15 Ἰουνίου
Ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος γεννήθηκε τὸ 354 στὴν Ταγάστη, μικρὴ πόλη τῆς Νουμιδίας (σημ.. Σοϋκ Ἀρᾶς, στὴν Ἀλγερία). Ὁ πατέρας του, Πατρίκιος, μικρὸς γαιοκτήμονας ποὺ ἀνήκε στοὺς ἐπιφανεῖς τῆς πόλης, παρέμεινε εἰδωλολάτρης μέχρι λίγο πρὶν τὸν θάνατό του, ἀλλὰ ἡ μητέρα του, ἁγία Μόνικα [4 Μαίου], ἦταν μία ἔνθερμη χριστιανὴ ποὺ τὸν ἐνέγραψε, ἀπὸ παιδὶ ἀκόμη, στοὺς κατηχουμένους καὶ τὸν ἔπαιρνε τακτικὰ μαζί της στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ τὸν καταρτίσει στὰ μυστήρια τῆς Πίστεως. Ἡ βάπτιση, ὡστόσο, ὅπως ἦταν τὸ ἔθος τότε, ἀναβλήθηκε γιὰ ἀργότερα καὶ τὸ παιδί, ὄντας πολὺ ζωηρὸ καὶ ἀπείθαρχο στὶς ἐπιτιμήσεις τῆς μητέρας του, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν Πίστη.
Προικισμένο μὲ λαμπρὴ εὐφυΐα, ἀπέκτησε γρήγορα μεγάλη εὐχέρεια στὴν λατινικὴ γλώσσα, ἄλλα ἐπέδειξε ἐπίμονη ἄρνηση νὰ μάθει τὴν ἑλληνικὴ καὶ ἡ ἔλλειψη αὐτὴ θὰ παρέμενε ἕνα κενὸ στὴν θεολογικὴ σκέψη του. Δεκαεπτὰ ἐτῶν ἐστάλη στὴν Καρχηδόνα, τὴν μητρόπολη τῆς Ἀφρικῆς, νὰ παρακολουθήσει μαθήματα ρητορικῆς. Οἱ πειρασμοὶ τῆς πόλης καὶ οἱ κακὲς συναναστροφὲς τὸν ὁδήγησαν σὲ ἄστατο βίο, ἐνῶ συνδέθηκε μὲ μία χριστιανὴ ἡ ὁποία τοῦ χάρισε ἕναν γιό, τὸν Ἄδεοδατο (372). Χάρις στὴν ἀνάγνωση τοῦ Κικέρωνα, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὶς μάταιες σπουδὲς νομικῆς καὶ ρητορικῆς γιὰ νὰ στραφεῖ στὴν ἀναζήτηση τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς σοφίας- ἀπογοητευμένος ὅμως ἀπὸ τὴν φαινομενικὴ ξηρότητα τῆς Βίβλου, ἔδειξε μεγαλύτερη συμπάθεια γιὰ τὴν διδασκαλία τῶν μανιχαίων, ποὺ φάνηκε σὲ αὐτὸν νὰ συμφιλιώνει τὸν Χριστὸ μὲ τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἀποκτήσει τὴν σοφία ἀποκλειστικὰ μέσω τοῦ λογικοῦ. “Εμελλε νὰ παραμείνει ἐννέα χρόνια αἰχμάλωτος στὰ δίχτυα αὐτῆς τῆς τόσο χονδροειδοῦς αἵρεσως.
