὺς Τρεβήρους (σημερινὴ Trier τῆς Γερμανίας) καὶ στὴ Ρώμη. (Ἐνδείξεις γιὰ τὴ διαμονή της στὴ γερμανικὴ ἐπαρχία τῆς αὐτοκρατορίας ἀποτελοῦν τὰ ἐρείπια καὶ οἱ τοιχογραφίες τοῦ ἀνακτόρου τῆς Τρήρ).
Στὴ Ρώμη μετέβησαν ὅταν κάλεσαν τὸν Μ.Κων/νο νὰ γίνει Αὔγουστος καὶ ἔγινε μετὰ τὴ νίκη του στὴ Μιλβία Γέφυρα, ὅπου ἡττήθηκε ὁ Μαξέντιος, ποὺ τοῦ ἀντιστάθηκε.
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔζησε ἀπὸ κοντὰ ὅλη τὴν ἐξελικτικὴ πορεία τοῦ Μ. Κωνσταντίνου (Καίσαρας, Αὔγουστος, Αὐτοκράτορας) καὶ κάτι ἀκόμη πιὸ σημαντικό, τὸ περίφημο ὅραμα τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου τὸ 322 μ.Χ., πρὶν τὴ μάχη τῆς Μιλβίας Γέφυρας: τὸ φωτεινὸ σταυρὸ μέρα μεσημέρι στὸν οὐρανό, μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Τούτω Νίκα». Τότε, ἡ Ἁγία Ἑλένη πρέπει νὰ ἔλαβε τὸ χριστιανικὸ βάπτισμα, σὲ ἡλικία 60 περίπου ἐτῶν, ἔπειτα ἀπὸ πολυετῆ κατήχηση, προετοιμασία καὶ ἀφοσίωση στὰ διδάγματα τοῦ χριστιανισμοῦ.
Στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλή, ἡ Ἁγία Ἑλένη κατεῖχε ἐξέχουσα θέση, γιατί ἐκτίμησε πολὺ ὁ Μ.Κων/νὸς τὴν ἐνέργειά της νὰ ἀποχωρήσει ἀθόρυβα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ συζύγου της ςἀφ’ἑνὸς καὶ ἀφ’ ἑτέρου γιὰ τὴν μεγάλη φροντίδα του στὸν ἴδιο. Ἤδη πρὶν τὸ 324, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τῆς εἶχε ἀπονείμει τὸν τίτλο τῆς Nobilissma Femina καὶ ἔκοψε νομίσματα μὲ τὴ μορφή της. Μετὰ τὸ 324 κι ἀφοῦ νίκησε τὸν ἀντίπαλό του Λικίνιο, καὶ παρέμεινε κύριος Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἀντὶ βασιλομήτορα, τὴν ὀνόμασε Αὐγούστα. Ἀκόμη, στὸ Φόρο τῆς Κωνσταντινούπολης, ὕψωσε τὶς στῆλες «Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης». πού ἔφεραν ὅμως τὴν ἐπιγραφή: «Εἰς Ἅγιος εἰς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός, Ἀμήν». Μὲ αὐτὴ τὴ πράξη του, ἔφερε νέο ἦθος στὸ θεσμό.
Ἐπίσης τῆς παραχώρησε τὸ ἀνάκτορο στὸ Σεσσόριο τοῦ Λατερανοῦ, ὅπου της ἔκτισε κι ἕναν ὡραῖο ναό. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία Ἑλένη ζοῦσε μιὰ διακριτικὴ ζωή, ἀφιερωμένη σὲ φιλανθρωπικὰ ἔργα καὶ στὴ διάδοση τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ὑπέδειξε μάλιστα στὸ γιό της νὰ ἱδρύσει δημόσια πτωχοκομεῖα, νοσοκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα (κατὰ παραχώρηση, θὰ μπορούσαμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸ σύγχρονο ὄρο «κρατικὴ πρόνοια», τοῦ ὁποίου σκαπανέας φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἡ Ἁγία Ἑλένη).
