Σ’ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς ὀρεινῆς Ἰουδαίας, τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἡρώδη βασιλιὰ τῆς Ἰουδαίας, ἔζησαν ὁ ἱερέας Ζαχαρίας καὶ ἡ Ἐλισάβετ. Τὸ ὄνομα Ζαχαρίας στὰ ἑβραϊκὰ σημαίνει “ἐκεῖνος ποὺ θυμᾶται τὸν Κύριο καὶ κεῖνον ποὺ τὸν θυμᾶται ὁ Κύριος” καὶ Ἐλισάβετ σημαίνει “ἡ εὐσεβὴς πρὸς τὸ Θεό”.
Ἦταν δίκαιοι, ἄτεκνοι καὶ ἀγαποῦσαν πολὺ τὸν Θεό. Τὸν παρακαλοῦσαν καθημερινὰ νὰ τοὺς ἀξιώσει νὰ ἀποκτήσουν ἕνα παιδί, ἐπειδὴ ἡ ἀτεκνία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη θεωροῦνταν ντροπή. Ὁ Θεὸς ἀπάντησε στὶς προσευχές τους, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ χρόνια, ὅταν εἶχαν πιὰ γεράσει καὶ ἀνθρωπίνως ἦταν ἀδύνατο νὰ τεκνοποιήσουν.
Κατὰ τὴ γνώμη τοῦ Χρυσοστόμου, καθὼς καὶ ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ζαχαρίας δὲν ἦταν ἁπλὸς ἱερέας, ἀλλὰ ἀρχιερέας ποὺ ἔμπαινε στὰ ἅγια των ἁγίων. Κάποια μέρα λοιπὸν ὁ Ζαχαρίας κατέβηκε στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὸ Ναό. Ἦταν ἡ ἐφημερία του, ποὺ διαρκοῦσε ἑφτὰ μέρες. Τότε ἔπεσε ὁ κλῆρος σ’ αὐτὸν νὰ προσφέρει τὴ θυσία τοῦ θυμιάματος, πράγμα ποὺ γέμισε τὴν ψυχή του μὲ συγκίνηση καὶ δέος. Read more