Μετὰ ἀπὸ σύντομη παραμονὴ στὴν Ταγάστη, ὅπου δίδασκε γραμματική, ἀναχώρησε πάλι γιὰ τὴν Καρχηδόνα, μὲ σκοπὸ νὰ ἀνοίξει μία σχολὴ ρητορικῆς. Σύντομα ὅμως ἡ κακὴ συμπεριφορὰ τῶν μαθητῶν τοῦ τὸν ἔκανε νὰ ἀηδιάσει μὲ τὸ ἐπάγγελμα αὐτὸ καὶ ἄφοϋ ἔχασε τὶς ψευδαισθήσεις ποὺ ἔτρεφε σχετικὰ μὲ τὸν μανιχαϊσμό, μετὰ ἀπὸ μία συζήτηση ποὺ εἴχε μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τους, τὸν Φαῦστο, μὲ τὸ πνεῦμα ἀνήσυχο καὶ διψασμένο γιὰ ἀληθινὴ σοφία, πῆρε τὸ πλοῖο γιὰ τὴν Ρώμη, ὅπου ἄνοιξε ἄλλη σχολή, ἡ ὁποία κι αὐτὴ μὲ τὴν σειρά της δὲν εἶχε ἐπιτυχία. Μετὰ τὴν ἀνάρρωσή του ἀπὸ βαρειὰ ἀσθένεια, ἀπέκτησε θέση δημόσιου ρήτορα στὸ Μιλάνο, ὅπου καὶ ἐγκαταστάθηκε ὀνειρευόμενος ἀκόμη μία λαμπρὴ σταδιοδρομία στὴν διοίκηση (384). Ἐκεῖ γνωρίσθηκε μὲ τὸν ἐπίσκοπο ἅγιο Ἀμβρόσιο [7 Δεκ.], ὁ ὅποιος τὸν κατέκτησε μὲ τὴν πραότητα καὶ τὴν χάρη του, κυρίως ὅμως μὲ τὴν λαμπρὴ εὐγλωττία του καὶ τὶς πνευματικὲς ἑρμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ ἄνοιξαν τὴν καρδιὰ του στὸ βάθος τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ Μόνικα ποὺ εἶχε ἔλθει νὰ τὸν βρεῖ, τὸν ἔπεισε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν παλλακίδα του καὶ μάταια προσπάθησε νὰ τοῦ ἐξασφαλίσει ἕναν καλὸ γάμο.
Ἡ φιλοσοφία, ὅπως καὶ οἱ κοσμικὲς ἀπολαύσεις, εἶχαν ἀπογοητεύσει τόσο τὸν Αὐγουστίνο, ὥστε μὲ ὀδύνη καὶ ἀγωνία ἀναζητοῦσε τὴν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς εὐδαιμονίας. Ἡ ἀνάγνωση τῶν νεοπλατωνικῶν φιλοσόφων τὸν ἔκανε νὰ ἐγκαταλείψει τελεσίδικα τὸν μανιχαϊσμὸ καὶ τοῦ ἐπέτρεψε νὰ στραφεῖ σὲ μία ἐσωτερικὴ ἀναζήτηση τοῦ πνευματικοῦ βίου. Σὲ ἀντιδιαστολή, ὡστόσο, μὲ τοὺς φιλόσοφους αὐτούς, αὐτὴ ἡ ἐσωστρέφεια δὲν ἦταν γι’ αὐτὸν μία μάταιη θεωρητικὴ ἀναζήτηση, ἄλλα ἔπαιρνε τὴν μορφὴ μίας διάπυρης ζήτησης τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ, τὸν ὅποιο ἀποδεχόταν διανοητικά, ἄλλα τὸν ὅποιο ἡ καρδιά του δὲν ἔνιωθε ἀκόμη. Τότε ἄκουσε νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὸν βίο τοῦ ἅγιου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, τὸν ὁποῖο συνέγραψε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος κατὰ τὴν ἐξορία του στὴν Δύση καὶ ὁ ὅποιος στάθηκε ἀφορμὴ γιὰ ἠχηρὲς μεταστροφὲς μεταξὺ τῶν εὐγενῶν. Λίγο ἀργότερα, ἐνῶ βρισκόταν σὲ ἕναν κῆπο μὲ τὸν φίλο του Ἀλύπιο, κλαίγοντας παράμερα γιὰ τὸν βίο του, ἄκουσε μία παιδικὴ φωνὴ ἀπὸ ἕνα γειτονικὸ σπίτι νὰ τραγουδᾶ: «Ἀάβε καὶ ἄναγνωθε, πάρε, διάβασε!» Ἄνοιξε τὸ βιβλίο μὲ τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου ποὺ ἦταν ἐκεῖ πρόχειρο καὶ ἔπεσε στὸ ἕξης ἐδάφιο: μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλω• ἂλλ’ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖστε εἰς ἐπιθυμίας (Ρώμ. 13, 13-4).