Τὴ θέση της ὅμως στὴν Ἱστορία, ἡ Ἁγία Ἑλένη τὴν ὀφείλει στὸ ταξίδι της στὴν Παλαιστίνη καὶ τὶς ὑπόλοιπες ἀνατολικὲς ἐπαρχίες τῆς αὐτοκρατορίας. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.) πού συνεκάλεσε ὁ ἴδος γιὰ νὰ εἰρηνεύσει τὴν ἐκκλησία, πληροφορήθηκε γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ γιὰ αὐτὸ ἔστειλε τὴ μητέρα του στὴν Ἱερουσαλήμ, μὲ σκοπὸ νὰ ἐρευνήσει καὶ νὰ φέρει στὸ φῶς τὰ διάφορα μέρη στὰ ὁποῖα ἔζησε καὶ δίδαξε ὁ Χριστός.
Στὸ διάστημα αὐτὸ (δηλαδὴ κατὰ τὴ παραμονή της στὴν ἀνατολή), συνέβησαν τὰ γεγονότα τοῦ θανάτου τοῦ ἐγγονοῦ της καίσαρα Κρίσπου, μεγαλύτερου γιοῦ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἀπὸ τὸ πρῶτο γάμο του μὲ τὴ Νινευίνα, καθὼς καὶ τῆς δευτέρας συζύγου τοῦ Φαύστας, μητριᾶς τοῦ Κρίσπου, γιὰ λόγους ποὺ παραμένουν σκοτεινοί. Μολονότι δὲν εἶναι ἀπόλυτα ἐξακριβωμένο, σύμφωνα μὲ τὸν Ρωμαῖο ἱστορικό, Βίκτωρα Σέξτο Αὐρήλιο (Caes. 41.11-12), ἡ ἐκτέλεση τοῦ ναυάρχου Κρίσπου, ἔγινε κατὰ διαταγὴ τοῦ πατέρα του, Μεγάλου Κωνσταντίνου, καθὼς ἡ Φαύστα (μὲ τὴν ὁποία ἔκανε τρία παιδιὰ) μὲ ψευδομάρτυρες τὸν συκοφάντησε ὅτι προσπάθησε νὰ τὴν βιάσει, ἀφοῦ ἤθελε νὰ προωθήσει τὰ τρία δικά της παιδιά… Ο Μ.Κων/νὸς ποὺ τότε ἦταν, θὰ λέγαμε “Ὁ Ἀνώτατος Δικαστὴς” ὡς αὐτοκράτορας, πεισθεῖς ἀπὸ τὴ γυναίκα του, ἐπέπληξε τὸν Κρίσπο καὶ δυστυχῶς μὲ πίκρα ἐφήρμοσε τὸ νόμο, τὸν ἐφυλάκισε. (Σκληρὸς ὁ νόμος, ἀλλὰ νόμος). Ὅμως πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται ἡ καταδικαστική του ἀπόφασις. Τώρα ποιὸς τὸν ἐφόνευσε, κανεὶς δὲν γνωρίζει. Ὅταν ὅμως ἐπέστρεψε ἡ Ἁγία Ἑλένη ἀπὸ τοῦ Ἁγίους Τόπους, καὶ ἔμαθε αὐτὸ τὸ γεγονός, ἐπέκρινε αὐστηρότατα τὸ γιό της γιὰ τὴ σκληρὴ αὐτὴ πράξη του καὶ τὸν ὤθησε νὰ ἐρευνήσει περαιτέρω τὶς κατηγορίες ποὺ εἰπώθηκαν εἰς βάρος τοῦ Κρίσπου.
Ο Μ.Κωνστατίνος, σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο ἱστορικό, διέταξε ἀναψηλάφηση τῆς δίκης καὶ ὅταν ἀποδείχθηκε ἡ ἀπάτη τῆς Φαύστας, μὲ πολλὴ στενοχώρια ἐφήρμοσε πάλι τὸ νόμο καὶ διέταξε τὴν συλληψή της. Πῶς ὅμως βρέθηκε μετὰ 3-4 χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Κρίσπου; Τὴν ἀπώλεια τοῦ γιοῦ του καὶ τῆς Φαύστας, ποὺ τοὺς θρήνησε σὲ ὅλη του τὴ ζωή, ἐπικαλοῦνται ἰδιαίτερα οἱ ἐχθροί του Μ.Κων/νοῦ λέγοντας ὅτι τοὺς σκότωσε γιὰ νὰ ἰσχυροποήσει τὴ θέση του συγχρόνως δὲ ἐπικρίνουν τὴν ἐκκλησία γιὰ τὴν ἁγιοποίησή του. Δὲν θέλουν νὰ γνωρίζουν τὴν τότε ἐπικρατοῦσα κατάσταση, οὔτε τὴν ἀξία τῆς μετάνοιας καὶ τὰ μαθηματικά του Θεοῦ ποὺ πρῶτος οἰκιστὴς τοῦ Παραδείσου εἶναι ὁ ληστής! Καὶ ἡ Ἁγία Ἑλένη κατόπιν ζητοῦσε συγχώρεση ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ αὐτὲς τὶς πράξεις τοῦ γιοῦ τῆς (πρέπει νὰ εἶναι ἡ μοναδικὴ περίοδος ποὺ οἱ σχέσεις τοῦ Μ.Κωνσταντίνου καὶ τῆς μητέρας τοῦ διῆλθαν κρίση, χωρὶς ὅμως νὰ ἄρει καὶ τὴν εὔνοιά του ἀπὸ τὸ πρόσωπό της, ἄλλωστε ὁ Μ. Κων/νὸς σὲ αὐτὸ τὸ ζήτημα ἔπεσε θύμα ἀπάτης, ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅλα αὐτά, πρὶν καν γίνει Χριστιανός).
Δύο εἶναι οἱ σημαντικότερες πράξεις τοῦ Ἁγίου Κων/νου. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ὑπογραφὴ τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων τὸ 313 μ.Χ. μὲ τὸ ὁποῖο σταμάτησαν οἱ διωγμοὶ τριῶν αἰώνων κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ἀποφυλακίσθηκαν ὅλοι οἱ διωκώμενοι σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια καὶ ἔκτοτε ἐπιτρέπετο νόμιμα πλέον νὰ λατρεύεται ὁ Χριστὸς στὶς ἐκκλησίες τους. Ἀνεξιθρησκεία, ὄχι ἐπισημοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν Μ.Θεοδόσιο.
Ἡ χάραξη τῶν ὁρίων καὶ ἡ θεμελίωση τῆς Πόλης ἀπὸ τὸν Μ.Κωνσταντῖνο
Ἡ δεύτερη σημαντική του πράξη ἦταν ἡ μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὴν Ρώμη στὸ ἀρχαῖο Βυζάντιο, ποὺ ὀνομάσθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο Νέα Ρώμη, ἡ μετονομασθεῖσα ἀργότερα Κωνσταντινούπολη, καὶ ἡ ὁποία εἶχε ζωὴ περίπου 1.100 χρόνια, σημαντικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν παγκόσμια ἱστορία καὶ ἰδιαίτερα γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες.