Τὰ σκοτάδια τῆς ἀμφιβολίας διαλύθηκαν ἀμέσως καὶ ἕνα γλυκὸ φῶς ἔλουσε τὴν καρδιά του μὲ χαρά. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη εἶχε γίνει ἄλλος ἄνθρωπος, ποὺ στὸ ἕξης θὰ ζοῦσε μόνο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του. Ὅταν ἐκμυστηρεύθηκε τὴν ἀποκάλυψη αὐτὴ στὴν μητέρα του, ἐκείνη ἔνιωσε μεγάλη ἀγαλλίαση. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε γιὰ πάντα τὸ ἐπάγγελμα τοῦ «λογοπράτου», πέρασε λίγους μῆνες ἀποσυρμένος σὲ ἐξοχικὸ κτῆμα μὲ τὴν μητέρα του, συγγενεῖς καὶ κάποιους φίλους ἀναλαμβάνοντας ἀπὸ μία ἀσθένεια τὴν ὁποία εἶχε ἐπιδεινώσει ἡ συγκίνηση τῆς μεταστροφῆς του. Σὲ αὐτὸ τὸ ἐμβρυῶδες μοναστήρι, δποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ διάγει βίο παρόμοιο μὲ ἐκεῖνο τῆς ἀποστολικῆς κοινότητας τῆς Ἱερουσαλήμ, ὁ Αὐγουστίνος συνδύασε τὴν προσευχή, τὴν μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ τὶς φιλοσοφικὲς συζητήσεις. Ἐπιστρέφοντας στὸ Μιλάνο ἀκολούθησε αὐστηρὴ καὶ ἀποτραβηγμένη βιοτὴ πρὶν βαπτισθεῖ ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο στὶς 24 Ἀπριλίου 387, μαζὶ μὲ τὸν Ἀλύπιο καὶ τὸν γιὸ τοῦ Ἀδεοδάτο.
Κατόπιν μετέβη στὴν Ὄστια, μὲ τὴν ἁγία Μόνικα, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀφρικὴ γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ τὴν μοναχικὴ πολιτεία. “Ενα βράδυ, ἐνῶ συζητοῦσαν μὲ τοὺς ἄγχωνες ἀκουμπισμένους σὲ ἕνα παράθυρο, συνεπαρμένοι αἴφνης ἀπὸ τὴν ὁρμὴ τῶν γεμάτων εὐλάβεια λόγων τους καὶ ἀνοίγοντας ἄπληστα τὸ στόμα τῆς καρδιᾶς τους στὰ νερὰ τῆς οὐράνιας Πηγῆς, βρέθηκαν μεταρσιωμένοι σὲ ἕνα εἶδος ἔκστασης, ὑπεράνω τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων κτισμάτων, ἐρχόμενοι σὲ κοινωνία μὲ τὴν αἰώνια Σοφία, στιγμὴ πνευματικῆς θεωρίας ποὺ τοὺς φάνηκε νὰ εἶναι μία πρόσκληση νὰ γευτοῦν ἐδῶ κάτω τὴν αἰώνια ζωή, κατὰ τὸν εὐαγγελικὸ λόγο: εἲ’σελΰε εἰς τὴν χαρὰν τὸν κνρίον σὸν (Μάτ•. 25, 21). Ἡ Ἁγία Μόνικα ἔκοιμηθη λίγο ἀργότερα καὶ ὁ Αὐγουστίνος, ἀναβάλλοντας τὰ σχέδια του, παρέμεινε γιὰ κάποιο διάστημα ἀκόμη στὴν Ἰταλία γιὰ νὰ γράψει ἀπολογητικὰ ἔργα κατὰ τῶν μανιχαίων.
Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 388 ἐπέστρεψε στὴν Ταγάστη μαζὶ μὲ τὸν Ἀλύπιο καὶ τὸν Ἀδεοδάτο, ὁ ὅποιος σὲ λίγο πέθανε. Ὁ Αὐγουστίνος πούλησε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του γιὰ νὰ μοιράσει τὸ ἀντίτιμο στοὺς φτωχοὺς καὶ ἐπὶ τρία χρόνια ἀφιερώθηκε στὴν ὀργάνωση μιᾶς μονῆς μαζὶ μὲ τοὺς φίλους καὶ μαθητές του. Στὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ συνῆψε τὴν μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, νυχθημερὸν καὶ ὅ,τι ὁ Κύριος τὸν ἔκανε νὰ κατανοεῖ, τὸ μετέδιδε μὲ τὶς συζητήσεις σὲ ὅσους ἤσαν παρόντες καὶ στοὺς ἀπόντες μὲ ἐπιστολές. Μία ἥμερα ποὺ εἶχε μεταβεῖ στὴν Ἰππώνα κατόπιν αἰτήματος ἑνὸς αὐτοκρατορικοῦ λειτουργοῦ ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ἀκούσει πρὶν μεταστραφεῖ, ὁ γέροντας ἐπίσκοπος Οὔαλεριος τὸν παρουσίασε στὸ ἐκκλησίασμα.
Καὶ ἐνῶ ὁ ἱεράρχης ἐξέφρασε τὴν ἀνάγκη ποὺ ὑπῆρχε νὰ χειροτονηθεῖ ἕνας ἱερέας ὁ ὅποιος νὰ τὸν βοηθᾶ στὸ κήρυγμα στὰ λατινικά, διότι ὁ ἴδιος ἦταν ἑλληνόφωνος, οἱ πιστοὶ ἅρπαξαν κυριολεκτικὰ μέσα σὲ ἐπευφημίες τὸν Αὐγουστίνο καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ δεχθεῖ. μὲ πολλὰ δάκρυα μπροστὰ στὸν κίνδυνο ποὺ παρουσιάζει τὸ ποιμαντορικὸ λειτούργημα, δέχθηκε τελικὰ νὰ «ἔγκατελειψει τὸν Θεὸ χάριν τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν γλυκεία ἐρημία του μοναστηρῖου γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Πέτυχε ὡστόσο μιὰ ἀναβολὴ μερικῶν μηνῶν, ὥστε νὰ προετοιμασθεῖ γιὰ τὸ λειτούργημά του μὲ τὴν μελέτη τῆς Γραφῆς, καὶ μετὰ τὴν χειροτονία τοῦ ὁ ἐπίσκοπός του παραχώρησε ἕνα κομμάτι γῆς κοντὰ στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ ἱδρύσει ἐκεῖ ἕνα νέο μοναστήρι, τὴν «Μονὴ τοῦ Κήπου», ἂπ’ ὅπου ἐξῆλθαν δέκα περίπου ἐπίσκοποι.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ ἔτους 395, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος καὶ διαδέχθηκε λίγο ἀργότερα τὸν Οὔαλεριο στὴν ἕδρα τῆς Ἴππωνος. Τοποθετημένος στὸν θρόνο τῆς μικρῆς αὐτῆς ἐπισκοπῆς, ἄλλα φωτίζοντας ὅλη τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀφρικῆς μέχρι τὶς ἐσχατιὲς τοῦ λατινικοῦ κόσμου μὲ τὴν διδασκαλία του, ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος ὑπῆρξε ἐπὶ τριάντα πέντε χρόνια τὸ ὑπόδειγμα τοῦ καλὸν ποιμένος, προσφέροντας τὴν ζωή του γιὰ τὸ ποίμνιό του καὶ λογίζοντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ «δοῦλο τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ». Κήρυττε ἀκαταπόνητα κάθε ἡμέρα (σώζονται περὶ τοὺς ὀκτακόσιους “λόγους του), θίγοντας ὅλα τὰ ζητήματα μὲ ἀπαράμιλλη ζωντάνια καὶ τέχνη καὶ ἐπιδιώκοντας νὰ μεταδίδει στοὺς ἀκροατὲς τοῦ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοΰ καὶ τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας ἔλυνε διαφορές, φρόντιζε ἄγρυπνα γιὰ τὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, μεριμνοῦσε γιὰ τοὺς φτωχοὺς ἐνῶ τὴν νύχτα γινόταν ξανὰ μοναχός, ἀφιερωμένος ὁλόκληρος στὴν ἀγάπη τοῦ Νυμφίου. Ζοῦσε στὴν ἐπισκοπή του ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν κλῆρο του, γιὰ τὸν ὅποιο συνέταξε ἕναν μοναχικὸ Κανόνα, προσαρμοσμένο στὶς συνθῆκες τους, ἄλλα ἀπαιτώντας τὴν αὐστηρὴ τήρηση τῆς ἀκτημοσύνης καὶ τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν.