Μετὰ τὸ σημεῖο τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὁ Μ.Κων/νος ἔφερε λάβαρο μὲ τὸ Τίμιο Σταυρὸ καὶ τὸ μονόγραμμα ΧΡ, σὲ κάθε μάχη. Μάλιστα Τὸν ἔστησε σὲ κεντρικὰ σημεῖα τῆς Ρώμης καὶ ἐστράφη πιὸ θερμὰ στὸ Χριστιανισμό. Κατόπιν ἔστειλε τὴ μητέρα του στὰ Ἱεροσόλυμα, νὰ προσπαθήσει νὰ ἐρευνήσει γιὰ τυχὸν σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου στὴ γῆ. Ὁ Εὐσέβιος περιγράφει μὲ λεπτομέρειες τὸ ταξίδι τῆς Ἁγίας Ἑλένης (VC, 3.42-47). Τὸ παρουσιάζει ὡς ἕνα εὐλαβέστατο προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους, κατὰ τὸ ὁποῖο ἡ Ἁγία Ἑλένη ἐπιδιδόταν σὲ πράξεις φιλανθρωπίας συντηρώντας ὁλόκληρες κοινότητες, ἀνεγείροντας ἱδρύματα κοινῆς ὠφελείας μὲ αὐτοκρατορικὲς ἐπιχορηγήσεις καὶ ἰδρύοντας μονές. Τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ τόσο μεγάλη ἡλικία (πρέπει νὰ ἦταν περίπου 78 χρονῶν, ὅταν ξεκίνησε τὴν περιοδεία τῆς) ἀνέλαβε μία τόσο κοπιαστικὴ ἀποστολή, καταδεικνύει μία γυναίκα πιστή, μὲ ἐξαιρετικὴ δύναμη χαρακτήρα καὶ ἰσχυρὴ θέληση.
Στὴ Βηθλεὲμ καὶ τὸ Γολγοθὰ διεξήγαγε μεγάλες ἀνασκαφές, κατὰ τὶς ὁποῖες βρέθηκαν οἱ τόποι τῆς Γέννησης, τῆς Σταύρωσης καὶ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κατεδαφιστεῖ ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης ἀπὸ τὸ Γολγοθά, ἡ Ἁγία Ἑλένη ἀνέγειρε μὲ αὐτοκρατορικὲς χορηγίες τοὺς μεγαλοπρεπεῖς ναοὺς τῆς Γέννησης (στὴ Βηθλεὲμ) καὶ τῆς Ἀνάστασης (στὸ λόφο τοῦ Γολγοθά), ποὺ μέχρι σήμερα ἀποτελοῦν τὰ σημαντικότερα μνημεῖα τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἀναστήλωσε τὴν ἐρειπωμένη τότε Ἁγία Πόλη.
Ἡ μεγάλη δόξα τῆς Ἁγίας Ἑλένης, μεταξὺ προπάντων τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν, ὀφείλεται στὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ Ρουφίνος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ στὴ δική του «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία», συνδέει τὴν Ἁγία Ἑλένη μὲ τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (Hist. Eccl 10, 7-8)
Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὸ ταξίδι της στὴν Ἀνατολή, ἡ Ἁγία Ἑλένη ἐγκαταστάθηκε στὴ Νικομήδεια. Ἐκεῖ ἀπεβίωσε σὲ ἡλικία 80 ἐτῶν ἔχοντας στὸ πλευρὸ τῆς τὸ γιὸ της Μ.Κωνσταντῖνο, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Εὐσέβιος (VC, 3.46). Τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 329 μ.Χ. σταματάει ἀπότομα ἡ κοπὴ νομισμάτων μὲ τὴ μορφή της, μᾶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ θάνατός της ἐπῆλθε στὰ τέλη τοῦ 328 ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 329. Ἐνταφιάστηκε μὲ βασιλικὲς τιμὲς στὴ Ρώμη, στὸ μαυσωλεῖο τῆς ὁδοῦ Λαβικάνας. Ἀργότερα, τὸ λείψανό της μεταφέρθηκε στὶς κατακόμβες Πέτρου καὶ Μαρκελλίνου. Ἡ πορφυρὴ σαρκοφάγος ποὺ περιεῖχε τὸ σκήνωμά της, σήμερα βρίσκεται στὸ μουσεῖο τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ Ἐκκλησία τὴν ἀνακήρυξε Ἁγία καὶ Ἰσαπόστολο.