Ἡ φλογερὴ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν τὸν ἄφηνε ἀδιάφορο ἀπέναντι σὲ καμμία ἀπὸ τὶς ὑποθέσεις ποὺ τάρασσαν τὴν Χριστιανοσύνη. Συμμετεῖχε σὲ συνόδους καὶ περιόδευε στὴν Ρωμαϊκὴ Ἀφρική, ποὺ σπαρασσόταν τότε ἀπὸ διαιρέσεις, βάζοντας ὅλη τὴν τέχνη καὶ δεξιότητά του στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἀληθείας. Ἔγραψε περὶ τὰ ἑκατὸ συγγράμματα, τὰ περισσότερα ἐκ τῶν ὅποιων εἶναι ἀφιερωμένα στὸν ἀγώνα κατὰ σχισματικῶν, αἱρετικῶν καὶ ἐθνικῶν. Μετὰ τὴν λαμπρὴ ἀνασκευὴ τοῦ μανιχαϊσμοῦ, κατηύθυνε τὸν ἀγώνα τοῦ κατὰ τῶν σχισματικῶν νοβατιανῶν, οἱ ὅποιοι ἀξίωναν νὰ ὑποτάσσουν τὴν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων στὴν ἀρετὴ τοῦ λειτουργοῦ καὶ ἐπὶ ἕναν αἰώνα ἔσπερναν ὀλέθρια ζιζάνια στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀφρικῆς ἐγκαθιστώντας ἐκεῖ μία παράλληλη ἱεραρχία.
Καθὼς ὅλες οἱ προσπάθειες καὶ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἅγιου ἐπισκόπου νὰ τοὺς ἐπαναφέρει στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας προσέκρουαν στὸ ἀδιάλλακτο μίσος τους, ἀποφάσισε μὲ βαρειὰ καρδιὰ νὰ προσφύγει στὴν κοσμικὴ ἐξουσία, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ δικαιώσει τὶς πράξεις βίας. Καθὼς ἦταν πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀπέδιδαν στοὺς χριστιανοὺς τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν πτώση τῆς Ρώμης (410), ὁ Αὐγουστίνος συνέγραψε ἕνα μεγάλο ἔργο, τὴν Πολιτεία τὸν Θεόν, ἕναν μεγάλης ἐμβέλειας στοχασμὸ πάνω στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ὅπου δείχνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία περνώντας μέσα ἀπὸ τὶς περιπέτειες καὶ μεταπτώσεις τοῦ βίου τῆς βρίσκεται καθ’ δδὸν πρὸς τὴν αἰώνια Βασιλεία. Ἓν συνέχεια ὑποχρεώθηκε νὰ ἀγωνισθεῖ ἐναντίον τῆς αἱρέσεώς του πελαγιανισμοΰ.