Στὸ μεταξὺ ὁ Ἅγιος Κων/νος καὶ λίγο πρὶν πεθάνει, ἀξιώθηκε τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνει στὸν Ἰορδάνη, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε καὶ ἀμέσως μετὰ εἶπε: «Νῦν ἀληθεῖ λόγω μακάριον οἰδ’ ἐμαυτόν, νῦν τῆς ἀθανάτου ζωῆς πεφάναι ἄξιον, νῦν τοῦ θείου μετειληφέναι φωτὸς πεπίστευκα». Τώρα, δηλαδή, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τῆς ἀληθείας, ξέρω ὅτι εἶμαι μακάριος, τώρα ἔχω γίνει ἄξιος της ἀθανάτου ζωῆς, τώρα ἔχω πιστέψει πὼς ἔλαβα τὸ θεῖο φῶς. Ἔκτοτε δὲν φόρεσε ξανὰ τὸν βασιλικὸ μανδύα, μέχρι ποὺ ἀρρώστησε καὶ κοιμήθηκε.
Ὁ λαὸς τὸν λάτρευσε γιατί φρόντισε τὰ οἰκονομικά του κράτους, ποὺ ἦταν σὲ ἀθλία κατάσταση, γιὰ τὰ Ἱδρύματα ποὺ ἀνήγειρε, γιὰ τὴν ἀναμόρφωση τοῦ δικαίου, μὲ ἀρχὲς ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ γενικὰ γιὰ τὴν χρηστὴ διοίκηση, ποὺ κατώρθωσε καὶ ἔστησε ἕνα κράτος μοναδικὸ γιὰ τὴν ἐποχή του καὶ ὄχι μόνον! Καὶ βέβαια γιὰ τὸ μεγάλο του ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα ποὺ ἀνεφάνησαν.
Ἐκοιμήθη σὲ ἡλικία 63 ἐτῶν, τὴν 21η Μαΐου 337. Ἡ Ἱστορία ὀνόμασε τὸν Κωνσταντῖνο Μέγα γιὰ τὴ διορατικότητά του, τὴν κυριαρχία του σὲ ὅλο το κόσμο, ὅπου δὲν ἔχασε καμμία μάχη εἴτε στὸ ἐσωτερικό, εἴτε στὸ ἐξωτερικὸ μέτωπο. Ἡ δὲ Ἐκκλησία τὸν ἀνεκήρυξε Ἅγιο καὶ Ἰσαπόστολο γιὰ τὸ τεράστιο ἱεραποστολικό του ἔργο.
Ἡ μνήμη τῶν ἑορτάζεται ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, στὶς 21 Μαΐου, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς Καθολικοὺς στὶς 18 Αὐγούστου, ἀλλὰ μόνο ἡ Ἁγία Ἑλένη. (Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἔχει κατατάξει στοὺς ἁγίους της τὸ Μέγα Κωνσταντῖνο).
Ἀπολυτίκιο
«Πρῶτος πέφηνας, ἐν Βασιλεύσι, θεῖον ἔδρασμα, τῆς εὐσεβείας, ἀπ’ οὐρανοῦ δεδεγμένος τὸ χάρισμα· ὅθεν Χριστοῦ τὸν Σταυρὸν ἐφανέρωσας, καὶ τὴν Ὀρθόδοξον πίστην ἐφήπλωσας. Κωνσταντῖνε Ἰσαπόστολε, σὺν Μητρὶ Ἑλένη θεοφρονι, πρεσβεύσατε ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν»
Ἀπολυτίκιο
«Τοῦ Σταυροῦ σου τὸν τύπον ἐν οὐρανῶ θεασάμενος, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλίσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος, ὁ ἐν Βασιλεύσιν Ἀπόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τὴ χειρί σου παρέθετο· ἣν περίσωζε διὰ παντὸς ἐν εἰρήνη, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε»
Πηγή: Ι. Μ. Ασωμάτων Πετράκη