Ἡ αἵρεση αὐτὴ ποὺ μείωνε τὸν ρόλο τῆς θείας χάριτος καὶ πρέσβευε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ καταφέρει μὲ τὶς δικές του δυνάμεις νὰ μὴν ἁμαρτάνει, ἀρνοῦνταν ἐξάλλου τὴν μετάδοση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ διακήρυσσε ἄχρηστο τὸν νηπιοβαπτισμό. Ὁ Αὐγουστίνος προσπάθησε νὰ ἀνατρέψει τὸ δόγμα αὐτὸ γιὰ νὰ ὑπερασπίσει τὴν Πίστη τῆς Ἐκκλησίας• παρασυρόμενος ὅμως ἀπὸ τὶς ἀναγκαιότητες τῆς ἀντιπαράθεσης καὶ ἀπὸ τὸ λάβρο γιὰ λογικὲς διασαφήσεις πνεῦμα του, ἑδραίωσε, μεταξὺ ἀνθρωπινῆς φύσης καὶ θείας χάριτος μία ὑπερβολικὰ αὐστηρὴ ἀντίθεση ποὺ θὰ ἐπρόκειτο νὰ ἔχει ἀργότερα ὀλέθριες συνέπειες στὴν Δύση. Κατόρθωσε νὰ καταδικαστοῦν οἱ πελαγιανιστὲς ἀπὸ τὶς Συνόδους τῆς Καρχηδόνος (411) καὶ Ρώμης (417), ἡ αἵρεση ὅμως δὲν ἐξαλείφθηκε.
Ὅταν οἱ Βάνδαλοι, προερχόμενοι ἀπὸ τὴν Ἱσπανία, ἄρχισαν νὰ εἰσβάλλουν στὴν χριστιανικὴ Ἀφρική, ἐρημώνοντας τὰ πάντα στὸ πέρασμά τους, ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος ἀναλώθηκε δίχως νὰ λογαριάζει κόπους καὶ ἐνέργεια προκειμένου νὰ σώσει ὅ,τι μποροῦσε νὰ σωθεῖ ἀκόμη. Μετὰ ἀπὸ σαράντα ἔτη ἐπισκοπείας καὶ ἀποστολικῶν μόχθων, ἔβλεπε μὲ πόνο νὰ ἀναγεννᾶται ἡ εἰδωλολατρία μέσα στὰ αἱματοβαμμένα ἐρείπια καὶ νὰ ἐπιβάλλεται ἡ αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ ἀπὸ τοὺς κατακτητές. Ἡ Ἴππωνα πολιορκοῦνταν ἤδη ἐπὶ τρεῖς μῆνες, ὅταν ὁ Αὐγουστίνος προσβλήθηκε ἀπὸ ἰσχυρὸ πυρετό. Εἶχε βάλει νὰ κρεμάσουν στοὺς τοίχους τοῦ δωματίου τοῦ τοὺς Ψαλμοὺς τῆς μετανοίας, καὶ μὲ τὴν θέρμη νεοφύτου παρέδωσε τὴν ἄλκιμη ψυχή του στὸν Κύριο στὶς 28 Αὐγούστου 427.
‘Αν ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου ἔδωσε ἀφορμὴ γιὰ παρεκκλίσεις στὴν μεσαιωνικὴ Δύση, ἓν τούτοις δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ καταλογισθεῖ δτὶ ὑπῆρξε αἱρετικός, διότι πάντοτε ὑπέβαλλε ταπεινὰ τοὺς στοχασμούς του στὴν κρίση τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ στὴν κατακλείδα τοῦ ἔργου τοῦ Περὶ Ἅγιας Τριάδος ἔγραφε: «Κύριε, Θεὲ ἔνοειδη, Θεὲ τριαδικέ, ὅλα ὅσα ἔγραψα στὰ βιβλία μου προέρχονται ἀπὸ Σένα, κι ἂν ὄ,τιδηποτε προέρχεται ἀπὸ μένα, ζητῶ συγχώρηση ἀπὸ Σένα καὶ τοὺς ἀνθρώπους Σου».
Πηγή: Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἐκδόσεις Ἴνδικτος
diakonima.gr